Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Η αφθαρσία των αγίων

Ο Θεός ειναι αιώνιος και η έννοια της φθοράς είναι ξένη προς αυτόν. Η Χάρη του Κυρίου ως απαύγασμα της Θεότητάς του και αυτή είναι ξένη προς την φθορά. Οι Αγιοι της Εκκλησίας μας ειναι φορείς αυτής της Χάρης του Κυρίου που με τον αγώνα τους και την ευσπλαχνία του Θεου κέρδισαν. Αυτη η Χάρη είναι που σκεπάζει τους Αγίους και τους κανει αφθαρτους όπως και ο Αγ. Ιωάννης ο Ρώσσος.

π. Γεώργιος Μάριζας

O AΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΣΟΣ

Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε σε ένα χωριό της λεγομένης Μικράς Ρωσίας, περί το 1690, από γονείς ευλαβείς και ενάρετους. Όταν έφθασε σε νόμιμη ηλικία στρατεύθηκε, ενώ βασίλευε στη Ρωσία ο Μέγας Πέτρος. Έλαβε μέρος στον πόλεμο που έκανε εκείνος ο τολμηρός τσάρος εναντίον των Τούρκων κατά το 1711, και συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Τατάρους. Οι Τάταροι τον πούλησαν σε έναν Οθωμανό αξιωματικό Ίππαρχο, που καταγόταν από το Προκόπιον της Μικράς Ασίας, το οποίο βρίσκεται πλησίον στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο αγάς τον πήρε μαζί του στο χωριό του. Πολλοί από τους αιχμαλώτους συμπατριώτες του αρνήθηκαν την πίστη του Χριστού και έγιναν Μουσουλμάνοι, είτε γιατί κάμφθηκαν από τις απειλές, είτε γιατί δελεάστηκαν από τις υποσχέσεις και τις προσφορές υλικών αγαθών.


Ο Ιωάννης, όμως, ήταν από μικρός αναθρεμμένος με παιδεία και νουθεσία Κυρίου και αγαπούσε πολύ τον Θεό και την πίστη των πατέρων του. Ήταν από εκείνους τους νέους, όπου τους σοφίζει η γνώση του Θεού, όπως κήρυξε ο σοφός Σολομών, λέγοντας: «Ο δίκαιος είναι γνωστικός και στη νεότητά του. Διότι τιμημένο γήρας δεν είναι το πολυχρόνιο, ούτε μετριέται με τον αριθμό των ετών. Η φρονιμάδα πιο νέους ανθρώπους είναι σεβάσμια ωσάν να είναι φέροντες και ο καθαρός βίος τους κάνει ωσάν να είναι γέροντες πολύμαθοι».
Έτσι, λοιπόν, και ο μακάριος Ιωάννης, έχοντας την σοφία που δίδει ο Θεός σε εκείνους που τον αγαπούν, έκανε υπομονή στη δουλεία και στην κακομεταχείρηση του αφέντη του και στις ύβρεις και τα πειράγματα των Οθωμανών, οι οποίοι τον φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδή άπιστο, φανερώνοντάς του την περιφρόνηση και την απέχθειά τους. στον αφέντη του και σε όσους τον παρακινούσαν να αρνηθεί την πίστη του, αποκρινόταν με σθεναρή γνώμη ότι προτιμούσε να πεθάνει, παρά να πέσει σε τέτοια φοβερή αμαρτία. στον αγά είπε: «Εάν με αφήσεις ελεύθερο στην πίστη μου, θα είμαι πολύ πρόθυμος στις διαταγές σου. Αν με βιάσεις να αλλαξοπιστήσω, γνώριζε ότι σού παραδίδω την κεφαλή μου, παρά την πίστη μου. Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα αποθάνω».
Ο Θεός, βλέποντας την πίστη του και ακούγοντας την ομολογία του, μαλάκωσε την σκληρή καρδιά του αγά και με τον καιρό τον συμπάθησε. σε αυτό συνήργησε και η μεγάλη ταπείνωση όπου στόλιζε τον Ιωάννη, καθώς και η πραότητά του.
Έμεινε, λοιπόν, ήσυχος ο μακάριος Ιωάννης από τις υποσχέσεις και απειλές του Οθωμανού κυρίου του, ο οποίος τον είχε διορισμένο στον σταύλο του, για να φροντίζει τα ζώα του. σε μία γωνιά του σταύλου ξάπλωνε το κουρασμένο σώμα του και αναπαυόταν, ευχαριστώντας τον Θεό, διότι αξιώθηκε να έχει ως κλίνη τη φάτνη στην οποία ανεκλίθη κατά την γέννησή Του ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Ήταν δε αφοσιωμένος στο έργο του, περιποιούμενος με στοργή τα ζώα του κυρίου του, τα οποία αισθάνονταν τόση την προς αυτά αγάπη του Αγίου, ώστε να τον ζητούν όταν απουσίαζε, να τον προσβλέπουν με αγάπη και να χρεμετίζουν με χαρά όταν τα χάιδευε, ωσάν να συνομιλούσαν μαζί του.
Με τον καιρό ο αγάς τον αγάπησε, καθώς και η σύζυγός του, και του έδωσαν για κατοικία ένα μικρό κελλί κοντά στον αχυρώνα. Όμως ο Ιωάννης δεν δέχθηκε και εξακολούθησε να κοιμάται στον σταύλο, για να καταπονεί το σώμα του με την κακοπέραση και με την άσκηση, μέσα στη δυσοσμία των ζώων και στα ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα ο σταύλος γέμιζε από τις προσευχές του Αγίου και η κακοσμία γινόταν οσμή ευωδίας πνευματικής. Ο μακάριος Ιωάννης είχε εκείνο τον σταύλο ως ασκητήριο, και εκεί πορευόταν κατά τους κανόνες των Πατέρων, επί ώρες γονυπετής και προσευχόμενος, κοιμώμενος για λίγο επάνω στα άχυρα, χωρίς άλλο σκέπασμα παρά μία παλαιά κάπα, γευόμενος με διάκριση, πολλές φορές μόνο λίγο ψωμί και νερό, και νηστεύοντας τις περισσότερες ημέρες.
Συνέχεια έψαλλε τους λόγους του ιερού ψαλμωδού: «Ο κατοικών εν βοηθεία του Υψίστου, εν σκέπη του Θεού του ουρανού αυλισθήσεται. Ερεί τω Κυρίω αντιλήπτωρ μου ει και καταφυγή μου, ο Θεός μου και ελπιώ επ Αυτόν. Ότι Αυτός ρύσεταί με εκ παγίδος θηρευτού και από λόγου ταραχώδους. Έθεντο με εν λάκκω κατωτάτω, εν σκοτεινοίς και εν σκιά θανάτου. Εγώ δε προς τον Κύριον εκέκραξα εν τω θλίβεσθαί με και εισήκουσέ μου. Κύριος φυλάξει την είσοδόν μου και την έξοδόν μου από του νυν και έως του αιώνος. Προς σε ήρα τους οφθαλμούς μου Κύριε, τον κατοικούντα εν τω ουρανώ. Ιδού ως οφθαλμοί δούλων εις χείρας των κυρίων αυτών, ούτως οι οφθαλμοί ημών προς Κύριον τον Θεόν ημών, έως ου οικτιρήσαι ημάς». Ψαλμούς σιγόψαλλε και κατά την ώρα που ακολουθούσε πίσω από το άλογο του αφέντη του.
Με την ευλογία που έφερε ο Άγιος στον οίκο του Τούρκου Ιππάρχου, αυτός πλούτισε και έγινε ένας από τους ισχυρούς του Προκοπίου.
Ο Άγιος ιπποκόμος του, εκτός της προσευχής και της νηστείας, που έκανε ως άλλος Ιώβ, πήγαινε τη νύχτα και έκανε όρθιος αγρυπνίες στο νάρθηκα της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, η οποία ήταν κτισμένη μέσα σε ένα βράχο και βρισκόταν κοντά στον οίκο του Τούρκου κυρίου του. Εκεί πήγαινε κρυφά τη νύχτα, κοινωνούσε δε κάθε Σάββατο τα Άχραντα Μυστήρια. και ο Κύριος, «ο ετάζων καρδίας και νεφρούς», επέβλεψε επί τον δούλο του τον πιστό και έκανε, ώστε να πάψουν να τον περιπαίζουν και να τον υβρίζουν οι σύνδουλοί του και οι άλλοι αλλόθρησκοι.
Αφού, λοιπόν, ο αφέντης του Ιωάννη πλούτισε, αποφάσισε να υπάγει για προσκύνημα στη Μέκκα, τη ιερά πόλη των Μωαμεθανών.
Αφού πέρασαν αρκετές ημέρες από την αναχώρησή του, η σύζυγός του παρέθεσε τράπεζα και προσκάλεσε τους συγγενείς και τους φίλους του ανδρός της, για να ευφρανθούν και να ευχηθούν να επιστρέψει υγιής στον οίκο του από την αποδημία. Ο μακάριος Ιωάννης διακονούσε στην τράπεζα. Παρέθεσαν δε σε αυτή και ένα φαγητό, το οποίο άρεσε πολύ στον αγά, το λεγόμενο πιλάφι, το οποίο συνηθίζουν πολύ στην Ανατολή. Τότε η οικοδέσποινα θυμήθηκε τον σύζυγό της και είπε στον Ιωάννη: «Πόση ευχαρίστηση θα ελάμβανε, Γιουβάν, ο αφέντης σου, αν ήταν εδώ και έτρωγε μαζί μας από τούτο το πιλάφι!». Ο Ιωάννης τότε ζήτησε από την κυρία του ένα πιάτο γεμάτο πιλάφι και είπε ότι θα το έστελνε στον αφέντη του στη Μέκκα. στο άκουσμα των λόγων του γέλασαν οι προσκεκλημένοι. Αλλά η οικοδέσποινα είπε στην μαγείρισσα να δώσει το πινάκιο με το φαγητό στον Ιωάννη, σκεπτόμενη ή ότι ήθελε να το φάει ο ίδιος μόνος του ή να το πάει σε καμιά φτωχή χριστιανική οικογένεια, όπως συνήθιζε να κάνει, δίδοντας το φαγητό του.
Ο Άγιος το πήρε και πήγε στον σταύλο. Εκεί γονυπέτησε και έκανε προσευχή εκ βάθους καρδίας παρακαλώντας τον Θεό να αποστείλει το φαγητό στον αφέντη του με όποιον τρόπο οικονομούσε Εκείνος με την παντοδυναμία Του. με την απλότητα που είχε στην καρδιά του ο Ιωάννης πίστεψε ότι ο Κύριος θα εισακούσει την προσευχή του και το φαγητό θα πήγαινε θαυματουργικά στη Μέκκα. Πίστευε, «μηδέν διακρινόμενος» κατά τον λόγο του Κυρίου, χωρίς να έχει κανένα δισταγμό ότι αυτό που ζήτησε θα γινόταν. Και, όπως λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, «τα υπερφυή ταύτα σημεία συμβαίνουσι τοις απλουστέροις τη διανοία και θερμοτέροις τη ελπίδι», ότι, δηλαδή, αυτά τα υπερφυσικά θαύματα συμβαίνουν σε εκείνους που έχουν απλούστερη διάνοια και είναι θερμότεροι στην ελπίδα την οποία έχουν προς τον Θεό. Πράγματι! το πιάτο με το φαγητό χάθηκε από τα μάτια του Οσίου. Ο μακάριος Ιωάννης επέστρεψε στην τράπεζα και είπε στην οικοδέσποινα ότι έστειλε το φαγητό στη Μέκκα.
Ακούγοντας οι προσκεκλημένοι τον λόγο αυτό γέλασαν και είπαν ότι το έφαγε ο Ιωάννης.
Αλλά ύστερα από λίγες ημέρες γύρισε από την Μέκκα ο κύριός του και έφερε μαζί του το χάλκινο πιάτο, προς μεγάλη έκπληξη των οικίων του. Μόνο ο μακάριος Ιωάννης δεν εξεπλάγη. Έλεγε, λοιπόν, ο αγάς πιο οικίους του: «Την δείνα ημέρα (και ήταν η ημέρα του συμποσίου, κατά την οποία είπε ο Ιωάννης ότι έστειλε το φαγητό στον αφέντη του), την ώρα κατά την οποία επέστρεψα από το μεγάλο τζαμί στον τόπο όπου κατοικούσα, βρήκα επάνω στο τραπέζι, σε έναν οντά (δωμάτιο) όπου τον είχα κλειδωμένο, τούτο το σαχάνι (πιάτο) γεμάτο πιλάφι. Στάθηκα με απορία, σκεπτόμενος, ποίος άραγε είχε φέρει εκείνο το φαγητό και προ πάντων δεν μπορούσα να εννοήσω με τί τρόπο είχε ανοίξει την πόρτα, την οποία είχα κλείσει καλά. μη γνωρίζοντας πως να εξηγήσω αυτό το παράδοξο πράγμα, περιεργαζόμουν το πιάτο μέσα στο οποίο άχνιζε το πιλάφι και είδα με απορία ότι ήταν χαραγμένο το όνομά μου επάνω στο χάλκωμα, όπως σε όλα τα χάλκινα σκεύη της οικίας μας. Ωστόσο, με όλη την ταραχή όπου είχα από εκείνο το ανεξήγητο περιστατικό, κάθισα και έφαγα το πιλάφι με μεγάλη όρεξη, και ιδού το πιάτο που το έφερα μαζί μου, και είναι αληθινά το δικό μας».
Ακούγοντας αυτή τη διήγηση οι οικείοι του Ιππάρχου εξέστησαν και απόρησαν, η δε σύζυγός του, του εξιστόρησε πως ζήτησε ο Ιωάννης το πιάτο με το φαγητό και είπε ότι το έστειλε στη Μέκκα, και ότι, ακούγοντάς τον να λέγει ότι το έστειλε, γέλασαν.
Αυτό το θαύμα μαθεύτηκε σε όλο το χωριό και στη γύρω περιοχή και όλοι θεωρούσαν πλέον τον Ιωάννη ως άνθρωπο δίκαιο και αγαπητό στον Θεό, τον έβλεπαν δε με φόβο και σεβασμό, και δεν τολμούσε κανείς να τον ενοχλήσει. Ο κύριός του και η σύζυγός του τον περιποιούνταν περισσότερο και τον παρακαλούσαν πάλι να φύγει από τον σταύλο και να κατοικήσει σε ένα οίκημα, το οποίο ήταν κοντά στον σταύλο, όμως εκείνος δεν ήθελε να αλλάξει κατοικία. Περνούσε, λοιπόν, τον βίο του με τον ίδιο τρόπο, ως ασκητής, εργαζόμενος όπως πριν στην περιποίηση των ζώων και κάνοντας με προθυμία τα θελήματα του αγά.
Αλλά ύστερα από λίγα χρόνια, κατά τα οποία έζησε ο μακάριος Ιωάννης με νηστεία, προσευχή και χαμευνία, πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής του, ασθένησε και ήταν ξαπλωμένος πάνω στα άχυρα του σταύλου, τον οποίο είχε αγιάσει με τις δεήσεις του και με την κακοπάθεια του σώματός του για το όνομα και την αγάπη του Χριστού.
Προαισθανόμενος ο Όσιος το τέλος του, ζήτησε να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων και γι αυτό έστειλε και κάλεσε έναν ιερέα. Αλλά ο ιερεύς φοβήθηκε να μεταφέρει φανερά τα Άγια Μυστήρια στο σταύλο, εξαιτίας του φανατισμού των Τούρκων. Όμως σοφίστηκε, κατά Θεία φώτιση, και πήρε ένα μήλο, το έσκαψε, έβαλε μέσα την Θεία Κοινωνία και έτσι μετέβη στο σταύλο και κοινώνησε τον μακάριο Ιωάννη. Ο Ιωάννης, μόλις έλαβε το Άχραντο Σώμα και το Τίμιο Αίμα του Κυρίου, παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού, τον Οποίο τόσο αγάπησε. Ήταν το 1730.
Το 1733, το ακέραιο και ευωδιάζον ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου μεταφέρθηκε, μετά την εκταφή του, αρχικά στη λατομημένη σε βράχο εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, αργότερα στο νεόδμητο ναό του Αγίου Βασιλείου και τέλος στο ναό που ανεγέρθηκε προς τιμήν του. Τοποθετήθηκε σε λάρνακα στο δεξιό μέρος της Εκκλησίας. Εκεί κατέφθαναν αναρίθμητοι προσκυνητές και πάσχοντες από διάφορα νοσήματα που εύρισκαν την θεραπεία τους.
Όταν, κατά το 1832, επί σουλτάνου Μαχμούτ του Β , επαναστάτησε εναντίον του ο αντιβασιλέας της Αιγύπτου Ιμπραχήμ πασάς, ο σουλτάνος έστειλε εναντίον του και τον Χαζνετάρ Ογλού Οσμάν πασά με 1.800 στρατιώτες. Ο Οσμάν πασάς, αφού πέρασε την Καισάρεια της Καππαδοκίας, έφθασε κοντά στο Προκόπιο, όπου σκεπτόταν να αναπαυθεί και να αναχωρήσει την άλλη ημέρα. Επειδή όμως οι περισσότεροι από τους Μουσουλμάνους του Προκοπίου, σαν γενίτσαροι που ήσαν, μισούσαν τον σουλτάνο, συμφώνησαν όλοι να μην δεχθούν τον Οσμάν πασά στο Προκόπι ούτε στα σύνορα.
Οι Χριστιανοί, που ήσαν πιστοί στον σουλτάνο, προσπάθησαν να πείσουν τους συμπατριώτες τους να πειθαρχήσουν στον σουλτάνο και να δεχθούν τον στρατό που ερχόταν από εκείνον, λέγοντας μάλιστα σε αυτούς ότι μπορεί ο Οσμάν πασάς να αγανακτίσει και να καταστρέψει το χωριό. Εκείνοι όμως δεν άλλαζαν γνώμη. Τότε οι Χριστιανοί πήραν τα γυναικόπαιδα και έφυγαν στα γύρω χωριά και στις σπηλιές, για να μην πέσουν θύματα της ανόητης αντιδράσεως των γενιτσάρων.
Πράγματι, την άλλη ημέρα, όταν ο Οσμάν πασάς εισήλθε στο Προκόπι, το λεηλάτησε και το κατέστρεψε. Κάποιοι από τους στρατιώτες εισήλθαν και στο ναό του Αγίου Γεωργίου. Άρπαξαν τα ιερά σκεύη και άνοιξαν τη λάρνακα του Οσίου ελπίζοντας να βρουν και εκεί χρυσαφικά και ασημικά. δεν βρήκαν όμως τίποτε. Από το κακό τους, που βγήκαν γελασμένοι και για να κοροϊδέψουν τη χριστιανική πίστη, αποφάσισαν να κάψουν το ιερό λείψανο.
Το έβαλαν στο προαύλιο, μάζεψαν πολλά φρύγανα, έβαλαν φωτιά και έριξαν με ασέβεια το ιερό σκήνωμα μέσα στις φλόγες. το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου όχι μόνο έμεινε άφλεκτο, αλλά και φάνηκε πιο άπιστους ότι ζούσε, τους φοβέριζε και τους έδιωχνε από τον περίβολο της εκκλησίας.
Την επόμενη ημέρα γέροντες Χριστιανοί βρήκαν τα ασημικά, που είχαν αφήσει από τον τρόμο τους οι Τούρκοι στρατιώτες, πήραν με ευλάβεια το ιερό λείψανο και το τοποθέτησαν πάλι μέσα στη λάρνακα.
Το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Εύβοια τον Οκτώβριο του 1924 μαζί με τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας από το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης». και ενώ το πλοίο βρισκόταν στη Ρόδο δεν προχωρούσε, αλλά περιστρεφόταν μέσα στη θάλασσα και έμενε στον ίδιο τόπο. Ο κυβερνήτης του πλοίου φοβήθηκε. Τότε ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος, που είχε πάρει μαζί του το ιερό λείψανο κρυφά, εξήγησε στον πλοίαρχο ότι μέσα στο πλοίο και μάλιστα στο αμπάρι ήταν το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου του Ρώσου. Αμέσως ο κυβερνήτης διέταξε την μεταφορά του ιερού σκηνώματος στο διαμέρισμα του πλοίου, το οποίο χρησιμοποιούταν ως ευκτήριος οίκος, όπου το εναπέθεσαν και άναψαν το καντήλι.

Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Περί ουρανίων και επιγείων

Περί ουρανίων και επιγείων




Αναφέρεται στο Γεροντικο ότι πήγε κάποιος, σπουδαίος για τον τόπο του άνθρωπος, να επισκεφθεί τον Αββά Ποιμένα κι άρχισε να ρωτά για πνευματικά και ουράνια πράγματα.
Τότε ο αββάς έστρεψε το πρόσωπο του και δεν απάντησε. Εκείνος, όταν είδε ότι δεν μιλά μαζί του, βγήκε λυπημένος και παραπονέθηκε στον υποτακτικό ότι ο γέροντας δεν θέλει να συνομιλήσει μαζί του.
Μπήκε τότε ο αδελφός προς τον Αββά Ποιμένα και του λέγει:Αββά, για σένα ήλθε ο μεγάλος αυτός άνθρωπος, που έχει τόση φήμη στη χώρα του, γιατί δεν μίλησες μαζί του;
Κι απαντά ο γέροντας: Αυτός ανήκει στα άνω και συζητά για επουράνια, εγώ ανήκω στα κάτω και συζητώ για επίγεια. Αν μου ανέφερε για πάθη ψυχής, εγώ θα του αποκρινόμουν, αφού μου ανέφερε για θεωρητικά, εγώ αυτά δεν τα γνωρίζω.
Όταν ο υποτακτικός βγαίνοντας είπε σ’ εκείνουν πώς ο γέροντας δεν συζητεί εύκολα σε αγιογραφικά θέματα, αλλ’ αν κανείς του μιλά για πάθη ψυχής του αποκρίνεται, μπήκε προς το γέροντα εντυπωσιασμένος και το ρωτά: Τι να κάνω αββά, που με κυριεύουν τα πάθη της ψυχής;
Κι ο γέροντας τον κοίταξε με χαρά και είπε: Καλώς ώρισες λοιπόν, και τώρα ρώτησέ με ότι θέλεις γ’ αυτά και θα σε γεμίσω αγαθά.
Εκείνος ωφελημένος πολύ, έλεγε: Πραγματικά αυτή είναι η αληθινή οδός. Κι επέστρεψε στη χώρα του ευχαριστώντας το Θεό που καταξιώθηκε να συναντήσει τέτοιον άγιο.
Η ενασχόληση στις μέρες μας ευκαίρως-ακαίρως «περί υψηλών και επουρανίων», μπορεί να δίνει την εντύπωση της πνευματικής αναζήτησης. Όμως πολλές φορές κρύβει την επιθυμία να καλύψουμε τη δική μας πνευματική οκνηρία να ασχοληθούμε ουσιαστικά με τον εαυτό μας και τις μεταξύ μας ανθρώπινες σχέσεις.
Κι ακόμα, η συνεχής προσπάθεια να ακούσουμε «ομιλίες θρησκευτικές» και να ρωτήσουμε «θέματα πνευματικά», χωρίς να προσπαθούμε να εφαρμόσουμε τα ακουόμενα, δεν οδηγεί παρά στην κρίση. Γιατί «ο γνούς και μη ποιήσας, δαρήσεται πολλά».
Το πιο πάνω περιστατικό από τη ζωή του αββά Ποιμένα, δείχνει πως οι αληθινοί άγιοι δεν ασχολούνται περί Θεού αλλά ζουν το Θεό. Γι’ αυτό και αναπαύονται και αναπαύουν.
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι να ζήσουμε απλά το Ευαγγέλιο στην καθημερινότητα μας, αρχίζοντας από την υπέρβαση του εγωκεντρισμού μας, που θανατώνει την κοινωνία των προσώπων και κατ’ επέκταση την κοινωνία μας με το Θεό.
Μπορεί να έχουμε ακούσει σπουδαίους ιεροκήρυκες και αγίους ανθρώπους, μπορεί να έχουμε διαβάσει μεγάλες θεολογίες και περισπούδαστα πνευματικά συγγράμματα. Αλλά αν δεν αρχίσουμε από τα απλά και καθημερινά, αν δεν περάσουμε μέσα από τη θέα του εαυτού μας που προκαλεί πόνο, αν δεν ασχοληθούμε με τα «κάτω και τα επίγεια», δεν θα μπορέσουμε να γνωρίσουμε τα ουράνια.
Γιατί ο παράδεισος και η θέα του Θεού περνούν μέσα από την καρδιά μας, μέσα από τον πλησίον, μέσα από τον «κόσμον τούτο της βασάνου».
π. Ανδρέας Αγαθοκλέους

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

Υπογλυκεμία...

Έχει καταντήσει λόγος μας ( στην Εκκλησία), λόγος συμβουλευτικός, νουθετικός, αυστηρός, ένας καθωπρεπισμός, γι΄αυτό οι άνθρωποι τον απορίπτουν. Διότι εμείς δεν έχουμε τον Θεό, άρα δεν μπορούμε και να τον μεταδώσουμε. Ο λόγος μας πρέπει να μιλάει στις καρδιές και στις ψυχές των ανθρώπων. Ξέρετε να έχουμε το ζαχαροπλαστείο ( Ο Θεός), και εμείς να έχουμε υπογλυκεμία;

Σάββατο 21 Μαΐου 2011

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΦΩΤΕΙΝΗ Η ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΑ

Η Σαμαρείτιδα πρόσφερε νερό στον Χριστό και ο Χριστός λέει στην Σαμαρείτιδα Εγώ αυτό το νερό που έχω να σου δώσω, θα γίνει πηγή μέσα σου που θα αναβλύζει πάντοτε, " νερό ζών". Τί εννοούσε ο Κύριος; Την Θεία Χάρη ασφαλώς, αυτήν που χαρίζεται, την ενέργεια του Θεού. Την παρομοιάζει την Θεία Χάρη ο Χριστός με το νερό, διότι όπως το νερό έχει 4 ιδιότητες, ξεδιψάει, ξεκουράζει, δροσίζει, και αναπάυει. Ετσι και η Θεία Χάρις, όταν την γεύτηκε η Σαμαρείτιδα, την ξεδίψασε, την ξεκούρασε απο την αμαρτία, την δρόσισε το Φώς του Χριστού, και την ανάπαυσε απο την θλίψη που είχε της αμαρτίας και απο το σκότος που ήταν, ανεδείχθη Φωτεινή, που φώτισε όλο τον κόσμο με το κήρυγμά της και με το Φώς του Αναστάντος Κυρίου.

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η μητρή αυτού Ελένη


ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΣΤΕΠΤΩΝ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ
ΕΛΕΝΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
...Είναι γνωστό πως λίγα πρόσωπα στη
μακραίωνη πορεία της ανθρωπότητας τιμήθηκαν από την Ιστορία με τον τίτλο του
Μεγάλου. Εξέχουσα ανάμεσά τους μορφή αποτελεί αναμφίβολα ο Μέγας Κωνσταντίνος.
Κι αναδείχτηκε πραγματικά Μεγάλος, όχι μόνο σε έργα πολιτικής σύνεσης,
οικονομικής διαχείρισης, διοικητικής μεταρρύθμισης, στρατιωτικής δεξιοτεχνίας,
φρόνησης και ανδρείας, αλλά, με άριστο συνδυασμό, Μεγάλος και σε έργα μεγάλα,
στερέωσης του μέχρι τότε χειμαζομένου Χριστιανισμού, ενίσχυσης της Ορθόδοξης
Εκκλησίας, αποκατάστασης της εσωτερικής της ενότητας, τιμής των αγίων Μαρτύρων,
ανέγερσης ναών, σύγκλησης Συνόδων...

Και μαζί του ασφαλώς μεγαλύνεται η
Αγία μητέρα του Ελένη, παιδαγωγός, και συμβοηθός, και συντελεστής στα θεία έργα,
στη φιλανθρωπία, στην εύρεση του Τιμίου Σταυρού και ανάδειξη των Αγίων Τόπων,
στη στήριξη των πιστών, στον εκχριστιανισμό των απίστων...

Πόσα άραγε δεν οφείλει σήμερα ο
χριστιανικός κόσμος στη βασιλική τούτη δυάδα, την οποία, δίκαια και θεόπνευστα,
η Εκκλησία μας κατέταξε στον χορό των Αγίων, απονέμοντάς τους επάξια και τον
τίτλο των ισαποστόλων;

Αλλά και σύμφωνα με παλαιά
βυζαντινή παράδοση, για την οποία θα μιλήσουμε στη συνέχεια, η ιστορική πορεία
της μεγαλονήσου μας Κύπρου σηματοδοτήθηκε ανεξίτηλα από την εδώ παρουσία της
βασιλομήτορος Ελένης, κατά την επιστροφή της από τους Αγίους Τόπους, όπου, ως
γνωστό, είχε σταλεί απ' τον Μεγάλο βλαστό της κατά θεία υπόδειξη. Η ίδια
παράδοση αποδίδει στην Αγία Ελένη, και άρα έμμεσα και στον υιό της, την ίδρυση
της καθ' ημάς Μονής του Τιμίου Σταυρού, την οποία τότε προικοδότησε με τα άγια
Σύμβολα του Δεσποτικού Πάθους (τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου, ένα από τους αγίους
Ήλους και τον Σταυρό του Καλού Ληστού).

Είναι για τους λόγους αυτούς, που η
Μονή μας, αποτίουσα χρέος υιικό και φιλάγιο στους Αγίους της Κτήτορες, οδηγήθηκε
στην απόφαση να εκδώσει τον παρόντα Βίο τους. Ένα Βίο σε συνοπτική βεβαίως
μορφή, για την ωφέλεια των εν Κυρίω αδελφών μας. Μα κι ένας λόγος παραπάνω: Η
από καιρού επιχειρουμένη συστηματική αλλοίωση και παραποίηση του προσώπου και
του έργου του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τόσο από ορθολογιστές ιστορικούς, όσο και
από αιρετικές ομάδες, αλλά και από έργα φθηνής φιλολογικής παραγωγής, με
οπωσδήποτε υστερόβουλες αντιχριστιανικές ή και
αντορθόδοξες διαθέσεις.

Στον Βίο αυτό
επισυνάπτεται η παλαιότερη έκδοσή μας, «Το Σημείο του Σταυρού», του ιερού
Σημείου, που στάθηκε η έμπνευση, ενίσχυση και παρηγορία των Αγίων τούτων, που
τόσο άμεσα συνδέθηκε μαζί τους και στήριξε την άνωθεν δεδομένη σ' αυτούς
βασιλική εξουσία, το Σημείο, που αποτελεί το καύχημα και τη δόξα όλων των απ'
αιώνος πιστών.



Γέννηση και καταγωγή των Αγίων


Ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο
ενδοξότατος πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας, ο ιδρυτής της βασιλεύουσας
Κωνσταντινούπολης, γεννήθηκε στην πόλη Ναϊσσό, τη σημερινή Νίσσα της κεντρικής
Σερβίας, γύρω στο έτος 275.

Πατέρας του ήταν ο ελληνοϊλλυρικής
καταγωγής Κωνστάντιος ο Χλωρός, αξιωματούχος τότε του ρωμαϊκού κράτους, ο οποίος
κατόπιν, όπως θα δούμε, ανακηρύχθηκε Καίσαρας και Αύγουστος των δυτικών
επαρχιών.

Μητέρα του υπήρξε η
πολύ ευσεβής και ενάρετη Ελένη, που γεννήθηκε στην πόλη Δρέπανο της Βιθυνίας
(Μικράς Ασίας) περί το έτος 247, από πατέρα ξενοδόχο. Την πόλη αυτή ο Μ.
Κωνσταντίνος μετονόμασε αργότερα Ελενόπολη, προς τιμή της μητέρας του.


Ο Κωνστάντιος νυμφεύθηκε την Ελένη
γύρω στο 273. Ο Μέγας Κωνσταντίνος υπήρξε ο πρωτότοκος από τα παιδιά που
απέκτησαν.



Η τότε κατάσταση του κράτους



Την εποχή εκείνη της
γέννησης του Κωνσταντίνου η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε περιέλθει σε χαώδη
κατάσταση. Οι βασιλείς, ο ένας μετά τον άλλο, φονεύονταν, και ανερχόταν ο
εκάστοτε επικρατέστερος στον θρόνο. Το 284, μετά τη δολοφονία του Νουμεριανού,
ανακηρύχθηκε στη Χαλκηδόνα ως νέος αυτοκράτορας ο Διοκλητιανός, που καταγόταν
από τη Δαλματία, και έγινε αργότερα μεγάλος διώκτης των χριστιανών. Βασίλευσε
για 21 έτη (μέχρι το 305), δύο όμως έτη μετά (286) διαίρεσε το Ρωμαϊκό κράτος σε
δύο τμήματα, το Ανατολικό ή Ιλλυρικό και το Δυτικό τμήμα. Το Ανατολικό τμήμα
περιλάμβανε την Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο, και είχε πρωτεύουσα τη
Νικομήδεια, όπου εγκαταστάθηκε ο ίδιος και απ' όπου διεύθυνε την όλη
αυτοκρατορία. Στο Δυτικό τμήμα, που περιλάμβανε την Ιταλία, τη Γαλλία, την
Ισπανία, τη Βρεταννία και τη Βόρεια Αφρική, με έδρα τα Μεδιόλανα (Μιλάνο της
Ιταλίας) εγκατέστησε αυτοκράτορα τον έμπιστο φίλο του Μαξιμιανό τον Ερκούλιο
(Ηρακλή).

Προχωρώντας στη
διοικητική μεταρρύθμισή του ο Διοκλητιανός, το 293 διόρισε άλλους δύο βοηθούς
στην ενάσκηση της εξουσίας, τους οποίους ονόμασε Καίσαρες, ενώ ο ίδιος και ο
Μαξιμιανός διατήρησαν τον τίτλο του Αυγούστου (Σεβαστού). Οι Καίσαρες θα ήσαν
συμβασιλείς, βοηθοί και διάδοχοι των Αυγούστων. Στην Ανατολή ο Διοκλητιανός
προσέλαβε ως Καίσαρα τον γαμβρό του Γαλέριο, ενώ στη Δύση όρισε τον Κωνστάντιο
Α' τον Χλωρό, υπό την εξουσία του Μαξιμιανού.

Ο Κωνστάντιος με την ανακήρυξή του
σε Καίσαρα (το 293) αναγκάσθη­κε να διαζευχθεί την Ελένη, λόγω της ταπεινής
καταγωγής της, την οποία η ρωμαϊκή νομοθεσία θεωρούσε ασυμβίβαστη για την άνοδο
σε υψηλά αξιώματα του κράτους. Η Ελένη έδειξε απόλυτη κατανόηση στο δίλημμα του
Κωνσταντίου, ο οποίος υποχρεώθηκε να νυμφευθεί τη θετή θυγατέρα του Αυγούστου
της Δύσης Μαξιμιανού Θεοδώρα. Αποσύρθηκε τότε η Ελένη από τον δημόσιο βίο και
επιδόθηκε σε ποικίλα έργα φιλανθρωπίας, είχε δε τη συμπαράσταση του υιού της
Κωνσταντίνου σε όλους τους σταθμούς της εξέλιξής του (Καίσαρ, Αύγουστος,
Αυτοκράτορας). Αλλά στο έργο της Ελένης θα επανέλθουμε αργότερα.



Ο Κωνσταντίνος όμηρος στους
Διοκλητιανό και Γαλέριο. Ο Θεός τον διασώζει



Τότε (293) ο
Διοκλητιανός, για περισσότερη ακόμη ασφάλειά του, κράτησε όμηρο κοντά του τον
Κωνσταντίνο, ως εγγυητή της πιστότητας του πατέρα του. Στην αυτοκρατορική αυλή
της Ανατολής παρέμεινε ο Κωνσταντίνος μέχρι και που βασίλευσε ο Γαλέριος (έτος
305), συναναστρεφόμενος με ασεβείς και τυράννους. Δεν εξομοιώθηκε όμως στα ήθη
και τις πράξεις με αυτούς, γιατί η αγία του μητέρα Ελένη φρόντισε να του δώσει
ορθή ανατροφή. Κατ' αυτό το διάστημα είχε την ευχέρεια να μαθητεύσει σε πολύ
αξιόλογους διδασκάλους. Παράλληλα εντάχθηκε στις τάξεις του ρωμαϊκού στρατού και
έλαβε μέρος σε εκστρατείες με το υψηλό αξίωμα του τριβούνου.

Ο
νεαρός Κωνσταντίνος διακρινόταν για την ωραιότητα του σώματος, το εντυπωσιακό
παράστημα, τη μεγάλη του δύναμη και τις φυσικές δεξιότητες, αλλά και τα έξοχα
πνευματικά του χαρίσματα, τη σωφροσύνη, τη φρόνηση, τη σοφία και ευγένεια των
τρόπων, που καθιστούσαν παντού αισθητή την παρουσία του.

Οι ειδωλολάτρες
τύραννοι τον ζήλευαν τρομερά για τα ποικίλα του χαρίσματα, και σχεδίαζαν να τον
θανατώσουν με τρόπο πονηρό και μυστικό. Ο Πανάγαθος όμως Θεός, που γνωρίζει τα
μέλλοντα να συμβούν, διαφύλαξε αβλαβή τον Κωνσταντίνο από τις δολοπλοκίες και
πανουργίες τους και, τελικά, εξολόθρευσε τους φθονερούς εχθρούς του.

Το έτος 305, κατόπιν
συμφωνίας, οι δύο Αύγουστοι Διοκλητιανός και Μαξιμιανός παραιτήθηκαν από κοινού
και αποσύρθηκαν από την εξουσία. Τότε στη θέση τους ανακηρύχθηκαν Αύγουστοι, στη
Δύση μεν ο πατέρας του Κωνσταντίνου Κωνστάντιος και στην Ανατολή ο γαμβρός του
Διοκλητιανού Γαλέριος. Ο Κωνσταντίνος όμως κρατήθηκε στην αυλή του Γαλερίου, που
φθονούσε τα εξαίρετα προτερήματά του, και προσπάθησε κι αυτός με δολιότητα να
τον εξοντώσει. Με τη βοήθεια όμως του Κυρίου διέμεινε και πάλιν αβλαβής και, με
έγκριση τελικά του Γαλερίου, αφού ο ίδιος ο Κωνστάντιος το είχε ζητήσει, έσπευσε
στα Τρέβηρα της Γαλατίας το ίδιο έτος (305) να συναντήσει τον ασθενή πατέρα του,
που είχε αναλάβει εκστρατεία για τη Μεγάλη Βρεταννία.



Ο Κωνσταντίνος ανακηρύσσεται
βασιλέας


Μόλις ο Κωνστάντιος είδε
τον υιό του, χάρηκε υπερβολικά, γιατί τον δέχθηκε στην πιο κατάλληλη στιγμή,
αφού επιθυμούσε να τον αφήσει διάδοχο του θρόνου του. Και είχε μεν ο Κωνστάντιος άλλους τρεις υιούς από τη
σύζυγό του Θεοδώρα, αλλ' ο Κωνσταντίνος κέρδισε αμέσως την πλήρη εμπιστοσύνη του
πατέρα του, καθώς και τον θαυμασμό του στρατού, για τα έξοχα διοικητικά και
στρατηγικά του προσόντα. Για τούτο και πριν αποθάνει, διόρισε τον Κωνσταντίνο
βασιλέα. Έτσι ο θάνατος του Κωνστάντιου στις 7 Ιουλίου του 306 στην πόλη Εβόρακο
(Υόρκη) της Βρεταννίας δεν δημιούργησε προβλήματα διαδοχής, γιατί ο στρατός με
ενθουσιώδεις εκδηλώσεις ανακήρυξε ως διάδοχό του τον Κωνσταντίνο, ο οποίος
νυμφεύθηκε τη Μινερβίνα, απ' την οποία απέκτησε υιό τον Κρίσπο. Ο Κωνσταντίνος
λοιπόν στέφθηκε Καίσαρας στις 24 Ιουλίου του 306.

Εδώ πρέπει να
τονίσουμε και τις αρετές του Κωνσταντίου. Αυτός, αν και δεν ήταν χριστιανός,
αγαπούσε όμως και τιμούσε πολύ τους
χριστιανούς. Και ήταν ο μόνος ηγεμόνας, που δεν άσκησε διωγμούς στις επαρχίες
που εξουσίαζε, όταν οι άλλοι τρεις (Διοκλητιανός, Γαλέριος και Μαξιμιανός) είχαν
κινήσει τους γνωστούς μεγάλους διωγμούς, κατά τους οποίους αναδείχτηκαν πλήθη
Μαρτύρων. Και όχι μόνο αυτό, αλλά τίμησε τους πιστούς χριστιανούς της αυλής του
με υψηλά αξιώματα. Ήταν ακόμη πολύ ελεήμονας και φιλάνθρωπος, γιατί ποτέ δεν
θησαύρισε χρυσάφι ή ασήμι πέρα από τις ανάγκες που είχε, και βοηθούσε πάντοτε
τους πτωχούς. Και ο σεπτός υιός του κληρονόμησε τις πατρικές αυτές αρετές,
επαυξάνοντάς τες.

Στο διάστημα αυτό ο
Διοκλητιανός είχε ορίσει Καίσαρα της Ανατολής τον Μαξιμίνο Δαΐα, ενώ στη Δύση
τον στρατηγό Σεβήρο, που έστειλε στη Ρώμη. Αυτός, με τον θάνατο του Κωνσταντίου
του Χλωρού, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας στη Δύση. Τότε όμως ο υιός του
παραιτηθέντος αυτοκράτορος Μαξιμιανού, ο Μαξέντιος, που ήταν και γαμβρός του
Γαλερίου, ανάγκασε τον πατέρα του να επανέλθει στον θρόνο, και οι δύο
κατανίκησαν στη συνέχεια τον Σεβήρο, τον φόνευσαν και ανακηρύχθηκαν αυτοί
αυτοκράτορες στη Ρώμη (28.10.306). Κατόπιν συνήψαν συμμαχία με τον Κωνσταντίνο,
ο οποίος και διαζεύχθηκε την πρώτη σύζυγό του Μινερβίνα, νυμφεύθηκε δε με την
κόρη του Μαξιμιανού και αδελφή του Μαξεντίου Φαύστα (31 Μαρτίου 307), νέα
περίφημη για την ομορφιά της, αλλά πονηρή και κακότροπη, όμοια στον χαρακτήρα με
τον πατέρα της.


Θάνατος των Μαξιμιανού και
Γαλερίου


Αποκαταστάθηκε τότε
προσωρινά η ειρήνη στα πολιτικά πράγματα της αυτοκρατορίας, κι ο Κωνσταντίνος
εγκατέστησε την έδρα του στην πόλη Αρελάτη της νότιας Γαλλίας, απ' όπου
διακυβερνούσε το βασίλειό του με κάθε δικαιοσύνη, γι' αυτό και αγαπήθηκε πολύ
απ' τον λαό.

Ενωρίς ο Μαξιμιανός
ήλθε σε ρήξη προς τον υιό του Μαξέντιο, και επιχείρησε να του αφαιρέσει τον
θρόνο. Νικήθηκε όμως απ' αυτόν, και κατέφυγε στον γαμβρό του Κωνσταντίνο, που
τον δέχθηκε με πραγματική καλωσύνη. Επειδή όμως κι εκεί επιδόθηκε σε
μηχανορραφίες και συνωμοσία εναντίον του Κωνσταντίνου, αυτός διέταξε τη φυλάκισή
του. Τελικά, απελπισμένος, ο Μαξιμιανός αυτοκτόνησε (Ιούλιος του 310), κι
αυτοτιμωρήθηκε έτσι για όσα κακά είχε διαπράξει.

Ο
Γαλέριος, σκοπεύοντας να κυριαρχήσει και στη Δύση, συγκέντρωσε πολυάριθμο στρατό
και εκστράτευσε εναντίον των Μαξεντίου και Κωνσταντίνου. Καθ' οδόν προς τη Ρώμη
έπεσε σε παγίδα του Μαξεντίου και έπαθε μεγάλη καταστροφή. Φοβήθηκε λοιπόν,
υποχώρησε, και στράφηκε κατά του Κωνσταντίνου. Αλλά και στη μάχη μ' αυτόν έπαθε
τέτοια πανωλεθρία, ώστε σε λίγο διάστημα το στράτευμά του αφανίστηκε τελειωτικά.
Τότε αφαίρεσε τη βασιλική στολή και φόρεσε πτωχική, για να μην αναγνωρίζεται
και, μαζί με λίγους έμπιστους στρατιώτες του, διέφυγε και κρυβόταν από χώρα σε
χώρα. Ο Κωνσταντίνος έστειλε παντού ανθρώπους να τον βρουν και να τον
θανατώσουν, αλλ' η θεία Δίκη πρόλαβε και τον βρήκε πιο πριν, γιατί περιέπεσε σε
φοβερή ασθένεια και απέθανε (Μάιος 311).




Η εμφάνιση του Τιμίου
Σταύρου στον ουρανό
και του Χριστού στον ύπνο του Κωνσταντίνου



Μετά τον θάνατο του
Γαλερίου οι αυτοκράτορες της Ανατολής Αύγουστος Λικίνιος και Καίσαρας Μαξιμίνος
ήλθαν σε ρήξη. Τότε ο Μαξιμίνος συνήψε συμμαχία με τον Μαξέντιο, ο δε Λικίνιος
με τον Κωνσταντίνο, και, ως εχέγγυο, νυμφεύθηκε την Κωνσταντία, θετή αδελφή του
Κωνσταντίνου.

Ο
Μαξέντιος τότε άρχισε να συγκεντρώνει πολυάριθμο στρατό από την Ιταλία και
Αφρική, με σαφή προοπτική την εξουδετέρωση της απειλής του Κωνσταντίνου στη
Δύση, και σκόπευε να κάμει αιφνιδιαστική εισβολή στη Γαλατία. Ο Μέγας
Κωνσταντίνος δεν είχε άλλη επιλογή, ακούοντας μάλιστα τις αισχρουργίες και την
τυραννία του Μαξεντίου στους Ρωμαίους, γι' αυτό και ανέλαβε με αποφασιστικότητα
την πρώτη κίνηση, αν και διέθετε πολύ μικρότερες δυνάμεις. Αφού διαπέρασε με τον
στρατό του τις Άλπεις, κατέλαβε με αστραπιαία προέλαση, τη μια μετά την άλλη,
τις πόλεις της βόρειας Ιταλίας μέχρι τον Ηριδανό (Πάδο) ποταμό (Σεπτέμβριος
312). Η θριαμβευτική είσοδός του στα Μεδιόλανα άνοιξε τον δρόμο προς τη Ρώμη,
την οποία ο Μαξέντιος επέλεξε ως τόπο της αναμέτρησής του. Έτσι λοιπόν ο
Κωνσταντίνος, προελαύνοντας αήττητος, έφθασε στα πρόθυρα της Ρώμης, όπου τον
περίμενε ο Μαξέντιος με πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις. Τα δύο στρατεύματα
αντιπαρατάχθηκαν τότε, έτοιμα για την τελική μάχη. Ενώ λοιπόν ο Κωνσταντίνος
παρατηρούσε περίλυπος τα εχθρικά στρατεύματα και συλλογιζόταν πώς θα μπορούσε να
επιτύχει τη νίκη, κατά τις πρώτες απογευματινές ώρες της ημέρας εκείνης είδε
στον ουρανό φωτεινό το σημείο του Τιμίου Σταύρου και γύρω του την επιγραφή, «Εν
τούτω νίκα». Μάρτυρας της θαυμαστής αυτής θεοσημίας υπήρξε όλο το στράτευμα του
Κωνσταντίνου! Απορούσε δε ο ευσεβής βασιλέας για το νόημα του οράματος.


Γι' αυτό τη νύχτα
φάνηκε στον ύπνο του και ο ίδιος ο Χριστός με το σημείο του Σταυρού,
ερμηνεύοντάς το σ' αυτόν και τον προέτρεψε να κατασκευάσει ένα σταυρικό λάβαρο,
σαν εκείνο που είδε, να το φέρει με πίστη ως φυλακτήριο στους πολέμους, και θα
νικούσε με τη δύναμή Του πάντοτε τους εχθρούς του.

Πράγματι την επομένη
το πρωί κάλεσε τεχνίτες και διέταξε και κατασκεύασαν το λάβαρο του Σταυρού, το
οποίο επιχρυσώθηκε και στολίσθηκε στο άνω μέρος με στεφάνι από πολύτιμους
λίθους, που έφερε στο μέσο το χριστόγραμμα. Από το εγκάρσιο κέρας κρεμόταν
ύφασμα, επίσης στολισμένο με πολύτιμους λίθους. Τούτο το θείο λάβαρο πρόσταξε
πενήντα εκλεκτούς στρατιώτες να το μεταφέρουν εναλλάξ μπροστά απ' όλο το
στράτευμα.



Το ιερό λάβαρο θριαμβεύει



Ο
Μαξέντιος, έχοντας βεβαιότητα ότι θα νικήσει τον Κωνσταντίνο, κατασκεύασε κάτω
από την παλαιά γέφυρα του Τίβερη ποταμού Μουλβία άλλη, χαμηλότερη και εύθραυστη.
Με την πανουργία του αυτή έλπιζε πως ο Κωνσταντίνος, σαν θα νικόταν και θα
προσπαθούσε να διαφύγει, θα περνούσε απ' αυτή τη δόλια γέφυρα με το στράτευμά
του. Αλλ' ο Θεός οικονόμησε πολύ διαφορετικά τα πράγματα!

Πραγματικά, όταν
συγκροτήθηκε η τελική μάχη στους Κόκκινους Βράχους (28 Οκτωβρίου 312), νίκησε ο
Σταυρός, το ανίκητο σύμβολο, που προπορευόταν του στρατεύματος του Κωνσταντίνου!
Τόσος φόβος κατέλαβε τότε τον Μαξέντιο, που τα έχασε, και δεν έβλεπε προς τα πού
πήγαινε! Καταδιωγμένος, όρμησε απερίσκεπτα να περάσει από τη δόλια εκείνη
γέφυρα. όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και ανώτεροι αξιωματικοί και αρκετοί
στρατιώτες του. Αμέσως όμως αποκόπηκε η γέφυρα και, αφού πέσανε όλοι μέσα στον
Τίβερη ποταμό, πνίγηκαν! Ο Κωνσταντίνος τότε δόξασε τον Θεό, και θαύμασε τη
δύναμη του Σταυρού, βλέποντας τέτοιο θαύμα. Σε λίγο ο υπόλοιπος στρατός του
Μαξεντίου αποδεκατίσθηκε και διαλύθηκε.

Τον θρίαμβο του
Κωνσταντίνου γιόρτασαν με μεγάλη χαρά όλοι οι πολίτες της Ρώμης. Στόλισαν
μεγαλόπρεπα την πόλη και υποδέχτηκαν συγκινημένοι τον μεγάλο νικητή με κραυγές
ευφημικές. Αλλ' ο Κωνσταντίνος απέδωσε μεγαλόφωνα τη νίκη στον Θεό, και πρόσταξε
να στήσουν αναμνηστικές στήλες με τον Τίμιο Σταυρό στα κυριώτερα μέρη της πόλης.
Ακόμη να ερευνήσουν προσεκτικά για την ανεύρεση των ιερών λειψάνων των αγίων
Μαρτύρων, που είχανε χύσει το αίμα τους για την αγάπη του Χριστού, και να τα
ενταφιάσουν με την πρέπουσα τιμή και ευλάβεια. Αλλά συνεχίστηκαν οι ευεργεσίες
του θεοπρόβλητου βασιλέα: Ανακάλεσε από την εξορία τους εξορίστους, απελευθέρωσε
τους κρατουμένους από τις φυλακές, απέδωσε τιμές στον κλήρο, ανήγειρε ναούς του
αληθινού Θεού, σκόρπισε πλουσιοπάροχη ελεημοσύνη προς τους ενδεείς και πένητες!


Αλλά και μετά το
διπλό πιο πάνω όραμα (του Σταυρού και του Χριστού) και τη θαυμαστή νίκη με τη
βοήθειά Τους, ο Κωνσταντίνος, που ήταν ήδη ευνοϊκά προδιατεθειμένος προς τον
Χριστιανισμό, ζήτησε ιερωμένους ευλαβείς, οι, οποίοι τον κατήχησαν και τον
δίδαξαν ποιος ήταν ακριβώς ο Θεός, που του εμφανίσθηκε και το βαθύτερο νόημα του
οράματός του, καθώς και τα κύρια δόγματα της χριστιανικής πίστης. Κι αυτός
μαθήτευσε ταπεινά κοντά τους. Έκτοτε επιδόθηκε σε ιερά αναγνώσματα και κατέστησε
εναρέ­τους ιερείς ως συμβούλους του.



Το Διάταγμα των Μεδιολάνων



Λίγους μήνες μετά τη
μεγάλη αυτή νίκη (στις αρχές Φεβρουαρίου του 313) οι δύο νικητές και σύμμαχοι
αυτοκράτορες, ο Αύγουστος της Δύσης Κωνσταντίνος και ο Αύγουστος της Ανατολής
Λικίνιος, συναντήθηκαν στα Μεδιόλανα (σημερινό Μιλάνο) της Ιταλίας, όπου
εξέδωσαν και υπέγραψαν μαζί τις περίφημες Αποφάσεις των Μεδιολάνων, ευρύτερα
γνωστές ως Διάταγμα των Μεδιολάνων. Με αυτές καθιερώθηκε η γενική αρχή της
ανεξιθρησκίας, με κύριο στόχο την κατοχύρωση και αναγνώριση της θρησκευτικής
ελευθερίας για τον Χριστιανισμό. Με τις πρόνοιες του Διατάγματος αυτού έμμεσα
κατηργείτο η εθνική λατρεία (ειδωλολατρία). Οι Αποφάσεις αυτές δημοσιεύτηκαν και
στην Ανατολή, με σχετικό διάταγμα του Λικινίου.



Ο Κωνσταντίνος γίνεται μονοκράτορας


Ενόσω ζούσε στην
Ανατολή ο Καίσαρας Μαξιμίνος Δαΐας, πολλοί Χριστιανοί βρήκαν επώδυνο θάνατο απ'
αυτόν στον διωγμό, που κήρυξε εναντίον τους. Ο Μαξιμίνος, έχοντας επιθυμία να
κυριαρχήσει σ' όλη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, μάζεψε στρατό και κίνησε πόλεμο κατά
του Λικινίου. Αφού λοιπόν πέρασε τον Βόσπορο και συγκρότησε μάχη με τον Λικίνιο
στην Πέρινθο (313), έπαθε πανωλεθρία. Κατέφυγε ύστερα στην Ταρσό, όπου απέθανε
από θεήλατη φοβερή ασθένεια.

Αμέσως μετά τον
θάνατο του Μαξιμίνου τελέστηκε ο γάμος του Λικινίου με την Κωνσταντία, αδελφή
του Μεγάλου Κωνσταντίνου, για να επισφραγιστεί η συμμαχία των δύο αυτοκρατόρων.
Αλλ' η συμμαχία αυτή δεν διάρ­κεσε για πολύ.

Ήδη από το 314
αρχίζουν οι συγκρούσεις των δύο μοναρχών στο Ιλλυρικό, το μεγαλύτερο τμήμα του
οποίου κατέκτησε ο Μέγας Κωνσταντίνος, και την 1η Μαρτίου 317 εισήλθε
θριαμβευτικά στη Σαρδική (Σόφια). Από τότε άρχισε προοδευτικά η στροφή των
χριστιανών της Ανατολής προς τον Μέγα Κωνσταντίνο, που έγινε ιδιαίτερα αισθητή
το 322, όταν αυτός νίκησε τους Σαρμάτες και κατέβηκε ανεμπόδιστος μέχρι τη
Μακεδονία. Ο ενθουσιασμός των πιστών προκάλεσε τον φθόνο του Λικινίου, τόσο, που
λησμονώντας τους όρκους που έδωσε, άρχισε να κακοποιεί τους πιστούς στις
ανατολικές επαρχίες. Αρχικά έλαβε μέτρα κατά των επισκόπων, και απαγόρευσε τη
συνάθροισή τους σε συνόδους, καθώς και τον εκκλησιασμό των γυναικών (322), και,
τέλος, κίνησε φανερό διωγμό κατά των πιστών, αναδεικνύοντας πλήθη Μαρτύρων.


Το 323 ο
Κωνσταντίνος, οπλισμένος με νηστεία, αγνότητα και προσευχή, εισέβαλε στη Θράκη,
με την πρόφαση της εξουδετέρωσης των Γότθων. Ύστερα προχώρησε στην τελική
αναμέτρηση με τον Λικίνιο. Η πρώτη μάχη έγινε κοντά στην Αδριανούπολη (Ιούλιος
324). Τα στρατεύματα του Κωνσταντίνου προέλαυναν, έχοντας πάντοτε μπροστά το
ιερό λάβαρο του Σταυρού, που έτρεπε τους αντιπάλους σε άτακτη φυγή. Νικημένος ο
Λικίνιος, αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει και οχυρώθηκε στο Βυζάντιο. Αλλά κι εκεί
νικήθηκε από τον στρατό του Κωνσταντίνου και τον στόλο του, που είχε ως αρχηγό
τον υιό του Κρίσπο. Γι' αυτό και διαπεραιώθηκε στη Μικρά Ασία, στη Χρυσόπολη (το
σημ. Σκουτάρι). Στην εκεί μεγάλη τελική μάχη νικήθηκε και πάλιν ο Λικίνιος, και,
φεύγοντας, συνελήφθη στη Νικομήδεια. Ο Κωνσταντίνος, με τις παρακλήσεις της
αδελφής του, του χάρισε τη ζωή και τον περιόρισε μόνο στη Θεσσαλονίκη,
παραχωρώντας του εκεί πλούσια εισοδήματα, για να συντηρείται. Αλλ' όταν και
πάλιν ο Λικίνιος αθέτησε τις υποσχέσεις του, και άρχισε να οργανώνει συνωμοσίες
εναντίον του ευεργέτη του Κωνσταντίνου, τότε αυτός διέταξε και τον αποκεφάλισαν.
Εκριζώθηκε έτσι και το τελευταίο ζιζάνιο της ειδωλολατρίας και αναταραχής, και ο
Μεγάλος νικητής Κωνσταντίνος παρέμεινε πλέον μονοκράτορας σ' όλο το Ρωμαϊκό
κράτος, εξασφαλίζοντας στην αυτοκρατορία του την πολυπόθητη ομόνοια και ειρήνη.




Τα Θεάρεστα έργα του
μονοκράτορα Κωνσταντίνου


Ο ένδοξος νικητής Κωνσταντίνος δεν
κενοδόξησε για τα πολεμικά και άλλα κατορθώματά του! Αντίθετα, απέστειλε σ' όλες
τις επαρχίες του κράτους του επιστολές, στα ελληνικά και λατινικά, άλλες προς
τις κατά τόπους Εκκλησίες, κι άλλες προς τους εκτός Εκκλησίας εθνικούς κατά
πόλη, όπου, μεταξύ άλλων, διακήρυττε τον Θεό ως αίτιο της νίκης του, αλλά και
όλων των αγαθών γενικά.

Απαλλαγμένος πια απ'
τους πολέμους, ο ευσεβής βασιλέας επιδόθηκε σε έργα Θεάρεστα. Καταρχήν θέσπισε
ευεργετικές νομοθεσίες για ανάκληση των εξορίστων και απελευθέρωση των
καταδικασμένων για την πίστη τους στους προηγουμένους διωγμούς, καθώς και για
την τιμή των Αγίων Μαρτύρων και την απόδοση των κατασχεθέντων εκκλησιαστικών
κτημάτων στους νομίμους κατόχους τους (τις τοπικές Εκκλησίες). Ακόμη, με
σχετικούς νόμους προήγαγε τους Χριστιανούς στα ποικίλα αξιώματα, έπαυσε τις
ειδωλικές θυσίες και επιχορήγησε την ανοικοδόμηση νέων ναών, καθώς και τη
διεύρυνση και συντήρηση παλαιοτέρων. Περαιτέρω, με σχετικό του διάταγμα, όπου
αναφέρεται εκτενώς στους παρελθόντες διωγμούς και το φοβερό τέλος όλων των
διωκτών, προτρέπει, αλλά δεν εξαναγκάζει, τους παραμένοντες στην απιστία να
γίνουν Χριστιανοί, και τέλος προστάζει να μην ενοχλεί πλέον κανείς κανένα για
την πίστη του. Οι ελεημοσύνες και ευεργεσίες του Κωνσταντίνου έρρεαν ως ακένωτος
κρουνός προς τους πάντες, προκαλώντας τον σεβασμό και την άμετρη εκτίμηση στο
πρόσωπό του.

Πέραν απ' αυτά, θα
αναφερθούμε πιο συγκεκριμένα και με συντομία και στα εξής σπουδαιότατα έργα του,
που απαθανάτισαν στους αιώνες τη μνήμη του. Αυτά ήσαν: (α) Η σύγκληση της Α'
Οικουμενικής Συνόδου, (β) η αποστολή της μητέρας του, της Αγίας Ελένης, στα
Ιεροσόλυμα για την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού, (γ) η ανοικοδόμηση της
Κωνσταντινούπολης, και (δ) η ολοκλήρωσή του στην Χριστιανική Πίστη με τη βάπτισή
του.



Η Α' Οικουμενική Σύνοδος



Την ειρήνη της
Εκκλησίας, που πέτυχε με τόσους αγώνες ο Μ. Κωνσταντίνος, καταπαύοντας τους
διωγμούς των χριστιανών, ήλθε να διασαλεύσει ο αιρετικός Άρειος,
πρωτοπρεσβύτερος και δάσκαλος σχολής στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Αυτός άρχισε
να κηρύττει βλάσφημα πως ο Υιός του Θεού δεν είναι Ομοούσιος (της ίδιας ουσίας)
με τον Πατέρα Του, αλλά δημιούργημα του Θεού, άρα όχι αληθινός Θεός. Πατριάρχης
τότε στην Αλεξάνδρεια ήταν ο αγιώτατος Πέτρος, που, μετά από θεϊκή οπτασία, στην
οποία ο Χριστός του αποκάλυψε το βέβηλο της διδασκαλίας του Αρείου, καθαίρεσε
της ιερωσύνης τον Άρειο.

Μετά τον θάνατο του Πέτρου ο νέος
πατριάρχης Αχιλλάς κατόρθωσε με τις συμβουλές του να επαναφέρει τον Άρειο στην
ευσέβεια. Και όσο καιρό ζούσε ο Αχιλλάς, ο Άρειος σιωπούσε και δεν κήρυττε τις
αιρετικές του δοξασίες. Αφού όμως έγινε πατριάρχης ο Άγιος Αλέξανδρος, άρχισε
και πάλιν ο Άρειος να διδάσκει τα αιρετικά φρονήματά του, και παρέσυρε μάλιστα
μαζί του πολλούς λαϊκούς και κληρικούς, όπως τους επισκόπους Ευσέβιο της
Νικομηδείας, Παυλίνο της Τύρου, Θεωνά και Σεκούνδο κ.ά. Τότε ο πατριάρχης
Αλέξανδρος συγκάλεσε τοπική Σύνοδο, η οποία καθαίρεσε και πάλιν τον Άρειο και
τους οπαδούς του.

Ο
ευσεβής αυτοκράτορας Κωνσταντίνος παρακολουθούσε με μεγάλη του λύπη τα έκτροπα
του Αρείου και των οπαδών του, καθώς και τη μεγάλη σύγχυση, που προκαλούσαν σ'
όλες τις τοπικές Εκκλησίες. Επιθυμώντας λοιπόν να επαναφέρει την ομόνοια και
ειρήνη στην Εκκλησία του Χριστού, προσέταξε να συγκεντρωθούν στη μεγαλούπολη
Νίκαια της Βιθυνίας επίσκοποι από όλες τις τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, για να
μελετήσουν το όλο ζήτημα. Πράγματι τον Μάιο του έτους 325 συναθροίστηκαν εκεί
318 θεοφόροι Πατέρες και συγκρότησαν Σύνοδο, η οποία αναγνωρίσθηκε στη συνέχεια
ως η Πρώτη Οικουμενική, στην οποία παρακάθισε προσωπικά και ο ίδιος ο
φιλόχριστος βασιλέας.

Αφού λοιπόν ο Κωνσταντίνος
προέτρεψε τους Επισκόπους να μελετήσουν το θεολογικό ζήτημα, κάλεσε τον Άρειο να
παρουσιασθεί με τους ακολούθους του, για να εκθέσει τις απόψεις του και ν'
ακούσει για το θέμα αυτό τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου. Παρουσιάσθηκε πράγματι
ο Άρειος, ακολουθούμενος από πολλούς φιλοσόφους και ρήτορες, που οι Άγιοι
Πατέρες νίκησαν κατά τη γενόμενη συζήτηση καθ' ολοκληρία, αφού εξήγησαν σ'
αυτούς τις αλήθειες της αγίας Πίστεώς μας με ταπεινό πνεύμα. Κατόρθωσαν έτσι να
επαναφέρουν πολλούς στον ορθό δρόμο με τα θεόπνευστα λόγια τους και τα θαύματα,
που επετέλεσαν. Τέτοια θαύματα γίνανε μπροστά στην αγία Σύνοδο απ' τον Άγιο
Σπυρίδωνα (θαύμα του κεραμιδιού) κι απ' τον Άγιο Αχίλλειο (θαύμα πέτρας, που με
την προσευχή του ανάβλυσε λάδι). Άλλοι ακόμη Πατέρες συντάραξαν τους φιλοσόφους,
και επανέφεραν πολλούς απ' αυτούς στην αλήθεια, με την απλότητα της συμπεριφοράς
τους και τη θεοπνευστία των επιχειρημάτων τους. Ο Άρειος όμως και πάλιν δεν
θέλησε να παραδεχθεί το λάθος του. Τότε η αγία Σύνοδος καθαίρεσε και αναθεμάτισε
αυτόν και τη διδασκαλία του και όσους μείνανε προσκολλημένοι στην πλάνη του.


Η αγία
αυτή Σύνοδος συνέταξε και τα πρώτα επτά άρθρα του Συμβόλου της Πίστεώς μας
(δηλαδή του «Πιστεύω»), και εξέδωσε επίσης ορισμένους Κανόνες για την καλύτερη
λειτουργία και διακυβέρνηση των Εκκλησιών. Μεταξύ άλλων ρύθμισε και το πότε
πρέπει να γιορτάζεται το άγιο Πάσχα σ' όλο τον κόσμο. Όρισε δηλαδή να τελείται
το Πάσχα την πρώτη Κυριακή, ύστερα απ' την πρώτη πανσέληνο της εαρινής
(ανοιξιάτικης) ισημερίας, και οπωσδήποτε μετά από το Πάσχα των Εβραίων. Τον Τόμο
των Πρακτικών της Συνόδου με τις σχετικές αποφάσεις υπέγραψαν όλοι οι Αρχιερείς
και τελευταίος απ' όλους υπέγραψε ο φιλόχριστος βασιλέας με ερυθρά γράμματα,
επισημοποιώντας έτσι τις αποφάσεις της Συνόδου.

Ύστερα
απ' όλα αυτά ο Μ. Κωνσταντίνος ευχαρίστησε πάλιν τον Θεό, διότι τον καταξίωσε να
καταπολεμήσει και να εξαλείψει, παλαιότερα μεν την ειδωλολατρία, τώρα δε και τις
αιρέσεις.

Μετά το πέρας της
Συνόδου, άρχισαν στις 25 Ιουλίου του 325 οι εορτασμοί για τα εικοσάχρονα της
βασιλείας του Μ. Κωνσταντίνου, στους οποίους, μεταξύ άλλων, ο αυτοκράτορας
κάλεσε και όλους τους Πατέρες της Συνόδου, και απένειμε σ' αυτούς πλούσια δώρα.
Καταφιλούσε τότε τα βγαλμένα μάτια του Αγίου Παφνουτίου και των λοιπών Αγίων
Ομολογητών, καθώς και τα παραμορφωμένα και πληγωμένα μέλη τους, στα οποία τα
σημάδια των πληγών παρέμειναν ανεξίτηλα απ' την εποχή των διωγμών. Αυτά όλα τα
έκαμνε με μεγάλη ταπείνωση, ζητώντας απ' αυτούς συγχώρεση των αμαρτιών του!


Συμβούλευσε τέλος
όλους τους επισκόπους να έχουν μεταξύ τους ειρήνη κι ομόνοια στην Πίστη, να
δείχνουν αγάπη στους πάσχοντες και να μην υβρίζουν ή να προσβάλλουν την
αξιοπρέπεια των αδελφών τους. Όταν μερικοί του ανέφεραν κατηγορίες για κάποιους
επισκόπους, αυτές τις αναφορές δεν δέχτηκε να τις εξετάσει, ούτε τις υποθέσεις
των κατηγορουμένων επισκόπων διερεύνησε, αλλά μπροστά σε όλους έσχισε όλες τις
κατηγορίες, λέγοντας τα ακόλουθα βαρυσήμαντα λόγια: «Αν εγώ ο ίδιος προσωπικά
τύγχαινε να έβλεπα αρχιερέα να παρανομεί, εξάπαντος θα τον σκέπαζα με την
βασιλική πορφύρα μου»!

Αφού λοιπόν οι Άγιοι
Πατέρες αποχαιρέτισαν τον βασιλέα και τον πατριάρχη Αλέξανδρο, τον οποίο αυτοί
είχαν χειροτονήσει ως διάδοχο του Αγίου Μητροφάνη, που εκοιμήθη κατά τη διάρκεια
της Συνόδου (4.6.325), επέστρεψαν στις επαρχίες τους, όπου κήρυτταν τα δόγματα
της αγίας Συνόδου.






Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης



Το άλλο πρωταρχικής
σημασίας έργο του Κωνσταντίνου υπήρξε η ίδρυση μιας νέας πρωτεύουσας του κράτους
στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου και στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, αποικίας
των Μεγαρέων του 7ου αι. π.Χ.

Όταν ο Κωνσταντίνος
πήρε τη σχετική απόφαση, δεν επέλεξε αμέσως το Βυζάντιο, αλλά σκέφθηκε αρχικά τη
γενέτειρά του Ναϊσσό, τη Σαρδική (Σόφια) και τη Θεσσαλονίκη στη συνέχεια. Απ' τα
εμπόδια όμως που προέκυψαν, εννόησε ότι δεν ήταν θέλημα Θεού να προχωρήσει εκεί
και μετέβη στο αρχαίο Ίλιο, όπου λέγεται πως είχαν στρατοπεδεύσει οι Αχαιοί στον
πόλεμο κατά της Τροίας. Εκεί σχεδίασε την πόλη όσο μεγάλη έπρεπε να γίνει και
κατασκεύασε ακόμη και τις πύλες της. Αλλά κάποιο βράδυ παρου­σιάσθηκε ο Κύριος
στον ευσεβή βασιλέα, προτρέποντάς τον να επιλέξει άλλη τοποθεσία για πρωτεύουσά
του. Υπακούοντας στο θείο κέλευσμα, ο Κωνσταντίνος κατέληξε τελικά στο Βυζάντιο,
του οποίου τη θέση θεώρησε ως την πλέον κατάλληλη για τον σκοπό του και αρεστή
στον Θεό.

Κατά
τη χάραξη των ορίων της νέας πόλης από τον Κωνσταντίνο, Άγγελος Κυρίου
εμφανίστηκε σ' αυτόν μόνο και τον καθοδηγούσε, προπορευόμενός του, μέχρι που
σημείωσαν όλο τον χώρο, μέσα στον οποίο ήταν θέλημα Θεού να κτισθεί η
πρωτεύουσα.

Η τελετή για τη θεμελίωση της
πόλης έγινε στις 8 Νοεμβρίου του 324, και για τα έργα ανοικοδόμησης, που άρχισαν
στη συνέχεια, μαζεύτηκαν εργάτες και υλικά από παντού, ενώ πολλά αρχαία
προχριστιανικά μνημεία της Ρώμης, της Αθήνας, της Αντιόχειας, της Αλεξάνδρειας,
της Εφέσου κ.ά. πόλεων χρησιμοποιήθηκαν κατάλληλα για τη διακόσμηση της
βασιλεύουσας. Αλλά και λείψανα Αγίων και Μαρτύρων μετέφερε ο Κωνσταντίνος, για
τον εξαγιασμό της. Και δεν κόσμησε την πόλη ο ευσεβής βασιλέας μόνο με
ιππόδρομο, κρήνες, στοές και άλλα λαμπρά οικοδομήματα, αλλά και με περικαλλείς
ναούς, όπως αυτούς των Αγίων Αποστόλων, της Αγίας Ειρήνης, του Αγίου Μωκίου και
του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Τίμησε ακόμη την πόλη με Σύγκλητο, αφού κάλεσε από τη
Ρώμη και αλλού ευγενείς και λογίους άρχοντες, για τη διαμονή των οποίων έκτισε
κατάλληλες οικοδομές, και συνέστησε ιεραρχία βασιλικών αξιωματούχων, κατά την
τάξη, που επικρατούσε και στη Ρώμη.

Μετονόμασε λοιπόν τη
νέα πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, την οποία αφιέρωσε στην Υπεραγία Θεοτόκο (26
Νοεμβρίου του 328) και της οποίας τα εγκαίνια τελέστηκαν πανηγυρικά στις 11
Μαΐου του 330. Βεβαίως τα οικοδομικά έργα συνεχίστηκαν και αργότερα. Η
Κωνσταντινούπολη κατέστη σύντομα το πολιτικό, εκκλησιαστικό, οικονομικό και
πνευματικό κέντρο της μεγάλης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.



Η εύρεση του Τιμίου Σταυρού



Μέσα στα μεγαλόπνοα
σχέδια του Μ. Κωνσταντίνου για την εδραίωση του Χριστιανισμού εντάσσεται και η
απόφασή του να αποστείλει τη μητέρα του Ελένη στα Ιεροσόλυμα, για την αναζήτηση
και εύρεση του Τιμίου Ξύλου του Σταυρού, και, ευρύτερα, για την ανάδειξη των
Αγίων Τόπων, όπου έζησε, μαρτύρησε, σταυρώθηκε, τάφηκε και αναστήθηκε ο Χριστός,
και τους οποίους οι καταστροφές από τον χρόνο, τους πολέμους, αλλά και η
ζηλοφθονία των Εβραίων, είχαν σκεπάσει και αποκρύψει ολότελα.

Η ιεραποδημία αυτή της Αγίας
Ελένης έλαβε χώρα μετά την ανάδειξή της από τον υιό της σε Αυγούστα (περί τον
Οκτώβριο του 324), γύρω στα έτη 325/326. Παράλληλα προς τη σχετική επιθυμία του
Κωνσταντίνου, και η ίδια η Αγία Ελένη είχε δει οπτασία, που την παρακινούσε προς
την ιερή της αυτή αποστολή. Εφοδιασμένη λοιπόν με βασιλικά γράμματα προς τον
τότε αρχιεπίσκοπο Ιεροσολύμων Άγιο Μακάριο, με αφθονία χρημάτων, καθώς και με
την αρμόζουσα συνοδία στρατού και επισήμων αρχόντων, φθάνει «με σπουδή και
νεανική δύναμη η ηλικιωμένη (ήταν τότε περίπου 78 ετών) και γεμάτη φρόνηση
(Ελένη), να επισκεφθεί την αξιοσέβαστη γη και συγχρόνως να δει τις επαρχίες,
τους δήμους, και τους λαούς της Ανατολής με βασιλική αξιοπρέπεια». Ο πατέρας της
Εκκλησιαστικής Ιστορίας Ευσέβιος μας φανερώνει στο χωρίο του αυτό και τον
ευρύτερο ιεραποστολικό και φιλανθρωπικό χαρακτήρα της ιεραποδημίας της Αγίας.


Στην αναζήτηση του Τιμίου Σταυρού η
τιμία βασίλισσα συναντά αρκετές δυσχέρειες. Σύμφωνα με αρχαιότατη παράδοση, η
εύρεση του Τιμίου Σταυρού από την Αγία είναι συνυφασμένη με το πρόσωπο του Αγίου
Ιερομάρτυρος Κυριακού, επισκόπου στα Ιεροσόλυμα. Ο Άγιος Κυριακός, Εβραίος στην
καταγωγή, με το αρχικό όνομα Ιούδας, ήταν ο άνθρωπος που γνώριζε από τους
προγόνους του το μέρος, όπου ήταν κρυμμένος ο Σταυρός του Κυρίου, αλλά δεν ήθελε
να το αποκαλύψει στην Αγία Ελένη. Αυτή τότε πρόσταξε να τον βάλουν σε ξεροπήγαδο
για μια εβδομάδα, οπότε αναγκάστηκε από την πείνα και δίψα να υποδείξει τον χώρο
του Γολγοθά και του Μνήματος του Χριστού. Ο τόπος είχε καταχωσθεί από τους
Εβραίους, ένεκα φθόνου, οι δε ειδωλολάτρες, βλέποντας να προσκυνείται από τους
Χριστιανούς με ευλάβεια για τα εκεί τελούμενα θαύματα, είχαν ανεγείρει στον χώρο
αυτό
τέμενος της θεάς Αφροδίτης. Με προσταγή της Αγίας το τέμενος
κρημνίζεται και ανασκάπτεται ο χώρος, οπότε ανευρέθηκαν ο Γολγοθάς, το Πανάγιο
Μνήμα, οι τρεις Σταυροί, του Χριστού και των δύο ληστών και οι άγιοι Ήλοι
(καρφιά) της Σταύρωσης.

Η
αναγνώριση του Τιμίου Σταυρού έγινε με το εξής θαύμα: Μία νεκρή γυναίκα οδηγείτο
προς ενταφιασμό. Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος είπε να σταματήσει η νεκρική πομπή.
Μετά από θερμή προσευχή και τοποθετώντας διαδοχικά και χωριστά τους τρεις
Σταυρούς πάνω στη νεκρή, ω του θαύματος! Αυτή αναστήθηκε, όταν την άγγιξε ο
τρίτος Σταυρός, ο Σταυρός του Κυρίου! Τότε η Αγία διέταξε και διαιρέθηκε ο
Τίμιος Σταυρός. Και το μεν ένα τμήμα τοποθέτησε σε αργυρή πολύτιμη θήκη και το
άφησε στα Ιεροσόλυμα, το δε άλλο μετέφερε σε ταξίδι της από τα Ιεροσόλυμα στην
Κωνσταντινούπολη. Είναι απ' αυτό το δεύτερο τμήμα, που άφησε κατά τόπους
τεμάχια, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, για την οποία θα μιλήσουμε στο επόμενο
κεφάλαιο. Την εύρεση του Τιμίου Ξύλου και των αγίων Ήλων τιμά η Εκκλησία μας
στις 6 Μαρτίου.

Με το θαύμα της
αναστάσεως της νεκρής γυναίκας από τον Σταυρό πιστεύει ο πιο πάνω Εβραίος
Ιούδας, βαπτίζεται και μετονομάζεται Κυριακός, χειροτονείται αργότερα επίσκοπος
(μάλλον χωρεπίσκοπος) στα Ιεροσόλυμα, και μαρτυρεί επί Ιουλιανού του Παραβάτου
(361-363). Η Εκκλησία μας τελεί τη μνήμη του στις 28 Οκτωβρίου.

Αναφορικά με τους
δύο άλλους Σταυρούς των ληστών, επειδή η Αγία αδυνατούσε να διακρίνει ποιος
ανήκε στον «εκ δεξιών» Καλό Ληστή και ποιος στον «εξ αριστερών» και επειδή από
την άλλη σκέφθηκε πως τόσα χρόνια θαμμένοι με τον Σταυρό του Χριστού είχαν πάρει
κι αυτοί ευλογία, και δεν έπρεπε να παραμεληθούν, πρόσταξε να
αποσυναρμολογηθούν, και με την εναλλαγή των οριζοντίων ξύλων τους να
σχηματισθούν δύο νέοι Σταυροί. Έτσι ο καθένας τους περιείχε τεμάχιο του Σταύρου
του Καλού Ληστή.

Μόλις πληροφορήθηκε
το γεγονός ο Μ. Κωνσταντίνος, χάρηκε ιδιαίτερα και με επιστολή του προς τον Άγιο
Μακάριο όρισε να ανεγερθεί στον χώρο του Παναγίου Τάφου ναός λαμπρός και
περικαλλής, παρέχοντας ο ίδιος ο αυτοκράτορας τα μέσα προς τούτο. Η Αγία Ελένη,
εκτός από την επίβλεψη στην ανέγερση του ναού τούτου, ανήγειρε θαυμάσιο ναό στη
Βηθλεέμ (στο άγιο Σπήλαιο της Γεννήσεως του Κυρίου) και άλλον εφάμιλλο της
Αναλήψεως στο όρος των Ελαιών.

Στη συνέχεια η
ευσεβής βασίλισσα περιήλθε όλες τις χώρες της Ανατολικής αυτοκρατορίας,
στολίζοντας τους ναούς του Θεού με λαμπρά κειμήλια και κάνοντας ποικίλα έργα
φιλανθρωπίας: Ελεούσε αφθονοπάροχα κατοίκους πόλεων συλλογικά, αλλά κι όσους την
πλησίαζαν ατομικά, στρατιώτες, πένητες, γυμνούς και απροστάτευτους, παρέχοντας
όλα τα αναγκαία του σώματος. Αλλά και από τα δεσμά, την καταπίεση και την εξορία
απάλλαξε πολλούς καταδίκους, από μεγάλη φιλανθρωπία κινούμενη.

Το θαυμαστό έργο της
Αγίας Ελένης στα Ιεροσόλυμα και την Παλαιστίνη και η ιεραποστολική και πλούσια
φιλανθρωπική της περιοδεία στις πέριξ επαρχίες της Ανατολής διήρκεσε γύρω στα
δύο με τρία χρόνια (325/326-328/329).



Η έλευση της Αγίας Ελένης στην
Κύπρο


Στα πλαίσια της ως
άνω μακρόχρονης αγαθοεργούς δράσης της Αγίας βασίλισσας εντάσσεται βεβαίως και η
διέλευσή της από την Κύπρο. Συγκεκριμένες αναφορές των παλαιών ιστορικών για το
γεγονός τούτο δεν υπάρχουν, όπως ασφαλώς δεν υπάρχουν και για άλλα πολλά
σημαντικά έργα της Αγίας. Οι σωζόμενες σήμερα γραπτές πηγές, από τον 12ο αιώνα
κ.ε. (πρώτη γνωστή αναφορά αυτή του Ηγουμένου Δανιήλ το 1106) καταγράφουν την
παράδοση, που από στόμα σε στόμα και από γενεά σε γενεά διασώθηκε μέχρι τότε.
Ακριβώς και σ' αυτή την περίπτωση λειτούργησε ο παράγοντας της παράδοσης, για να
διασώσει ό,τι δεν ήταν δυνατό να περισωθεί με άλλο τρόπο, και μάλιστα εξαιτίας
των πολλών περιπετειών και συμφορών της Κύπρου, που τη στέρησαν από σπουδαίους
θησαυρούς, μνημεία των παλαιών εκείνων γεγονότων.

Σύμφωνα λοιπόν με
την παράδοση αυτή, πολύ ισχυρή μέχρι και σήμερα, η ευλογημένη βασίλισσα σε
ταξίδι με πλοία από την Παλαιστίνη προς την Κωνσταντινούπολη, όπου μετέφερε τα
άγια Σύμβολα του Πάθους του Κυρίου και τους Σταυρούς των ληστών, αναγκάστηκε από
θαλασσοταραχή να προσορμισθεί στα �
Δείτε περισσότερα

Αξίζεις...

Αξίζεις. Αξίζεις, επειδή είσαι πλάσμα του Θεού, δημιούργημά του. Επειδή ο Θεός σ' αγαπάει και όλος ο ουρανός ασχολείται μαζί σου, σε φροντίζει και σου δίνει σημασία. Ακόμα και άν δεν σε πάρει κανένας τηλέφωνο για μιά μέρα, ακόμα και άν δεν σου μιλήσει κανείς, έχεις μιά φοβερή δυναμική μέσα σου. Είσαι ένα πλάσμα που όμοιό του δεν υπάρχει σ' όλη τη γή. Κανείς δεν είναι σαν κι εσένα, δέν έχει τα γνωρίσματά σου, τα χαρίσματά σου μά και τα προβλήματά σου. Ο Χριστός σ' αγαπάει και σου δίνει σημασία. Θέλει να σε δυναμώσει.

Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

«Ο Μεσσίας (= Χριστός), όταν η εορτή ήταν στο μέσο, στάθηκε ανάμεσα στους διδασκάλους του μωσαϊκού Νόμου και τους δίδασκε».
Την εορτή της Μεσοπεντηκοστής την εορτάζουμε για την τιμή των δύο μεγάλων εορτών, δηλαδή του Πάσχα και της Πεντηκοστής, επειδή αυτή και ενώνει και συνδέει τις δύο αυτές εορτές. Η εορτή της Μεσοπεντηκοστής θεσπίστηκε για τον εξής λόγο: Μετά το υπερφυές θαύμα που έκαμε ο Χριστός στο παράλυτο, οι Ιουδαίοι, σκανδαλισμένοι δήθεν για το Σαββάτου (διότι πράγματι, Σάββατο θεράπευσε ο Κύριος τον παράλυτο), Τον καταδίωκαν και ζητούσαν να τον σκοτώσουν. Για το λόγο αυτό ο Ιησούς έφυγε από τα Ιεροσόλυμα και πήγε στη Γαλιλαία, όπου και διέμενε στα όρη της περιοχής εκείνης με τους μαθητές Του. Εκεί έκανε το υπερφυές θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων, και έφαγαν και χόρτασαν πέντε χιλιάδες άνδρες, χωρίς να υπολογίζονται στον αριθμό αυτό γυναίκες και παι­διά. Μετέπειτα, κατά την εορτή της Σκηνοπηγίας (ήταν δε και αυτή μεγάλη εορτή των Ιουδαίων), ο Ιησούς ανέβηκε και πάλι στα Ιεροσόλυμα και περπατούσε στα κρυφά.  Στο μέσο όμως της εορτής ανέβηκε στο Ναό και δίδασκε· και όλοι έμεναν έκπληκτοι από τη διδαχή Του. Αλλά, επειδή Τον φθονούσαν, έλεγαν: «Πώς αυτός ξέρει γράμματα, ενώ δεν έχει σπουδάσει;». Αλλά ο Ιησούς, όντας πράγματι νέος Αδάμ, όπως εκείνος ο πρώτος ήταν κατάμεστος από σοφία, έτσι και Αυτός, όντας επιπλέον και Θεός, ήταν παντογνώστης (που βέβαια ο πρώτος Αδάμ δεν ήταν). Γόγγυζαν λοιπόν όλοι κατά του Χριστού και επιδίωκαν να Τον σκοτώσουν οπωσδήποτε. Εκείνος δε, ελέγχοντάς τους ότι μάχονταν δήθεν υπέρ του Σαββάτου, είπε: «Γιατί ζητάτε να με σκοτώσετε;». Και στρέφοντας τη σκέψη των Ιουδαίων στο μωσαϊκό Νόμο, τους είπε επιπρόσθετα ότι δεν είχαν κανένα λόγο να θυμώνουν εναντίον του, επειδή θεράπευσε κατά την ημέρα του Σαββάτου τον παράλυτο, διότι και ο Μωυσής έχει νομοθετήσει ότι το Σάββατο μπορεί να καταλύεται, στη περίπτωση που πρόκειται για περιτομή, (όταν η όγδοη ημέρα από τη γέννηση του αρσενικού παιδιού, κατά την οποία έπρεπε αυτή να γίνει, συνέπιπτε με την ημέρα του Σαββάτου. Και συνεχίζοντας ο Κύριος, είπε: «Αν ένας άνθρωπος περιτέμνεται το Σάββατο, για να μην παραβιαστεί ο Νόμος του Μωυσή, εσείς θυμώνετε εναντίον μου, επειδή θεράπευσα έναν ολόκληρο άνθρωπο κατά την ημέρα του Σαββάτου;»). Και βέβαια ο Κύριος έκαμε διάλογο πολλή ώρα με τους Ιουδαίους περί του θέματος αυτού και τους τόνισε ότι δοτήρας του Νόμου ήταν αυτός ο ίδιος και ότι ήταν ίσος προς τον Πατέρα. Και αυτό το τόνισε  ιδιαίτερα κατά την τελευταία και πιο επίσημη ημέρα της εορτής (λέγοντας τους: «Εάν κανείς διψάει, ας έλθει σ’ εμένα και ας πιει»). Μετά ο Ιησούς τους είπε και πάρα πολλά άλλα, και ιδιαίτερα βαρυσήμαντα. Τότε εκείνοι πήραν στα χέρια τους πέτρες, για να τις ρίξουν καταπάνω Του, πλην όμως πέτρα δεν Τον άγγιξε ούτε κατ’ ελάχιστον. Και τούτο, διότι ο Ιησούς χάθηκε θαυματουργικά από τα μάτια τους και, περνώντας από ανάμεσά τους απαρατήρητος, έφυγε από το Ναό. Φεύγοντας δε από εκεί ο Κύριος και διαβαίνοντας από το μέσο της πόλεως, είδε κάποιον που είχε γεννηθεί τυφλός και τον θεράπευσε, κάνοντας τα μάτια του να βλέπουν.
Πρέπει δε να ξέρουμε ότι οι μέγιστες εορτές των Ιουδαίων είναι τρεις: Πρώτη είναι η εορτή του Πάσχα, η οποία τελείται κατά τον πρώτο μήνα, προς ανάμνηση της διάβασης της Ερυθράς θάλασσας. Δεύτερη είναι η Πεντηκοστή, η οποία θεσπίστηκε προς ανάμνηση της παραμονής τους στην έρημο επί πενήντα ημέρες, μετά τη διάβαση της Ερυθράς θάλασσας -πενήντα ημέρες, πράγματι, πέρασαν από τη διάβαση της Ερυθράς μέχρι που έλαβαν το μωσαϊκό Νόμο. (Συνολικά βέβαια στην έρημο έμειναν σαράντα χρόνια). Η εορτή αυτή γίνεται και προς τιμήν του αριθμού εφτά, ο οποίος θεωρείται από αυτούς ιερός. Τρίτη είναι η εορτή της Σκηνο­πηγίας, η οποία θεσπίστηκε προς ανάμνηση της σκηνής, την οποία ο Μωυσής κατασκεύασε και έστησε με αρχιτέκτονα τον Βεσελεήλ και έχοντας ως πρότυπο τη σκηνή που είδε (που του περιέγραψε ο Θεός) στη νεφέλη στο όρος Σινά. Η εορτή αυτή διαρκεί εφτά ημέρες και, εκτός από τον παραπάνω λόγο, θεσπίστηκε και προς ανάμνηση της επί σαράντα χρόνια παραμονής των Εβραίων στην έρημο. Αλλά και με τη συγκομιδή των καρπών σχετίζεται η εορτή της Σκηνοπηγίας. Τότε, λοιπόν, ενώ τελούνταν η εορτή αυτή, στάθηκε όρθιος ο Χριστός και έκραξε με φωνή μεγάλη: «Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω». Εάν δηλαδή κάποιος αισθάνεται πόθο και δίψα, όχι για αγαθά υλικά και φθαρτά, αλλά για την εσωτερική γαλήνη και τη μακαριότητα της θείας ζωής, ας έρχεται προς έμενα διά της πίστεως και ας πίνει ελεύθερα. Πλησίον μου θα ικανοποιηθούν όλοι οι ευγενείς του πόθοι και θα βρει ανάπαυση η ψυχή του.
Επειδή λοιπόν με τη διδασκαλία Του αυτή ο Χριστός απέδειξε ότι είναι Μεσσίας (δηλαδή χρισμένος από το Θεό Πατέρα βασιλέας και λυτρωτής), αφού έγινε μεσίτης και συμφιλιωτής των ανθρώπων και του αιώνιου Πατέρα Του, γι’ αυτήν ακριβώς την αιτία, εορτάζοντας την εορτή αυτή και ονομάζοντάς την Μεσοπεντηκοστή, ανυμνούμε και τον Μεσσία Χριστό, αλλά συνάμα δηλώνουμε και τη μεγάλη σημασία που έχει η εορτή αυτή ευρισκόμενη στο μέσο μεταξύ των δύο μεγάλων εορτών της Εκκλησίας μας, δηλαδή του Πάσχα και της Πεντηκοστής. Νομίζω δε ότι για το λόγο αυτό θεσπίστηκε να γίνεται μετά την εορτή αυτή η εορτή της Σαμαρείτιδας, διότι και σ’ εκείνη την εορτή γίνεται λόγος για το Μεσσία Χριστό και περί ύδατος και δίψας, όπως και κατά την παρούσα εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Πέραν δε τούτου, κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη, ο διάλογος με τη Σαμαρείτιδα έγινε αρκετά πριν από τη θεραπεία του εκ γενετής τυφλού.
Με το  άπειρό  Σου έλεος , Χριστέ ο Θεός , ελέησέ μας .Αμήν.

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Ἡ ἀντιπνευματικότητα τῶν "πνευματικῶν"

Ἄν τά λόγια καί τά κηρύγματα δέν μᾶς βοηθοῦν νά ἀποκτήσουμε θεῖες ἐμπειρίες, τότε δέν ἔχουν δύναμη καί ἀξία. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος εὔστοχα παρατηρεῖ σέ κάποιον λόγο του : «Τό θάμβος σώζει τόν ἄνθρωπο, ὄχι τά λόγια ἤ οἱ ἰδέες ἤ τά νοήματα».... Θάμβος εἶναι ὁ καρπός τῆς προσωπικῆς κοινωνίας μέ τόν ζωντανό Θεό. Θαμπώνεσαι ἀπό τό μεγαλεῖο τῆς Θείας Ἀποκάλυψης. Τά λόγια ἀμυδρῶς μᾶς εἰσάγουν στόν χῶρο τῶν ἐμπειριῶν. Σήμερα, δυστυχῶς, πλεόνασαν τά λόγια καί λιγόστεψαν οἱ ἐμπειρίες. Κάποτε ζούσαμε τόν Χριστό ἐν σιωπῇ. Σήμερα, μιλᾶμε συνεχῶς γιά τόν Χριστό χωρίς νά Τόν ζοῦμε. Οἱ πρῶτοι αἰῶνες πρόσφεραν ἑκατομμύρια ἁγίους. Ὅμως, ἐκεῖνοι ἔδωσαν τήν ζωή τους γιά τόν Χριστό, θυσίασαν ὅ,τι πιό ἀγαπημένο εἶχαν. Τώρα, δυσκολευόμαστε νά δώσουμε ἕνα καινούργιο ρολόι ἤ μπουφάν στόν συνάνθρωπό μας, καί ἀναρωτιόμαστε γιατί δέν πετυχαίνουμε στή ζωή μας. Ποιός "πνευματικός" ἄνθρωπος δίνει τό τριάρι σπίτι του σέ μία πολύτεκνη οἰκογένεια γιά νά νοικιάσει ὁ ἴδιος μία γκαρσονιέρα; Ἀκούγεται τρελό ἤ ὑπερβολικό. Ὡστόσο, αὐτό δέν εἶναι καθόλου σπουδαῖο σέ σχέση μέ ὅσα θυσίασαν οἱ μάρτυρες τῆς πίστεως. Νέοι μέ καριέρα, μέ προοπτική, μέ ὀμορφιά δέν ἀπαρνήθηκαν μόνο τό σπίτι τούς ἀλλά καί τή ζωή τούς τήν ἴδια. Ἔτσι ἔγραψαν ἱστορία. Δέν θά μποροῦσε ὁ ἅγιος Δημήτριος νά ζήσει τή ζωή του μέ καριέρα στρατιωτικοῦ; Ποιός θά τόν ἤξερε ὅμως σήμερα; Σέ ποιόν θά ἔδινε δύναμη; Ἀρχιμ. Ἀρσενίου Κωτσόπουλου, "Ἐκπλήξεις Χάριτος", Ἀθήνα 2010, σελ. 363-364

Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

Ορθόδοξη Πορεία

Κυριακή του παραλύτου – η Ευαγγελική περικοπή της Θ. Λ., ομιλία του επισκ. Αυγουστίνου Καντιώτου, υμνολογική εκλογή.

 
Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Ιωάννην Ε. 1 – 15.
ΜΕΤΑ ταύτα ήν η εορτή των Ιουδαίων, και ανέβη ο Ιησούς εις Ιεροσόλυμα. έστι δέ εν τοις Ιεροσολύμοις επι τη προβατική κολυμβήθρα, η επιλεγομένη εβραϊστί Βηθεσδά, πέντε στοάς έχουσα. εν ταύταις κατέκειτο πλήθος πολύ των ασθενούντων, τυφλών, χωλών, ξηρών, εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν. άγγελος γάρ κατά καιρόν κατέβαινεν εν τη κολυμβήθρα, και εταράσσετο το ύδωρ, ο ούν πρώτος εμβάς μετά την ταραχήν του ύδατος, υγιής εγίνετο ώ δήποτε κατείχετο νοσήματι. ήν δέ τις άνθρωπος εκεί τριάκοντα και οκτώ έτη έχων εν τη ασθενεία αυτού. τούτον ιδών ο Ιησούς κατακείμενον, και γνούς ότι πολύν ήδη χρόνον έχει, λέγει αυτώ, θέλεις υγιής γενέσθαι? απεκρίθη αυτώ ο ασθενών, Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω, ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν. Εν ώ δέ έρχομαι εγώ, άλλος πρό εμού καταβαίνει. λέγει αυτώ ο Ιησούς, έγειρε, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει. και ευθέως εγένετο υγιής ο άνθρωπος, και ήρε τον κράβαττον αυτού και περιεπάτει. ήν δέ σάββατον εν εκείνη τη ημέρα. έλεγον ούν οι Ιουδαίοι τω τεθεραπευμένω, σάββατόν εστιν, ουκ έξεστί σοι άραι τον κράβαττον. απεκρίθη αυτοίς, ο ποιήσας με υγιή, εκείνός μοι είπεν, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει. ηρώτησαν ούν αυτόν, τίς εστιν ο άνθρωπος ο ειπών σοι, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει? ο δέ ιαθείς ουκ ήδει τίς εστιν, ο γάρ Ιησούς εξένευσεν όχλου όντος εν τω τόπω. μετά ταύτα ευρίσκει αυτόν ο Ιησούς εν τω ιερώ και είπεν αυτώ, ίδε υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε, ίνα μή χείρόν σοί τι γένηται. απήλθεν ο άνθρωπος και ανήγγειλε τοις Ιουδαίοις ότι Ιησούς εστιν ο ποιήσας αυτόν υγιή.
Ερμηνευτική απόδοσις υπό Παναγιώτου Τρεμπέλα.
Μετά ταύτα ήτο η εορτή των Ιουδαίων, πιθανότατα η εορτή των Πουρίμ, πού συνέπιπτεν ένα περίπου μήνα προ του Πάσχα. και κατά την εορτήν αυτήν, ανέβη ο Ιη¬σούς εις τα Ιεροσόλυμα.
Υπάρχει δε εις τα Ιεροσόλυμα πλησίον της προβατικής πύ¬λης του τείχους της πόλεως, κάποια λίμνη, εις την οποίαν εκολυμβούσαν, και η οποία εϊχεν ως πρόσθετον όνομα εις την Εβραϊκήν γλώσσαν Βηθεσδά. Είχε δε τριγύρω της η κολυμβήθρα αυτή πέντε θολωτά υπόστεγα.
εις αυτά τα θολωτά υπόστεγα ευρίσκοντο ξαπλωμένοι πλή¬θος πολύ αρρώστων, τυφλών, κουτσών, ανθρώπων με κάποιο μέλος πιασμένον και αναίσθητον ή ατροφικόν, και όλοι αυτοί επερίμεναν να κινηθή το νερό της κολυμβήθρας.
Επερίμεναν δε την κίνησιν του νερού, διότι άγγελος κατέβαινεν από καιρού εις καιρόν εις την κολυμβήθραν και ετάρασσε το νερό. Εκείνος λοιπόν, πού θα έμβαινε πρώτος εις αυ¬τήν μετά την ταραχήν του νερού, εγίνετο υγιής, από οποιονδή¬ποτε νόσημα και αν κατείχετο.
Υπήρχε δε εκεί μεταξύ του πλήθους των ασθενών και κάποιος άνθρωπος, πού ήτο άρρωστος επί τριάκοντα και οκτώ χρόνια.
Αυτόν τον ασθενή όταν τον είδε ο Ιησούς να είναι ξαπλωμέ¬νος κάτω, και με το θεϊον του βλέμμα διέκρινεν, ότι από πολύν καιρόν είχε την ασθένειάν του, είπε προς αυτόν. Θέλεις να γίνης υγιής; Δια της ερωτήσεως δε ταύτης ο Κύριος έδιδεν αφορμήν εις τον παραλυτικόν να ζητήση την βοήθειάν του.
Πράγματι δε ο ασθενής απεκρίθη εις αυτόν. Κύριε, δεν έχω άνθρωπον να με ρίψη εις την κολυμβήθραν, αμέσως όταν ταραχθή το νερό. Ενώ δε προσπαθώ να έλθω εγώ, προλαμβάνει άλλος και καταβαίνει αυτός προτήτερα από εμέ.
Λέγει εις αυτόν ο Ιησούς. Σήκω επάνω, πάρε το κρεββάτι σου εις τον ώμον σου και περιπάτει.
και αμέσως έγινεν υγιής ο άνθρωπος, και επήρε το κρεββάτι του και επεριπάτει ελεύθερα. Ήτο όμως Σάββατον κατ’ εκείνην την ημέραν.
Ως εκ τούτου λοιπόν έλεγαν οι πρόκριτοι Ιουδαίοι εις τον ιατρευμένον. Σήμερον είναι Σάββατον. Δεν σου επιτρέπεται να σηκώσης και να μεταφέρης το κρεββάτι.
Απεκρίθη εις αυτούς. Εκείνος, που με έκαμεν υγιή, δια θαύματος και θείας δυνάμεως, αυτός μου εϊπε. Πάρε το κρεββάτι σου και περιπάτει.
Κατόπιν λοιπόν της απαντήσεως αυτής, τον ηρώτησαν εκεί¬νοι, Ποίος είναι ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος σου είπε. Πάρε το κρεββάτι σου και περιπάτει;
ο θεραπευθείς όμως παράλυτος δεν ήξευρε, ποίος είναι ¬διότι ο Ιησούς απεμακρύνθη και εξηφανίσθη. Ήτο δε εύκολον να εξαφανισθή, διότι υπήρχε πολύς λαός εις τον τόπον, πού έγινε το θαύμα.
Ύστερα από κάμποσον καιρόν ηδρεν αυτόν ο Ιησούς εις το Ιερόν, και του εϊπεν. Ιδού τώρα έχεις γίνει υγιής. Πρόσεξε λοιπόν να μην αμαρτάνης πλέον, δια να μη σου συμβή τίποτε χειρότερον από την ασθένειάν πού εϊχες, και η οποία σου συν¬έβη εξ αμαρτιών σου. Πρόσεξε μήπως και εις συμφοράν του σώματος χειροτέραν εμπέσης, συγχρόνως δε και την ψυχήν σου μετά του σώματος χάσης.
Έφυγε τότε ο άνθρωπος από το ιερόν, και αφού συνήντησε τους Ιουδαίους, ανήγγειλεν εις αυτούς, ότι αυτός, πού με έκαμεν υγιή, εϊναι ο Ιησούς.
Ψυχική παραλυσία
ΑΚΟύΣΑΤΕ, αγαπητοί αδελφοί, το ιερό και άγιο ευαγγέλιο; Η σημερινή ευαγγελική περικοπή περιέχει ένα θαύμα του Κυρίου. Αλλά για να καταλάβουμε καλύτερα
το θαύμα αυτό, πρέπει να γίνει ατομικό, να το κάνουμε προσωπικό, να το μεταφέρουμε στον εαυτό μας. Πρέπει δηλαδή να επαναληφθεί και σ’ εμάς. Πώς θα γίνει
αυτό; Για να επαναληφθεί το θαύμα, πρέπει η δύναμις του Χριστού να ενεργήσει επάνω μας. Τότε δεν θα χρειάζεσαι άλλη βεβαίωση για να πιστεύεις. Θα έχεις
ακράδαντη βεβαιότητα. Μεγαλύτερη απόδειξης της δυνάμεως του Χριστού θα είσαι συ ο ίδιος.
Τι λέει, λοιπόν, το Ιερό Ευαγγέλιο; Στα Ιεροσόλυμα, κοντά στην προβατική πύλη, την πύλη δηλαδή άπ’ όπου περνούσαν τα πρόβατα πού επρόκειτο να θυσιαστούν
στο ναό, υπήρχε μία δεξαμενή πού λεγόταν Βηθεσδά. Το νερό αυτής της δεξαμενής είχε μία θαυματουργική ιδιότητα. Τι ιδιότητα; Κατά αραιά χρονικά διαστήματα,
κατέβαινε εκεί άγγελος Κυρίου και τάραζε το νερό. Τότε το νερό αποκτούσε, προσωρινώς, Ιαματική Ιδιότητα. Αυτό διαρκούσε πολύ λίγο’ αμέσως
κατόπιν το νερό επανερχόταν στην προηγουμένη φυσική κατάσταση, ήταν πάλι απλό νερό όπως όλων των άλλων πηγών. Όποιος λοιπόν αμέσως μετά την κάθοδο του
αγγέλου, προλάβαινε να πέση πρώτος μέσα στο ταραγμένο νερό, γινόταν υγιής, οποιαδήποτε και αν ήτο η ασθένεια από την οποία έπασχε. Αυτό έδινε ελπίδα σε όλους όσοι είχαν απελπισθεί από τους γιατρούς. Έτσι γύρω από το χείλος της κολυμβήθρας, ήταν συγκεντρωμένο ένα πλήθος ασθενών, που έμεναν εκεί ξαπλωμένοι σε κρεβάτια ή φορεία. Είτε κρύο έκανε Είτε ζέστη, όλοι αυτοί οι ταλαίπωροι άνθρωποι δεν απομακρύνονταν από ‘κει. Για να προστατεύονται δε από τη βροχή και τον ήλιο, είχαν χτιστή γύρω άπ’ τη δεξαμενή πέντε στοές, πέντε υπόστεγα, όπου παρέμεναν οι ασθενείς και όσοι τους συνόδευαν.
Ανάμεσα στο πλήθος των ασθενών, που περίμεναν να βρουν τη θεραπεία τους, ήταν και ένας παράλυτος. Γιατρειά δεν είδε από άνθρωπο. Αλλ’ ούτε και στη θαυματουργό
κολυμβήθρα τόσον καιρό είχε βρει τη θεραπεία του. Τριάντα-οχτώ χρόνια περίμενε εκεί με υπομονή. Στο μακρό αυτό διάστημα πολλούς συνασθενείς είδε να πέφτουν
στο ταραγμένο νερό, να βγαίνουν και να φεύγουν για τα σπίτια τους θεραπευμένοι. Αυτός λόγω της παθήσεως του, δεν ήταν ευκίνητος. Πάντα κάποιος άλλος τον
προλάβαινε. Ήταν μόνος και αβοήθητος. Έτσι το μαρτύριο του συνεχιζόταν. Μετά από τόσα χρόνια αποτυχιών, Τι ελπίδα υπήρχε πλέον; Μάλλον έπρεπε να το πάρει απόφαση, ότι εκεί θα τον βρει ο θάνατος, και τότε από την κολυμβήθρα, θα μετακομίση στο κοιμητήριο. Κι αντί να μπει στο ιαματικό νερό, θα τον βάλουν στο μαύρο χώμα. Εν τούτοις εξακολουθούσε να ελπίζει, να υπομένει, να παραμένει εκεί. Σαν κάποιον να περίμενε! Κάποιο μυστήριο έκρυβε ή ταλαιπωρία του.
Και ήρθε επί τέλους ή στιγμή να λυθεί το δράμα του, και να φωτιστή το μυστήριο. Μετά από αγόγγυστη υπομονή τόσων ετών, ήρθε κοντά του ο μέγας ιατρός, το
άριστο φάρμακο, και τότε βραβεύθηκε η αρετή του. Ήρθε κοντά του ο Χριστός, ο παντοδύναμος και πάνσοφος ευεργέτης, του είπε ένα μόνο λόγο, και μ’ εκείνο
το λόγο ο παράλυτος αμέσως έγινε καλά. Μέγα το θαύμα! Ένας ζωντανός νεκρός στάθηκε όρθιος, και αυτός πού δε μπορούσε να σηκώση ούτε ένα κουτάλι, πήρε δύναμη
και σήκωσε ολόκληρο κρεβάτι.
Ο παραλυτικός αυτός έμεινε εκεί τόσα χρόνια, για να γίνη διδάσκαλος μας. Τριάντα οχτώ χρόνια δε ‘γόγγυσε, ούτε βλαστήμησε όπως θα έκαναν άλλοι πού, όχι
τόσο αλλά πολύ λιγότερο χρόνο έχουν στο κρεβάτι, και τα Βάζουν με το Θεό. ο παραλυτικός είναι παράδειγμα υπομονής. Για αυτό ήρθε κοντά του όχι άνθρωπος,
αλλά ο ίδιος ο Χριστός, διότι τον σπλαχνίστηκε.
Έπειτα ο παραλυτικός αυτός, όταν γιατρεύτηκε, δεν πήγε στο σπιτάκι του, αλλά που πήγε; Στό ναό. Και όχι
μόνο αυτό, αλλά έγινε και ιεροκήρυκας, σαλπιγκτής των θαυμάτων του Κυρίου.
Αλλά τώρα δεν θέλω να μιλήσω για τον παραλυτικό του ευαγγελίου. Θέλω να μιλήσω για τους σημερινούς παραλύτους.
—Μα υπάρχουν και σήμερα παράλυτοι;
Υπάρχουν. και δεν εννοώ μόνο τους σωματικώς παραλύτους. Εννοώ κυρίως τους ψυχικώς παραλύτους. Αυτοί είναι περισσότερο αξιολύπητοι. Διότι πάνω από τη σωματική
ασθένεια υπάρχει ή ψυχική ασθένεια, και πάνω από τη σωματική παραλυσία υπάρχει η ψυχική παραλυσία.
Τι είναι ψυχική παραλυσία; Μπορούμε να πούμε, ότι είναι η πλέον συχνή και η πλέον διαδεδομένη νόσος. Από πού ν’ αρχίσω και που να τελειώσω; Μερικές φωτογραφίες
των σημερινών ψυχικώς παραλύτων θα σας παρουσιάσω, και θα τελειώσω.
Πρώτο παράδειγμα. ο παράλυτος πού ιάτρευσε ο Κύριος τριανταοχτώ χρόνια είχε να πάει στο ναό του Θεού. Πήγε μικρό παιδί, και ξαναπήγε τώρα, μετά τη θεραπεία
του, με άσπρα πλέον τα μαλλιά. Αλλ’ εκείνος δικαιολογείται, ήταν ασθενής, δεν είχε πόδια, και παρέμενε ακίνητος εκεί παρά το χείλος της κολυμβήθρας. Οι
σημερινοί όμως ψυχικώς παράλυτοι, ενώ σωματικώς είναι υγιέστατοι και κινούνται και τρέχουν δεξιά κι αριστερά, όμως έχουν σαράντα και πενήντα χρόνια να πατήσουν το πόδι τους στο σπίτι του Θεού. Ήρθαν νήπια, όταν τους έφερε η μάνα να βαπτισθούν, και θα έρθουν άλλη μια φορά, όταν σηκωτούς θα τους φέρουν να τους κηδεύσουν. Στην εκκλησία τώρα δεν έρχονται. Αλλού πηγαίνουν ευχαρίστως. Πες τους για κινηματογράφο, πες τους για θέατρο, να δεις πώς τρέχουν. Λησμονούν το Θεό, που μας δίνει όλα τα αγαθά, και την υγεία και την αρτιμέλεια, και δεν έρχονται να του πουν ένα ευχαριστώ. Λησμονούν, ότι τα πόδια μας δόθηκαν για το Χριστό και όχι για το διάβολο.
Θέλετε άλλο παράδειγμα ψυχικώς παραλύτου; Οι προηγούμενοι έχουν παράλυτα τα πόδια, αυτοί έχουν παράλυτα τα χέρια για το Θεό. Πέστε λ.χ. στον άλλο, το φιλάργυρο
και ιδιοτελή, να ελεήσει. Αδύνατον. Αυτός, όταν πρόκειται να δώσει κάτι σε φτωχό, αισθάνεται παράλυτο το χέρι. Τον παραλύει ο δαίμων της φιλαργυρίας. Προτιμότερο
να του κόψουν το χέρι, παρά να δώσει μια δραχμή. Ή πέστε στο δειλό και κρυπτοχριστιανό να ομολογήσει την πίστη του όταν χτυπά η καμπάνα η όταν περνά έξω
από μια εκκλησία. Ντρέπεται, φοβάται και τον ίσκιο του, και σταυρό δεν κάνει. «Ε, σας ερωτώ• αυτοί δεν έχουν τα χέρια τους παράλυτα; Λησμονούν, ότι τα
χέρια δόθηκαν για να βοηθούν τον πλησίον, να ελεούν, να εργάζονται το αγαθό, και όχι να μουντζώνουν και να πληγώνουν. Λησμονούν, ότι τα χέρια δόθηκαν για
να ομολογούν την πίστη, για να δοξάζουν το Θεό, και όχι να τον αρνούνται με την δειλία, την ιδιοτέλεια και τις τόσες άνομες πράξεις, και απρεπείς χειρονομίες.
τα χέρια δόθηκαν για να εργάζονται τις θείες εντολές, και όχι να τις καταργούν, Είτε κλέβοντας, Είτε παλαμίζοντας το ιερό Ευαγγέλιο με τους όρκους.
Άλλο ένα παράδειγμα ψυχικώς παραλύτων. είναι αυτοί που έχουν παράλυτη τη γλώσσα. η γλώσσα του ανθρώπου είναι τέλειο όργανο. Όχι μόνο ως μέλος και όργανο
του σώματος, αλλά και ως μέσο επικοινωνίας. Λένε, ότι ανατομικός, ο ουραγκοτάγκος έχει καλύτερη γλώσσα από τον άνθρωπο. Αλλά Τι να την κάνης; η γλώσσα του
δέν μπορεί ν’ αρθρώση λέξη. Ενώ ο άνθρωπος με τη γλώσσα του ομιλεί, συνεννοείται, εκφράζει τα συναισθήματα και τίς σκέψεις του. Πόσα λόγια λέει την ημέρα;
100, 300, 500, 1.000, 2.000, 10.000, 20.000, 30.000 λέξεις. Ψάχνω όμως μέσα στις τόσες αυτές λέξεις, να βρω διαμάντι, και δέ’ βρίσκω. Χαλίκια και κοπριά.
Ακούγονται βλαστήμιες, αισχρολογίες, βωμολοχίες, λόγια βρωμερά, – μόνο λόγια του Θεού δεν ακούγονται. Γιατί, άνθρωπε, ο Θεός σου έδωσε τη γλώσσα; Σου την
έδωσε να τον δοξολογείς, να διαλαλείς τα θαύματα του, να λες τον καλό λόγο στον πλησίον σου. Όταν εσύ τη χρησιμοποιείς για το διάβολο, δεν είσαι παράλυτος
στο καλό;
Αδελφοί μου, πριν τελειώσω, συνιστώ• Γόνατα και πόδια παραλελυμένα, ανορθωθείτε (πρ6λ. η σ. 35,3). Χέρια νεκρά και καρδιές παγωμένες, θερμανθείτε. Γλώσσες
και στόματα, καθαριστείτε, πάρτε φωνή, αινείτε τον Κύριον πέστε «Εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. αμήν»(Φιλ.2,η και θ. Λευίτ.).
.
ΣΥΝΤΟΜΟ ΚΗΡΥΓΜΑ του
επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου

Πέμπτη 12 Μαΐου 2011

Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης

Γέροντας Εφραίμ
Κατουνακιώτης

ΛΟΓΟΙ ΔΙΔΑΧΗΣ

...
Προσευχή




Το κομποσχοινάκι είναι θαυματουργό!
Η καλυτέρα προσευχή είναι ό,τι εσύ
επινοείς εκείνην την ώρα. Δεν είναι
μόνον, θέλω να διαβάσουμε Μετάληψη να
μεταλάβουμε, τρόπον τινά, αύριο. Α, «από
ρυπαρών χειλέων, από βδελυράς καρδίας...»·
διαβάζουμε, ούτε καταλαμβάνουμε τι λέμε.
Εσύ ο ίδιος να βρεις προσευχή, εσύ ο
ίδιος· οπότε καταλαμβάνεις τι λες εις
τον Θεό. Αυτό έχει μεγάλη δύναμη, να
πούμε, μεγάλη δύναμη!
Ε, ας υποθέσουμε ότι αύριο θα
μεταλάβουμε. Θα μεταλάβουμε. Θά 'ρθει
ουσιωδώς ο Παράκλητος ν' αγιάσει τα Δώρα·
πώς θα τον υποδεχθείς; «Στο έλεός Σου,
στην ευσπλαχνία Σου, συγχώρεσέ με». Έχει
δύναμη διότι το λες και το καταλαμβάνεις,
από μέσα απ' την ψυχή σου βγαίνει αυτή η
ευχή, να πούμε. Διότι πολλές φορές
διαβάζουμε, αλλού τρέχει ο νους, αλλά
αυτό που βγαίνει από μέσα σου, το
καταλαμβάνεις τι λες.
Η ευχή (προσευχή) είναι ο καθρέφτης του
Μοναχού.
Ο άγιος Χρυσόστομος λέει: Μπορεί ο
άνθρωπος, ο οποίος από ανάγκη δεν
πηγαίνει στην εκκλησία, να κάνει τον
εαυτό του Θυσιαστήριο, λέει,
προσευχόμενος.
Οι άνθρωποι στον κόσμο είναι και
επιστήμονες, ούτε το Σάββατο δεν μπορούν
να πάνε στην εκκλησία, την Κυριακή, έχουν
την υπηρεσία αυτή την ώρα. Μπορείς αυτή
την ώρα να κάνεις τον εαυτό σου
Θυσιαστήριο λέγοντας την προσευχή.

Θέλεις να γίνεις ένας καλόγηρος πολύ
καλός; Μην αφήνεις την ευχή. Κατά το
μέτρο σου και η ευχή σου.
Έλεγα κι εγώ στον Γέροντα: «Γέροντα,
και στην κόλαση να πάω δεν φοβάμαι, αρκεί
την ευχή να λέω». Τόση γλυκύτητα, τόση
χαρά σου παραδίδει μέσα αυτή η ευχούλα -μικρή
είναι, αλλά πόση δύναμη έχει!- οπότε λες,
και στην κόλαση να πάω δεν φοβάμαι, θα
λέω την ευχή και στην κόλαση. Αυτά δέστε
τα, γιατί τα περάσαμε και τα παραδίδομε
και σε σας.
Εμείς είμαστε ραφτάδες στον Άγιο Παύλο,
κι εγώ ως αρχάριος δεν είχα γνωρίσει
ακόμη τον γερο-Ιωσήφ. Φεύγοντας από το
σπίτι πήρα το κομποσχοίνι να πάω στον
Άγιο Παύλο. Κατουνάκια - Άγιος Παύλος
είναι δυόμιση ώρες. Πέρασα τη Μικρή Αγία
Άννα, πέρασα την Αγία Άννα, κατηφορίζω
λοιπόν για τη Νέα Σκήτη. Όταν έφτασα
κοντά στο μύλο, εκεί από πάνω από τον
Ευαγγελισμό, ξύπνησα! Βρε, λέω, πότε
έφτασα εδώ πέρα; Είχα αφοσιωθεί τόσο
πολύ στην ευχή που δεν έβλεπα το δρόμο!

Θα κάνεις εργόχειρο, κάνεις ένα
διακόνημα, μην αφήνεις την ευχούλα,
γιατί και η ευχή σε θεοποιεί. Το πρώτο-πρώτο,
πατέρες, που θα αισθανθείτε, θα είναι η
χαρά! Το πρώτο στάδιο, το πρώτο σημείο, το
οποίο θα αισθανθείτε λέγοντας την ευχή,
είναι η χαρά. Και η χαρά δεν είναι
τίποτες άλλο, ένα πετραδάκι στην
ακροθαλασσιά, είναι το πράγμα ότι μέσα
αρχίζεις να φωτίζεσαι! Γι' αυτό λέγε την
ευχούλα, λέγε την ευχούλα, λέγε την
ευχούλα και αυτό θα σε φέρει σε άλλη
κατάσταση πολύ καλύτερη, την οποία όσο
και να σκεφθείς, δεν μπορείς να σκεφθείς.
Ο μαθητής του δημοτικού σχολείου δεν
μπορεί να καταλάβει τα του γυμνασίου,
ούτε του γυμνασίου του πανεπιστημίου.
Αλλά όταν η χάρις θέλει να έρθει μέσα σου,
θα το καταλάβεις ότι είσαι τώρα μαθητής
του γυμνασίου, είσαι μαθητής του
πανεπιστημίου, ο ίδιος θα το καταλάβεις.

Μία ψυχή πήγε στην τουαλέτα, κι έλεγε
την ευχή. Α, και φανερώνεται ο διάβολος
εκεί. Βρε 'συ, λέει, βρώμικη ευχή λες. Α, μα,
και ο καλόγηρος: Άκουσε αποστάτα της
θείας Μεγαλειότητος, λέει, η κένωσις του
σώματος πηγαίνει κάτω, η κένωσις της
ψυχής πηγαίνει απάνω, δεν έχει καμιά
ένωση.

Στο σπίτι μας παραπάνω καθόταν ένας
καλόγηρος και, κρίσις Θεού, ήτανε
δαιμονισμένος. Οι γέροι δεν μπορούσαν να
έρχονται κάτω στο σπίτι μας, να
μεταλάβουν, και πήγαινα εγώ στο σπίτι
τους απάνω, που είναι ο πάτερ-Γεδεών εκεί
απάνω, και τους μετελάμβανα. Πήγαινα στο
Ιερό, έβγαζα το Αρτοφόριο, ερχόντουσαν
οι γέροι στην Ωραία Πύλη εκεί και τους
μετελάμβανα. Αυτός μού 'λεγε: «Ο διάβολος
εκεί κάθεται στην άκρη, στη Λιτή». Του
λέω: «Τον βλέπεις;» «Τον βλέπω», λέει. Και
ο ίδιος έλεγε ότι: «Όταν λέω την ευχή
ταράττεται ο διάβολος, όταν λέω δεύτερη
φορά αφρίζει· την τρίτη ευχή άφαντος
γίνεται!» Να η δύναμις της ευχής. Αυτό
που λένε τα βιβλία μας ότι:
-Παιδί μου, λέει ο Γέροντας, πες την
ευχή.
-Μα λέω και δεν καταλαμβάνω τίποτες.
-Δεν καταλαμβάνεις, λέει, εσύ, αλλά ο
διάβολος καταλαμβάνει και φεύγει.
Να, σ' αυτόν τον καλόγηρο.
Α, να πούμε και τον άλλο με το καλάθι.
Ένας υποτακτικός, σαν ο Γέροντας τώρα,
λέει τον πατερ-Αρσένιο:
-Λέγε την ευχή.
-Λέω την ευχή, δεν καταλαμβάνω τίποτε.
-Ο διάβολος καταλαμβάνει και φεύγει.
-Ε, και πού θα καταλάβω εγώ;
-Ε, καλά, παιδί μου, θέλεις να δεις θαύμα;
-Ναί, θαύμα θέλω να δω, Γέροντα.
-Καλά, του λέει, θα προσευχηθώ στο Θεό
να σου δείξει θαύμα, να καταλάβεις πόση
δύναμη έχει η ευχή. (Τα γράφουν τα
πατερικά βιβλία).
-Καλά.
Έκανε προσευχή ο Γέροντας, έκανε και
νηστεία, τριήμερο νηστεία.
-Έλα εδώ, παιδί μου, τώρα, πάρε το καλάθι,
πήγαινε απάνω στη βρύση να το γιομίσεις
νερό.
-Γέροντα, με συγχωρείς, εγώ, λέει, τα
μυαλά μου τά 'χω, το καλάθι θα γιομώσω
νερό έξω;
-Καλά, παιδί μου, δεν είπες ότι θέλεις
να δεις θαύμα; Να δεις τι δύναμη έχει η
ευχή; Δεν θέλεις;
-Ναί, λέει.
-Ε, κάνε αυτό που σου λέω, αλλά θα λες
την ευχή, όλο την ευχή θα λες.
-Νά 'ναι ευλογημένο.
Πάει. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»,
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», βάζει
το καλάθι στη βρύση από κάτω. Το νερό
γιομίζει το καλάθι, δεν τρέχει το καλάθι,
αλλά λέει την ευχή. Εννοείται ο Γέροντας
στο δωμάτιο προσηύχετο να του δείξει ο
Θεός θαύμα στον παραγυιό του. Το γιόμωσε
το καλάθι.
Μόλις το είδε, τρέχει λοιπόν να το
δείξει στον Γέροντα.
«Γέροντα, γιόμωσε το καλάθι νερό!» Στο
δρόμο λοιπόν φανερώνεται ο διάβολος με
μορφή ανθρώπινη, λέει:
-Καλόγερε, πού πας;
-Πάω στον Γέροντά μου.
-Πώς σε λένε;
-Γεώργιο.
-Πόσα χρόνια έχεις καλόγερος;
-Πέντε-έξι.
-Τι δουλειά κάνεις;
-Σφραγίδια.
Πάει, έφυγε το νερό κάτω! Έπιασε την
αργολογία, άφησε την ευχή, πήγε στον
Γέροντα με άδειο το καλάθι!
-Τι συμβαίνει, παιδί μου;
-Γέροντα, έτσι κι έτσι.
-Άφησες την ευχή, παιδί μου, γι' αυτό
έφυγε το νερό. Βλέπεις όταν έλεγες την
ευχή, το καλάθι κρατούσε το νερό, όταν
σταμάτησες κι άρχισες την αργολογία,
έφυγε το νερό.
Και ο Θεός μας δοκιμάζει καμιά φορά να
μας ξυπνήσει, να πούμε. Σου στέλνει έναν
πειρασμό ο Θεός, ο Θεός θέλει να σε
ξυπνήσει, μην κοιμάσαι· μην κοιμάσαι,
λέγε την ευχούλα.

Και ο άνθρωπος, όταν προσεύχεται εις το
Θεό, απορροφά, τρόπον τινά, τις ιδιότητες
του Θεού. Ο Θεός, να πούμε, είναι αγαθός,
δεν οργίζεται, μακροθυμεί. Και 'συ μετά
την προσευχή, σού 'ρχεται ένα τέτοιο
πράγμα, μακρόθυμος, ό,τι να σου κάνει ο
άλφα, ο βήτα, δεν πειράζει, ε, δεν
πειράζει αυτό. Επειδή η χάρις σε
χαρίτωσε. Θα σε κάνει κατόπιν, πώς να
πούμε, πάντα προσευχόμενον. Ναι. Επήρες
αυτή την ιδιότητα, προσευχόμενος εις το
Θεό, την πήρες αυτή την ιδιότητα του Θεού.

Ό,τι ο Γέροντας μας παρέδωσε, αλλά και
οι νηπτικοί Πατέρες στη Φιλοκαλία που
γράφουν, και ό,τι η μικρή μας πείρα μας
δίδαξε, η καλυτέρα προσευχή γίνεται
νύχτα.

Όταν ξυπνήσουμε το βράδυ και
βολιδοσκοπήσουμε την ψυχή μας ότι ρέπει
προς τη λύπη, τότες θα φέρουμε θεωρίες
θλιβερές. Εγώ στο κελλάκι μου όταν
βρίσκομαι και ξυπνάω, φέρνω μία θεωρία
ότι πέθανα, μου έκαναν ανακομιδή οι
πατέρες και φέραν ένα καλάθι μπροστά στο
τραπέζι. Εκεί είναι τα κόκκαλά μου, εκεί
είναι και η νεκροκεφαλή, η κάρα που λέμε.
Δεν μου λες εσύ, παπα-Εφραίμ, τώρα που
βρίσκεσαι; Βρίσκεσαι στον παράδεισο;
Καλώς. Αν βρίσκεσαι στην κόλαση, τότες
άρχισε από τώρα και κλαίγε και θρήνησε
ότι είσαι ανάξιος της αποστολής σου, να
πούμε. Κι από 'κει έρχονται οι διάφορες
έννοιες, θεωρίες και προβιβάζεται η ψυχή,
τρόπον τινά, από λίγη κατάνυξη σε
μεγαλυτέρα, σε μεγαλυτέρα.
Όταν από την άλλη πλευρά έχει η ψυχή
χαρά, φέρνουμε θεωρίες χαροποιές. Το
κυριότερο, να πούμε, η χαροποιά θεωρία
είναι στη σοφία του Θεού. «Εμελέτησα εν
πάσι τοις έργοις Σου, εν ποιήμασι των
χειρών Σου εμελέτων» (Ψαλμ. 142, 5).
Όταν φέρουμε τη δημιουργία του Θεού, με
τι σοφία το έκανε αυτό ο Θεός όλο, δεν
μπορεί παρά ο νους προβιβάζεται σε
ανωτέρα θεωρία, σε ανωτέρα θεωρία και
θαυμάζει και εκπλήττεται τη σοφία του
Θεού, την αγάπη, την οποία έχει ο Θεός,
ότι εδημιούργησε όλο το σύμπαν και
τελευταία έκανε τον άνθρωπο. Αφού τα
έκανε όλα, τελευταίον έκανε τον άνθρωπο.
Βασιλέα της κτίσεως. Από 'κει θά 'ρθουν
όλες οι θεωρίες οι χαροποιές.

Τώρα ο αδερφός λέει στην εκκλησία. Το
ίδιο είναι και στην εκκλησία. Αν μεν
έχεις κατάσταση, μπορείς να πεις την
ευχούλα. Όταν δεν έχεις, τότες θα
παρακολουθήσεις τα ψαλσίματα, τα
διαβάσματα, τα οποία ακούω εκεί στο
αναλόγιο. Καθώς και στη Λειτουργία, έτσι
είναι. Και στη Λειτουργία πολλές φορές ο
άνθρωπος έρχεται σε έκσταση, δεν ακούει
εκείνα τα λόγια, όχι μάλλον δεν ακούει,
μεταποιεί, θεοποιεί τα λόγια. «Μετά
φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης
προσέλθετε». Πού πηγαίνεις; Να πάρεις
τον Θεό. Τότες χαίρεσαι. Εάν μεν έχει
προηγηθεί η χαρά, δεν μπορείς παρά με
δάκρυα να προσέλθεις· δάκρυα χαράς, να
προσέλθεις να μεταλάβεις. Όταν έχουν
προηγηθεί δάκρυα λύπης: «Θεέ μου,
συγχώρησέ μου τας αμαρτίας μου. Εις το
έλεός Σου, εις την ευσπλαγχνία Σου, στην
αγάπη Σου. Μας το είπες ότι "Θεός
οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και
πολυέλεος" (Έξ. 34,6). Μας το είπες. Εκεί
στηρίζομαι και προσέρχομαι αναξίως».
Ουδείς άξιος, λέει και ο ιερεύς όταν
προσεύχεται. Και εκεί περισσότερο
στηρίζεσαι και προσέρχεσαι...
Να σας πω, πολλοί από τους πατέρας τους
Κατουνακιώτας, πολλοί που ερχόντουσαν
να μεταλάβουν, δεν άκουες τίποτες, μόνο
έβλεπες τα δάκρυα που έτρεχαν και τους
μετελάμβανες. Ε, ο γέρος αυτός, να πούμε,
όλη τη Λειτουργία δεν μιλούσε καθόλου,
αλλά ήτανε σκυμμένος και τώρα, είτε σε
θεωρία ερχότανε, είτε σε βαθυτέρα έννοια
της ευσπλαγχνίας του Θεού. Διότι δωρεάν
βαπτιστήκαμε, δωρεάν μας έδωσε το
βάπτισμα, δωρεάν μας έδωσε το Σώμα Του
και το Αίμα Του, δωρεάν μας δίδει και τον
Παράδεισο. Δεν πληρώνουμε τίποτες.
Ο Θεός μας θέλει καρδίαν καθαράν. Να
προσέχουμε μόνο στο Θεό. Ο Θεός δεν θέλει
μέσα στην καρδιά μας συντροφιές, θέλει
μόνον Αυτός να βασιλεύει. Αν μπορούμε να
το πετύχουμε, τότες πετυχαίνουμε και
εύκολα την καρδιακή προσευχή.

Η χάρις δεν μας εξετάζει εμάς πότε θά 'ρθει.
Λέει ένας από τη συνοδία μου, λέει,
σήμερα ήταν της Μεταμορφώσεως, δεν
εχάρηκα. Δεν εχάρηκες της Μεταμορφώσεως;
Ναι. Μπορείς να χαρείς την άλλη μέρα που
είναι καθημερινή. Όχι από το σεβάσμιο
της ημέρας, από την κρίση του Θεού
εξαρτάται η χάρις. Έχει βέβαια, δεν είναι
και καθολικός νόμος αυτός. Αλλά πάντως
όμως η κρίσις του Θεού είναι διαφοροτέρα
από την κρίση των ανθρώπων.
Άλλος χαροποιήθηκε απάνω στο μοτόρ,
άλλος απάνω στο αεροπλάνο. Η κρίσις του
Θεού είναι διάφορος. Άλλος χαροποιήθηκε
πηγαίνοντας στην Αγία Άννα ένα άλεσμα
στο μύλο. Εκείνην την ώρα χαροποιήθηκε.
Δεν μπορούμε να το κρίνουμε γιατί ο Θεός,
τρόπον τινά, δεν μας χαριτώνει μέσα στη
Λειτουργία, αλλά μας χαριτώνει εκτός
Λειτουργίας. Δεν μπορούμε να το κρίνουμε
αυτό. Μπορείς και μέσα στη Λειτουργία να
χαριτωθείς, μπορείς στη Λειτουργία να μη
χαριτωθείς, να χαριτωθείς απάνω στο
εργόχειρο. Αυτό είναι η κρίσις Του. Το
δικό μας είναι πάντοτε να προσευχώμεθα.
Όταν ο Θεός επισκέπτεται την ψυχή μας,
θέλει και απαιτεί να τη βρίσκει σε
προσευχή. Να μη βρίσκει την ψυχή μας και
τη διάνοιά μας μετεωριζομένη. Αυτό λυπεί
το Θεό. Λυπεί το Θεό. Μπορούμε νά 'χουμε
όλη την ημέρα αυτοσυγκέντρωση; Αυτό θα
μας βοηθήσει.

Οι άγιοι Πατέρες, ιδίως ο άγιος
Γρηγόριος ο Σιναΐτης, το λέει μέσα ότι η
ευχή δεν είναι μία για όλους τους
ανθρώπους. Αναλόγως της καταστάσεως. Ο
άλλος λέει: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν
με». Άλλος λέει: «Ιησού Χριστέ μου,
ελέησόν με». Άλλος λέει: «Ιησού μου,
ελέησόν με». Άλλος: «Ιησού μου». Άλλος
τίποτε. Ε, το τίποτα είναι σ' έναν ανώτερο
βαθμό, να πούμε, που δεν μπορείς να
μιλήσεις εκείνην την ώρα, μόνο
απολαμβάνεις αυτήν τη γλυκύτητα. Όταν
υποβιβάζεται αυτή η κατάσταση, τότε
βλέπεις μέσα σου και λέει την ευχή η
καρδιά σου. Τότες εκείνη την ώρα μπορείς
να λύσεις και πολλά προβλήματα. Ενώ
προηγουμένως δεν άκουες την ευχή, όταν
ήρθες στο τέρμα, στο ζενίθ δεν άκουες
τίποτα, μόνο απολάμβανες έτσι. Όταν
υποβιβάστηκε, ακούς και η καρδιά σου
λέει την ευχή, οπότε μπορείς ν'
αυτοκυριαρχήσεις εκείνην την ώρα. Στο
άλλο όμως δεν μπορείς ν'
αυτοκυριαρχήσεις. Όχι ότι δεν μπορείς,
αλλά δεν σ' αφήνει, σε τραβάει. Και τα
παρατάς όλα και κάθεσαι σαν ένας άψυχος,
να πούμε, και παρακολουθείς. Πόσο θα
διαρκέσει αυτό είναι κρίσις Θεού. Πόσο
θα διαρκέσει αυτό το πράγμα. Μπορεί να
διαρκέσει και μισή ώρα, μπορεί να
διαρκέσει και πέντε λεφτά, μπορεί να
διαρκέσει και περισσότερο.

Σ' ένα μοναστήρι του Αγίου Όρους, το
γνωρίζετε, ιδιόρυθμο ήτανε. Είπε ο παπάς
στον αγωγιάτη:
-Κύριε Δημήτριε, μου φέρνεις και μένα
πέντε-δέκα φορτία ξύλα, να κάψω το
χειμώνα;
-Θα σου φέρω, παπα-Εφραίμ.
Έφερε.
-Φερ' τα από 'δω.
-Όχι από 'κει, το ζώο φοβάται, Γέροντα.
-Φερ' τα από 'δω, ντε.
Μαλώσανε.
-Ασυγχώρητος.
Κι εσύ ακοινώνητος.
Έφυγε ο αγωγιάτης πήγε απάνω στο βουνό.
Ο παπάς τώρα τι πρέπει να κάνει; Μπορεί
να λειτουργήσει, να φέρει σε αδιαφορία,
ότι εγώ είχα δίκιο; Όχι. Μπορεί να
λειτουργήσει; Όχι. Τι να κάνει. Τώρα
μάχονται δύο: «Καλά, αύριο που θά 'ρθει -γιατί
ήτανε βραδάκι- αύριο που θά 'ρθει ο
αγωγιάτης, του λέω ότι να με συγχωρέσει».
Ο άλλος λέει: «Καλά, αν δεν έρθει ο
αγωγιάτης αύριο κι έλαβε ένα
τηλεγράφημα από τη γυναίκα του να πάει
ότι το παιδί αρρώστησε, τι θα κάνεις;»
Πάτερ, εδώ είναι ο θησαυρός του
καλογήρου. Προσευχή.
-Παναγία μου, τι να κάνω; (Το Ιβήρων ήταν
το μοναστήρι.)
-Παναγία Πορταΐτισσα, τι να κάνω,
βοηθησέ με.
Κεραυνοβόλος έρχεται η πληροφορία, η
έμπνευση, να πούμε, η παρουσία της
Παναγίας.
Όλοι μας ξέρομε ότι τα μοναστήρια τα
Αγιορείτικα, όταν βασιλεύει ο ήλιος
κλείνουνε. Έχουν όμως κι ένα πορτάκι
μικρό τόσο, που εν καιρώ, σπάνια το
ανοίγουν αυτό. Ανάβει λοιπόν ο παπάς το
φανάρι του, περνάει το πορτάκι κι
ανεβαίνει απάνω στο βουνό.
-Καλησπέρα σας.
-Καλώς τον παπά.
-Ευλογημένε κύριε Δημήτρη, να με
συγχωρέσεις.
-Θεός σχωρέσου. Συγχώρεσέ με κι εσύ.
Συγχωρεθήκανε και κατέβηκε κάτω ο
παπάς πάλι και λειτούργησε την άλλη μέρα.
Βλέπετε ότι σε κάθε περίπτωση
επιβάλλεται η προσευχή. Δεν μπορείς
εκείνη την ώρα τι να κάνεις, σαστίζεις
δεν ξέρεις τι να κάνεις. «Παναγία μου, τι
να κάνω;» Και σε βοηθάει η Παναγία. Δεν
μπορείς, πάτερ, να λειτουργήσεις. «Μη τα
αμαρτήματά μου κωλύσωσι ενθάδε
παραγενέσθαι το Άγιόν Σου Πνεύμα». Πάτερ
μου, λειτουργάμε, μεταλαμβάνομε, η χάρις
κατέρχεται, αλλά «μη εις κρίμα ή εις
κατάκριμα», το λέμε κι αυτό.

Οι περισσότεροι που έρχονται στα
Κατουνάκια, πές μας, λένε. Ε, να σας πω ότι,
αφιερώστε τουλάχιστον το
εικοσιτετράωρο μισή ώρα. Όποια ώρα, κατά
την κοσμικιά δέκα, έντεκα προ του
μεσονυκτίου. Και νά λέτε την ευχούλα
δίχως να κρατάτε κομποσχοίνι στο χέρι
σας. Ικετευτικά, παρακλητικά, κλαψιάρικα
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Έτσι.
Καλλιέργησέ το αυτό και θα δεις τι
καρπό θα βγάλει. Από μισή ώρα θα το
κάνεις κατόπιν μια ώρα· και πρόσεξε ότι
εκείνην την ώρα είτε το τηλέφωνο θα σου
χτυπήσει ή α, αυτή τη δουλειά πρέπει να
την κάνω τώρα ή ύπνος θα σε χτυπήσει
εκείνην την ώρα. Τίποτες. Κλείστο το
τηλέφωνο, τελείωσε όλες τις δουλειές σου
και κάνε αυτό, μισή ώρα, όχι περισσότερο.
Και θα δεις, αυτό είναι, θα φυτέψεις ένα
δεντράκι κι αύριο - μεθαύριο θα κάνει
καρπό. Κι ο άγιος Χρυσόστομος κι ο άγιος
Βασίλειος απ' αυτό άρχισαν. Μικρό
δεντράκι κι έγιναν φωστήρες της
Οικουμένης.

Η ασματική Νύμφη όταν έφυγε με το
λογισμό της από τη γη, διότι της είπαν
ότι στον ουρανό υπάρχει ο Νυμφίος σου,
επήγε εις τους ουρανούς, και είπε στους
αγγέλους:
-Παραμερίστε, παραμερίστε.
-Τι θέλεις;
-Θέλω τον Νυμφίο μου, λέει.
-Και τι τον θέλεις;
-Θέλω να τον δω.
Κι έδειξε το δακτυλίδι το οποίο
εχάρισε ο Χριστός απάνω εις την κουρά.
Εχάρησαν τα τάγματα των αγγέλων, όταν
είδαν το δακτυλίδι, ως η Μεγαλομάρτυς
και πάνσοφος Αικατερίνη.
Όταν δε κατόπιν έδειξε και το Σχήμα το
αγγελικό, ανεβόησαν, κεκράγεσαν, επήρθη
το υπέρθυρον εκ της βοής αυτών, εκ της
χαράς, διότι εισήλθεν άνθρωπος εις το
τάγμα τους. Και ήρξαντο να εναγκαλίζουν
και να φιλούν την ασματική νύμφη.
Ξαφνικά εσιώπησαν. Διότι διετάχθησαν
να σιωπήσουν. Και μία φωνή ως αύρα λεπτή
ηκούσθη [όπως εχθές διαβάσαμε τον
Προφήτη Ηλία, ούτε εις την φωτιά, ούτε
εις τον σεισμό, ούτε σ' αυτό, δεν ήταν ο
Θεός. Στην αύρα λεπτή (Γ' Βασ. 19,11-12)]:
-Και ίνα τι με ζητείς εδώ; Δεν ξέρεις
ότι μέσα στην καρδιά σου υπάρχω;
Ε, τότες η ασματική Νύμφη συνήλθε, όπως
ο θείος Αυγουστίνος, και είδε μέσα της
Αυτόν τον οποίον ζητούσε και έτρεχε στα
βουνά και στα όρη να ζητήσει, τον είδε
μέσα της. Όντως «η βασιλεία των Ουρανών
εντός ημών εστί»! (Λουκ. 17,21).
Κάτι τέτοιες θεωρίεςέρχονται μέσα εις
την ησυχία της νυκτός. Οπότε κατόπιν ο
άνθρωπος κατά το μέτρο του απολαμβάνει.
Τίποτε δεν θέλεις εκείνη την ώρα, μόνον
αυτήν τη θεωρία, αυτήν τη γλυκύτητα,
αυτήν την πνευματική ηδονή να
αισθάνεσαι. Και στην κόλαση να υπάγω,
αυτό θα αισθανθώ, δεν το θεωρώ τίποτες.
Δεν είμαι μέσα στην κόλαση.

Δοκίμασε τον εαυτό σου, πάρε το
κομποσχοινάκι σου, κάθησε μια ώρα, κάνε
κομποσχοίνι, κουράστηκες. Ε, τότες
θέλεις άλλην τροφή, βάλε λίγη ανάγνωση ή
ψάλλε ή κάνε κανένα άλλο έτσι σωματικό
έργο, να πούμε. Η αλλαγή δηλαδή της
πνευματικής τροφής ωφελεί, πολύ ωφελεί...

Ένα όνομα να θυμηθείς για την άλλη τη
ζωή, αυτό σε πυρώνει, οπότε όλα τ' άλλα
σβήνουνε και μένει αυτό το όνομα. Μόνο
ένα όνομα ή τα αιώνια αγαθά. Δηλαδή αυτό
που πέρασα, αυτό λέω, τ' άλλα που δεν
πέρασα, δεν μπορώ να τα πω.
Τα αιώνια αγαθά! Η αιώνιος ζωή! Η
αιώνιος μακαριότης! Τακ, σταματάει ο
νους. Μπορείς εκείνην την ώρα να
επιβληθείς στον εαυτό σου, να διαβάσεις
ευχές Λειτουργίας; Δεν μπορείς. Αυτό σε
φθάνει. Οπότε, όταν προχωράς ιδίως στο «Ευλογημένη
η Βασιλεία», δεν μπορείς να προχωρήσεις,
πάτερ. Ενώνεσαι με το Θεό! Το πνεύμα σου
με το Πνεύμα. Ενώνεσαι! Οπότε κατόπιν
ούτε και μπορεις να προχωρήσεις, και από
τα δάκρυα ιδίως, πώς να πω τώρα, σε πιάνει
ένας ίλιγγος, σε πιάνει όχι φρίκη, γλυκιά
φρίκη! Πώς να πω τώρα; «Τις ειμί εγώ,
Κύριε, και τις ο οίκος του πατρός μου» (Β'
Βασ. 7,18), ώστε και μένα με γνωρίζει ο Θεός!
Είσαι βαπτισμένος, πάτερ, και σε
γνωρίζει και σένα ο Θεός! Μέχρι εκεί
σταματάς. Σταματάει κι η λογική,
σταματάνε όλα. Δεν μπορείς, πάτερ, να
αυτοκυριαρχήσεις, να προσευχηθείς. Εκεί
σταματάει. Δεν μπορείς, μόνο κάθεσαι και
κλαις, και κλαις, και κλαις και κλαις και
δεν μπορεί να μιλήσεις τίποτες.

Εσύ μπορείς να κατανυγείς και να μη σε
παίρνει ο άλλος μυρωδιά. Κι εγώ εδώ κι
εσύ εκεί και μπορεί να προσευχώμεθα και
να κλαίμε και να μη μ' ακούς εσύ. Αυτό μας
δίδαξαν οι πατέρες. Όχι να φυσάς και να
κραυγάζεις ότι κατανύσσεσαι. Όχι δεν
είναι καλογερικό αυτό.

Ο Γέροντας είχε βγει έξω τη
διακαινήσιμο εβδομάδα· πάνε πολλά
χρόνια. Είπε ο γερο-Ιωσήφ εις τη
Γερόντισσα Ευπραξία και τις άλλες
αδελφές: «Βρήκα ένα παπαδάκι καλό» (για
μένα έλεγε). Συνεννοήθηκε η Γερόντισσα
με τις άλλες, και μου πλέξανε ένα
σκουφάκι.
Όταν ήρθε ο γερο-Ιωσήφ, πήγε στις
αλυκές· δεν ανέβηκε επάνω εις το σπίτι.
Κατεβήκαμε όλοι κάτω. Λέει ο Γέροντας: «Βρε
παπά, πάρε αυτό το σκουφάκι». Μόλις το
φόρεσα εγώ το σκουφάκι αυτό, άναψα από
προσευχή και θείο έρωτα! «Τι σκουφί
είναι αυτό , Γέροντα;» του λέω. «Να ήξερες»,
λέει ο Γέροντας, «τι προσευχές έκανε η
Γερόντισσα Ευπραξία σ' αυτό το σκουφάκι!»

Η Γερόντισσα Ευπραξία έστειλε ένα
κομποσχοινάκι. Νομίζω ήτανε πενηντάρι, «Γέροντα»,
λέω, «δώσε μου αυτό το κομποσχοινάκι». «Πάρ'
το», μου λέει. Εις την εικόνα που μου είχε
δώσει ο Γέροντας, (μία εικόνα και ένα
πολυσταύρι), το κρέμασα αυτό το
κομποσχοινάκι. Και όταν αυτό ευωδίαζε
την ημέρα, ήξερα ότι το βράδυ θα έχω
προσευχή. Όταν δεν ευωδίαζε το
κομποσχοινάκι, δεν είχα προσευχή Χρόνια
πολλά αυτό.

Η προσευχή, το κομποσχοίνι, η
ελεημοσύνη νικά το έλεος του Θεού. Καμιά
αμαρτία δεν είναι μεγαλύτερη από το
έλεος του Θεού.

Ένα κομποσχοίνι που κάνεις για τον
αδελφό σου, για τον συγγενή σου, δεν πάει
χαμένο. Ο Θεός θα τον βοηθήσει, όταν
βρεθεί σε δύσκολη θέση. Το κομποσχοίνι,
όχι βοηθάει, αλλά και ψυχή από την κόλαση
μπορεί να βγάλει! Τόση δύναμη έχει η
προσευχή.

Εγώ μνημόνευα τον παππού μου, ο οποίος
ήτο ιερεύς. Τότε ήμασταν ζηλωταί· πριν
λάβουμε τις πληροφορίες. Δεν τον
μνημονεύαμε εις την λειτουργία, διότι
ήτο νεοημερολογίτης. Του έκανα πολλά
κομποσχοίνια, και παρακαλούσα το Θεό
λέγοντας: «Κύριε, τόσες λειτουργίες σου
έκανε, τόσες εξομολογήσεις κλπ., ελέησον
αυτόν». Τούτο έπραττα επί καιρόν.
Ένα βράδυ τον είδα εις τον ύπνο μου (όραμα·
ήτο αποκάλυψις Θεού), να με φιλεί και να
μου λέει: «Ευχαριστώ, παιδί μου, τώρα
βρίσκομαι σε καλύτερη θέση!» Τότε βλέπω
και τη γιαγιά μου, να με πιάνει από το
χέρι και να μου λέει: «Παιδί μου,
προσευχήσου και για μένα, ίνα πάω εκεί
που είναι και ο παππούς σου τώρα». Ήταν
ολοζώντανο αυτό που έβλεπα.
Αισθανόμουνα ότι ήσαν νεκροί.

Το έλεος του Θεού είναι μεγάλο. Ο γερο-Ιωσήφ
μας είχε ειπεί, ότι όχι μόνο με τη Θ.
Λειτουργία, αλλά και με την προσευχή
μπορείς να βγάλεις ψυχή από την κόλαση.
Προσευχότανε ο Γέροντας Ιωσήφ για μια
ψυχή αρκετό καιρό. Και στο τέλος νομίζω,
ότι μας είπε, είδε όραμα, που η ψυχή είπε:
«Μεγάλη μου ημέρα σήμερα. Πηγαίνω εις το
καινούργιο μου σπίτι». Και ούτω
πληροφορήθηκε ότι σώθηκε η ψυχή.

Εγώ κάποτε, όταν ήμουν αρχάριος,
πολεμήθηκα από τον διάβολο· είχα
σαρκικό πόλεμο. Ξάπλωσα να κοιμηθώ, αλλά
ο πόλεμος της σαρκός δυνατός. Άρχισα με
ζέση να λέω την ευχή. Τότε, μεταξύ ύπνου-ξύπνου
βλέπω ένα όνειρο: Απέναντι εις την
εξώπορτα, ήτανε ένας δαίμονας, όπως τον
περιγράφουν οι Πατέρες, με κέρατα, με
μαύρα φτερά κλπ., και κάγχαζε. Δεν
ηδύνατο όμως να πλησιάσει εις το κελλί
μου! Συνήλθα· πήγα και το διηγήθηκα
κατόπιν εις τον γερο-Ιωσήφ. Μου λέει: «Βλέπεις,
παιδί μου, ότι με την ευχή τον κρατάς εις
την εξώπορτα, και δεν μπορεί να σε
πλησιάσει!»

Η νοερά προσευχή ολίγον κατ' ολίγον
φέρνει τον άνθρωπο εις την πρώτη χάρη
του βαπτίσματος.

[Αυτοσχέδια προσευχή. Υπάρχει
μαγνητοφωνημένη στην κασέτα ( ή τον
δίσκο που συνοδεύει το βιβλίο.]
Ο Θεός, ο Αόρατος, ο Αθάνατος, το
Αιώνιον, το Άπειρον, το Ατελεύτητον το
Ανεξιχνίαστον, το Αμετάβλητον.
Ο Θεός ο ποιήσας τον ουρανόν και την
γην και πάντα τα εν αυτοίς· τον ήλιον,
την σελήνην, τους αστέρας, τας θαλάσσας,
τους ωκεανούς και πάντα τα εν αυτοίς
κινούμενα ζώα.
Ο Θεός ο καθήμενος επί θρόνου δόξης και
επιβλέπων αβύσσους.
Ο γλυκύτατός μας Ιησούς.
Μύριαι μυριάδες και χίλιαι χιλιάδες
παρεστηκότες άγγελοι και αρχάγγελοι
κύκλω της απροσίτου Σου δόξης, τα
πολυόμματα Χερουβείμ και τα εξαπτέρυγα
Σεραφείμ, τα κυκλούντά Σε και αναβοώντα
τον γλυκύτατον και ακατανόητον ύμνον:
Άγιος, Άγιος, Άγιος.
Η μεγάλη γέφυρα, η μεγάλη διαλλαγή, η
μεγάλη συμφιλίωσις, ο μεγάλος σύνδεσμος
ημών των πεπτωκότων και αχαρίστων
ανθρώπων με τον Άναρχόν Σου και
λελυπημένον Πατέρα Σου.
Ο γενόμενος το θύμα.
Ο αναλαβών τας αμαρτίας ημών και
εκφέρων αυτάς εις τον Σταυρόν.
Δος και εις ημάς τους αμαρτωλούς μίαν
ακτίνα της χάριτός Σου και βοήθησον ημάς
και δίδαξον ημάς και φώτισον ημάς:
Πώς θα Σε ακολουθήσουμε.
Πώς θα Σε αναπαύσουμε.
Πώς θα Σε ευαρεστήσουμε.
Ίνα γίνωμεν και ημείς μέτοχοι εκείνων
των ανεκλαλήτων αγαθών, των οποίων
ετοίμασε η πατρική Σου αγάπη.
Ταις πρεσβείαις της γλυκυτάτης Σου
Μητρός και πάντων Σου των Αγίων των απ'
αιώνός Σοι ευαρεστησάντων. Αμήν.

Η μεγάλη δόξα της Εκκλησίας μας αυτό
είναι.
Να ακούσουμε το «Ευλογημένη η Βασιλεία».
Πόσες φορές το είπα εγώ (σαν ιερεύς).
Όταν το λέει ο παπάς, μου έρχεται να
κλάψω, να κλάψω.
Αυτός είναι ο Πατέρας μας.
Αυτή είναι η προσδοκία μας.
Εκεί θα πάμε όλοι.
Θα μας αγκαλιάσει, θα μας φιλήσει.
Διότι αυτός είναι ο Πατέρας μας, ο
Δημιουργός μας.
Είναι λέξεις, οι οποίες σου τονώνουν το
ηθικό.
Εκεί είναι η προσδοκία μας, η ανάπαυσίς
μας.
Να πάμε στον Πατέρα μας. Αυτός είναι ο
Πατέρας μας.

[Αυτοσχέδιος ψαλμός. Υπάρχει
μαγνητοφωνημένος στην κασέτα (ή τον
δίσκο) που συνοδεύει το βιβλίο.]
Επίσκεψαί μου την ψυχήν
και ίασαι τα τραύματα.
Άνοιξόν μου τα μάτια της ψυχής,
που τά 'κλεισε η αμαρτία, η παρακοή, ο
μακρυσμός.
Αγάπησον Αυτόν,
ότι Αυτός πρώτος ημάς αγάπησεν.
Αγάπησον Αυτόν,
ότι αυτός όλος αγάπη εστί.
Αγάπησον Αυτόν,
ότι Αυτός εν χαρά και αγάπη προσμένει
ημάς,
πότε αναλύσωμεν εκ της φθοράς
και υπάγωμεν προς Αυτόν
αίροντες τον Σταυρόν.
Ακολουθήσωμεν Αυτόν
και ευρήσωμεν την χαράν.
Ο Θεός αγάπη εστί, ειρήνη και χαρά.
Αγαπήσατε τον Θεόν
και δότε δόξαν τω ονόματι Αυτού.
Μηδέν προτιμήσατε της αγάπης Αυτού.
Πάντα εν σοφία, εν πατρική στοργή
εποίησας.
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι,
και νυν και αεί και εις τους αιώνας των
αιώνων. Αμήν.