Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

Κυριακή ΙΑ΄ Ματθαίου

Κυριακή ΙΑ΄ Ματθαίου - Συγχωρώ! (Του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου)




ΑΠΛΑ ΛΟΓΙΑ, ἀγαπητοί μου, θὰ σᾶς πῶ σήμερα καὶ θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ τὰ προσέξετε. Θέλω νὰ μὲ ἐννοήσετε ὅλοι. Ἄλλωστε τὸ μάθημα τὸ σημερινὸ εἶνε εὔκολο· εἶνε μία λέξι. Ἡ δυσκολία εἶνε, πῶς ἡ λέξι αὐτὴ ἀπὸ τὸ στόμα νὰ πάῃ στὴν καρδιά. Ἐὰν γίνῃ αὐτό, τότε θὰ γίνουμε οἱ εὐτυχέστεροι ἄνθρωποι τοῦ κόσμου.

***

Ἀκούσατε τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Εἶνε ἕνας καθρέφτης. Κάθε σπίτι, καὶ τὸ πιὸ φτωχικό, ἔχει καθρέφτη. Καθρέφτης τῆς Ἐκκλησίας μας εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ καθρέφτης αὐτὸς δὲν κολακεύει· ὅπως εἶσαι ψυχικῶς, ἔτσι σὲ παρουσιάζει. Ἂν λοιπὸν ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, θὰ μᾶς πιάσῃ φρίκη, θ᾽ ἀνατριχιάσουμε. Γιατὶ μέσα σ᾽ αὐτὸ εἶνε φωτογραφία μας. Τί λέει;

Μιλάει γιὰ ἕνα βασιλιᾶ πλούσιο καὶ ἔνδοξο, ποὺ μοίραζε τὰ πλούτη του σὲ ὅλους, ποὺ ζητοῦσε ὅμως κατόπιν καὶ λογαριασμὸ ἀπὸ τὸν καθένα, πῶς χρησιμοποίησε τὸ ποσὸ ποὺ ἔλαβε. Συγκεντρώθηκαν λοιπὸν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς εἶχε χρηματοδοτήσει. Μεταξὺ αὐτῶν τοῦ ἔφεραν καὶ κάποιον πού, ὅταν ἄνοιξαν τὴ μερίδα του, βρέθηκε νὰ χρωστάῃ« μύρια τάλαντα»(Ματ. 18,24)(1τάλαντον εἶνε 6 ἑκατομμύρια χρυσὲς δραχμές)· τόσο χρέος εἶχε. Ὅταν τ᾽ ἄκουσε αὐτός, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ βασιλιᾶ καὶ λέει·Ἔλεος! δός μου μιὰ προθεσμία καὶ θὰ προσπαθήσω νὰ ἐξοφλήσω. Καὶ ὁ βασιλιᾶς ἔδειξε τέτοια καλωσύνη, ὥστε, ἐνῷ αὐτὸς ζητοῦσε προθεσμία γιὰ νὰ πληρώσῃ, ἐκεῖνος τοῦ ἔσβησε ὅλο τὸ χρέος!

Καθὼς ὅμως αὐτὸς ἔβγαινε ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα, στὰ σκαλιὰ βρῆκε κάποιον ἄλλο δοῦλο - συνάδελφό του, ποὺ τοῦ χρωστοῦσε ἕνα μικρὸ ποσό, ἑκατὸ δηνάρια (1 δηνάριο τότε ἦ ταν ἡ ἀμοιβὴ γιὰ ἕνα φτηνὸ μεροκάματο). Καὶ φάνηκε πολὺ σκληρός. Τὸν πιάνει ἀπ᾽ τὸ λαιμὸ καὶ τοῦ λέει· ―Ἔλα δῶ, θὰ μοῦ δώσῃς ἀ μέσως αὐτὰ ποὺ μοῦ χρωστᾷς. ―Μὰ δὲν ἔχω, λέει ἐκεῖνος· δός μου μιὰ προθεσμία καὶ θὰ σοῦ τὰ ἐξοφλήσω. Αὐτὸς ὅμως ἦταν ἀνένδοτος. ―Δός μου τα ἀμέσως, ἔλεγε. Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνος δὲν εἶχε, τὸν ἅρπαξε καὶ τὸν ἔρριξε στὴ φυλακή.

Τί καλὸς καὶ σπλαχνικὸς ὁ βασιλιᾶς, τί σκληρὸς καὶ κακὸς ὁ δοῦλος αὐτός!

***

Ποιός ἆραγε, ἀδελφοί μου, εἶνε αὐτὸς ὁ βασιλιᾶς, ὁ τόσο πλούσιος καὶ τόσο ἀγαθός; Δὲν εἶνε ἄλλος παρὰ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Καὶ ποιός εἶνε ὁ ὀφειλέτης τῶν«μυρίων ταλάντων»;Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε αὐτό, πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι, κάθε φορὰ ποὺ κάνουμε μιὰ ἁμαρτία, ὑπάρχει κάποιο χέρι ἀόρατο ποὺ τὴ γράφει στὰ βιβλία τῆς αἰωνιότητος. Ὁ ὀφειλέτης λοιπὸν τῶν« μ υ ρ ί ω ν ταλάντων»εἴμαστε ἐμεῖς.

Μά, θὰ πῆτε, τόσο πολλὲς εἶνε οἱ ἁμαρτίες μας;Ναί, εἶνε ἀμέτρητες. Ἁμαρτάνουμε μὲ πολλοὺς τρόπους. Τὸ πρῶτο μέσο μὲ τὸ ὁποῖο ἁμαρτάνουμε εἶνε τὸ σῶμα μας, τὸ κορμάκι μας, τὸ ὑπέροχο τοῦτο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει, ὅτι τὸ σῶ μα μας τί εἶνε·«ναός»!(Α΄ Κορ. 6,19). Ὁ ναὸς εἶνε ἱερός. Ἂν προτείνῃς καὶ στὴν πιὸ ἁμαρτωλὴ γυναῖκα «Πᾶμε μέσα στὴν ἐκκλησία νὰ κάνουμε τὴν ἁμαρτία;», θὰ πῇ «ὄχι». Ἔτσι εἶνε καὶ τὸ σῶμα μας μὲ ὅλα τὰ μέλη του· χέρια, πόδια, αὐτιά, μάτια, γλῶσσα κ.τ.λ.. Μᾶς ἔδωσε ὁ Θε - ὸς τὸ χέρι, γιὰ νὰ κάνουμε μ᾽ αὐτὸ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, νὰ κάνουμε τὸ καλό· κ᾽ ἐμεῖς μὲ τὰ χέρια μας κάνουμε μύρια ἐγκλήματα. Μᾶς ἔδωσε τὰ πόδια, γιὰ νὰ τρέχουμε στὴν ἐκκλησία. Ὅπως ἡ κλῶσσα, μόλις κράξῃ, ἀμέσως τὰ κλωσσόπουλα βγαίνουν ἀπὸ τὸ θάμνο καὶ κάνουν φτερὰ στὰ πόδια καὶ τρέχουν κοντά της, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς. Ἐσεῖς στὴν ἐνορία σας εἶστε μερικὲς χιλιάδες. Ὅλοι ἐσεῖς εἶστε πουλάκια καὶ κλῶσσα εἶνε ἡ ἐκκλησία τῆς περιοχῆς. Μόλις χτυπᾷ ἡ καμπάνα, ὅλα τὰ πουλάκια, ὅποιο χρῶμα κι ἂν ἔχουν, πρέπει νὰ μα ζεύεστε ἐκεῖ. Ἔρχονται λοιπὸν ὅλοι; Ἐλάχιστοι ἔρχονται. Οἱ ἄλλοι ποῦ εἶνε; Δὲν πᾶμε στὴν ἐκκλησία· πόδια γιὰ τὸ διάβολο ἔχουμε, πό-δια γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχουμε. Μᾶς ἔδωσε ἀκό- μη ὁ Πλάστης τὰ αὐτιά. Καὶ πῶς τὰ χρησιμο- ποιοῦμε; Ὅταν παίζῃ τὸ ῥαδιόφωνο, κολλᾷς τὸ αὐτάκι σου κι ἀκοῦς· ἀλλ᾽ ὅταν ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία, ποὺ ἀκούγονται τὰ οὐράνια λόγια, ἐδῶ λέμε «Ἀργήσαμε…». Αὐτιὰ δὲν ἔχουμε γιὰ τὸ Θεό. Ἁμαρτάνουμε ὅμως καὶ μὲ τὰ μάτια. Μᾶς τά ᾽δωσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ κοιτάζουμε τὰ ὡραῖα τῆς δημιουργίας του, ὅπως λ.χ. τὰ ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ. Θέλεις νὰ δῇς θέαμα; Ἄνοιξε τὰ μάτια σου καὶ δὲς τὸν οὐρανό. Ἀντὶ ὅμως γιὰ τέτοια θεάματα, οἱ πολλοὶ τρέχουν καὶ κλείνονται μέσα στὰ μαντριὰ τοῦ διαβόλου, σὲ κέντρα καὶ αἴθουσες, κ᾽ ἐκεῖ βλέπουν ἄλλα, ἄθλια θεάματα. Ἁμαρτάνουμε ἀκόμη μὲ τὴ γλῶσσα, ποὺ «κόκκαλα δὲν ἔχει καὶ κόκκαλα τσακίζει».

Ἰδού λοιπὸν πόσο ἁμαρτάνουμε μὲ τὸ σῶμα. Ἁμαρτάνουμε ὅμως καὶ μὲ τὸ πνεῦμα, δη- λαδὴ μὲ τὸ μυαλό, μὲ τὴν καρδιά μας. Τί μᾶς λέει ἡ Ἐκκλησία· «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. Λειτ.). Ἐμᾶς ὅμως ἡ καρδιά μας εἶνε κάτω, στὰ φθαρτὰ τῆς γῆς.

Ἁμαρτάνουμε τὴν ἡμέρα, ἁμαρτάνουμε τὴ νύχτα· ἁμαρτάνουμε στοὺς δρόμους, στὰ πεζοδρόμια, στὴ στεριά, στὴ θάλασσα, στὸν ἀέρα. Τὸ χειρότερο εἶνε ὅτι ἁμαρτάνουμε καὶ μέσα στὸ σπίτι. Ὤ τὸ σπίτι! Ἦταν κάποτε ἐποχὴ στὴν πατρίδα μας, στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα, ποὺ κάθε σπίτι ἦταν μιὰ ἐκκλησιά· πρόσεχαν τὴ ζωή τους, μαζεύονταν ὅλοι μπροστὰ στὸ εἰκονοστάσι καὶ προσεύχονταν. Τώρα τὸ σπίτι δυστυχῶς δὲν εἶνε ἔτσι…

Ἀλλὰ τὸ πιὸ σοβαρὸ εἶνε ὅτι ἁμαρτάνουνε καὶ κάπου ἀλλοῦ. Ποῦ;

Καλά·ἁμαρτάνουμε στὰ ἀκρογιάλια μὲ τὴ γύμνια, στὰ κέντρα διασκεδάσεως μὲ τὴν κραιπάλη καὶ τὴ μέθη, στὰ δικαστήρια μὲ τοὺς ὅρκους, στοὺς στρατῶνες μὲ τὶς βλαστήμιες· ἂς μείνῃ ἐπὶ τέλους καὶ κάποια γωνιὰ ἀπυρόβλητη, ἂς κρατηθῇ τοὐλάχιστον ἕνα μέρος καθαρό! Ἐν τούτοις ἁ- μαρτάνουμε καὶ – ποῦ; ἀκόμα καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία. Ἄλλος κουβεντιάζει καὶ θορυβεῖ, ἄλλος δὲν προσέχει ἀλλὰ σκέπτεται τὰ μάταια, ἄλλη σκανδαλίζει μὲ τὴν ἐμφάνισί της.

Ὁλόκληρη σύνοδος ὥρισε, νὰ μπαίνουν οἱ γυναῖκες ντυμένες σεμνά· ποιός ἀκούει;

Ἁμαρτάνουν οἱ φτωχοὶ ποὺ γογγύζουν, ἁμαρτάνουν οἱ πλούσιοι ποὺ ἔκαναν τὴν καρδιά τους μιὰ πέτρα· ἁμαρτάνουν οἱ ἀγράμματοι ἀπὸ ἄγνοια, ἁμαρτάνουν οἱ γραμματισμένοι ἀπὸ ὑπερηφάνεια· ἁμαρτάνουν οἱ μεγά- λοι, ἁμαρτάνουν καὶ οἱ μικροί. Κι αὐτὰ τὰ νή-πια, μόλις γεννηθοῦν, πέφτουν μέσ᾽ στὴν ἁμαρτία· ὅπως τὸ παπὶ μόλις βγῇ ἀπὸ τὸ ἀβγὸ πέφτει στὸ νερὸ καὶ κολυμπάει, ἔτσι καὶ τὸ παιδὶ μόλις πέσῃ ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας πέφτει στὴν ἁμαρτία. Εἴμαστε διαβολεμένη γενιά.

Νά λοιπὸν ποιά εἶνε τὰ «μύρια τάλαντα», τὸ μεγάλο χρέος μας.

―Μᾶς ἀπογοήτευσες, θὰ μοῦ πῆτε. Τώρα τί θὰ γίνουμε, πῶς θὰ σωθοῦμε; Μπορεῖ ὁ ἄν - θρωπος μόνος του νὰ ἐξοφλήσῃ τὸ χρέος αὐ τό; πρέπει νὰ γίνουμε ἀσκηταί;…

Ἀδέρφια μου, ὄχι ἕνα χρόνο, ἑκατὸ χρόνια νὰ πᾷς στὴν ἔρημο καὶ νὰ ἀσκητεύῃς καὶ νὰ τρῶς ῥίζες, δὲν σβήνεις οὔτε μιὰ ἁμαρτία. Δὲ σβήνει ἔτσι ἡ ἁμαρτία. Πῶς θὰ σβήσῃ ἡ ἁμαρτία; Εὔκολο εἶνε. Πῶς; Ἀκούσατε τί λέει ἡ Ἐκκλησία· «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμα μου, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν»(θ. Λειτ.). Καταλάβατε; Ποῦ εἶνε ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτῶν μας; Σὲ μιὰ σταλαγματιὰ ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας!

«Τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ… καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας»(Α΄ Ἰω. 1,7). Ἂν ὁ Χριστὸς δὲν ἐσταυρώνετο, κανείς δὲν μποροῦσε νὰ σωθῇ.

Ὥστε λοιπὸν εὔκολη εἶνε ἡ σωτηρία· ἀρκεῖ μόνο νὰ πέσουμε στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ μας καὶ νὰ ζητήσουμε τὴ συγχώρησι, καὶ ὁ Χρι- στὸς θὰ μᾶς συγχωρήσῃ τὰ ἁμαρτήματα. Θὰ μᾶς τὰ συγχωρήσῃ, ἀλλὰ ὑπὸ ἕνα ὅρο. Ἐδῶ ὅμως εἶνε τὸ ζήτημα ποὺ διαφωνοῦμε. Μέχρι ἐδῶ συμφωνοῦμε· τώρα διαφωνοῦμε. Ποιός εἶνε ὁ ὅρος; Ὅπως συγχωρεῖ ὁ Χριστὸς ἐμᾶς, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς νὰ συγχωρήσουμε τοὺς ἄλλους. Τὸ πιὸ ὡραῖο ποὺ βρίσκουμε στὸ Εὐαγγέλιο εἶνε αὐτό. Καὶ ποιός ἀπὸ μᾶς δὲν ἔχει κάποι- ον ποὺ τὸν πείραξε; Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶνε· μέσα στὰ σπίτια νὰ ὑπάρχῃ συγχώρησις, ἔπειτα ἡ συγχώρησις ἀπὸ τὸ σπίτι νὰ βγῇ ἔξω στὴν κοινωνία, νὰ φτάσῃ σὲ ὅλη τὴν πατρίδα μας, νὰ ἐξαπλωθῇ σὲ ὅλα τὰ ἔθνη. Ἂν ἀκου- στῇ παντοῦ τὸ «Συγχωρῶ!», ὤ τότε ἡ γῆ αὐτὴ θὰ γίνῃ παράδεισος.

***

Βλέπετε λοιπόν, ἀδελφοί μου, τί μεγαλεῖα ἔχει τὸ Εὐαγγέλιο; Μιὰ λέξις «Συγχωρῶ»! Ἂν τὸ ποῦμε μὲ τὴν καρδιά,παράδεισος θὰ φυ-τρώσῃ μέσα μας, καὶ ὁ Κύριος, ἡ ἁγία Τριάς, καὶ οἱ ἄγγελοι θα εἶνε πάντα μαζί μας καὶ θὰ μᾶς εὐλογοῦν εἰς αἰῶνας αἰώνων.

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

Μήνυμα Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ Βαρθολομαίου για την αρχή της Ινδίκτου




Η Χάρις του Θεού καταξιώνει ημᾶς σήμερον όπως εναρξώμεθα ενός εισέτι εκκλησιαστικού έτους, ενός εισέτι εορτολογικού κύκλου, εντός των ευλογημένων ευκαιριών του οποίου καλούμεθα να καταβάλλωμεν αγώνα πνευματικόν διά να αξιοποιήσωμεν καλλίτερον την δοθείσαν ημίν δυνατότητα του γενέσθαι «καθ’ ομοίωσιν» Θεού ώστε να καταστώμεν και ημείς άγιοι Αυτού.
Η σημερινή όμως ημέρα, η 1η Σεπτεμβρίου, η πρώτη του νέου εκκλησιαστικού έτους, είναι αφιερωμένη, πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και εις την προσευχήν διά το φυσικόν περιβάλλον.
Η δε πρωτόβουλος αύτη απόφασις ουδόλως τυγχάνει άσχετος προς την ανωτέρω σημειολογίαν της σημερινής ημέρας, καθώς ο πνευματικός αγών ο οποίος επιφέρει την καλήν αλλοίωσιν του ανθρώπου συμβάλλει και εις την βελτίωσιν των σχέσεών του προς το περιβάλλον και εις την καλλιέργειαν της ευαισθησίας του ανθρώπου υπέρ της προστασίας και διαφυλάξεως αυτού.
Δοξολογούμεν, λοιπόν, σήμερον το άγιον όνομα του Θεού, διότι εχάρισεν εις την ανθρωπότητα και διατηρεί και συνέχει την φύσιν, ως το καταλληλότατον περιβάλλον διά την εν αυτώ υγιεινήν ανάπτυξιν του σώματος και του πνεύματος του ανθρώπου.
Ταυτοχρόνως δεν δυνάμεθα όμως να παρασιωπήσωμεν και το γεγονός, ότι ο άνθρωπος δεν τιμά πρεπόντως την δωρεάν ταύτην του Θεού και καταστρέφει το περιβάλλον, εκ πλεονεξίας ή εξ άλλων εγωϊστικών επιδιώξεων.
Το περιβάλλον ημών αποτελείται, ως γνωστόν, εκ του εδάφους, των υδάτων, του ηλίου, του αέρος αλλά και εκ της πανίδος και της χλωρίδος.
Ο άνθρωπος δύναται να εκμεταλλεύηται προς ίδιον όφελος την φύσιν μέχρις όμως ενός ορίου, ώστε να διασφαλίζηται η αειφορία, ήτοι η δυνατότης αναπαραγωγής των καταναλωθέντων ενεργειακών πόρων αλλά και των εμβίων, αλόγων, κτισμάτων.
Άλλωστε, η καλώς εννοουμένη εκμετάλλευσις της φύσεως αποτελεί και εντολήν του Θεού προς τον άνθρωπον, προ και μετά την πτώσιν αυτού.
Η υπέρβασις όμως του ορίου τούτου, ήτις δυστυχώς αποτελεί φαινόμενον των δύο τελευταίων αιώνων εις την ιστορίαν του ανθρωπίνου γένους, καταστρέφει την αρμονίαν των φυσικών συνισταμένων του περιβάλλοντος και οδηγεί εις τον κορεσμόν και την νέκρωσιν της δημιουργίας, αλλά και αυτού τούτου του ανθρώπου, ο οποίος δεν δύναται να επιβιώσῃ εντός απερρυθμισμένων εις βαθμόν μη αναστρέψιμον οικοσυστημάτων.
Αποτέλεσμα δε του φαινομένου τούτου είναι η εμφάνισις και εξάπλωσις ασθενειών προκαλουμένων υπό του, ανθρωπίνῃ ευθύνῃ, μολυσμού των διατροφικών αγαθών.
Εις τας ημέρας μας, ορθώς μεν τονίζεται η μεγάλη σημασία των δασών και εν γένει της χλωρίδος διά την αειφορίαν του γηΐνου οικοσυστήματος ως και την διασφάλισιν των υδατίνων πόρων, αλλά δεν πρέπει να υποτιμάται και η μεγάλη συμβολή των ζώων εις την εύρυθμον λειτουργίαν αυτού.
Τα ζώα ανέκαθεν υπήρξαν φίλοι του ανθρώπου και οι υπηρέται των ανθρωπίνων αναγκών καθώς παρείχον και παρέχουν εις αυτόν τροφήν, ένδυσιν, μεταφορικόν έργον αλλά και προστασίαν και συντροφικότητα.
Στενωτάτη είναι η σχέσις του ανθρώπου με τα ζώα, ως καταδεικνύεται εκ του γεγονότος ότι αυτά επλάσθησαν την ιδίαν ημέραν με αυτόν (Γεν. 1, 24-31) η και εκ της δοθείσης υπό του Θεού εντολής εις τον Νώε όπως διασώσῃ εν ζεύγος εξ εκάστου είδους από τον επικείμενον κατακλυσμόν (Γεν. 6, 19).
Τυγχάνει χαρακτηριστικόν το γεγονός ότι ο Θεός επιδεικνύει ιδιαιτέραν μέριμναν διά την διάσωσιν του ζωϊκού βασιλείου.
Εις τοὺς βίους των Αγίων αναφέρονται πολλαί διηγήσεις διά τας αρίστας σχέσεις μεταξὺ Αγίων και αγρίων ζώων, τα οποία υπό άλλας συνθήκας δεν διατηρούν φιλικάς σχέσεις προς τον άνθρωπον. Βεβαίως αυτό δεν οφείλεται εις την κακήν φύσιν των, αλλά εις την αντίστασιν του ανθρώπου προς την Χάριν του Θεού και την συνεπακόλουθον συγκρουσιακήν σχέσιν αυτού μετά των στοιχείων και των αλόγων εμβίων όντων της φύσεως.
Άλλωστε, συνέπεια της διαταράξεως της σχέσεως των πρωτοπλάστων προς τον Δημιουργόν των και Θεόν ήτο και η διατάραξις των σχέσεων αυτών μετά του περιβάλλοντος: «επικατάρατος η γη εν τοις έργοις σου· εν λύπαις φάγηι αυτήν πάσας τας ημέρας της ζωής σου· ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι, και φάγηι τον χόρτον του αγρού.
Εν ιδρώτι του προσώπου σου φάγηι τον άρτον σου έως του αποστρέψαι σε εις την γην, εξ ής ελήμφθης·» (Γεν. 3, 17-19) Η ειρήνευσις του ανθρώπου μετά του Θεού συνεπάγεται και την ειρήνευσιν αυτού μετά των στοιχείων της φύσεως.
Είναι φανερόν, κατόπιν τούτων, ότι η αγαθή σχέσις του ανθρώπου προς το περιβάλλον αναπτύσσεται όταν παραλλήλως αναπτύσσηται αγαθή σχέσις αυτού προς τον Θεόν.
Τυγχάνει γνωστή η αφήγησις του Συναξαριστού περί της εμπειρίας του Μεγάλου Αντωνίου, ο οποίος εις ηλικίαν ενενήκοντα ετών απεφάσισεν, καθοδηγηθείς υπό Αγγέλου Κυρίου, να πορευθήι ενδότερον της ερήμου προς αναζήτησιν και άλλου αναχωρητού, του Οσίου Παύλου του Θηβαίου, ίνα λάβη παρ’ αυτού ωφέλειαν πνευματικήν.
Πορευθείς επί τριήμερον εις αναζήτησιν αυτού και ιχνηλατήσας σημεία θηρίων αγρίων συνήντησε λέοντα, ο οποίος υπεκλίθη ήρεμος έμπροσθέν του και ποιήσας μεταβολήν ωδήγησε τον Μέγαν Αντώνιον εις το σπήλαιον του Οσίου Παύλου, ένθα εύρεν αυτόν διακονούμενον υπό θηρίων.
Κόραξ εκόμιζεν αυτώ τον επιούσιον άρτον! Την ημέραν μάλιστα της επισκέψεως του Μεγάλου Αντωνίου εκόμισεν εις αυτόν διπλήν μερίδα μεριμνήσας και διά τον επισκέπτην αυτού! Οι Άγιοι ούτοι είχον αναπτύξει αγαθήν σχέσιν μετά του Θεού, διό και είχον φιλικάς σχέσεις προς πάντα τα ζώα της φύσεως.
Η δημιουργία αυτής της αγαθής σχέσεως προς τον Θεόν πρέπει να προτάσσηται ως το κύριον μέλημά μας, και υπηρέτης αυτής της προοπτικής πρέπει να είναι η αγαθή σχέσις μας προς το ζωϊκόν, το φυτικόν και το άψυχον περιβάλλον μας. Υπό την προοπτικήν αυτήν η ζωοφιλία δεν θα αποτελῇ στείραν κοινωνικήν εκδήλωσιν συμπαθείας προς τα προσφιλή μας ζώα, πολλάκις συνοδευομένην δυστυχώς και υπό αναλγησίας διά τον πάσχοντα συνάνθρωπον, την εικόνα του Θεού, αλλά θα είναι αποτέλεσμα της αγαθής σχέσεώς μας προς τον Δημιουργόν του παντός.
Είθε ο Δημιουργός του καλού λίαν σύμπαντος και του καλού λίαν γηΐνου οικοσυστήματος να εμπνεύσηι όλους ημᾶς να συμπεριφερώμεθα ευσπλάχνως προς άπαντα τα στοιχεία της φύσεως, με καρδίαν ελεήμονα υπέρ πάντων αυτών, ανθρώπων, ζώων και φυτών, ως και ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος λέγει, απαντών εις την ερώτησιν: “Τί εστι καρδία ελεήμων;”. “Καρδία ελεήμων εστί, καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως, υπέρ των ανθρώπων, και των ορνέων, και των ζώων, και υπέρ παντός κτίσματος. Και εκ της μνήμης αυτών, και της θεωρίας αυτών ρέουσιν οι οφθαλμοί δάκρυα. Εκ της πολλής και σφοδρᾶς ελεημοσύνης της συνεχούσης την καρδίαν, και εκ της πολλής καρτερίας σμικρύνεται η καρδία αυτού, και ου δύναται βαστάξαι, ή ακούσαι, ή ιδείν βλάβην τινά, ή λύπην μικράν εν τηι κτίσει γενομένην” (Αββά Ισαάκ του Σύρου, Άπαντα τα ευρεθέντα σχετικά, Λόγος ΠΑ’).
Διά της τοιαύτης ευσπλαχνίας ημών προς άπασαν την κτίσιν θα τιμήσωμεν το θεόσδοτον αξίωμα ημών ως αρχηγών της Κτίσεως, ενδιαφερομένων μετά πατρικής στοργής υπέρ πάντων των στοιχείων αυτής, τα οποία ούτω θα μᾶς υπακούουν αισθανόμενα την αγαθοεργόν διάθεσίν μας, και θα πειθαρχούν εις την επιτέλεσιν της φιλανθρώπου και υπηρετικής των αναγκών μας αποστολής των.

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

΄΄ΕΔΩ ΠΙΟ ΕΥΚΟΛΑ ΣΥΝΑΝΤΑΣ ΑΓΓΕΛΟ ΠΑΡΑ ΑΝΘΡΩΠΟ΄΄


Στην έρημο του Αγίου Όρους πιο εύκολα συναντάς άγγελο παρά άνθρωπο. Είναι τόσο σκληρός ο τόπος που δεν αντέχουν οι άνθρωποι και τόσο άυλος που τον ζηλεύουν οι άγγελοι. Αυτοί εδώ πλεονάζουν.΄΄,μου είπε στο πλοιάριο ένα γεροντάκι που χαμηλόφωνα έλεγε μία ευχή με τον κομποσχοίνι του. Με έκπληξη τον κοίταξα και μέσα μου γεννήθηκαν διάφορες σκέψεις.. Μόλις είχαμε ξεκινήσει το ταξίδι μας από την Ουρανούπολη της Χαλκιδικής για το Άγιο Όρος. Ένα ταξίδι διαφορετικό από τα άλλα, μία περιήγηση σε έναν διαφορετικο κόσμο..
Το πλοίο έφτασε στη Δάφνη,το λιμανάκι του Αγίου Όρους και από εκεί επιβιβάστηκα στο καραβάκι ΄΄Αγία ΄Αννα΄΄, με προορισμό τα Κατουνάκια, τα Καρούλια, την Μικρά Αγία Άννη και τα Καυσοκαλύβια.Αυτή είναι η περιοχή της Ερήμου που ξεκινάει από τη Μονή της Μεγίστης Λαύρας μέχρι τη Μονή του Αγίου Παύλου.Σε λιγότερο από μισή ώρα αποβιβάστηκα στον αρσανά των Καρουλίων,έτσι λέγεται κάθε λιμανάκι των Μονών και σκητών στην Αθωνική Πολιτεία.(Δείτε φωτογραφίες και ένα αξιόλογο βιντάκι για το ΄΄Περιβόλι της Παναγίας μας΄΄.
Οι απότομες ψηλές και βραχώδεις κορυφές και οι βουνίσιες μυρωδιές,πράγματι εντυπωσιάζουν και τον πιο …δύσκολο επισκέπτη . Η φύση άδολη και αθώα. Το μάτι χορταίνει ποικιλίες ,το αυτί απολαμβάνει τις εναλλαγές της ησυχίας με τις μελωδίες, η μύτη λαίμαργα ρουφά τις ευωδίες .Οι άνθρωποι εδώ μοιάζουν διαφορετικοί, ζούν σε λιτά κελιά, καλύβια, και σπηλιές. Ο χρόνος εδώ φαίνεται να έχει ..σταματήσει. Οι Ερημίτες μετακινούνται με μουλάρια μέσα από τα αυτοσχέδια μονοπάτια που σε ορισμένα σημεία καλύπτονται από βελανιδιές και καστανιές και οι περισσότεροι ζουν με ξηρά τροφή.
undefined
undefined
Πρόσωπα αμίλητα, δείχνουν να έχουν γίνει ένα με τη μοναδικότητα της φύσης και του ευλογημένου τόπου. Το αδιαλείπτως προσεύχεσθε για αυτούς είναι τρόπος ζωής. Και δίπλα ακριβώς η θάλασσα. Βαθύτατα νερά ,σπάνιοι χρωματισμοί, βραχώδεις απάτητες ακτές. Στις γραφικές στροφές των μονοπατιών ,στην ησυχία και ταπείνωση τους φαίνεται να κρύβεται η χάρις του Θεού. Την συναντάς ως ασκητική συντυχία, ως καινούργια σκέψη, ως πρωτόγνωρο βίωμα ,ως ανεξήγητη ευωδία ως ανέλπιστο θαύμα.

Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

Να ξεχνάς την σωματική αρρώστεια...




Να παρακαλάς το Θεό να συγχωρήσει τις αμαρτίες σου. Κι ο Θεός, επειδή θα τον παρακαλάς πονεμένος και ταπεινωμένος, θα σου συγχωρήσει τις αμαρτίες σου και θα σε κάνει καλά και στο σώμα.

Όταν προσεύχεσαι, να ξεχνάς την σωματική σου αρρώστια, να την αποδέχεσαι σαν κανόνα, σαν επιτίμιο, για την άφεση των αμαρτιών σου. Για τα παραπέρα μην ανησυχείς, άφησέ τα στο Θεό κι ο Θεός ξέρει τη δουλειά Του.

Οι ασθένειες μας βγάζουν σε καλό, όταν τις υπομένουμε αγόγγυστα, παρακαλώντας το Θεό να μας συγχωρήσει τις αμαρτίες και δοξάζοντας το όνομά Του.

Η μεγάλη λύπη και η στενοχώρια δεν είναι από το Θεό, είναι παγίδα του διαβόλου. Να γεμίσεις την ψυχή σου με Χριστό, με θείο έρωτα, με χαρά.

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης

Θέλεις νά καταλάβεις άν προσευχήθηκες, μετά τό τέλος τής προσευχής γύρισε στόν εαυτό σου. Θά δείς, πήρες καμιά μεταβολή απο ότι ήσουνα προτού προσευχηθείς; Θά τό δείς μέσα σου, αυτό θά σού φανερώσει άν προσευχήθηκες. Άν δείς μέσα σου πήρες καμιά αλλοίωση, τότες όντος προσευχήθηκες, ιδάλος άν δέν πήρες αλλοίωση, τότε θά είσαι καί εσύ ένας παπαγάλος. Στό τέλος τής προσευχής καταλαβένει ό άνθρωπος άν προσευχήθηκε. (Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης)

Τρίτη 16 Αυγούστου 2011

Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: Εγκώμιο Α΄ στην πάνσεπτη Κοίμηση της Μητέρας του Θεού

Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: Εγκώμιο Α΄ στην πάνσεπτη Κοίμηση της Μητέρας του Θεού



undefined1. «Μ' εγκώμια μνημονεύουμε τους δίκαιους», λέγει ο σοφώτατος Σολομώντας. «Ο θάνατος των αγίων Του είναι αξετίμητος για το Θεό», προείπε ο θεοπάτορας Δαβίδ. Αν λοιπόν όλους τους δίκαιους τους μνημονεύουμε εγκωμιαστικά, ποιος δε θα προσφέρη τον έπαινό του στη βρυσομάννα της δικαιοσύνης και της οσιότητας το θησαυρό, όχι για να δοξάση, μα για να δοξαστή ο ίδιος με δόξα αιώνια; Δεν έχει ανάγκη από τη δική μας δόξα η σκηνή της δόξας του Θεού, ή πόλη του Θεού, μια και γι' Αυτήν ειπώθηκαν λόγια δοξασμένα, καθώς της λέγει ο εξαίσιος Δαβίδ: «Δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου, η πόλις του Θεού».

Αλήθεια, ποια τάχα μπορούμε να νομίσουμε για πόλη του αόρατου και άπειρου Θεού, που όλα τα χωράει στην παλάμη Του, παρά μόνο Εκείνη, που με αληθινά υπερφυσικό και υπερούσιο τρόπο εχώρεσε απερίγραπτα τον υπερούσιο Λόγο του Θεού και Θεό; Γι' Αυτήν ο ίδιος ο Κύριος με τα χείλη του προφήτη έχει λαλήσει λόγια όλο δόξα, γιατί τί ενδοξότερο υπάρχει από την αποδοχή της αρχαίας αληθινής Θεϊκής Βουλής ;

2. Αληθινά, δεν υπάρχει γλώσσα άνθρωπου, μήτε υπερκόσμιος αγγελικός νους, που να μπορή επάξια να υμνήση Εκείνη, με την οποία μας δόθηκε η δυνατότητα να θεωρούμε καθαρά «τη δόξα του Κυρίου». Τι θα κάνουμε λοιπόν; Θα βουβαθούμε τάχα, αφού δε μπορούμε επάξια να την υμνήσουμε, ζαρώνοντας από φόβο; Καθόλου. Να περάση πάλι το πόδι μας το κατώφλι, που λένε, ν' αγνοήσουμε τ' ανθρώπινά μας όρια και ν' αγγίξουμε τραχιά τ' αννέγγιχτα, λυμένοι από το χαλινάρι του φόβου; Ποτέ. Ενώνοντας όμως τον πόθο με το φόβο και πλέκοντας κι από τα δυό ένα διπλό στεφάνι με ιερή ευλάβεια, τρεμάμενο χέρι και ψυχή όλο πόθο, ας προσφέρουμε μ' ευγνωμοσύνη στη Μητέρα του Βασιλιά, Αυτήν που ευεργέτησε όλη την πλάση, το φτωχικό μα πρώτο απ' όλα δώρο του νου μας - της το χρωστάμε. Ιστοράνε δά πως κάποιοι ξωμάχοι, καθώς οργώνανε με τα καματερά τους, είδανε να διαβαίνη ένας βασιλιάς, λαμπρός μέσα στη βασιλική του πορφύρα, στραφτοκοπώντας από τη φεγγοβολή του διαδήματος και μ' αμέτρητους σωματοφύλακες γύρω του. Επειδή τίποτε δεν είχανε να προσφέρουν στο βασιλιά, ένας γρήγορα έπιασε με τις χούφτες του νερό - έτρεχε πλάι άφθονο - και του το πήγε δώρο. O βασιλιάς του είπε: «Τι είναι τούτο, παιδί μου;». Θαρραλέα αποκρίθηκε: «Ό,τι είχα, αυτό έφερα, γιατί η κρίση μου έλεγε πως το καλύτερο ήταν να μη σκεπάση την προθυμία μου η φτώχεια, μια κι εσύ δεν έχεις ανάγκη τα δώρα μας ούτε θέλεις τίποτε δικό μας έξω από την αγάπη μας. Τούτο που κάνω είναι χρέος μα κι έπαινος για μας, αφού όσοι δείχνουν ευγνωμοσύνη συνήθως δοξάζονται».Ο βασιλιάς θαύμασε και παίνεψε τη σοφία του, δέχτηκε καλοδιάθετα την πρόθυμη προσφορά του και τον αντάμειψε βασιλικά με πάμπολλα δώρα. Αν λοιπόν ο αλαζονικός εκείνος τύραννος προτίμησε τα φιλικά αισθήματα κι όχι τα πλούσια δώρα, Αυτή, η αληθινά αγαθή Δέσποινά μας, η Μητέρα του Θεού, του μόνου αγαθού, που η συγκατάβασή Του είναι άπειρη και προτίμησε το δίλεπτο παρά τις πλούσιες προσφορές καρπών, δε θα δεχτή την πρόθεσή μας παραβλέποντας την αδυναμία μας; Μα ναι, θα δεχτεί το χρέος μας και θα μας αμείψει μ' ασύγκριτα δώρα. Αφού λοιπόν είναι ανάγκη να μιλήσουμε οπωσδήποτε για να ξεπληρώσουμε το χρέος, ας γυρίσουμε το λόγο μας γρήγορα σ' Αυτήν λέγοντας:

3. Πώς να σε ονομάσουμε, Κυρά μας; Με τι λόγια να σου μιλήσουμε; Με ποια εγκώμια να στεφανώσουμε το ιερό και δοξασμένο σου κεφάλι, Εσένα που δίνεις τ' αγαθά, την πλουτοδότρα, το στολίδι του γένους των ανθρώπων, το καμάρι της κτίσης, που χάρη σε Σένα έγινε αληθινά μακάρια; Και τούτο, γιατί Εκείνον, που πρώτα δεν χωρούσε, τον εχώρεσε στο δικό σου σώμα. Εκείνον, που δε δυνόταν να δει, τον βλέπει «εν κατόπτρω» χάρη σε Σένα, «με ξέσκεπη όψη».

Άνοιξέ μας, Λόγε του Θεού, το βραδύγλωσσο στόμα. Δώσε μας, καθώς ανοίγουν τα χείλη, λόγια γεμάτα χάρη. Φύσηξε μέσα μας τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που κάνει ρήτορες τους ψαράδες και δίνει στους αγράμματους τη δύναμη να κηρύχνουν τη σοφία που ξεπερνάει τον ανθρώπινο νου, για να μπορέσουμε κι εμείς με τη λειψή φωνή, αμυδρά καν να μιλήσουμε για τα μεγαλεία της πολυαγαπημένης σου Μητέρας. Αυτή, αλήθεια, διαλεγμένη ανάμεσ' από αρχαίες γενιές από την προαιώνια βουλή και ευδοκία του Θεού και Πατέρα, που σε γέννησε έξω από το χρόνο, υπερφυσικά και δίχως ν' αλλοιωθεί, σε κυοφόρησε «στα στερνά τα χρόνια» δίνοντάς Σου σάρκα από τη σάρκα της, φανέρωση του ελέους του Θεού και σωτηρία, δικαιοσύνη και απολύτρωση, Εσένα, ζωή από τη ζωή, φως από το φως, αληθινό Θεό από αληθινό Θεό. Η γέννησή της στάθηκε παράδοξη, ο τρόπος που γέννησε υπερφυσικός, υπέρλογος και σωστικός για τον κόσμο, η κοίμησή της ένδοξη κι αληθινά ιερή και πανεύφημη.


undefined4. Την προώρισε ο Πατέρας, οι προφήτες φωτισμένοι από το Πνεύμα την προανάγγειλαν, η αγιαστική δύναμη του Αγίου Πνεύματος κατέβηκε πάνω της, την καθάρισε και την άγιασε, και, ας το πούμε έτσι, την πότισε από πριν. Και τότε Συ, «η απεικόνιση και έκφραση του Πατέρα», κατοίκησες εντός της απερίγραπτα, τραβώντας ξανά την καταποντισμένη μας φύση στο άπειρο ύψος τής ακατάληπτής Σου Θεότητας. Αυτή την ανθρώπινη φύση την προσέλαβες στην πιο έξοχη μορφή της από τα πάναγνα, αμόλυντα και πανάμωμα αίματα της αγίας Παρθένας, φόρεσες σάρκα έμψυχη που είχε λόγο και νου (νοερή και λογική), της έδωσες την υπόστασή Σου κι έγινες τέλειος άνθρωπος, δίχως να πάψης νά 'σαι τέλειος Θεός ομοούσιος με τον Πατέρα, και ντύθηκες από άφατη ευσπλαχνία τη δική μας αδυναμία. Και γεννήθηκες απ' Αυτήν ένας Χριστός, ένας Γιος, Θεός και άνθρωπος ο ίδιος, τέλειος Θεός και συνάμα τέλειος άνθρωπος, ολόκληρος Θεός και ολόκληρος άνθρωπος, μια σύνθετη υπόσταση από δυο φύσεις τέλειες, τη θεϊκή και την ανθρώπινη, και μέσα σε δυο τέλειες φύσεις, τη θεϊκή και την ανθρώπινη.

Όχι άσαρκος Θεός ούτε απλά άνθρωπος, μα ένας και μοναδικός Γιος του Θεού και Θεός με σάρκα, ο ίδιος Θεός και μαζί άνθρωπος, έξω από κάθε σύγχυση και διαίρεση, έχοντας τις φυσικές ιδιότητες των δυό ανόμοιων σε ουσία φύσεων που είναι ενωμένες υποστατικά, ασύγχυτα και αδιαίρετα, δηλαδή το χτιστό και το άχτιστο, το θνητό και το αθάνατο, το ορατό και το αόρατο, το κλεισμένο σε σύνορα και το άπειρο, θεϊκό και ανθρώπινο θέλημα, θεϊκή ενέργεια μα και ανθρώπινη, δυό αυτεξούσιες φύσεις, τη θεϊκή και την ανθρώπινη, τα θεϊκά θαύματα και τ' ανθρώπινα πάθη, αυτά δηλαδή που έχουν σχέση με τη φυσική μας αδυναμία και είναι έξω από την αμαρτία.

Κι' αυτά γιατί τον Αδάμ, όπως ήταν πριν από την πτώση, ελεύθερος από αμαρτία, τον έκανες, Κύριε, με την άμετρη ευσπλαχνία σου σάρκα Σου — το σώμα, την ψυχή, το νου και τις φυσικές τους ιδιότητες—, για να χαρίσεις σ' όλη μου την ύπαρξη τη σωτηρία, αφού, αλήθεια, «ό,τι δεν έχει προσληφθεί δε θεραπεύεται». Και έτσι έγινες «μεσίτης ανάμεσα στο Θεό και τους ανθρώπους», έλυσες την έχθρα και οδήγησες τους αποστάτες στον Πατέρα σου κοντά, ξανάφερες πίσω το πλανεμένο πλάσμα. Ήταν σκοτεινό και το φώτισες, έκανες πάλι καινούργιο το συντρίμμι, άλλαξες σε άφθαρτο το φθαρτό. Λευτέρωσες την κτίση από το ψέμα των πολλών Θεών, έκανες «τέκνα του Θεού» τους ανθρώπους, ανάδειξες μέτοχους της θεϊκής Σου δόξας τους ατιμασμένους. "Υψωσες «πάνω από κάθε Αρχή και Εξουσία» τον καταδικασμένο στης γης τα τάρταρα, πήρες μέσα σου και κάθισες μαζί σου στο βασιλικό θρόνο τον τιμωρημένο να ξαναγίνη χώμα και να κατοικεί στον Άδη. Ποιος λοιπόν ήταν το εργαστήρι για τ' αναρίθμητα τούτα αγαθά, που ξεπερνάνε το νου και τη δύναμή του; Δεν είναι η αειπάρθενη Μητέρα Σου;


undefined

5. Βλέπετε, πατέρες και αδελφοί αγαπημένοι του Θεού, της σημερινής μέρας τη χάρη; Θωρείτε το ύψος και τη μεγαλοσύνη Αυτής που εξυμνούμε; Τα μυστήριά Της τούτα δεν είναι φοβερά; Γεμάτα θαύμα δεν είναι; Μακάριοι όσοι βλέπουν με τον μοναδικά δυνατό και σωστό τρόπο. Μακάριοι όσοι έχουν πνευματικά αισθητήρια. Τι αστραπές φωτός καταυγάζουν την αποψινή νύχτα, ποιες αγγελικές φρουρές κάνουν ολόφωτη την Κοίμηση της Μητέρας, που στάθηκε η αρχή της ζωής! Ποιοί Απόστολοι με χείλη θεόπνευστα μακαρίζουν το ξόδι του σώματος που δέχτηκε το Θεό! Πώς ο Λόγος του Θεού, που δέχτηκε από άφατη ευσπλαχνία να γίνει γιος της, υπηρετεί με τις δεσποτικές Του παλάμες την πανάγια και θεϊκότατη μητέρα και υποδέχεται την ιερή της ψυχή! Πόσο έξοχος νομοθέτης! Δεν βρίσκεται κάτω από τη δύναμη του νόμου, κρατάει όμως το νόμο που θέσπισε ο ίδιος. Αυτός πρόσταξε ν' αποδίνουν τα παιδιά το χρέος στους γονιούς και είπε: «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου». Είναι αληθινό και αναμφίβολο βέβαια τούτο για καθένα που, καν λίγο, έχει κατηχηθεί στους λόγους της Γραφής. Γιατί αν, όπως λέει η Γραφή του Θεού, «οι ψυχές των δικαίων είναι στα χέρια του Θεού», Αυτή, περισσότερο απ' όλους, δεν αποθέτει την ψυχή της στα χέρια του Γιου και Θεού της; Ο λόγος είναι αληθινός και πέρα από κάθε αντίλογο.

Αλλ' εμπρός, ας εξετάσουμε όσο φτάνει η δύναμή μας, ποια είναι αυτή και από ποιά γενιά κρατάει και πώς χαρίστηκε στον κόσμο τούτο και του δόθηκε ωσάν το πιο εξαίσιο και ακριβό δώρο του Θεού, πώς έζησε πάνω στη γη και για ποια μυστήρια την έκρινε ο Θεός άξια. Οι Έλληνες, όταν εγκωμιάζανε με λόγους επιτάφιους τους νεκρούς, συνάζανε με περισσή φροντίδα ό,τι θαρρούσαν ταιριαστό, για νά 'ναι τέλειο το εγκώμιο του νεκρού που παίνευαν και να ξυπνάνε στις καρδιές των ζωντανών πόθο ευγενικό και ορμή για την αρετή. Υφαίνανε στο λόγο τους τις πιο πολλές φορές μύθους κι αμέτρητα φανταστικά γεγονότα, μια κι εκείνοι που δέχονταν τον έπαινο δεν είχαν από μοναχοί τους έργα άξια γι' αυτόν. Πώς λοιπόν εμείς καταποντίζοντας, καταπώς λένε, στους βυθούς της σιωπής τα αληθινότατα και σεβαστά, που αληθινά φέρανε σ' όλους την ευλογία και τη σωτηρία, θα γλυτώσουμε το περιγέλιο και δε θα τιμωρηθούμε όμοια μ' εκείνον, που παράχωσε το τάλαντο; Αρχίζω λοιπόν το λόγο φροντίζοντας να είναι σύντομος, για να μη κουράσω τ' αυτιά, καθώς η υπερβολική τροφή τα σώματα.


6. Γεννήθηκε από τον Ιωακείμ και την Άννα. Ο Ιωακείμ ωσάν προβατοβοσκός έβοσκε και οδηγούσε τους λογισμούς του όπου ήθελε και τους εξουσίαζε πιο πολύ, παρ' όσο ο τσοπάνος το κοπάδι, γιατί τον ποίμαινε ο Θεός σάν αρνί και δεν τού 'λειπε κανένα αγαθό. Κι όταν λέω αγαθό, να μη νομίσει κανένας πως εννοώ των πολλών τις επιθυμίες, που κάνουν να λιμάζει πάντα ο νους των αχόρταγων, αυτά, που από φυσικού τους είναι πρόσκαιρα και δε μπορούν να καλυτερέψουν τον άνθρωπο που τα 'χει, τα θέλγητρα τούτης της ζωής με την αβέβαια δύναμη, που απο μοναχά τους φυλλορροούν και μονοσπγμής λειώνουν, ακόμα κι άφθονα σαν τα 'χεις. Μακριά τέτοια σκέψη! Δε θαυμάζω τέτοια πράγματα και δεν είναι της μερίδας αυτής οι θεοφοβούμενοι. Εννοώ τ' αγαθά, οπού οι αληθινά γνωστικοί ποθούν και λαχταράνε, τα ακατάλυτα για πάντα, όσα ευφραίνουν το Θεό και δίνουν ώριμο καρπό σ' εκείνους που τα έχουν, τις αρετές δηλαδή, που τον καρπό τους—την αιώνια ζωή—, θα τον δώσουν στην ώρα τους — στο μέλλοντα αιώνα — σ' αυτούς που κόπιασαν φιλότιμα και μόχθησαν όσο δύνονταν. Ο μόχθος βέβαια πάει μπροστά από τις αρετές, ακολουθάει όμως η ατέλειωτη μακαριότητα. Ο Ιωακείμ σ' αυτές συνήθιζε να βόσκει τους λογισμούς του, στο μέσα «χλοερό λιβάδι», ζώντας στη θεωρία του λόγου του Θεού, κι ευφραινόταν «με το νερό της ανάπαυσης» που είναι η θεία Χάρη, αποτραβώντας τη σκέψη του από τα μάταια και περπατώντας την «σε δρόμους δικαιοσύνης».

Η Άννα πάλι που τ' όνομα της σημαίνει «χάρη», ήταν παρόμοια με τον άντρα της στο χαρακτήρα κι όχι απλά γυναίκα του. Πλούσια προικισμένη με αρετές, μα για κάποιο άγνωστο λόγο έχοντας την αρρώστια της στειρότητας. Αληθινά, ήταν στείρα η Χάρη, δίχως τη δύναμη να καρποφορεί στις ψυχές των ανθρώπων, αφού «όλοι πήρανε στραβό δρόμο, όλοι εξαχρειώθηκαν», δε βρισκόταν άνθρωπος «γνωστικός», άνθρωπος «να ζητάει το Θεό». Ύστερα ο αγαθός Θεός βλέποντας με συμπόνια άμετρη των χεριών Του το πλάσμα και θέλοντας να το σώσει, λύνει την ακαρπία της Χάρης, δηλαδή της Άννας, που 'χε δοσμένη τη σκέψη σ' Αυτόν. Γέννησε έτσι μια τέτοια κόρη, που όμοιά της ποτέ δεν είχε γεννηθεί μήτε θα ξαναγεννηθεί. Το λευτέρωμα από την ακαρπία φανέρωνε ολοκάθαρα πως η στειρότητα του κόσμου σε αγαθά θα λυθεί και θα γεννηθεί ο κορμός της άφραστης μακαριότητας.


7. Για τούτο η Θεοτόκος γεννιέται από υπόσχεση: Άγγελος δίνει το μήνυμα για τη σύλληψη Αυτής που θα γεννηθεί, αφού έπρεπε Εκείνη, που θα γινόταν μητέρα κατά σάρκα του μοναδικού και αληθινά τέλειου Θεού, να μη φανεί από κανένα κατώτερη ή δεύτερη και σε τούτο. Ύστερα την αφιερώνουν στον ιερό ναό του Θεού, όπου ζει δείχνοντας φλογερή αφοσίωση και διαγωγή καλύτερη και πιο καθαρή από τους άλλους, μακριά από κάθε σχέση με άντρες και γυναίκες δίχως αρετή. Καθώς όμως έφτανε στο άνθισμα της ηλικίας της και απαγόρευε ο νόμος να μένει μέσα στο ναό, οι ιερείς την παραδίνουν στο μνηστήρα, σα να λέμε το φύλακα της παρθενίας, τον Ιωσήφ, που ως τα γερατειά του κρατούσε παρ' άλλος ανόθευτο το νόμο. Κοντά του ζούσε η νεαρή και πανάμωμη κόρη, δοσμένη στη λάτρα του σπιτιού, μη ξέροντας τι γίνεται στο κατώφλι του.


8. «Όταν όμως έφτασε το πλήρωμα του χρόνου», όπως λέει ο θεϊκός Απόστολος, ο Θεός έστειλε σ' αυτήν, την αληθινή του κόρη, τον άγγελο Γαβριήλ που της είπε: «Χαίρε, Χαριτωμένη, ο Κύριος είναι μαζί σου». Όμορφη η προσφώνηση του αγγέλου στην κόρη που είναι πάνω από τους αγγέλους, γιατί φέρνει χαρά παγκόσμια. «Εκείνη όμως ταράχτηκε με το λόγο τούτο», ασυνήθιστη να μιλάει με άντρες, αφού είχε οριστικά αποφασίσει να φυλάει την παρθενία της. «Αναλογιζόταν τι λογής να 'ναι αυτός ο χαιρετισμός». Κι ο Αρχάγγελος της είπε: «Μη φοβάσαι, Μαρία, γιατί βρήκες χάρη» η άξια της χάρης. Βρήκες χάρη εσύ, που μόχθησες γεωργώντας το χωράφι της χάρης και θέρισες μεστωμένο στάχυ. Βρήκες άβυσσο χάρης εσύ, που κράτησες γερό το καράβι της διπλής παρθενίας: κράτησες παρθένα την ψυχή όσο και το σώμα, για τούτο κρατήθηκε κι αυτουνού η παρθενία.

«Και θα γεννήσεις», λέει, «γιο και θα τον ονομάσεις Ιησού». Ιησούς σημαίνει Σωτήρας. «Αυτός θα σώσει το λαό Του από τις ανομίες του». Τι αποκρίνεται σε τούτα ο αληθινός θησαυρός της σοφίας; Δεν ακολουθάει τυφλά το παράδειγμα της πρώτης μας μητέρας, της Εύας, αλλ' αντίθετα διορθώνει την αστοχιά εκείνης και προβάλλοντας για άμυνα τη φύση απαντάει σχεδόν έτσι στον αγγελικό λόγο: «Πώς θα γίνει τούτο, αφού άντρα δε γνωρίζω;» Αδύνατα πράγματα λες, του λέει, γιατί ο λόγος σου καταργεί τους απαράβατους φυσικούς νόμους που όρισε ο Πλάστης. Δε μ' αρέσει να γίνω μια δεύτερη Εύα και να πατήσω του Θεού το θέλημα. Κι αν όσα λες δεν είναι ενάντια στη βούλησή Του, λύσε μου την απορία εξηγώντας πώς θα συλλάβω. Ο μαντατοφόρος της αλήθειας της απάντησε: «Πνεύμα άγιο θα κατεβεί πάνω σου και θα βρεθείς μέσα στη σκιά της δύναμης του Υψίστου, για τούτο και η άγια ύπαρξη που θα γεννηθεί θα ονομαστεί Γιός του Θεού». Αυτό που τώρα γίνεται δεν υποτάσσεται στους φυσικούς νόμους, γιατί ο δημιουργός και κυρίαρχος της φύσης έχει τη δύναμη να τους αλλάζει. Εκείνη, ακούγοντας με ιερή ευλάβεια το Όνομα που πάντα ποθούσε και τιμούσε, και σκιαγμένη μη φανεί ανυπάκουη, μίλησε με λόγια υποταγής γεμάτα φόβο και χαρά: «Λοιπόν να, υποτάσσομαι στον Κύριο, εγώ η δούλη Του. Ας γίνη με μένα καθώς λες».


9. «Ω απύθμενος πλούτος και σοφία και γνώση του Θεού», για να μιλήσω κι εγώ με το λόγο του Αποστόλου στην καίρια τούτη στιγμή. «Πόσο ανεξερεύνητες είναι οι βουλές Του κι ανεξιχνίαστοι οι δρόμοι Του». Ω αγαθότητα του Θεού αστόμωτη, ω αβυθομέτρητη αγάπη! Εκείνος που καλεί «το ανύπαρχτο να γίνη υπαρχτό», που «γεμίζει τον ουρανό και τη γη», που 'χει τον ουρανό θρόνο και «τη γη υποπόδιο», κάνει πλατύ κατάλυμα την κοιλιά της δούλης Του κι Εκεί ολοκληρώνει το πιο πρωτόφαντο απ' όλα τα πρωτόφαντα μυστήρια: ενώ είναι Θεός, γίνεται άνθρωπος, γεννιέται υπερφυσικά όταν συμπληρώνεται ο χρόνος της κύησης, ανοίγει τη μήτρα δίχως να χαλάσει της παρθενίας την κλειδαριά και βαστιέται από αγκαλιά γήινη, Αυτός, «το απαύγασμα της δόξας, ο τύπος της υπόστασης του Πατέρα, που ο λόγος Του έχει τη δύναμη να κρατάει τα σύμπαντα».

Ω! θεϊκά, αλήθεια, θαύματα, μυστήρια που ξεπερνάνε τη φύση και το λογικό! Ω παρθενικό καύχημα, που είσαι πάνω από τ' ανθρώπινα! Ποιο είναι, ιερή Μητέρα και Παρθένα, αυτό το μέγα μυστήριο που σε τυλίγει; «Ευλογημένη εσύ ανάμεσα στις γυναίκες κι ευλογημένος ο καρπός της κοιλιάς σου». Είσαι ευτυχισμένη ανάμεσα στις γενιές των ανθρώπων, η μόνη αξιομακάριστη. Να που σε μακαρίζουν όλες οι γενιές, καθώς είπες. Εσένα είδαν οι κόρες της Ιερουσαλήμ, της Εκκλησίας δηλαδή, και σένα καλοτυχίσανε οι βασίλισσες, μ' άλλα λόγια οι ψυχές των δίκαιων, και θα σε υμνούνε στους αιώνες.

Γιατί εσύ είσαι ο βασιλικός θρόνος που κυκλώνουν οι θρόνοι, δηλαδή οι άγγελοι, βλέποντας να κάθεται Εκεί ο Κύριος και Δημιουργός τους. Συ στάθηκες νοητή Εδέμ. Ιερώτερη και θεϊκότερη από την παλιά — σε κείνη κατοικούσε Αδάμ «χωματένιος», σε σένα Κύριος «από τον ουρανό».
Η κιβωτός, κρατώντας το σπόρο για ένα δεύτερο κόσμο, εσένα προεικόνισε, γιατί συ γέννησες το Χριστό, τη σωτηρία του κόσμου, που καταπόντισε την αμαρτία και κοίμισε τα κύματά της.
Εσένα προεικόνισε η βάτος, οι θεόγραφτες πλάκες δική σου προχάραξη ήταν, η κιβωτός του νόμου εσένα προμηνούσε, το χρυσό σταμνί και το λυχνάρι και το τραπέζι και το «ραβδί του Ααρών που βλάστησε» ολοφάνερα ήταν δική σου προτύπωση. Από σένα, αλήθεια, η φωτιά της θεότητας, «η απεικόνιση και έκφραση του Πατέρα», τ' ολόγλυκο κι ουρανόσταλτο μάννα, το ανώνυμο όνομα «που είναι πάνω απ' όλα τα ονόματα», το ανέσπερο και απρόσιτο φως, «της ζωής το ψωμί» το ουράνιο, ο αγεώργητος καρπός, από σένα σωματικά αναβλάστησε.

Προμήνυμα δικό σου δεν ήταν το καμίνι με τη δροσερή και συνάμα φλογερή φωτιά, εικόνα της θεϊκής φωτιάς που σε κατοίκησε;

Και η σκηνή του Αβραάμ καταφάνερα εσένα προτυπώνει: στο Λόγο του Θεού που κατασκήνωσε στην κοιλιά σου η ανθρώπινη φύση πρόσφερε το ψωμί το ψημένο στη στάχτη, δηλαδή τον πρώτο και καλύτερο καρπό της, βγαλμένο από τα δικά σου αγνά αίματα, που, ας το πούμε έτσι, ψηνόταν από τη θεϊκή φλόγα κι έπαιρνε τη μορφή σωστού ψωμιού, βρίσκοντας την υπόστασή της στο θεϊκό πρόσωπο του Λόγου και γινόταν έτσι αληθινό σώμα ζωντανεμένο από ψυχή λογική και νοερή.

Λίγο και θα ξεχνούσα την κλίμακα του Ιακώβ. Τι τάχα; Δεν είναι για όλους φανερό πως στάθηκε δική σου προεικόνιση και τύπος; Όπως ο Ιακώβ είδε τις άκρες της σκάλας να ενώνουν τον ουρανό με τη γη, αγγέλους να την ανεβοκατεβαίνουν και τον αληθινά Δυνατό κι Ανίκητο να παλεύει συμβολικά μαζί του, έτσι κι εσύ μεσίτεψες κι έγινες σκάλα για να κατεβή σ' εμάς ο Θεός, που πήρε πάνω Του την ασθενική μας φύση, τη σύμπλεξε και την ένωσε με τη δική Του κι έκανε τον άνθρωπο νου ικανό να θεωρεί το Θεό. Εσύ συμπλησίασες τα χωρισμένα. Για τούτο κατεβαίνανε άγγελοι να τον υπηρετήσουν ως Θεό και Κύριο και άνθρωποι, που ζήσανε αγγελικά, αρπάζονται στον ουρανό.

Και τι να πω για τα κηρύγματα των προφητών; Δεν πρέπει να τ' αποδώσουμε στο πρόσωπό σου, αν θέλουμε να δείξουμε το αληθινό τους νόημα; Γιατί ποιο είναι το ποκάρι του Δαβίδ, όπου του Θεού, που βασιλεύει πάνω σ' όλα, ο Γιος, δίχως αρχή και βασιλιάς ο ίδιος μαζί με τον Πατέρα Του, κατέβηκε σα δροσιά; Δεν είσαι ολοφάνερα εσύ ;

Και ποιά είναι η παρθένα, που ο Ησαΐας προείδε και προφήτεψε πως «θα συλλάβει» και θα γεννήσει γιο, που θα είναι «ο Θεός μαζί μας», δηλαδή θα μένει και Θεός μετά την ενανθρώπησή Του;

Ποιό ακόμη είναι το βουνό του Δανιήλ, απ' όπου κόπηκε το αγκωνάρι, ο Χριστός, δίχως ανθρώπινη αξίνα;
Δεν είσαι συ που παρθενικά κυοφόρησες και πάλι έμεινες παρθένα;
Ας έλθει ο γεμάτος πνεύμα Θεού Ιεζεκιήλ, για να μας δείξει την κλειστή πύλη που διάβηκε ο Κύριος, δίχως αυτή ν' ανοίξει, όπως προφητικά προείπε. Ας μας δείξει την εκπλήρωση των λόγων του. Σίγουρα θα δείξει εσένα, απ' όπου πέρασε ο Θεός όλης της κτίσης και πήρε σάρκα, χωρίς ν' ανοίξει της παρθενίας την πύλη—η σφραγίδα της αληθινά μένει αιώνια.

Εσένα λοιπόν κηρύχνουν οι προφήτες. Εσένα διακονούν οι άγγελοι, υπηρετούν οι απόστολοι, ο απόστολος που έμεινε παρθένος, ο θεολόγος, εσένα την αειπάρθενη και Θεοτόκο υπηρετεί. Σήμερα, καθώς αποδημούσες για το Γιο σου, σε τιμούσαν οι άγγελοι, οι ψυχές των δίκαιων, των πατριαρχών και των προφητών. Τιμητική φρουρά οι απόστολοι και οι αμέτρητοι θεοφόροι πατέρες: μαζεύονταν με το θεϊκό πρόσταγμα από τα πέρατα της γης, ωσάν μέσα σε νεφέλη, στη θεϊκή και ιερή Ιερουσαλήμ, ψέλνοντας γεμάτοι από το Άγιο Πνεύμα ύμνους ιερούς σε σένα, την πηγή του σώματος του Κυρίου, που είναι η αρχή της ζωής.


10. Ω, πώς η πηγή της ζωής πηγαίνει στη ζωή περνώντας από το θάνατο! Ω, πώς αυτή, που όταν γέννησε στάθηκε πάνω από τους φυσικούς νόμους, υπακούει τώρα στη φυσική τάξη και το αμόλυντο σώμα υποτάσσεται στο θάνατο, γιατί πρέπει ν' αφήσει ό,τι είναι θνητό και να ντυθεί την αφθαρσία, αφού και ο Κύριός της δεν αρνήθηκε τη γεύση του θανάτου! Πέθανε σωματικά και με το θάνατό Του καταργεί το θάνατο, στη φθορά χαρίζει την αφθαρσία και κάνει τη νέκρωση πηγή της ανάστασης. Ω, πώς την άγια ψυχή, καθώς εγκαταλείπει το κορμί που δέχτηκε το Θεό, την υποδέχεται με τα ίδια Του τα χέρια ο Δημιουργός του κόσμου τιμώντας νόμιμα εκείνη που, αν και κατά τη φύση ήταν δούλη, την έκανε μητέρα Του, σύμφωνα με το σχέδιο της σωτηρίας μας, μέσα στ' ανεξιχνίαστα πέλαγα της φιλανθρωπίας Του, ο αληθινά σαρκωμένος, Αυτός που δεν ψευτοενανθρώπησε! Γιατί έβλεπαν, κατά την παράδοση, τ' αγγελικά τάγματα και περιμένανε τον αποχωρισμό σου από τους ανθρώπους.

Πόσο όμορφη αποδημία, αφού χαρίζει τη συνάντηση με το Θεό! Γιατί, αν και ο Θεός έχει χαρίσει σ' όλους τους υπάκουους υπηρέτες Του και τους θεοφόρους ανθρώπους το δώρο τούτο — αληθινά το 'χει χαρίσει, το πιστεύουμε—, η διαφορά όμως ανάμεσα στους δούλους του Θεού και τη Μητέρα Του είναι άπειρη. Τι όνομα λοιπόν να δώσουμε σε τούτο το μυστήριο που σε κυκλώνει: θάνατο; Όμως, αν και χωρίζεται σύμφωνα με τη φυσική τάξη η πανίερη και μακάρια ψυχή σου από το τρισευτυχισμένο και άσπιλο σώμα σου, μ' όλο που το σώμα παραδίνεται στον τάφο, δε μένει στο χώρο του θανάτου ούτε το αφανίζει η φθορά. Όταν γεννούσε, η παρθενία της έμεινε απείραχτη, και τώρα, στην ώρα της μετάστασης, το σώμα της έχει φυλαχτεί άφθαρτο και ανεβαίνει σε ομορφότερη και θεϊκότερη ζωή, που δεν την κόβει ο θάνατος, αλλά κρατάει στους ατελεύτητους αιώνες των αιώνων.

Έτσι κι ο ολόλαμπρος και πολύφωτος ήλιος, όταν για λίγο τον κρύβει ο όγκος της σελήνης, φαίνεται κάπως σα να χάνεται, σα να τον σκεπάζει σκοτεινιά και τη θέση της λάμψης να την παίρνη το σκοτάδι. Κι όμως δε χάνει το φως του, γιατί έχει δική του αστέρευτη πηγή λάμψης ή, σωστότερα, ο ίδιος είναι άσβηστη πηγή φωτός, όπως όρισε ο Θεός που τον έκανε. Όμοια και συ, η ασταμάτητη πηγή του αληθινού φωτός, ο ανεξάντλητος θησαυρός Εκείνου, που είναι η ίδια η ζωή, το πλούσιο ανάβρυσμα της ευλογίας, εσύ, που στάθηκες η αιτία και μας δόθηκαν όλα τ' αγαθά, κι αν ακόμη σε σκεπάζει σωματικά ο θάνατος, όμως αφειδώλευτα κάνεις να ποταμίσουνε για μας ασταμάτητα και καθαρά νερά απέραντου φωτός, αθάνατης ζωής και αληθινής μακαριότητας ατέλειωτα και διάφανα και ανεξάντλητα ποτάμια, πλημμύρα χάρης, νάματα γιατρειάς, αδιάκοπη ευλογία. Γιατί εσύ άνθισες «ωσάν μηλιά στα δέντρα του δρυμού» και ο καρπός σου «γλύκα στο λαρύγγι» των πιστών. Για τούτο δε θα ονοματίσω θάνατο την ιερή σου κοίμηση, αλλά πιο ταιριαστό είναι μετάσταση ή αποδημία ή ενδημία στους κόλπους του Θεού να την πω. Αποδημώντας από το σώμα πας στη χώρα του Κυρίου.


11. Από τη γη σε πέρασαν στον ουρανό Άγγελοι κι Αρχάγγελοι. Με τ' ανέβασμά σου φρίξανε τ' ακάθαρτα αερικά. Καθώς διαβαίνεις κάνεις ευλογημένο τον αέρα, ο αιθέρας ψηλά αγιάζεται. Χαρούμενος ο ουρανός υποδέχεται την ψυχή σου. Σε προϋπαντούνε με ύμνους ιερούς και ολόφωτες λαμπάδες ολόχαρης γιορτής οι αγγελικές δυνάμεις που σχεδόν λένε: «Ποιά είναι τούτη που ανεβαίνει λευκανθι-σμένη», «που προβαίνει σαν αυγή, ωραία ωσάν φεγγάρι, λαμπερή ωσάν ήλιος;». Πόσο ομόρφηνες και γλύκανες! Εσύ «ωσάν άνθος του αγρού», «ωσάν το κρίνο ανάμεσα στ' αγκάθια»· «γι' αυτό σ' αγαπούν οι κοπέλες»· «τρέχουμε πίσω απ' τ' άρωμά σου», «ο βασιλιάς σ' έφερε στο θάλαμό Του». Εκεί έχεις φρουρά τις Εξουσίες, σ' εγκωμιάζουν οι Αρχές, οι Θρόνοι σ' ανυμνούνε, τα Χερουβίμ είναι γεμάτα έκπληχτη χαρά, τα Σεραφίμ δοξάζουν εκείνη που στάθηκε φυσική μητέρα του Κυρίου τους χάρη στο αληθινό έλεος του Θεού για μας. Δεν ήλθες μονάχα, καθώς ο Ηλίας, «ως τον ουρανό», ούτε σ' ανέβασαν, ωσάν τον Απόστολο Παύλο «ως τον τρίτο ουρανό», παρά έφτασες ίσαμε τον ίδιο το βασιλικό θρόνο του Υιού σου, τον βλέπεις με τα μάτια σου, χαίρεσαι και στέκεις δίπλα Του με πολλή κι ανείπωτη σιγουριά. Άφατο σκίρτημα χαράς για τους Αγγέλους και όλες τις υπερκόσμιες δυνάμεις, δίχως τέλος ευφροσύνη για τους Πατριάρχες, ανεκλάλητη χαρά για τους Δίκαιους, αγαλλίαση ατέλειωτη για τους Προφήτες! Ευλογείς τον κόσμο, αγιάζεις την πλάση όλη! Ανάσα για τους καταπονεμένους, για αυτούς που πενθούνε, παρηγοριά, γιατρειά των αρρώστων, λιμάνι στους θαλασσοδαρμένους, συγχώρεση για τους αμαρτωλούς, των λυπημένων καλοσυνάτη παρηγορήτρα, για όλους τους ικέτες σου, πρόθυμη βοήθεια.


12. Τι θαύμα αληθινά υπερφυσικό! Τι πράγματα γεμάτα θάμπος! Εγκωμιάζουμε και καλοτυχίζουμε το βδελυρό και από παλιά μισημένο θάνατο! Αυτός, που πρώτα μας έφερνε το πένθος και το συννεφιασμένο βλέμμα, τα δάκρυα και τη σκυθρωπή όψη, να που μας δίνει τώρα τη χαρά, διώχνει τα σύννεφα της θλίψης και είναι ολάκερος ένα πανηγύρι.

Για όλους του Θεού τους δούλους, που μακαρίζουμε το θάνατό τους, το τέλος της ζωής δίνει τη βεβαιότητα πως είναι καλόδεχτοι από το Θεό και τούτο κάνει μακαριστή τη θανή τους: τους ολοκληρώνει και τους δείχνει ευτυχισμένους, χαρίζοντάς τους την αναλλοίωτη αρετή, όπως βεβαιώνει ο λόγος: «Μη καλοτυχίζεις άνθρωπο πριν πεθάνει». Όμως για σένα δεν μπορούμε να πούμε τέτοιο λόγο: δεν είναι μακαρισμός ο θάνατος για σένα ούτε η μετάσταση ολοκλήρωση ούτε η αποδημία σου χαρίζει τη σιγουριά της σωτηρίας.

Για όλα σου τ' αγαθά που ξεπερνάνε τον ανθρώπινο νου, αρχή, μέση και τέλος, ασφάλεια και αληθινή βεβαίωση στάθηκε η άσπορη σύλληψη, η ενοίκηση του Θεού, η δίχως φθορά γέννησή Του. Για τούτο σωστά είπες πως όχι από την ώρα του θανάτου, αλλ' από τη στιγμή της σύλληψης θα σε μακαρίζουν όλες οι γενιές. Έτσι δε σ' έκανε μακάρια ο θάνατος, παρά εσύ, σκορπώντας τη μαυρίλα του και αλλάζοντάς τον σε χαρά, τον έκανες να λάμψει ολάκερος.

Παράδινες λοιπόν το ιερό και αμόλυντο σώμα στον άγιό σου τάφο και οι άγγελοι τρέχανε μπροστά, σε κυκλώνανε, σ' ακολουθούσαν. Ήταν τίποτε που να μην έκαναν για να υπηρετήσουν τη Μητέρα του Κυρίου τους; Οι Απόστολοι και όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας μεγαλόφωνα ψέλνανε θείους ύμνους και σκιρτούσανε χορευτικά, καθώς τους κάτεχε το Άγιο Πνεύμα. «Θα χορτάσουμε με τ' αγαθά του σπιτιού Σου, άγιος ο ναός Σου, θαυμαστή η δικαιοσύνη Του». Κι άλλον: «Άγιασε ο Ύψιστος το κατάλυμά Του», «βουνό του Θεού, πλούσιο βουνό, βουνό όπου ευδόκησε να κατοικήσει ο Θεός». Εσένα, την αληθινή κιβωτό του Κυρίου και Θεού, σήκωσε στους ώμους η σύναξη των Αποστόλων, καθώς κάποτε οι ιερείς την κιβωτό, που ήταν η προτύπωσή σου, σ' ακούμπησε στον τάφο και σ' έστελνε μ' αυτόν, σα να 'ταν κάποιος Ιορδάνης, στην αληθινή γη της επαγγελίας, ναι, την «πάνω Ιερουσαλήμ», τη μητέρα όλων των πιστών, αυτή «που τεχνούργησε και έπλασε ο Θεός». Δεν κατέβηκε η ψυχή σου στον Άδη ούτε «η σάρκα σου αντίκρυσε τη φθορά». Δεν απόμεινε η ψυχή σου ούτε τ' ανέγγιχτο κι ολότελα απείραχτο σώμα σου στη γη, μα με τη μετάστασή σου κατοικείς τα ουράνια, βασιλικά δώματα, βασίλισσα, Κυρά μας και δέσποινα, Μητέρα του Θεού, αληθινή Θεοτόκε.


13. Ω, πώς υποδέχτηκε ο ουρανός αυτήν, που στάθηκε πλατύτερη από τους ουρανούς! Πώς δέχτηκε ο τάφος αυτήν, που δέχτηκε το Θεό! Ναι, τη δέχτηκε, ναι, τη χώρεσε, γιατί δεν έγινε πλατύτερη από τον ουρανό με τον σωματικό της όγκο. Γιατί πώς ένα σώμα τρεις πήχες, που όλο και φυραίνει, θα παράβγαινε με τα πλάτια και τα μάκρη τ' ουρανού; Με τη χάρη όμως ξεπέρασε κάθε ύψος και πλάτος, γιατί το θεϊκό είναι πέρα από κάθε σύγκριση. Ω, τι ιερό και θαυμαστό και σεβάσμιο και αξιοπροσκύνητο μνήμα! Και τώρα το φυλάνε οι Άγγελοι στέκοντας γύρω γεμάτοι σεβασμό και φόβο. Τρέμουνε τα δαιμόνια, με πίστη προστρέχουν εκεί οι άνθρωποι, το τιμούν, το προσκυνούν, το ασπάζονται με τα μάτια, τα χείλια, την όλο πόθο ψυχή τους κι αντλούνε άφθονα αγαθά.

Καθώς, όταν αποθέσει κανένας ακριβό μύρο σ' ένα ρούχο ή κάποιο μέρος και μετά το πάρει, απομένει κάποια ευωδιά κι όταν εκείνο λείψει, έτσι και τώρα το άγιο σώμα, το ιερό, το πεντακάθαρο, που ευωδιάζει θεϊκά ολόκληρο, το πλούσιο κεφαλάρι της Χάρης, αφού κατέβηκε στον τάφο κι αρπάχτηκε κατόπι σε μέρη πιο όμορφα και ψηλά, δεν εγκατάλειψε τον τάφο δίχως δώρο, μα του άφησε κάτι από την άγιά του μοσκοβολιά και χάρη κι έκανε το μνήμα βρύση γιατρειάς και κάθε αγαθού για εκείνους, που το πλησιάζουνε με πίστη.


14. Από σένα και μεις σήμερα κρατιόμαστε, ω Κυρά, Κυρά, Κυρά μας, Θεοτόκε ανύμφευτη, μ' αγκιστρωμένες τις ψυχές στην ελπίδα που εσύ μας δίνεις, ωσάν στην πιο γερή και αρράγιστη άγκυρα, παραδίνοντας σε σένα το νου, την ψυχή, το σώμα, όλο μας τον εαυτό, δοξολογώντας σε «με ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές» όσο δυνόμαστε, αφού, όσο αξίζεις είμαστε ανήμποροι. Γιατί αν, όπως μας δίδαξε ο λόγος ο ιερός, η τιμή στους σύνδουλούς μας φανερώνει την αγάπη στον Κύριο όλων μας, πώς να παραλείψουμε να τιμήσουμε σένα, που γέννησες τον Κύριο; Και πώς να μη ποθεί ολόκληρη η καρδιά μας την τιμή τούτη ; Πώς να μη την προτιμούμε κι απ' αυτή ακόμη, την απαραίτητη ανάσα, αφού μας δίνει την ζωή; Έτσι θα δείξουμε καλύτερα την αγάπη μας στον Κύριό μας. Γιατί όμως μιλώ για τον Κύριο; Σ' εκείνους, που ευλαβικά σε τιμούνε, φτάνει, αλήθεια, το ακριβότατο δώρο της μνήμης σου, γιατί φέρνει χαρά αναφαίρετη και βαθύτατη. Από ποιά αγαλλίαση τάχα, από ποιά αγαθά, δεν πλημμυράει όποιος το νου του κάνει μυστικό θάλαμο της πανάγιας μνήμης σου;

Αυτή είναι η ευχαριστήρια προσφορά μας, ο πιο διαλεχτός μας λόγος, ό,τι καλύτερο μπορεί να προσφέρει το φτωχό μας μυαλό, που κινήθηκε λησμονώντας την ανημπόρια του από τον πόθο για σένα. Δέξου όμως με καλοσύνη τον πόθο, αφού ξέρεις πως ξεπερνάει τη μπόρεσή μας. Και συ, Κυρά γεμάτη αγαθότητα, που γέννησες τον αγαθό μας Κύριο, μακάρι να 'χεις πάνω μας τα μάτια σου, να μας πηγαίνεις όπου θες, να κόψεις την ορμή των ντροπιασμένων μας παθών οδηγώντας μας στο ατρικύμιστο λιμάνι, που 'ναι του Θεού το θέλημα, να μας αξιώσεις ν' αντικρύσουμε τη μελλοντική μακαριότητα, τη γλυκεία λάμψη από το πρόσωπο του ίδιου του Θεού Λόγου, που σαρκώθηκε από σένα. Μαζί μ' Αυτόν δόξα, τιμή και μεγαλοπρέπεια στον Πατέρα και το Πανάγιο και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και παντοτινά και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Σάββατο 13 Αυγούστου 2011

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗPDFΕκτύπωση
      
 
alt"Ο πολιτισμός μας περνάει σήμερα κρίση…. κρίση φαινομενικά οικονομική αλλά πρωτίστως κρίση πνευματική, κρίση πολιτισμού. Δεν έχω να προτείνω άλλη θεραπεία από την επιστροφή στην Ελλάδα." κάποτε είχε γράψει τα παραπάνω λόγια ο γάλλος δημοσιογράφος Ρενέ Πυξ σήμερα φαίνεται να αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα.
Η κρίση που βιώνει η χώρα μας αυτήν την περίοδο είναι δύσκολη και ποικιλότροπη δεν είναι μόνον οικονομική κρίση αλλά προπάντων πνευματική, κοινωνική, πολιτισμική και ηθική, πρόκειται για μια προσπάθεια εκρίζωσης και εκθεμελίωσης πολλών παραδεδομένων αντιλήψεων, τα όποια ως τώρα θεωρούνταν αυτονόητα για τον τρόπο ζωής της χώρας μας. Υπάρχει ένας καθημερινός βομβαρδισμός για την οικονομική κρίση αναφέρουν οικονομικούς όρους, γίνονται οικονομικές αναλύσεις, γράφονται άρθρα, γίνονται οικονομικά διαγράμματα. Μπορούμε όμως να βρούμε απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα που μας τίθενται, τα χρήματα δεν φτάνουν ίσως γιατί μάθαμε να περιμένουμε την ευχαρίστηση μόνο από αυτά, ίσως γιατί βρεθήκαμε έρμαια του σύγχρονου προτύπου μιας υπερκαταναλωτικής κοινωνίας, ίσως γιατί δεν ακολουθήσαμε εάν αλλιώτικο τρόπο ζωής, με την επαναφορά τού ανθρώπου στην ολιγάρκεια, την εγκράτεια, την σωφροσύνη, την αποφυγή της απληστίας και της υπερβολής. Η ελπίδα υπάρχει στην εκκλησία, στην πίστη μας και μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να ξεπεράσουν τις κρίσεις από όπου και αν προέρχονται όπως και αν ονομάζονται. Γι αυτό χρειάζεται η ανάδειξη ελπιδοφόρας προοπτικής, μέσα από την επισήμανση του λάθος δρόμου και τον επαναπροσδιορισμό της πορείας μας. Στο πνεύμα αυτό υποστηρίξουμε ότι η Εκκλησία, ιδωμένη απροκατάληπτα και χωρίς ιδεοληψίες, συνιστά την ελπίδα και ενότητα της κοινωνίας και τη σηματοδότηση της ζωής του ανθρώπου. Η κρίσιμη αυτή εποχή επιβάλλει να υπερβούμε την αντίληψη που θέλει την Εκκλησία ως ένα συντηρητικό φορέα κοινωνικής ευταξίας, ταυτόσημο με την κρατική εξουσία. Η Εκκλησία, παρά τις υπαρκτές αλλοιώσεις αυτού του αυθεντικού της φρονήματος, μόνο ως διακονία μπορεί να νοηθεί, η οποία πρέπει πρωτίστως να επιτελεί την καθαρά πνευματική της αποστολή, όμως εδώ και δεκαετίες διαπιστώνεται από ποικίλες πλευρές μια παθογένεια σύνολος της δημόσιας ζωής της χώρας μας, όπως ο ατομικισμός, η ιδιώτευση, ο ωχαδερφισμός, η διαφθορά, η αναξιοκρατία κ.α. Έχουν όμως δημιουργήσει μόνοι τους με προσωπικές τους επιλογές, υποχωρήσεις, αταξίες ή ανυπακοής τα προβλήματα που υπάρχουν και την όλη αυτή ταραγμένη κατάσταση. Αυτό το λέω γιατί δόθηκαν με όλη τους τη δύναμη σε μια προσπάθεια ν’ αυξήσουν το κατά κεφαλήν εισόδημα, να ικανοποιήσουν τις υλικές τους ανάγκες και να ζήσουν μια πολυτελή ζωή, απολαύσουν αγαθά ή υλικούς θησαυρούς και ακόμη ν’ αποκτήσουν περισσότερες ανθρώπινες γνώσεις. με την καλλιέργεια του εγωισμού, της ιδιοτελείας ή της φιλαυτίας ανέβηκαν σε ένα ύψος μη θέλοντας να γνωρίσουν δυσκολίες. Όταν όμως προέκυψαν οι δυσκολίες βρεθήκαμε ανέτοιμοι απέναντί τους και παραπαίουμε. Γι' αυτό και μας μιλάνε τώρα για πτώχευση, για οικονομική δυσπραγία. Γι’ αυτό νομίζω πως δε πρέπει αυτή τη στιγμή ν’ απελπιστούμε αλλά να φέρουμε μέσα μας το Φως, να γνωρίσουμε το Θεό, ν’ ακούσουμε και να ζήσουμε το Ευαγγέλιο το οποίο μπορεί αναμφίβολα να μας βοηθήσει οποιαδήποτε σημερινή δυσκολία. Και τα οικονομικά και τις κοινωνικές μας σχέσεις, αλλά και την αναταραχή ή αγωνία του αύριο που βιώνουμε. Το θέλημα του Θεού καλλιεργεί αρετές. Χωρίς Αυτόν δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Η χώρα μας σήμερα έχει το οξύμωρο «προνόμιο της απελπισίας». διότι ακριβώς μπορεί να μεταποιήσει τη σημερινή απελπισία σε ευκαιρία σωτηρίας και ζωής. Η κρίση δεν είναι σύγχρονη ούτε ελλαδική, αλλά είναι παγκόσμια. Ως άνθρωποι ζούμε συνεχώς μέσα σε κρίσιμες στιγμές και το θέμα είναι πώς θα τις αντιμετωπίσουμε. Η Εκκλησία αγαπά τον άνθρωπο και ενδιαφέρεται και για την πνευματική του ωρίμανση, αλλά και τις οικονομικές του ανάγκες. Κυρίως όμως βοηθά τον άνθρωπο να αντιμετώπιση τα προβλήματα με πνευματικό τρόπο, να ζει με εσωτερική πληρότητα, με λιτότητα, με αγάπη για τον άνθρωπο, με θυσία και προσφορά, με την ενατένιση προς την αιώνια ζωή. Όπως όμως λέμε ότι έχουμε ελπίδα και τη δίδουμε έτσι λέμε και στον εαυτό μας ότι με τη βοήθεια του Θεού θα τα καταφέρουμε. Αν έχουμε πολλά δίνουμε πολλά, αν έχουμε λίγα, δίνουμε λίγα και αν δεν έχουμε τίποτα δίνουμε τον εαυτό μας. Όταν τα πάντα γύρω μας, μας απελπίζουν, κάπου υπάρχει ελπίδας. Η ελπίδα αυτή υπάρχει στην εκκλησία, στην πίστη μας και μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να ξεπεράσουν τις κρίσεις από όπου και αν προέρχονται όπως και αν ονομάζονται χρωστάμε στα παιδιά μας, δηλαδή στα μέλη της Εκκλησίας πού έρχονται μετά από εμάς. Η Εκκλησία δεν καλείται να πράξει κάτι ευκαιριακά καινοφανές αλλά να αποκαλύψει αδιάκοπα αυτό, πού στην ουσία της είναι, δηλαδή η ελπίδα και η προοπτική του κόσμου. Η κοινωνική και οικονομική κρίση πρέπει να αντιμετωπισθεί με σύνεση, διάκριση, περίσκεψη και αποφασιστικότητα.

Άγγελος Ασημινάκης

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

Ἡ κοίμησις τῆς Θεοτόκου

Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: Ἡ κοίμησις τῆς Θεοτόκου



Tώρα μὲ τὴν Χάριν της θὰ ὁμιλήσωμε περὶ τῆς ἐξόδου καὶ τῆς Μεταστάσεως αὐτῆς ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμον εἰς τὴν αἰώνιον Βασιλείαν τοῦ Υἱοῦ της. Εἶναι ὄντως φαιδρὰ καὶ χαρμόσυνος γιὰ τὴν ἀκοὴν τῶν φιλοθέων ἡ τοιαύτη διήγησις.

Ὅταν, λοιπόν, ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, εὐδόκησε νὰ μεταθέση τὴν παναγίαν καὶ πανάμωμον μητέρα του ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν εἰς τὴν Βασιλείαν του, προκειμένου νὰ λάβη τὸν ἄφθαρτον στέφανον τῶν ὑπερφυῶν ἀγώνων καὶ ἀρετῶν της, νὰ τὴν τοποθετήση θεομητροπρεπῶς «ἐκ δεξιῶν του, περιβεβλημένην μὲ πορφύραν καὶ πεποικιλμένην ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ» (Ψαλμ. μδ΄, 12) καὶ νὰ τὴν ἀνακηρύξη Βασίλισσαν πάντων τῶν κτισμάτων, ὁδηγῶν αὐτὴν εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος καὶ ἐγκαθιστῶν εἰς τὰ ἐπουράνια Ἅγια τῶν Ἁγίων, τῆς ἐγνωστοποίησε ἐκ τῶν προτέρων τὴν ἔνδοξον αὐτῆς μετάστασιν.

Ἀπέστειλε πάλιν εἰς αὐτὴν τὸν ἀρχάγγελον Γαβριὴλ γιὰ νὰ τῆς ἀναγγείλη τὴν ἔνδοξον ἐκδημίαν της, καθὼς ἄλλοτε τὴν θαυμαστὴν αὐτῆς σύλληψιν.

Τὴν ἐπεσκέφθη λοιπὸν ὁ ἀρχάγγελος καὶ τῆς ἐπέδωσε ἕνα κλάδον φοίνικος, σύμβολον τῆς νίκης, τὸ ὁποῖον εἶχε ἄλλοτε χρησιμοποιήσει ὁ λαὸς ὑποδεχόμενος εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τὸν Υἱόν της, τὸν νικητὴν τοῦ θανάτου καὶ ἐξολοθρευτὴν τοῦ Ἅδου.

Ὁμοίως καὶ τώρα ὁ Γαβριὴλ δίδει αὐτὸν τὸν κλάδον εἰς τὴν Παρθένον, ὡς σύμβολον τῆς νίκης κατὰ πάντων τῶν δεινῶν καὶ τῆς καταλύσεως τοῦ θανάτου, λέγοντας· «Ὁ Κύριος καὶ Υἱός σου σὲ προσκαλεῖ: Ἔφθασε ἡ ὥρα νὰ ἔλθης πλησίον μου, ὦ καλὴ μῆτερ μου ( Ἆσμ. ἀσμ. β΄, 10 καὶ 13).

Γιὰ τοῦτο μὲ ἀπέστειλε πάλι νὰ σοῦ ἀνακοινώσω, ὦ «εὐλογημένη ἐν γυναιξί», ὅτι σήμερα θὰ εὐφράνης, ὦ Κεχαριτωμένη, τὶς οὐράνιες στρατιὲς μὲ τὴν ἄνοδόν σου καὶ θὰ λαμπρύνης περισσότερον τὶς ψυχὲς τῶν ἁγίων, καθὼς ἔπλησες εὐφροσύνης τοὺς εὑρισκομένους εἰς τὴν γῆν. Ἀγάλλου καὶ σὺ μαζί τους καθὼς ἄλλοτε τὸ εἶχες φανερώσει, διότι ἀπὸ τώρα θὰ σὲ μακαρίζουν εἰς τοὺς αἰῶνας ὅλα τὰ λογικὰ κτίσματα, «πᾶσαι αἱ γενεαί». «Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ».
Οἱ προσευχὲς καὶ οἱ ἱκεσίες σου ἀνέβησαν εἰς τὸν οὐρανόν, πρὸς τὸν Υἱόν σου, ὅθεν κατὰ τὸ αἴτημά σου σὲ προστάζει νὰ ἀφήσης τὸν κόσμον αὐτὸν καὶ νὰ ἀνέλθης εἰς τὰ οὐράνια σκηνώματα γιὰ νὰ εἶσαι αἰωνίως μαζί του, εἰς τὴν ἀληθινὴν καὶ αἰωνίαν ζωήν».

Καθὼς ἤκουσε ἡ ἁγία Θεοτόκος τοὺς λόγους τούτους ἐπλήσθη χαρᾶς καὶ ἔδωσε εἰς τὸν ἄγγελον τὴν ἰδίαν, ὅπως καὶ παλαιά, ἀπόκρισιν: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι —καὶ τώρα— κατὰ τὸ ρῆμα σου⋅ καὶ ἀπῆλθεν ἀπ’ αὐτῆς ὁ ἄγγελος» (Λουκ. α΄, 38).

Τότε ἡ ὑπερευλογημένη καὶ ἔνδοξος Θεοτόκος Μαρία ἠγέρθη καὶ ἀγαλλομένη ἐπορεύθη εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν γιὰ νὰ ἀπευθύνη πρὸς τὸν Κύριον ἐν ἡσυχίᾳ τὶς εὐχαριστίες καὶ τὰ αἰτήματά της γι’ αὐτὴν τὴν ἰδίαν καὶ γιὰ τὸν κόσμον ὅλον.

Ὅταν ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος, ὕψωσε τὰ χέρια καὶ προσέφερε τὴν λογικὴν λατρείαν εἰς τὸν Υἱόν της, τὶς δεήσεις καὶ τὶς εὐχαριστίες της. Συνέβη τότε ἕνα μέγα θαῦμα, τὸ ὁποῖον γνωρίζουν ἐκεῖνοι ποὺ ἠξιώθησαν τῆς τοιαύτης ἐμπειρίας καὶ δι’ αὐτῶν ἔφθασε ἕως ἐμᾶς.

Ἐνῷ, δηλαδή, προσηύχετο καὶ παρακαλοῦσε τὸν Κύριον μέσα εἰς μίαν πραγματικὴν μυσταγωγίαν, ὅλα τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα δένδρα ἔκλιναν πρὸς τὴν γῆν καὶ τὴν προσεκύνησαν. Ὅταν ἐτελείωσε τὴν ἱκεσίαν καὶ τὴν εὐχαριστίαν της, πλημμυρισμένη ὅλη ἀπὸ Θεὸν ἐπέστρεψε εἰς τὴν Σιών.

Εὐθὺς ἀμέσως ὁ Κύριος ἀπέστειλε ἐπὶ νεφέλης τὸν εὐαγγελιστὴν καὶ Θεολόγον Ἰωάννην, καθ’ ὅτι ἡ ἁγία Παρθένος εἶχε μεγάλην ἐπιθυμίαν νὰ τὸν ἰδῆ, δεδομένου ὅτι ὁ Κύριος τοὺς εἶχε συνδέσει δι’ υἱοθεσίας. Ἡ ἐξ ὅλων τῶν γυναικῶν ὑπερευλογημένη καθὼς τὸν εἶδε ἐχάρη ἀκόμη περισσότερον καὶ ἐζήτησε νὰ προσευχηθοῦν.

Μετὰ τὴν εὐχὴν ἡ ἁγία καὶ ἀειπάρθενος Βασίλισσα ἀνεκοίνωσε εἰς τὸν Ἰωάννην καὶ εἰς τὶς ἐκεῖ παρευρισκόμενες παρθένους τὸ νέον μήνυμα τοῦ ἀρχαγγέλου ποὺ ἀφοροῦσε τὴν μετάθεσίν της καὶ τοὺς ἔδειξε τὸν κλάδον τοῦ φοίνικος τὸν ὁποῖον παρέλαβε ἀπὸ αὐτόν.

Παρήγγειλε νὰ ἑτοιμάσουν τὸν οἶκον της, νὰ ἀνάψουν λαμπάδες καὶ νὰ θυμιάσουν, διότι τὸν εἶχε ἤδη διακοσμήσει ὡς ἄλλον νυμφικὸν θάλαμον εἰς τὸν ὁποῖον θὰ ὑπεδέχετο τὸν ἀθάνατον Νυμφίον, τὸν παντευλόγητον Υἱόν της, τὸν ὁποῖον προσδοκοῦσε μὲ μίαν ἀκατάσχετον ἐλπίδα. Ὅταν ὅλα ἐτακτοποιήθησαν, ἐγνωστοποίησε εἰς τοὺς συνοδοὺς καὶ τοὺς γνωστούς της τὸ ἐπικείμενον μυστήριον τῆς Μεταστάσεώς της καὶ ἐκεῖνοι ἀμέσως τὴν περιεκύκλωσαν κλαίοντας καὶ θρηνώντας γιὰ τὸν ἀποχωρισμόν τους, καθ’ ὅτι μετὰ Θεὸν αὐτὴν εἶχαν ἐλπίδα καὶ βοήθειαν.

Ἡ ἀδελφή τους ὅμως, ἡ Θεομήτωρ καὶ Βασίλισσα, τοὺς παρηγοροῦσε ἕναν ἕναν χωριστὰ καὶ ὅλους μαζὶ καὶ τοὺς ἀπηύθηνε ἕνα συγκινητικὸν χαιρετισμὸν λέγουσα: «Χαίρετε, τέκνα μου εὐλογημένα καὶ μὴ κάμετε τὴν μετάστασίν μου ἀφορμὴν θρήνου, ἀλλὰ πλησθῆτε ἀγαλλιάσεως, διότι ἔρχεται ἡ αἰώνιος εὐφροσύνη, ὁ Κύριός μου καὶ Υἱός μου καὶ ἡ Χάρις καὶ τὸ ἔλεός του θὰ εἶναι πάντοτε μαζί σας».

Ἐκοίταξε ἔπειτα τὸν εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην καὶ τοῦ εἶπε νὰ δώση τὴν ἐσθῆτα καὶ τὸ μαφόριόν της εἰς τὶς δύο χῆρες οἱ ὁποῖες τὴν ὑπηρετοῦσαν. Ἐν συνεχείᾳ τοὺς ἐφανέρωσε τὰ μυστήρια τῆς ἐκδημίας της καὶ τῆς ἐπ’ εὐκαιρίᾳ αὐτῆς θείας ἐπισκέψεως, καθὼς καὶ τὴν σημασίαν τοῦ κάθε γεγονότος. Ἔπειτα ἐκανόνισε τὰ τῆς κηδείας καὶ τοὺς παρήγγειλε πὼς νὰ τὴν μυρώσουν καθὼς καὶ ποῦ νὰ θάψουν τὸ πανάσπιλον σῶμα της.

Μετὰ ταῦτα ἡ ἔνδοξος Θεομήτωρ ἀνεκλίθη εἰς ἕνα κράββατον, τὴν κλίνην ἐκείνην τὴν ὁποίαν καθ’ ἑκάστην νύκτα ἔλουζε μὲ τὰ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν της ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν Υἱόν της Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν ἐλάμπρυνε μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς δεήσεις αὐτῆς. Κατόπιν ἐζήτησε καὶ πάλιν νὰ ἀνάψουν τὶς λαμπάδες. Οἱ δὲ ἐκεῖ συγκεντρωμένοι πιστοί, αἰσθανόμενοι ὅτι ἐγγίζει ἡ ὥρα τῆς ἐκδημίας τῆς μητρὸς αὐτῶν Παναγίας Παρθένου, ἐξέσπασαν εἰς λυγμούς.

Ἔπεσαν εἰς τὸ ἔδαφος καὶ τὴν ἱκέτευαν νὰ μὴ τοὺς ἀφήση ὀρφανούς. Ἐὰν ὅμως ἦταν ἀναπόφευκτος ἡ ἀναχώρησίς της ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν, νὰ τοὺς συνοδεύη εἰς τὸ ἑξῆς μὲ τὴν Χάριν καὶ τὶς πρεσβεῖες της. Ἡ ἁγία Θεοτόκος ἤνοιξε τότε τὸ ἀμόλυντον καὶ καθαρώτατον στόμα της καὶ τοὺς εἶπε: «Ἡ εὐδοκία τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ μου ἐπ’ ἐμέ⋅ «οὗτός μου Θεὸς καὶ δοξάσω αὐτόν⋅ Θεὸς τοῦ Πατρός μου καὶ ὑψώσω αὐτόν» ( Ἐξοδ. ιε΄, 2). Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου, ὁ ὁποῖος κατὰ σάρκα ἐγεννήθη ἀπὸ ἐμέ, ὅμως πατὴρ αὐτοῦ εἶναι ὁ Θεός, ὁ καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ δημιουργός. Γιὰ τοῦτο ποθῶ νὰ πορευθῶ πρὸς αὐτόν, ὁ ὁποῖος χορηγεῖ εἰς πάντας τὸ εἶναι καὶ τὴν ζωήν.

Παρ’ ὅλον δὲ ποὺ θὰ ὑπάγω ἐκεῖ πλησίον του, δὲν θὰ παύσω νὰ παρακαλῶ καὶ νὰ πρεσβεύω ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ὑπὲρ πάντων τῶν χριστιανῶν καὶ τοῦ κόσμου παντός, οὕτως ὥστε ὁ φιλάνθρωπος Κτίστης, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός του, νὰ εὐσπλαγχνίζεται ὅλους τοὺς πιστούς, νὰ τοὺς ἐνισχύη καὶ νὰ τοὺς καθοδηγῆ εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀληθινῆς ζωῆς· νὰ μεταστρέφη τοὺς ἀπίστους καὶ νὰ τοὺς συμπεριλάβη ὅλους εἰς μίαν ποίμνην ( Ἰωάν., ι΄16), καθ’ ὅτι ὡς καλὸς Ποιμὴν ἔδωσε τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν προβάτων του, γνωρίζει δὲ τὰ ἰδικά του καὶ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ αὐτά».

Καὶ καθὼς ἡ ὑπερευλογημένη μήτηρ τοῦ Χριστοῦ τοιουτοτρόπως ὡμιλοῦσε καὶ συγχρόνως τοὺς εὐλογοῦσε, ἠκούσθη αἴφνης δυνατὴ βροντὴ καὶ ἐνεφανίσθη μία νεφέλη φερομένη ἀπὸ γαλήνιαν αὔρα. Ἀπὸ τὴν μεγαλειώδη αὐτὴν νεφέλην, ἤρχισαν νὰ πίπτουν εἰς τὴν γῆν ὡς σταγόνες μυριπνόου δρόσου οἱ ἅγιοι ἔνδοξοι μαθηταὶ καὶ Ἀπόστολοι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, συνερχόμενοι «ἐπὶ τὸ αὐτό» ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης εἰς τὴν αὐλὴν τῆς Παναγίας Παρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας. Ἀμέσως ὁ εὐαγγελιστὴς καὶ Θεολόγος Ἰωάννης, ἀφοῦ τοὺς ὑπεδέχθη καὶ ἤρεμα τοὺς ἐχαιρέτισε, τοὺς ὡδήγησε ἐνώπιον τῆς ὑπεραγίας καὶ μακαρίας Παρθένου.

Δὲν ἦλθαν μόνον οἱ δώδεκα, ἀλλὰ καὶ ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς πολυάριθμους μαθητάς των οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπιλεγῆ καὶ ἀξιωθῆ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ὅπως μᾶς τὸ δηλώνει ὁ μέγας Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολήν του.

Λέγει, δηλαδή, ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Διονύσιος μαζὶ μὲ τὸν Τιμόθεον, τὸν Ἱερόθεον καὶ ἄλλους ὁμοψύχους των ἔφθασαν ἐκεῖ μὲ τοὺς Ἀποστόλους γιὰ τὴν ἐκδημίαν τῆς Βασιλίσσης. Εἰσῆλθαν, λοιπόν, καὶ παρέστησαν ἐνώπιόν της καὶ τὴν προσεκύνησαν μετὰ δέους καὶ ἄκρας εὐλαβείας. Ἡ δὲ μακαρία καὶ Παναγία Παρθένος τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἀνήγγειλε τὴν ἀναχώρησίν της ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν.

Τοὺς διηγήθη ἐπίσης περὶ τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς κοιμήσεώς της ἐκ μέρους τοῦ ἀρχαγγέλου, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδειξε τὸ ἐπινίκιον σύμβολον τῆς Μεταστάσεώς της, τὸν κλάδον δηλαδὴ τοῦ φοίνικος τὸν ὁποῖον τῆς ἔδωσε ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀγγέλων, τοὺς ἐπαρηγόρησε καὶ πάλι τοὺς εὐλόγησε, ἐνισχύουσα καὶ στηρίζουσα αὐτοὺς εἰς τὴν ὁλοκλήρωσιν τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος.

Ἀπεχαιρέτισε τὸν Πέτρον καὶ τὸν Παῦλον καθὼς καὶ ὅλους τοὺς λοιπούς, λέγοντας πρὸς αὐτούς: «Χαίρετε τέκνα, φίλοι καὶ μαθηταὶ τοῦ υἱοῦ καὶ Θεοῦ μου. Εἶσθε μακάριοι, ποὺ ἔχετε κριθῆ ἄξιοι νὰ γίνετε μαθηταὶ τοῦ εὐλογητοῦ καὶ ἐνδόξου Κυρίου καὶ Δεσπότου, ὁ ὁποῖος σᾶς ἐνεπιστεύθη τὴν διακονίαν τοιούτων μεγίστων μυστηρίων καὶ σᾶς ἐξέλεξε συμμετόχους τῶν διωγμῶν καὶ τῶν Παθῶν αὐτοῦ, γιὰ νὰ σᾶς ἀξιώση νὰ γίνετε κοινωνοὶ καὶ τῆς δόξης καὶ Βασιλείας του ὅπως σᾶς τὸ ὑπεσχέθη καὶ τὸ οἰκονόμησε ὁ ἴδιος, ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης».

Τοὺς ἐξέθεσε δὲ μίαν τοιαύτην εὐλογημένην διδασκαλίαν ἀνάλογον τοῦ ὕψους τῆς δόξης της καὶ ἀφοῦ ὥρισε τὶς τελευταῖες λεπτομέρειες σχετικῶς μὲ τὴν κηδείαν καὶ τὴν ταφήν της, ὕψωσε τὰ χέρια εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἤρχισε νὰ εὐχαριστῆ τὸν Κύριον ὡς ἑξῆς:

»Εὐλογῶ σε, τὸν Βασιλέα τοῦ παντὸς καὶ μονογενῆ Υἱὸν τοῦ ἀνάρχου Πατρός, τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, διότι εὐδόκησες, εὐαρεστῶν τὸν Πατέρα δι’ ἄφατον φιλανθρωπίαν νὰ σαρκωθῆς ἀπὸ ἐμὲ τὴν δούλην σου μὲ τὴν συνδρομὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

»Εὐλογῶ σε, τὸν χορηγὸν κάθε εὐλογίας καὶ φωτοπάροχον, τὸν αἴτιον παντὸς ἀγαθοῦ καὶ εἰρηνάρχην, ποὺ μᾶς ἐχάρισες τὴν ἐπίγνωσίν σου καὶ τοῦ ἀνάρχου Πατρὸς καὶ τοῦ συναϊδίου καὶ ζωοποιοῦ Πνεύματος.

»Εὐλογῶ σε, γιὰ τὸ ὅτι εὐηρεστήθης νὰ κατοικήσης εἰς τὴν κοιλίαν μου ἀνεκλαλήτως.

»Εὐλογῶ σε, διότι ἠγάπησες τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, μέχρι τοῦ σημείου νὰ ὑπομείνης πρὸς χάριν μας τὸν Σταυρὸν καὶ τὸν θάνατον, καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασίν σου νὰ ἀναστήσης τὴν φύ- σιν μας ἀπὸ τὰ ἔγκατα τοῦ Ἅδου, νὰ τὴν ἀναβιβάσης εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ νὰ τὴν δοξάσης μὲ δόξαν ἀσύλληπτον.

»Εὐλογῶ σε καὶ μεγαλύνω τοὺς λόγους σου, τοὺς ὁποίους μᾶς παρέδωσες ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ καὶ πιστεύω εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν ὅλων τῶν πρὸς ἐμὲ ἐπαγγελιῶν σου».

Ὅταν ἡ ἁγία καὶ ὑπερευλογημένη Θεοτόκος ἐτελείωσε τὸν αἶνον καὶ τὴν προσευχήν της, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, κινούμενοι ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἤρχισαν νὰ ὁμιλοῦν, νὰ ἀνυμνοῦν καὶ νὰ δοξολογοῦν, ὁ καθεὶς ἀναλόγως τῆς ἱκανότητός του καὶ τοῦ θείου φωτισμοῦ.

Ἐγκωμίασαν καὶ ἀνύμνησαν τὴν ἀπροσμέτρητον γενναιοδωρίαν τῆς θείας κυριαρχίας καὶ μὲ τὴν θαυμαστὴν θεολογίαν τους εὔφραναν τὴν καρδίαν τῆς ὑπερενδόξου Θεομήτορος, καθώς μᾶς παρέδωσε ὁ προαναφερθεὶς ἅγιος Διονύσιος εἰς τὸ κεφάλαιον ὅπου καταδεικνύει τὴν δύναμιν τῶν εὐχῶν καὶ τῆς θεολογίας ποὺ ἐξέφρασε πανευλαβῶς ὁ μακάριος Ἱερόθεος [Εἰς τὸ Περὶ θείων ὀνομάτων: «Τίς ἡ τῆς εὐχῆς δύναμις καὶ περὶ τοῦ μακαρίου Ἱεροθέου καὶ περὶ εὐλαβεί- ας καὶ συγγραφῆς θεολογικῆς», Ρ.G. 3, 681D].

Συγκεκριμένα, εἰς τὸ οἰκεῖον κεφάλαιον τοῦ λόγου του πρὸς τὸν Τιμόθεον, ἀναφέρει περὶ τῆς συναθροίσεως τῶν ἁγίων Ἀποστόλων κατὰ τὴν ἐκδημίαν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, καθὼς καὶ περὶ τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖον ὁ καθείς, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, διετράνωσε διὰ λόγων αἰνέσεως τὴν δόξαν τῆς ἀπειροδυνάμου θείας ἐξουσίας καὶ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εὐδόκησε νὰ κατέλθη εἰς τὴν γῆν χωρὶς νὰ χωρισθῆ ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους καὶ νὰ σαρκωθῆ ἀπὸ τὴν πανάμωμον Παρθένον.

Ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβη, ἐπειδὴ ηὗρε τὴν Παναγίαν καὶ ὑπερένδοξον Μαριὰμ ὑπήκοον καὶ ὑψηλοτέραν πάσης τῆς κτίσεως· εὐδόκησε νὰ κατοικήση ἐντός της, ἐνεδύθη ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν καὶ τοιουτοτρόπως ἠλέησε καὶ ἔσωσε τὸ ἀνθρώπινον γένος μὲ τὴν μεγαλειώδη καὶ ἀνέκφραστον Οἰκονομίαν του καὶ τὸ ἐδόξασε, πλουτίζων αὐτὸ μὲ τὴν Χάριν του ἕνεκα τῆς ἀνυπερβλήτου εὐσπλαγχνίας καὶ μακροθυμίας του.

Μετὰ ταῦτα ἡ ἁγία Παρθένος τοὺς εὐλόγησε γιὰ μίαν ἀκόμη φορὰν καὶ ἡ καρδία της ἐπλήσθη θείας παρηγορίας. Καὶ ἰδού, ἔλαβε χώραν ἡ μεγαλειώδης καὶ θαυμαστὴ ἄφιξις Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ καὶ Θεοῦ αὐτῆς, συνοδευομένου ἀπὸ ἀναρίθμητες στρατιὲς ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, καθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλα τάγματα, Σεραφίμ, Χερουβὶμ καὶ Θρόνους⋅ ὅλοι οἱ ἄγγελοι παρίσταντο ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μετὰ φόβου, καθ’ ὅσον «ὅπου βασιλέως παρουσία, καὶ ἡ τάξις παραγίγνεται».

Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἐγνώριζε ὅλα αὐτὰ ἐκ τῶν προτέρων, τὰ προσδοκοῦσε μὲ ἀκράδαντον ἐλπίδα⋅ γιὰ τοῦτο ἔλεγε: «πιστεύω ὅτι ὅλες οἱ πρὸς ἐμὲ ὑποσχέσεις σου θὰ πραγματοποιηθοῦν».

Ἀκολούθως εἶδαν καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐμφανῶς, εἶδαν ἔκπληκτοι τὴν θεϊκήν του δόξαν, ὁ καθεὶς βέβαια ἀναλόγως τῆς δυνατότητος αὐτοῦ. Ἡ παροῦσα ἔλευσις τοῦ Κυρίου ἦταν μεγαλοπρεπεστέρα καὶ φοβερωτέρα τῆς πρώτης, καθ’ ὅτι τώρα ἐνεφανίσθη λαμπρότερος τῆς ἀστραπῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐπὶ τοῦ Θαβὼρ Μεταμορφώσεώς του, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν ἔδειξε παρὰ τὴν φυσικήν του δόξαν, διότι μετὰ τὴν Ἀνάληψιν ὁ Χριστὸς εἶναι ἀπρόσιτος καὶ ἀόρατος.

Ἐνώπιον τοιούτου μυστηρίου «οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα, γενόμενοι ὡσεὶ νεκροί» (Ματθ. ιε΄, 6). Τότε ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: «Εἰρήνη ὑμῖν», ὅπως παλαιά, ὅταν «εἰσῆλθε τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» ( Ἰωάν. κ΄, 21, 19) εἰς τὸν ἴδιον αὐτὸν οἶκον τοῦ Ἰωάννου.

Κάτι παρόμοιον συνέβη καὶ τώρα, εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς μητρὸς τοῦ Ἀναστάντος. Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι ἤκουσαν τὴν γλυκυτάτην καὶ παμπόθητον φωνὴν αὐτοῦ, ἀνεζωογονήθησαν καὶ ἐνισχύθησαν ψυχικῶς καὶ σωματικῶς καὶ ἔμειναν νὰ θεωροῦν μὲ δέος τὸ ὑπέρλαμπρον κάλλος καὶ τὴν Θείαν αἴγλην τοῦ Προσώπου του.

Ὡς ἐκ τούτου, ἡ παναγία καὶ ἄμωμος καὶ εὐλογημένη Θεοτόκος ἐπλήσθη χαρᾶς καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῆς κατηυγάσθη μὲ θείαν φωτοφάνειαν. Ἀλλὰ καὶ ἐκείνη, βλέπουσα μετ’ εὐλάβειας καὶ φόβου τὴν δόξαν καὶ τὴν λαμπρότητα ποὺ ἀκτινοβολοῦσε ὁ υἱὸς καὶ Βασιλεύς της Ἰησοῦς Χριστός, ἐμεγάλυνε ἀκόμη περισσότερον τὴν θεότητά του καὶ προσηύχετο ὑπὲρ τῶν Ἀποστόλων καὶ πάντων τῶν παρόντων.

Τὶς ὕστατες αὐτὲς στιγμὲς ἐμεσίτευσε ὑπὲρ τῶν ἁπανταχοῦ εὑρισκομένων πιστῶν, παρεκάλεσε ὑπὲρ τοῦ κόσμου παντὸς καὶ ὑπὲρ πάσης ψυχῆς ἐπικαλουμένης τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, ἐζήτησε δὲ ὅπου μνημονεύονται τὰ δύο αὐτὰ ὀνόματα νὰ ἐκχέεται πλούσια ἡ θεία εὐλογία.

Τότε ἡ ἁγία Παρθένος Μαρία κοιτάζοντας καὶ πάλιν πρὸς τὸν Υἱόν της τὸν ἀντίκρυσε μὲ δόξαν τοιαύτην ὥστε οὐδεμία γλώσσα ἀνθρωπίνη νὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ τὴν ἐκφράση. Καὶ εἶπεν: «Εὐλόγησόν με, Κύριε, μὲ τὴν δεξιάν σου καὶ εὐλόγησον ὅλους ὅσους σὲ δοξάζουν καὶ μνημονεύουν τὸ ὄνομά μου κάθε φορὰν ποὺ προσφέρουν εἰς σὲ τὴν προσευχὴν καὶ δέησίν των».

Ὁ Κύριος τότε ἐξέτεινε τὴν δεξιάν του, εὐλόγησε τὴν μητέρα του καὶ τῆς εἶπε: «Μακαρία σύ, ἀγαλλιάσθω ἡ καρδία σου Μαρία, εὐλογημένη ἐν γυναιξί, διότι τὸ πλήρωμα τῆς Χάριτος καὶ ὅλες οἱ δωρεὲς σοῦ ἐδόθησαν ἀπὸ τὸν Πατέρα μου τὸν οὐράνιον⋅ καὶ κάθε ψυχὴ ἡ ὁποία θὰ ἐπικαλεῖται τὸ ὄνομά μου μετ’ εὐλαβείας δὲν θὰ παραβλεφθῆ ἀλλὰ θὰ εὕρη ἔλεος καὶ παρηγορίαν εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ εἰς τὸν μέλλοντα αἰῶνα.

Σὺ δέ, πορεύου ἐν εἰρήνῃ καὶ χαρᾷ εἰς τὰ αἰώνια σκηνώματα, εἰς τοὺς ἀπέραντους θησαυροὺς τοῦ Πατρός μου, γιὰ νὰ θεωρῆς τὴν δόξαν μου καὶ νὰ εὐφραίνεσαι μὲ τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Ἀμέσως δέ, δι’ ἐντολῆς τοῦ Κυρίου οἱ ἄγγελοι ἤρχισαν νὰ ψάλλουν ἕνα γλυκύτατον ὕμνον μὲ φωνὴν ζωηρὰν καὶ θελκτικωτάτην, ἐνῷ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔκλιναν εὐλαβῶς τὶς κεφαλές των ἐνώπιον τῆς ἁγιοπνευματικῆς μυσταγωγίας καὶ ἀφιέρωσαν μὲ τὴν σειράν τους εἰς τὴν Παρθένον μίαν ὑμνωδίαν ἀγγελομίμητον.

Καὶ εἰς αὐτὸ τὸ κλίμα ἡ Παναγία μήτηρ τοῦ Κυρίου παρέδωσε τὴν μακαρίαν καὶ ἀμόλυντον ψυχὴν αὐτῆς εἰς τὸν Βασιλέα καὶ υἱόν της καὶ ἐκοιμήθη ὕπνον γλυκὺν καὶ ἐράσμιον. Ὅπως εἰς τὸν ἀπόρρητον τοκετόν της ἐγέννησε ἀνωδύνως τὸν Κύριον Ἰησοῦν, τοιουτοτρόπως ἔμεινε ἀνέπαφος ἀπὸ τοὺς ἐπιθανάτιους πόνους καὶ κατὰ τὴν κοίμησίν της, καθ’ ὅτι ὁ Βασιλεὺς καὶ Δημιουργὸς κάθε κτιστῆς φύσεως, αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι ποὺ τότε καὶ τώρα μετέτρεψε τοὺς φυσικοὺς νόμους.

Οἱ στρατιὲς τῶν ἀγγέλων ὕψωσαν μὲ θαυμασμὸν τὰ ἀόρατα χέρια τους καθὼς διήρχετο ἡ παναγία αὐτῆς ψυχή. Ὁ οἶκος τῆς Σιών, καθὼς καὶ ὅλη ἡ περιοχή, ἐπλήσθη ἀπὸ μίαν ἄρρητον εὐωδίαν.

Ἐπάνω δὲ ἀπὸ τὸ πανάχραντον σῶμα της ἐπλανᾶτο μία φωτεινὴ ὕπαρξις ἀόρατος ἀπὸ τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμούς. Τοιουτοτρόπως ὁ Διδάσκαλος καὶ οἱ μαθηταί, τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια, συνώδευσαν ἀπὸ κοινοῦ τὴν ἁγίαν Παρθένον.

Καὶ ὁ μὲν εὐλογητὸς Κύριος καὶ ἔνδοξος Δεσπότης τοῦ παντὸς εἰσήγαγε τὴν ἁγίαν ψυχὴν τῆς παναχράντου αὐτοῦ μητρὸς εἰς τοὺς οὐρανούς, οἱ δὲ μαθηταὶ ἀπέθεσαν τὸ πανάσπιλον σῶμα της εἰς τὴν γῆν, γιὰ νὰ τὸ ἀλείψουν μὲ ἀρώματα καὶ κατόπιν νὰ τὸ μεταφέρουν ὅπου θὰ ἐπιθυμοῦσε ἐκείνη· ἀπὸ ἐκεῖ ἔμελλε μετ’ ὀλίγον νὰ μεταστῆ εἰς τὸν Παράδεισον ἢ ὁπουδήποτε ἠθέλησε ὁ υἱὸς καὶ Θεός της.

--------------------------------------------

Σάββατο 6 Αυγούστου 2011

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΘΑΒΩΡ






Υπάρχουν στιγμές της πνευματικής, αλλά ακόμη και της πιο συνηθισμένης καθημερινής ζωής τόσο ωραίες, τόσο υπέροχες που να μας κάνουν να θέλουμε το χρόνο, τη ζωή, την αιωνιότητα να σταματήσουν εκεί ώστε τίποτα άλλο να μην ξανασυμβεί ποτέ. Αυτό είχαν νιώσει οι Απόστολοι που ο Χριστός είχε πάρει μαζί Του πάνω στο Όρος της Μεταμόρφωσης, αυτό ήθελε να εκφράσει ο Πέτρος όταν έλεγε: «Κύριε, είναι καλό να είμαστε εδώ, ας κτίσουμε τρεις σκηνές, μία για Σένα, μία για το Μωυσή και μία για τον Ηλία κι ας μείνουμε εδώ μέσα στις ακτίνες του άυλου αυτού, θεϊκού φωτός, τυλιγμένοι μέσα σ’ αυτή την υπέροχη ειρήνη».
Ούτε ο Πέτρος αλλά ούτε και οι άλλοι απόστολοι δεν πρόσεξαν τότε κάτι που αυτοί οι ίδιοι αργότερα μετέδωσαν σε άλλους, το ότι δηλαδή ο Χριστός μεταμορφώθηκε (φάνηκε μέσα στη λάμψη της αιώνιας δόξας) τη στιγμή ακριβώς που ο Μωυσης και ο Ηλίας Του μιλούσαν σχετικά με το ταξίδι Του στην Ιερουσαλήμ και τη Σταύρωσή Του. Εδώ, όπως και σε πολλά άλλα χωρία της Καινής Διαθήκης βλέπουμε ότι οι απόστολοι, όπως ακριβώς και εμείς ήταν ικανοί να ξεχωρίζουν τα λαμπρά και θαυμάσια πράγματα παραβλέποντας πολύ συχνά τί τίμημα είχαν αυτά για το Χριστό. Ο Αγ. Σεραφεὶμ του Σάρωφ μιλώντας σε έναν από τους επισκέπτες του είχε πει: «Ζήτησε στο όνομα του Χριστού από το Θεό, οτιδήποτε σου χρειάζεται, να θυμάσαι όμως την τιμή που Εκείνος πλήρωσε για να έχει τη δύναμη να ικανοποιεί τα αιτήματά σου». Ήθελε με αυτό να πει: «Μη ζητήσεις κάτι ανάξιο της θυσιασμένης θεϊκής αγάπης, του θανάτου και της Σταύρωσης του Σωτήρα Χριστού».
Όπως ακριβώς και οι απόστολοι, όταν ζούμε τις καλύτερές μας στιγμές ευχόμαστε ο χρόνος να σταθεί και να μπορέσουμε να παραμείνουμε για πάντα, σε τί; Στην ξεγνοιασιά, να μπορέσουμε να ξεχάσουμε γιο πάντα ό,τι φοβερά πράγματα συμβαίνουν κάποτε στις δικές μας ζωές και τις ζωές των άλλων, ότι υπάρχουν καταστάσεις όπως η μοναξιά, η αρρώστια και ο φόβος, ότι υπάρχουν φρίκες όλων των ειδών. Θέλουμε να μπούμε στη θαυμαστή ειρήνη του μεταμορφωμένου κόσμου που όλοι προσδοκούμε μα που δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί, δεν έχει γίνει πραγματικότητα, στον οποίο οφείλουμε να πιστεύουμε και τον οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις είμαστε ικανοί να ζήσουμε στο μεγάλο και θαυματουργό του βάθος. Πρέπει όμως να θυμούμαστε ότι μια τέτοια εμπειρία μας δωρίζεται για να μπορέσουμε να μπάσουμε την ακτινοβολία αυτή της Μεταμόρφωσης μέσα στο σκοτεινό, κρύο, θλιμμένο κόσμο.
Όταν ο Μωυσής στάθηκε απέναντι στο Θεό πάνω στο όρος Σινά και φωτίστηκε από τη Δόξα Του είχε τόσο πολύ απορροφηθεί μέσα στο φως ώστε όταν κατέβηκε από το όρος οι άνθρωποι να μην αντέχουν τη λάμψη του προσώπου του. Τέτοιοι οφείλουμε να είμαστε και εμείς ύστερα από την εμπειρία ενός ουράνιου ή επίγειου μεταμορφωτικού θαύματος. Αυτό που συνέβηκε στους αποστόλους και στο Μωυσή θα πρέπει να συμβεί και σ’ εμάς.
Ο Μωυσής δεν παρέμεινε στο όρος για να συνομιλεί με το Θεό, όπως μιλά κανείς σε κάποιο φίλο του, για να εντρυφά συνεχώς στη θεϊκή δόξα, αλλά ούτε και στους αποστόλους δεν επιτράπηκε να παραμείνουν στο ένδοξο όρος της Μεταμόρφωσης. Ο Χριστός τους είπε: « Άγωμεν εντεύθεν». Κατέβηκαν λοιπόν στα πεδινά, στην πεδιάδα της Παλαιστίνης.
Συμβαίνει κάποτε να αξιωνόμαστε την εμπειρία ενός μεταμορφωμένου κόσμου, την εμπειρία της εσόδου στον κόσμο ενός στοιχείου θαυμαστού, θεϊκού την εμπειρία αυτή οφείλουμε να τη συντηρήσουμε σαν ένα πολύτιμο δώρο κι έπειτα να βγούμε στον κόσμο γιο να τη μοιραστούμε με τους άλλους. Θα μπορέσουμε όμως να τη μεταδώσουμε μόνο αν επωμιστούμε τον αγώνα της νηστείας και της προσευχής. Η νηστεία δεν πρέπει να είναι απλώς η φυσική νηστεία αλλά η αποχή από οτιδήποτε έχει για κέντρο τους εαυτούς μας, από την κάθε αυτοαγάπη, τον κάθε εγωισμό, την κάθε πνευματική και συναισθηματική απληστία, την κάθε επιθυμία για κατοχή ή για ανεξέλεγκτη ελευθερία. Αυτό μπορούμε να το πετύχουμε μόνο αν προσευχόμαστε, και πιο πέρα από αυτό όχι αν απλώς επαναλαμβάνουμε τις λέξεις μιας προσευχής αλλά αν βιάζουμε τους εαυτούς μας να εισχωρούν στο πνεύμα και τις σκέψεις των αγίων, αν προσπαθούμε με ολόκληρο το είναι μας μέσα σ’ αυτό το συννεφιασμένο, σκοτεινό, ορφανεμένο κόσμο να παραμένουμε σε επαφή με το ζωντανό Θεό που είναι φως, χαρά και ζωή.
Ας μελετήσουμε τη Μεταμόρφωση. Ας αναλογιστούμε τις στιγμές ή τις περιόδους των ζωών μας στις οποίες είχαμε ζήσει σ’ ένα μεταμορφωμένο κόσμο, στις οποίες το κάθε τί μέσα και γύρω μας φωτιζόταν αληθινά από θεϊκό φως. Με το φως αυτό ας πλησιάσουμε το κάθε πρόσωπο, όλες τις περιστάσεις της ζωής: ας τους προσφέρουμε το Φως του Χριστού.