Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΙΛΙΟΥ κ. ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ



Είσηγηση με θέμα: "Προετοιμασία για το μυστήριο του γάμου και τη δημιουργία μιας χριστιανικής οικογένειας", προσεφώνησε κατά την συνεδρία της 2ης Συνεδρίας της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, ο Σεβ. Μητροπολίτης Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως κ. Αθηναγόρας.
Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμε, Πρόεδρε τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας,
Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς, οἱ συγκροτοῦντες τό Σεπτόν Σῶμα τῆς Ἱεραρχίας.

Εὑρισκόμενος στό ἱερό τοῦτο βῆμα ἐκφράζω εὐχαριστίας πρός Ἐσᾶς Μακαριώτατε καί τούς Σεβασμιωτάτους Ἀρχιερεῖς τῆς προλαβούσης Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, διότι μέ ἐτιμήσατε ἀναθέτοντάς μου τήν παροῦσα εἰσήγηση πού ἔχει ὡς θέμα της: «Προετοιμασία γιά τό μυστήριο τοῦ γάμου καί τή δημιουργία μιᾶς χριστιανικῆς οἰκογένειας».
A΄
Ἕνα περιστατικό πού καταγράφεται στήν Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου ἔρχεται, νομίζω, νά μᾶς βοηθήσει στόν διάλογο πού μποροῦμε νά κάνουμε σχετικά μέ τίς προϋποθέσεις καί τίς προοπτικές γιά μιά ποιμαντκή προετοιμασία τοῦ γάμου.
Τό 830 μ. Χ. ἡ σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαήλ τοῦ Β΄ Εὐφροσύνη προτρέπει τόν προγονό της καί μελλοντικό διάδοχο τοῦ θρόνου Θεόφιλο νά ἐπιλέξει σύζυγο μέ ἕνα πρωτόφαντο καί συνάμα πρωτότυπο τρόπο. Προκειμένου νά προκριθεῖ ἡ καλύτερη συγκέντρωσε στό παλάτι τῆς Κωνσταντινούπολης τίς πιό ὄμορφες ἀρχοντοποῦλες τῆς αὐτοκρατορίας καί ἔδωσε ἕνα χρυσό μῆλο στό Θεόφιλο γιά νά τό προσφέρει σέ ἐκείνη πού θά ἐπέλεγε ὁ ἴδιος νά γίνει γυναίκα του καί μελλοντικά βασίλισσα.
Ἀνάμεσα στίς κοπέλες βρισκόταν καί ἡ ἀρχόντισσα Κασσιανή, ἡ ὁποία ἀπέσπασε ἀπό την ἀρχή τόσο τήν προσοχή ὅσο καί τόν θαυμασμό τοῦ Θεόφιλου. Ὁ Θεόφιλος ὅμως ἐμφορούμενος ἀπό τήν γνωστή ἀνδρική ἔπαρση[1] τήν πλησιάζει καί γεμᾶτος κομπορρημοσύνη γιά τήν ὑπεροχή του τῆς ἀπευθύνει ὑπό τύπον ἀστεϊσμοῦ τήν φράση: «ὡς ἄρα ἐκ γυναικός ἐρρύη τά φαῦλα». Ἡ Κασσιανή ριψοκινδυνεύει τήν πιθανή ἐπιλογή της ὡς συζύγου τοῦ Θεοφίλου καί αὐριανῆς βασίλισσας ἀπαντώντας αὐτό πού ἡ γυναικεία φύση της ἐνισχυμένη ἀπό τή βαθειά θεολογική παιδεία πού διέθετε τήν προέτρεψε: «ἀλλά καί διά γυναικός πηγάζει τά κρείττω».
Ἡ στιχομυθία αὐτή ἀνάμεσα στό Θεόφιλο καί στήν Κασσιανή, πού μᾶς διασώθηκε, ἀποκαλύπτει μερικές πολύ ἐνδιαφέρουσες ἀλήθειες σχετικά μέ τίς σχέσεις τῶν δύο φύλων καί τή θέση τοῦ γάμου στή ζωή τους. Ὁ Θεόφιλος ἀντιλαμβάνεται τή σχέση ἄνδρα καί γυναίκας ἀνταγωνιστικά μέσα ἀπό τήν προοπτική ἑνός πληγωμένου δημιουργήματος πού ἀπέτυχε καί ἔχασε τήν παραδείσια εὐτυχία ἐξ αἰτίας τῆς γυναίκας Εὔας. Θέλει νά κατακτήσει καί νά καθυποτάξει – κλασσική ἀνδρική στάση μετά τήν πτώση – τήν Κασσιανή, προσεγγίζοντάς την κτητικά[2].
Ἀντίθετα ἡ ποιήτρια Κασσιανή θεωρεῖ τή σχέση ἀνδρός καί γυναικός συμφιλιωτικά. Δέν βλέπει τόν ἄντρα Θεόφιλο ἀνταγωνιστικά. Συνέχεται ἀπό τήν ἱερότητα τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς, πού ἡ γυναικεία φύση της γνωρίζει ὡς σπορά καί γέννηση, καί μέ τήν ἀπάντησή της προσπαθεῖ νά ἐμπνεύσει τόν Θεόφιλο σέ μιά διαφορετική στάση ζωῆς. Γιά τήν Κασσιανή σύμβολο τῆς γυναίκας εἶναι ἡ νέα Εὔα, αὐτή τῆς ἀνόρθωσης, ἡ Παναγία[3]. Ἡ στάση της αὐτή κάνει τόν Θεόφιλο νά τήν προσπεράσει μέ τόν ἐγωϊσμό του πληγωμένο καί νά προσφέρει τό μῆλο στήν Θεοδώρα, ἡ ὁποία ἐγκλωβίσθηκε στήν προοπτική τῆς πρώτης Εὔας καί ἀφήνεται νά κατακτηθεῖ. Μετά τήν ἐξέλιξη αὐτή ἡ Κασσιανή ἐπέλεξε τόν μοναχικό βίο καί μέ τήν προσωπική της ἄσκηση ὁδηγεῖται στήν ἁγιότητα. Πάντως καί ὁ γάμος δέν ἐμπόδισε τήν Θεοδώρα νά ἁγιάσει!
Τό ἱστορικό αὐτό γεγονός θέτει μπροστά μας ἐρωτήματα πού περιμένουν μιά ποιμαντική ἀντιμετώπιση. Οἱ μελλόνυμφοι πού προσέρχονται στό Ναό γιά νά βγάλουν τίς ἄδειες τοῦ γάμου ἀπό ποιές ἀντιλήψεις ἐμφοροῦνται; Μήπως ὁ ἄντρας ταυτίζεται μέ τό Θεόφιλο πού ἔτσι γίνεται σύμβολο ἐκείνων πού ἐπικεντρώνουν τό ἐνδιαφέρον τους στή γυναίκα τῆς πτώσεως ἀγνοώντας τή γυναίκα τῆς καινῆς κτίσεως; Μήπως ἡ γυναίκα ἀρέσκεται νά προβάλλει τή θηλυκότητά της καί καθιστᾶ τόν ἑαυτό της ἀντικείμενο κτητικότητας καί καθυποταγῆς ἀπό τόν μέλλοντα σύζυγό της ἀνταποκρινόμενη στό ὰντρικό παιχνίδι τῆς ἐξουσίας καί τοῦ ἐγωϊσμοῦ[4];
Καί ἔτσι θέτουμε τόν πρῶτο θεμέλιο λίθο γιά τή συζήτηση μας στήν προετοιμασία τοῦ γάμου ἀναφερόμενοι σέ αὐτόν ὡς μυστήριο. Στό πέμπτο κεφάλαιο τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στούς Ἐφεσίους ἀνακαλύπτουμε τήν ξεχωριστή ἔννοια τοῦ χριστιανικοῦ γάμου πού χωρίς νά ὑποτάσσεται στήν ἰουδαϊκή χρησιμοθηρία τῆς ἐπιγάμβρευσης ἤ στήν αὐστηρή προσήλωση στό γράμμα τῶν νόμων τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους συνίσταται στή δυνατότητα ἡ ὁποία προσφέρεται, ἀλλά καί στήν ὑπευθυνότητα πού ἀναμένεται ἀπό τούς δύο συζύγους, ἄνδρα καί γυναίκα, νά μεταποιήσουν τή γαμική συμφωνία ἤ τό γαμικό συμβόλαιο σέ πραγματικότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεoῦ[5].
Ὁ ἄνδρας, ὡς φυσική ὀντότητα, ἑνώνεται στό γάμο μέ τή διαφορετική βιολογικά ὀντότητα τῆς γυναίκας του «εἰς σάρκα μίαν»[6], γίνονται μιά ὕπαρξη, ἀκριβῶς ὅπως ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ μέ τή σάρκωσή Του παύει νά εἶναι μόνο ὁ ἑαυτός Του, δηλαδή μόνον Θεός, καί γίνεται ἐπίσης καί ἄνθρωπος, δηλαδή Θεάνθρωπος, ἔτσι ὥστε ἡ σύναξη τοῦ λαοῦ Του νά μπορεῖ νά ἀποτελέσει τό σῶμα Του.
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού τόσο συχνά σέ διηγήσεις τοῦ Εὐαγγελίου παρομοιάζεται ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέ γαμήλιο πανηγύρι. Ἐκεῖ βρίσκουν τήν ἐκπλήρωσή τους οἱ ὁράσεις τῶν προφητῶν, πού μιλοῦν γιά τό γάμο τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἐκλεκτό λαό Του, τόν Ἰσραήλ[7]. Καί αὐτή ἐπίσης εἶναι ἡ αἰτία, πού μόνο ἕνας πραγματικά χριστιανικός γάμος μπορεῖ νά εἶναι ξεχωριστός, ὄχι ὡς συνέπεια ἐφαρμογῆς κάποιου ἰδανικοῦ νόμου ἤ κάποιας ἠθικῆς ἐντολῆς, ἀλλά ἐπειδή εἶναι ἕνα μυστήριο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο εἰσάγει τόν ἄνθρωπο στήν ἀκατάλυτη καί αἰώνια χαρά καί ἀγάπη[8].
Λάθη, παρανοήσεις, ἀκόμη καί ἐνσυνείδητη ἐπανάσταση ἐνάντια στό θέλημα τοῦ Θεοῦ - δηλαδή ἡ ἁμαρτία – εἶναι πιθανά, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος μετέχει στόν παρόντα φθαρτό καί γεμᾶτο ὀδύνη τρόπο ζωῆς τοῦ κόσμου τούτου, πού βρίσκεται ἐκτός τοῦ χώρου τοῦ Παραδείσου, ὁ ὁποῖος κάποτε εἶχε δωρηθεῖ στόν ἄνθρωπο. Ἡ Ἐκκλησία ἀντιλαμβάνεται πλήρως τήν κατάσταση αὐτή καί γι’ αὐτόν τό λόγο τό μυστήριο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ἀποκαλύπτεται στό γάμο, δέν ὑποβιβάζεται ἀπό τήν ὀρθόδοξη ποιμαντική σέ συλλογή ἀπό νομικές διατάξεις καί κανονισμούς. Σύμφωνα μέ αὐτή τή θέση κατά τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες στήν πράξη ἀναγνωριζόταν ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς κανονικός ἕνας γάμος πού συναπτόταν σύμφωνα μέ τούς νόμους τῆς κοσμικῆς κοινωνίας. Ποτέ δέν ἐπιχείρησε νά ἀκυρώσει αὐτούς τούς νόμους, οὔτε νά ἀνατρέψει τό κοινωνικό καθεστώς πού τούς νομοθέτησε.[9]
Οἱ πρῶτοι ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς – αὐτοί οἱ ἴδιοι πού, κατά τά ἄλλα, παρέχουν πλήρη ἀναγνώριση στή νομική ἐγκυρότητα τοῦ πολιτικοῦ γάμου, ὁ ὁποῖος συνάπτεται σύμφωνα μέ τούς νόμους τοῦ κράτους – βεβαιώνουν ἐπίσης μέ τόν πλέον κατηγορηματικό τρόπο, ὅτι ἡ ἀπό κοινοῦ μετοχή τῶν νεονύμφων στήν Εὐχαριστία προσδίδει στό γάμο τους τό ἰδιαίτερο χριστιανικό του νόημα. Κάθε ζευγάρι χριστιανῶν πού ἐπιθυμοῦσε νά παντρευτεῖ, ὑφίστατο ὅλες τίς τυπικές διατυπώσεις τῆς ἐγγραφῆς τοῦ γάμου του στό ληξιαρχεῖο, πράξη πού προσέδιδε τήν ἀπαραίτητη νομική ἐγκυρότητα γιά τήν κοσμική κοινωνία. Κατόπιν, μέ τήν ἀπό κοινοῦ μετοχή τους στή Θεία Κοινωνία σέ μιά συνηθισμένη Κυριακάτικη Λειτουργία - ὅπου παρευρισκόταν σέ σύναξη ὅλη ἡ χριστιανική κοινότητα τῆς ὁποίας ἦσαν μέλη - ἐλάμβαναν τήν εὐλογία τοῦ ἐπισκόπου[10]. Μέ τήν πράξη τους αὐτή μετέτρεπαν τό γαμικό πολιτικό τους συμβόλαιο σέ μυστήριο, τό ὁποῖο προσλάμβανε πλέον μιά αἰώνια ἀξία, ἐπειδή ξεπερνοῦσε τά ὅρια τοῦ γήινου τρόπου ζωῆς τους, καθώς ἦταν καταχωρημένο στίς δέλτους τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν[11] καί ὄχι μόνο σέ κάποιο κοσμκό ληξιαρχεῖο.
Ὁ χριστιανικός γάμος, ὡς μυστήριο πλέον, βρίσκεται σέ ἀντίθεση μέ τήν πραγματικότητα – πρακτική καί ἐμπειρική – τῆς μεταπτωτικῆς ἀνθρώπινης φύσης. Στά μάτια τῶν πολλῶν φαντάζει - ὅπως ἄλλωστε καί ἡ ὅλη διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου - ὡς ἀνέφικτη θεωρία, ἕνα ἀπραγματοποίητο ἰδανικό. Ὅμως ὑπάρχει μιά κρίσιμη καί ἀποφασιστική διαφορά ἀνάμεσα στό «μυστήριο» καί στό «ἰδανικό». Τό μυστήριο δέν εἶναι μιά φανταστική, καί γι’ αὐτό ἀνύπαρκτη, ἀφηρημένη ἔννοια. Εἶναι ἕνα ἐμπειρικό γεγονός, στή βίωση τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος δέν πορεύεται μόνος του, ἀλλά ἐνεργεῖ σέ συνεργασία καί κοινωνία μέ τόν Θεό.
Σ’ ἕνα μυστήριο, ἡ γήινη ἀνθρώπινη φύση μετέχει στήν εὐλογημένη θεϊκή πραγματικότητα τοῦ Παρακλήτου, χωρίς οὔτε μιά στιγμή νά παύει νά εἶναι πλήρως ἀνθρώπινη. Ὡς ἐκ τούτου τό μυστήριο δέν εἶναι μιά μαγική πράξη, ἡ ὁποία καταπιέζει τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ἀντίθετα ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τούς περιορισμούς τῆς ἁμαρτίας[12] καί γίνεται ἕνα «πάσχα-πέρασμα» στήν ὄντως ζωή. Μιά διάπλατα ἀνοικτή θύρα, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν ἀλήθεια[13] τῆς ἀνόθευτης καί ἁγνῆς ἀνθρωπίνης φύσης.
Ἔτσι αὐτό πού κάνει ἕνα ἐκκλησιαστικό γάμο νά διαφέρει ἀπό ὁποιοδήποτε ἄλλο εἶναι ὅτι ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα πού ἑνώνονται μέ αὐτόν «εἰς σάρκαν μίαν[14]» εἶναι ἤδη μέ τό βάπτισμά τους μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἡ γαμική τους ἕνωση ἐπικυρώνεται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα πού κατοικεῖ μέσα τους μέ τό Χρῖσμα πού ἔχουν λάβει, ἐνῶ ἡ ἀπό κοινοῦ μετοχή τους στή θεία Εὐχαριστία βεβαιώνει ὅτι ἀποτελοῦν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ[15]. Μόνο μιά τέτοια ἀντίληψη γιά τόν ἐκκλησιαστικό γάμο, δηλαδή ὡς οὐσιαστικοῦ μέρους τοῦ μυστηρίου, τοῦ ὁποίου πλήρωση καί ἐκπλήρωση εἶναι ἡ Εὐχαριστία[16], μπορεῖ νά βοηθήσει νά ἐξαλειφθοῦν πολλές συγχύσεις καί παρανοήσεις πού σχετίζονται μέ τό γάμο στή σύγχρονή μας ὀρθόδοξη ποιμαντική πράξη.
Ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἐπέμεινα τόσο πολύ στή διατύπωση τῆς θέσης τοῦ Γάμου ὡς μυστηρίου τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἶναι γιά νά τονισθεῖ ὁ μυστηριακός του χαρακτήρας μακριά ἀπό κάθε χρησιμοθηρική κρατική ἤ ἐκκλησιαστική ἐπιδίωξη καί προοπτική. Καί ἐξηγοῦμαι:
Ἀπό τόν ἕκτο μέχρι τόν ἔνατο αἰώνα ἡ βυζαντινή αὐτοκρατορική νομοθεσία εἶχε τήν τάση νά παραχωρεῖ στήν Ἐκκλησία ἕνα σταθερά αὐξανόμενο ἔλεγχο ἐγκυρότητας τῶν συναπτομένων γάμων[17], χωρίς ὅμως μέχρι τότε νά τολμήσει νά ἐπιβάλει τήν Ἀκολουθία τοῦ Στεφανώματος[18] ὡς ὑποχρεωτικό νόμο δεσμευτικό γιά τούς συνάπτοντας γάμο. Τό ἀποφασιστικό καί ὁριστικό βῆμα πρός τήν κατεύθυνση αὐτή πραγματοποιήθηκε ἀπό τήν κρατική ἐξουσία στήν ἀρχή τοῦ δεκάτου αἰώνα μέ τήν ἔκδοση ἀπό τόν Λέοντα ΣΤ΄ τόν Σοφό τῆς 89ης Νεαρᾶς του[19], ὅπου σημειώνεται ὅτι ἄν κάποιος γάμος δέν εὐλογεῖτο ἀπό τούς λειτουργούς τῆς Ἐκκλησίας «δέν θά λογίζεται ἔγκυρος γάμος», ἀλλά μιά παράνομη παλλακεία[20]. Αὐτή ἡ νομοθετική ἀλλαγή μετέβαλε ἐκ θεμελίων, ἄν ὄχι τό νόημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γάμου, τουλάχιστον τόν τρόπο κατανόησής του ἀπό τή συντριπτική πλειοψηφία τῶν πιστῶν, πρᾶγμα πού ἰσχύει μέχρι τίς μέρες μας.
Παρόλη τή στενή σχέση πού εἶχε δημιουργηθεῖ ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία καί τήν Πολιτεία κατά τή διάρκεια τοῦ ἔνατου αἰώνα σέ ὅλα τά χριστιανικά κράτη ἡ νομοθετική αὐτή ρύθμιση ἐπέβαλε μιά μεγάλη ἀλλαγή στίς σχέσεις τους, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία ἀνελάμβανε τό βαρύ φορτίο τοῦ καθορισμοῦ τῆς νομικῆς κατοχύρωσης ὅλων ἀνεξαρτήτως τῶν γάμων, ἀκόμη καί αὐτῶν πού βρίσκονταν σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τίς ἐκκλησιαστικές θέσεις καί ἀπόψεις[21].
Βέβαια ἡ καινούργια κατάσταση ἔφερε σέ πλεονεκτική θέση τήν Ἐκκλησία, ἐπειδή τῆς ἐξασφάλισε μιά ὑπεροχική δυνατότητα ἐπίβλεψης[22] τῆς ἠθικῆς κατάστασης πάνω σέ ὅλους τούς πολίτες καί ὄχι μόνο σέ ἐκείνους, πού ὡς πιστοί ἀνῆκαν οὕτως ἤ ἄλλως στό ποίμνιό της. Στήν πράξη ὅμως ὑποχρεωνόταν νά ἐκκοσμικεύσει τήν ποιμαντική της στάση, δηλαδή νά ἀπενεργοποιήσει τούς κανόνες, οἱ ὁποῖοι σωφρόνιζαν τούς παρανομοῦντες πιστούς καί τούς ὁδηγοῦσαν σέ ἔμπρακτη μετάνοια καί νά εὐλογεῖ γάμους, τούς ὁποίους ἡ ἴδια δέν ἐνέκρινε . Πῶς ἦταν δυνατόν πιά νά ἀρνηθεῖ π.χ. τήν ἐκκλησιαστική εὐλογία γιά τό νέο γάμο ἑνός χήρου, ὅταν αὐτή της ἡ ἄρνηση συνεπαγόταν στέρηση τῶν πολιτικῶν του δικαιωμάτων γιά ἕνα ἤ δύο χρόνια; Τό χειρότερο πάντως δέν ἦταν μόνο ἡ εὐλογία τέτοιων γάμων, πού δέν ἐκπληροῦσαν τίς προϋποθέσεις της, ἀλλά τό ὅτι ὄφειλε καί νά τούς διαλύει, ἐκδίδοντας τά διαζύγια.
Σύντομα κάθε εἴδους συμβιβασμοί ἔγιναν πιά ἀναπόφευκτοι γιά τήν Ἐκκλησία. Τό τίμημα πού κλήθηκε νά πληρώσει γιά τήν ἀποδοχή τῆς νέας κοινωνικῆς εὐθύνης, πού τῆς ἐπέβαλε ἡ κρατική ἐξουσία, ἦταν ἀκριβό. Ἡ μέχρι τότε ξεκάθαρη σέ ὅλους θέση της ὅτι ὁ γάμος εἶναι μιά μοναδική καί αἰώνια δέσμευση, ἡ ὁποία εἰκονίζει τήν ἕνωση τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ μέ τή Νύμφη Ἐκκλησία, ἀπαλειφόταν τόσο ἀπό τήν ποιμαντική πρακτική τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καί ἀπό τή συνείδηση τῶν πιστῶν[23].
Ἡ κατάσταση περιπλέχθηκε ἀκόμη περισσότερο ὅταν ὁ αὐτοκτάτορας Ἀλέξιος Α΄ ὁ Κομνηνός (1081-1118) μέ Νεαρά του καθιστοῦσε τήν Ἀκολουθία τοῦ Στεφανώματος - πού πλέον εἶχε καθιερωθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς γαμήλια τελετή - μιά νομική ἀπαίτηση καί γιά τόν γάμο τῶν σκλάβων[24], τούς ὁποίους ἐξαιροῦσε ἡ Νεαρά τοῦ Λέοντα. Χωρίς ἀμφιβολία, πάντως, καθιερώνοντας ἡ Ἐκκλησία μιά Ἀκολουθία τοῦ Στεφανώματος, πού τελεῖτο ξεχωριστά ἀπό τήν Εὐχαριστία, δέν παρέδωσε στή λήθη τήν πεποίθησή της ὅτι ἀνάμεσα στόν ἐκκλησιαστικό γάμο καί τήν Εὐχαριστία ὑφίστατο πάντοτε μιά ἀπόλυτα φυσική σύνδεση καί σχέση καί ὅτι ἡ Εὐχαριστία εἶναι ἡ πραγματική καί ἀληθινή σφραγίδα ἐγκυρότητας τοῦ γάμου[25]. Στήν ἐποχή μας ἡ σύνδεση ἀνάμεσα στό γάμο καί τήν εὐχαριστία πρέπει πάλι νά ἀποκατασταθεῖ. Γιατί, σίγουρα, ἡ Ἐκκλησία δέν διαθέτει καλύτερο τρόπο γιά νά ἀποκαλύψει στά μέλη της τό ἀληθινό μυστηριακό νόημα τῆς πράξης πού τέλεσαν[26].
Β΄
Νομίζω ὅτι ἀφοῦ διατυπώθηκε ἡ θεολογία τοῦ μυστηρίου τοῦ Γάμου σέ ἀντιπαράθεση μέ ὅσα λέγονται κατά καιρούς καί περιβάλλονται μέ ἕνα ἐκκλησιαστικό ἔνδυμα, ἔχουμε μιά βάση, ὥστε νά προχωρήσουμε σέ ἑπόμενα βήματα πού ἀποσκοποῦν σέ πρακτικές ποιμαντικές λύσεις στήν προετοιμασία τῶν χριστιανῶν γιά τό μυστήριο τοῦ γάμου.
Ἡ προετοιμασία αὐτή μπορεῖ νά γίνει μέ πολλούς τρόπους:
1) Ἡ βίωση τῆς συζυγίας ὡς μυστηρίου, πού ἀποτελεῖ δρόμο πρός τή Βασιλεία τοῦ Θεού εἶναι στήν πράξη ὁ θεμέλιος λίθος πάνω στόν ὁποῖο βασίζεται ἡ ἀνάπτυξη τῆς ζωῆς τῶν συζύγων καί τῶν παιδιῶν τους. Στό πλαίσιο αὐτό ἡ ἐπικοινωνία τοῦ ποιμένα μέ τούς μελλονύμφους, ἄν δέν ἐξαντληθεῖ στήν ἔκδοση ἀδείας γάμου, πού ἔχει καταντήσει μιά ἀνούσια γιά ὅλους τούς ἐμπλεκομένους γραφειοκρατική λειτουργία, μπορεῖ νά γίνει ἐξαιρετικά γόνιμη. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος διψᾶ γιά τή νοηματοδότηση τῆς ζωῆς του, εἰδικώτερα τοῦ γάμου του καί τῶν σχέσεων του γενικώτερα.
Ἡ πραγματικότητα μᾶς πληροφορεῖ ὅτι οἱ μελλόνυμφοι στήν συντριπτική τους πλειοψηφία περιορίζουν τήν προετοιμασία τοῦ γάμου τους στό ἐπίπεδο τοῦ κοινωνικοῦ γεγονότος, ὑποτιμώντας ἤ ἀγνοώντας τήν ἔννοια καί τίς διαστάσεις τοῦ Γάμου ὡς Μυστηρίου πού θεώνει τόν ἄνθρωπο. Παγιδεύονται στή διάρκεια τῆς προετοιμασίας τοῦ γάμου τους, πού μπορεῖ νά καλύψει μεγάλο χρονικό διάστημα μερικές φορές καί πέραν τοῦ ἔτους, στήν ἀντίληψη καί θεώρησή του πού προβάλουν τά περιοδικά ποικίλης ὕλης ἤ καί τά εἰδικά γιά τόν γάμο μέ τίς διαφημίσεις καί τά ἄρθρα πού φιλοξενοῦν. « Στίς ἡμέρες μας αὐτοί πού ὑποδέχονται τούς νεονύμφους καί τούς κατευθύνουν εἶναι οἱ φωτογράφοι ἤ οἱ ἀνθοπῶλες, πού ἐπιμελοῦνται τό στολισμό τοῦ ναοῦ. Ὁ ἱερέας καί ἡ φωνή του χάνονται μέσα στήν ἄτακτη πορεία τῶν νεονύμφων καί τῶν προσκεκλημένων πρός τό κέντρο τοῦ ναοῦ καί τοῦ σολέα ... Ἴσως ἡ κατάσταση ἔχει ὑπερβεῖ τά ὅρια τοῦ κοσμικοῦ καί νά ἀγγίζει τά ὅρια τοῦ βέβηλου».[27]
Ἡ ἀντίληψη καί θεώρηση αὐτή περιορίζει πολύ τόν ὁρίζοντα τῆς προετοιμασίας τοῦ γάμου σέ «τεχνικές λεπτομέρειες», πού ὅμως πρέπει νά ρυθμισθοῦν, ὥστε νά τελεσθεῖ «ὁ τέλειος γάμος». Εἶναι σπουδαῖο, ἑπομένως, τό ζευγάρι νά ἀντιληφθεῖ καί νά βιώσει τό Γάμο τους ὡς “Μυστήριο μέγα”, πού χρειάζεται τήν κατάλληλη πνευματική προετοιμασία.
Οἱ μελλόνυμφοι εἶναι ὰναγκαῖο νά προκληθοῦν ἀπό τή διακριτική συμβουλευτική παρέμβαση τοῦ ἱερέα γιά νά ἐμβαθύνουν στόν ἑαυτό τους χωριστά, ἀλλά καί νά προβληματισθοῦν γιά τήν ἑνότητά τους πρός τήν ὁποία καλοῦνται μέ τό γάμο τους. Μιά τέτοια πρόκληση ἴσως θά συμβεῖ γιά πρώτη φορά στή διαδρομή τῆς ζωῆς τους! Ἴσως γιά πρώτη φορά ἀντιμετωπίσουν τόν ὀρθόδοξο γάμο ὡς μυστήριο «ἀπελεύθερο ἀπό κάθε ἠθικιστική ὑποκρισία καί κοινωνική ματαιοδοξία»[28] Ἕνα μυστήριο στό ὁποῖο «δέν κυριαρχεῖ ἡ τελετή ἀλλά ἀπαιτεῖται ἡ ποιότητα τῶν νυμφευομένων»[29]
Εἶναι συχνό φαινόμενο οἱ μελλόνυμφοι νά μή δίνουν ἔμφαση στήν ποιότητα τῶν σχέσεων καί τῶν προσωπικοτήτων τους. Ὅμως «τα ουσιαστικά προβλήματα της σχέσης των δυο φύλων αρχίζουν μετά την έναρξη της κοινής έγγαμης ζωής»[30]. Μποροῦν λοιπόν οἱ μελλόνυμφοι νά προειδοποιηθοῦν γι’ αὐτά, ὥστε να βοηθηθοῦν στά πρῶτα βήματα τῆς συζυγίας τους καί βέβαια ἀκόμα περισσότερο στή φάση τῆς μετάβασης ἀπό τή δυάδα τῆς συζυγίας στήν τριάδα πού προκύπτει μέ τόν ἐρχομό τοῦ πρώτου τους παιδιοῦ[31]. Ἡ προσαρμογή στή συζυγική ζωή θά δημιουργήσει ἀρκετές προστριβές ἀνάμεσα τους, ὥστε ἀρκετά συχνά νά θεωρεῖται ἀπό τόν ἕνα ἤ καί τούς δυό συζύγους τό χρονικό αὐτό διάστημα ὡς ἀπομυθευτικό.
Ἡ συζυγία, στή πρώιμη αὐτή φάση, ἐλάχιστα, φαίνεται νά μοιάζει μέ τόν πιθανό ἀρραβώνα πού προηγήθηκε ἤ ἀκόμα - ὄχι σπάνιο στίς μέρες μας - μέ τή λεγόμενη «ἐλεύθερη συμβίωση». Πάντως ἄν παραδεχτοῦμε ὅτι τό κοινό σημεῖο αὐτῶν τῶν χρονικῶν στιγμῶν εἶναι ἡ ἀγάπη[32], τότε αὐτή μπορεῖ νά ἀποτελέσει τό θεμέλιο πού πρέπει νά ἀξιοποιηθεῖ ἀπό τόν ποιμένα καί νά τροφοδοτηθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία.
2) Ἕνας ἄλλος τρόπος προετοιμασίας – πού θά πρέπει νά ἀπασχολήσει σοβαρά τούς ποιμαντικούς προβληματισμούς μας καί ἀνήκει στό τομέα πρόληψη - εἶναι ἡ κατήχηση, ἡ ὁποία σήμερα στήν πράξη τελεῖ ὑπό ἐξαφάνιση ἐξαιτίας τῆς ἀδιαφορίας μας. Παρόλες τίς φιλότιμες προσπάθειες πού κάποιοι ἀπό τούς ἱερεῖς μας θά καταβάλλουν κατά τήν ἔκδοση τῆς ἄδειας γάμου τῶν μελλονύμφων, εἶναι παράλογο νά πιστεύουμε ὅτι ἕνας ἐνήλικας π.χ. τῶν τριάντα χρόνων μέ μιά διαδρομή σέ ποικίλους χώρους καί ἰδεολογίες, θά ἀλλάξει ἀπόψεις γιά τόν ἑαυτό του, τό ἄλλο φύλο, τήν ἔννοια τῶν σχέσεων καί τοῦ ἔρωτα, τῆς οἰκογένειας καί τοῦ γάμου, ὅταν, ἴσως γιά πρώτη φορά, συναντήσει ἕνα ἱερέα, ὁ ὁποῖος θά ἔχει διάθεση καί χρόνο νά μιλήσει γιά ὅλα αὐτά τά ζητήματα καί θάναι ἀνοικτός στό διάλογο γιά ἀπαντήσεις σέ ἐνδεχόμενες ἐρωτήσεις.
Ἡ συμβολή στό σημεῖο αὐτό τόσο τῶν Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν Θείας Λατρείας καί Ποιμαντικοῦ Ἔργου καί Ἐκκλησιαστικῆς Ἐκπαιδεύσεως καί Ἐπιμορφώσεως τοῦ Ἐφημεριακοῦ Κλήρου, τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Γάμου, Οἰκογένειας, Προστασίας Παιδιοῦ καί Δημογραφικοῦ Προβλήματος ὅσο καί τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Χριστιανικῆς Ἀγωγῆς καί Νεότητος[33] ἦταν, εἶναι καί θά εἶναι σημαντική.
Χρειαζόμαστε προγράμματα μελλονύμφων πού δέν θά ἔχουν «σχολικό» χαρακτήρα μάθησης, ἀλλά κύκλους συναντήσεων διαλόγου καί ἐπικοινωνίας τῶν ζευγαριῶν μέ τούς Ἱερεῖς ἤ καί μέ εἰδικούς, ὅπου αὐτό εἶναι δυνατόν ἤ ἐπιβάλλεται ἀπό τίς ἀνάγκες τῆς κατήχησης. Αὐτά τά προγράμματα θά πρέπει νά καλύπτουν τρεῖς ἄξονες: α) θεολογία τοῦ Γάμου, β) τελετουργική καί συμβολική γλώσσα τῆς ἀκολουθίας τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου καί γ) πνευματικές κατευθύνσεις καί ἀσκητική τῶν συζύγων μέσα στό γάμο[34].
Ἑπομένως ὅλη αὐτή ἡ προβληματική γιά τήν κατήχηση εἶναι ἕνας ἐπιπλέον λόγος γιά νά ἀναλογισθοῦμε σοβαρά τόν ποιμαντικό σχεδιασμό γενικά τῆς κατήχησης ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἡλικία τῶν κατηχουμένων.
3) Ὅλα αὐτά μποροῦν νά λάβουν σάρκα καί ὀστᾶ μόνο μέ εὐαισθητοποιημένους καί παραλλήλως κατάλληλα ἐκπαιδευμένους ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι θά μποροῦν νά ἐργασθοῦν δημιουργώντας ὁμάδες διαλόγου παιδιῶν, ἐφήβων καί ἐνηλίκων, καθώς ἐπίσης καί δομές συμπαράστασης τῶν νέων κυρίως οἰκογενειῶν. Πρέπει μέσα στά ὅρια τῆς ἐνορίας ἡ ποιμαντική τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογένειας νά μήν εἶναι ἀποκεκομμένη ἀπό τήν ποιμαντική τῆς νεότητας. Ἄς πρωτοτυπήσουμε λιγάκι καί ἄς προλάβουμε τή κρατική μέριμνα μέ μιά μορφή διαφυλικῆς ἀγωγῆς καί κατήχησης γιά παιδιά καί ἐφήβους. Θεωρεῖται χρήσιμο νά ὑπάρχει στίς ἐνορίες «συνεργασία τῶν ποιμένων καί τῶν γονέων μέ εἰδικούς ἐπιστήμονες, θεολόγους καί μή, ἔτσι ὥστε νά δημιουργηθοῦν κέντρα ἐνημέρωσης τῶν νέων γιά θέματα τοῦ γάμου καί τῆς σεξουαλικῆς ἀγωγῆς τῶν παιδιῶν»[35].

4) Πολλά μπορεῖ νά προσφέρει καί τό κυριακάτικο κυρίως κήρυγμά μας[36], ἐφόσον βέβαια καλλιεργεῖ θεολογικά κριτήρια στούς πιστούς τῶν ἐνοριῶν. Ὅλα ὅσα ἀναφέρθηκαν πιό πάνω δείχνουν τίς τάσεις τίς σύγχρονης κοινωνίας γιά τίς οἰκογενειακές σχέσεις καί τούς ρόλους τῶν μελῶν της. Γίνεται λοιπόν φανερό ὅτι ἡ ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας ἐκφραζομένη καί στό κηρυγματικό της λόγο δέν πρέπει νά στηρίζεται ἀποκλειστικά καί μόνο στά στερεότυπα ἄλλων ἐποχῶν. Μέ τήν πνοή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού δρᾶ στήν Ἐκκλησία ὀφείλει ὁ κηρυγματικός λόγος νά προσαρμοσθεῖ στά νέα δεδομένα καί νά προβληματισθεῖ γιά νά ἀπαντήσει στίς πιεστικές ποιμαντικές ἀνάγκες καί νά συμβάλει θετικά τόσο στήν πρόληψη ὅσο καί στήν θεραπεία τῶν οἰκογενειακῶν σχέσεων καί προβλημάτων[37]. Ἄς γραφεῖ ἕνα εὐσύνοπτο τεῦχος[38] ἤ μιά ποιμαντική ἐπιστολή, πού νά περιέχει μέ σαφήνεια τίς ὑποχρεώσεις τῶν μελλονύμφων καί νά τούς χαρίζεται ὡς εὐλογία ἀπό τίς οἰκεῖες Μητροπόλεις μαζί μέ τήν ἄδεια τοῦ γάμου[39].

5) Σημαντική συμβολή στήν προετοιμασία τῶν μελλονύμφων εἶναι καί ἡ ἐπιμόρφωση τῶν κληρικῶν μας γιά νά εἶναι σέ θέση νά σχεδιάσουν καί νά ὑλοποιήσουν ὅλα τά προηγούμενα. Πρόσφατα τόσο στήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή ὅσο και σέ κάποιες Μητροπόλεις λειτουργοῦν προγράμματα ἐπιμόρφωσης τῶν κληρικῶν σέ θέματα ψυχικῆς ὑγείας, ἐξομολόγησης, κηρύγματος, ποιμαντικῆς τῶν ποιμένων, ποιμαντικῆς τῶν πιστῶν καί ἀνάλογα μέ τίς ὑπάρχουσες ἀνάγκες εἰδικότερα σεμινάρια γιά τήν ποιμαντική διακονία στά νοσοκομεῖα καί τίς φυλακές. Ἀλλά καί σέ ὅσες Μητροπόλεις δέν εἶναι εὔκολο νά δημιουργηθοῦν καί νά λειτουργήσουν τέτοια προγράμματα, θά ἄξιζε τόν κόπο οἱ ἐπιχώριοι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες νά συνεργασθοῦν γιά τήν ἐπιμόρφωση τῶν κληρικῶν τῆς ἐπαρχίας τους μέ ὁμόρους τους Μητροπολίτες πού ἔχουν ἀναπτύξει ἀνάλογα προγράμματα.

6) Ἄς προσεχθεῖ ἰδιαίτερα ἡ τέλεση τῶν ἀκολουθιῶν τῶν Μυστηρίων τοῦ Γάμου καί τῆς Βαπτίσεως, ἀλλά καί τοῦ ἀριθμοῦ πού πρέπει νά τελοῦνται σέ κάθε Ἱερό Ναό, ὥστε νά μειωθεῖ στό ἐλάχιστο ὁ ἀπρόσωπος χαρακτήρας πού ἐπιβάλλεται, ὅταν τελοῦνται πολλά μαζί, ἀλλά καί ὁ κορεσμός τῆς συνήθειας αὐτῶν πού τά τελοῦν, δηλαδή τῶν ἱερέων, καί νά μειωθοῦν ὅσα προβλήματα πηγάζουν ἀπό τήν πίεση πού ὑφίστανται οἱ ἱερεῖς ἀπό τούς πιστούς. Καί στό σημεῖο αὐτό πάλι τό παράδοξο προβάλλει μπροστά μας. Ἐνῶ καταγγέλλουμε τήν ἐκκοσμίκευση, τήν ἀνεχόμαστε μέ τήν ἐγκληματική μας ἀδιαφορία στή διάρκεια τῆς τέλεσής τους.
Τελειώνοντας τήν παρούσα εἰσήγηση θά ἤθελα νά ὑπογραμμίσω ὅτι ἄν ὅλα τά πιό πάνω πρέπει νά ἐφαρμοσθοῦν στούς πιστούς ἀδήριτη προβάλει ἡ ἀνάγκη νά τά ἔχουν ἤδη ἐγκολπωθεῖ καί ἐφαρμώσει οἱ ποιμαίνοντες κληρικοί καί ἰδιαίτερα οἱ ἔγγαμοι. Στίς μέρες μας σέ κάποιες Μητροπόλεις ὑπάρχει ἀριθμός κληρικῶν πού ἔχουν χωρίσει. Γνωρίζουμε κληρικούς πού παντρεύτηκαν δίχως κἄν νά γνωρίζονται μέ τή σύντροφό τους.
Ἀμέσως μετά νά χειροτονοῦνται. Σέ κάποιες ἀπό τίς περιπτώσεις αὐτές ἡ πρεσβυτέρα πρίν ἀπό τήν χειροτονία ἦταν ἤδη ἔγκυος. Ὅλα αὐτά τά σημαντικά καί κομβικά γεγονότα - γάμος τεκνοποιία ἱερωσύνη - γίνονται ταυτόχρονα, δίχως τήν ἀνάλογη ἀπαιτούμενη προετοιμασία[40].
Δέν ἔλειψαν τά τελευταῖα χρόνια ἐκκλήσεις ἀπό διαφόρους ἐκκλησιαστικούς κύκλους πρός τίς κοπέλες ἐκκλησιαστικῶν καί θεολογικῶν σχολῶν νά δεχθοῦν νά γίνουν πρεσβυτέρες. Οἱ μαθητές τῶν σχολῶν αὐτῶν ψάχνουν ἐναγωνίως κοπέλα γιά νά γίνει πρεσβυτέρα. Οὔτε μιά στιγμή δέν περνᾶ ἀπό τό μυαλό μας ἡ προοπτική ἕνας ὑποψήφιος γιά τήν ἱερωσύνη νά ἀναζητήσει ἁπλά σύντροφο καί στή διαδρομή τοῦ ἔγγαμου βίου τους, ἀφοῦ καί οἱ δυό μαζί τό ἀποφασίσουν καί εὐδοκήσει καί ὁ Θεός νά γίνουν ἱερατική οἰκογένεια.
Πιστεύω ὅτι ὡς συνοδικό σῶμα θά ὀφείλαμε περισσότερο νά ἀσχοληθοῦμε μέ τήν προετοιμασία γιά τήν ἔγγαμη ζωή τοῦ ὑποψήφιου ἱερέα ἀλλά καί γιά τήν ἱερατική συζυγία καί τήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν μιᾶς ἱερατικῆς οἰκογένειας, παρά νά συζητήσουμε γενικά γιά τήν προετοιμασία τῶν πιστῶν μιά καί οἱ σχετικές συνοδικές ἐπιτροπές ἔχουν κάνει σπουδαῖο ἔργο στόν τομέα αὐτό μέ τίς ἡμερίδες καί τά συνέδρια, οἱ ἐμπεριστατωμένες εἰσηγήσεις τῶν ὁποίων ἔχουν ἤδη δημοσιευθεῖ, καί ἐπιτρέψτε μου νά πῶ, ὅτι σπουδαῖο ἔργο ἔχουν κάνει καί οἱ σχολές γονέων τῶν διαφόρων Ἱερῶν Μητροπόλεων, ὅταν φυσικά ἐκπληροῦν τήν ἀποστολή τῆς δημιουργίας τους.
Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι,
Εὐχαριστῶ γιά τήν ὑπομονή Σας.


[1] Ὁ ἀνταγωνισμός ἀνάμεσα στόν ἄνδρα καί τή γυναίκα ἐπισημαίνεται τόσο στή ραβινική παράδοση, ὅσο καί στήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφική σκέψη. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ πρωϊνή προσευχή τοῦ Ἰουδαίου πού εὐχαριστοῦσε τόν Θεό, γιατί δέν τόν ἔκανε ἐθνικό, δοῦλο ἤ γυναίκα (Καραβιδοπούλου Ἰω., Ἀποστόλου Παύλου ἐπιστολές πρός Ἐφεσίους, Φιλιππησίους, Κολασσαεῖς καί Φιλήμονα, Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1981, σσ. 204-205). Ἐξ ἴσου χαρακτηριστικά εἶναι καί τά ὅσα ἀναφέρουν γιά παράδειγμα ὁ Ἀριστοτέλης Πολιτικά Α΄5, 1254β, 14-15: «ἔτι δέ τό ἄρρεν πρός τό θῆλυ φύσει τό μέν κρεῖττον, τό δέ χεῖρον καί τό μέν ἄρχον, τό δέ ἀρχόμενον» καί ὁ Θαλῆς ὁ Μιλήσιος, ὁ ὁποῖος θεωροῦσε τόν ἑαυτό του τυχερό γιά τρία πράγματα: «πρῶτον ὅτι ἔγινε ἄνθρωπος καί ὄχι θηρίο, ἔπειτα ἄνδρας καί ὄχι γυναίκα καί τρίτον ἕλληνας καί ὄχι βάρβαρος» στό Diels H. Kranz W., Die Fragmente der Vorsokratiker, Dublin-Zurich, σ. 72, 28. Πρβλ καί Ἰωαννίδη Θ., Γάμος καί παρθενίᾳ ἐν Χριστῷ, Ἁρμός, Ἀθήνα 1998, σσ. 32-33 καί Ἀδαμτζίλογλου Εὐαν., «Οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 33
[2] Πρβλ. Γεν. 5, 16: «καί πρός τόν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου καί αὐτός σου κυριεύσει».
[3] Πρβλ. Ἱεροθέου (Βλάχου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου), Ὅσοι πιστοί, Κείμενα Ὀρθόδοξης Παράδοσης ἤ Παραδεδομένης Πίστης, Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), Λεβάδεια, 1996, σ. 124: «Ἡ ἀποκατάσταση τῆς γυναικείας φύσεως ἔγινε μέ τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Χριστοῦ καί τήν γέννησή Του ἀπό τήν Πανάχραντο Μαρία, τήν ὁποία περίμεναν ὅλοι οἱ αἰῶνες».
[4] Πρβλ καί Καλλιακμάνη B. (πρωτοπρ.), Ὁ ἐκκλησιολογικός χαρακτήρας τῆς ποιμαντικῆς, Λεντίῳ ζωννύμενοι ΙΙ, Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 151-152.
[5] Ἐφ. 5, 32: «τό μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγώ δέ λέγω εἰς Χριστόν καί εἰς τήν ἐκκλησίαν»
[6] Ἐφ. 5, 31
[7] Παρ. 9, 2-5: «Ἡ σοφία … ἔσφαξεν τά ἑαυτῆς θύματα / ἐκέρασεν εἰς κρατῆρα τόν ἑαυτῆς οἶνον / καί ἡτοιμάσατο τήν ἑαυτῆς τράπεζαν˙ / ἀπέστειλεν τούς ἑαυτῆς δούλους … λέγουσα˙ / … ἔλθετε φάγετε τῶν ἐμῶν ἄρτων / καί πίετε οἶνον, ὅν ἐκέρασα ὑμῖν …» καί Ματθ.22, 1-14, ὅπου καταγράφεται ἡ παραβολή τῶν βασιλικῶν γάμων, Λουκ. 14, 15-24, ὅπου περιγράφεται ἡ παραβολή τοῦ μεγάλου Δείπνου, Ἀποκ. 19, 7-9: «ὅτι ἦλθεν ὁ γάμος τοῦ ἀρνίου καί ἡ γυνή αὐτοῦ ἡτοίμασεν ἑαυτήν … μακάριοι οἱ εἰς τό δεῖπνον τοῦ γάμου τοῦ ἀρνίου κεκλημένοι» κ. ἀ
[8] Α΄ Πετρ. 1, 3-8: «Εὐλογητός ὁ Θεός … ὁ ἀναγεννήσας ἡμᾶς … εἰς κληρονομίαν … τετηρημένην ἐν οὐρανοῖς … ἐν ᾧ … ἀγαλλιᾶσθε χαρᾷ ἀνεκλαλήτῳ καί δεδοξασμένῃ»
[9] Πρβλ. Ἰ. Μέγεντορφ (Πρωτοπρ.), Ὁ Ὀρθόδοξος Γάμος, μεταφρ. Ἀθηναγόρου (Ἀρχιμ. Δικαιάκου, νῦν Μητροπολίτου Ἰλίου Ἀχαρνῶν καί Πετρουπόλεως), Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2004, σσ. 43-50.
[10] Ἐπιστολή Ἰγνατίου Ἀντιοχείας πρός τόν Σμύρνης Πολύκαρπο: «Μετά γνώμης τοῦ ἐπισκόπου τήν ἕνωσιν ποιεῖσθαι, ἵνα ὁ γάμος ᾖ κατά Κύριον καί μή κατ’ ἐπιθυμίαν»
[11] Πρβλ. Ἑβρ. 12, 23: «ἐκκλησίᾳ πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων» καί Τερτυλλιανοῦ Ad uxorem (Πρός τήν σύζυγον) PL 1, 1415: “Unde sufficiamus ad enarrandum felicitatem ejus matrimonii quod ecclesia conciliat, et confirmat oblatio et obsignat benedictio, angeli renuntiant” ( «ἀπό ὅπου ὁδηγούμεθα πρός τήν διηγηθεῖσα εὐτυχία ἑνός τέτοιου γάμου, ὁ ὁποῖος προετοιμάζεται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἑδραιώνεται ἀπό τήν προσφορά τῶν Τιμίων Δώρων – μέ τήν μετοχή δηλαδή στήν Εὐχαριστία - , ἐπισφραγίζεται μέ τήν εὐλογία καί καταχωρεῖται στούς οὐρανίους καταλόγους ἀπό τούς ἀγγέλους »)
[12] Ἰω. 1, 12-13: «ἔδωκεν αύτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τό ὄνομα αὐτοῦ. Οἵ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδέ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδέ ἐκ θελἠματος ἀνδρός, ἀλλ’ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν»
[13] Ἲω. 16, 13: «τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν»
[14] Ἐφ. 5, 31
[15] Γιά τή σχέση ἀνάμεσα στό γάμο καί τήν Εὐχαριστία γίνεται νύξη στήν εὐαγγελική διήγηση τοῦ γάμου τῆς Κανᾶ (Ἰω. 2, 1-11), ἡ ὁποία ἄλλωστε καθιερώθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία νά ἀπαγγέλλεται ὡς εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα στή σύγχρονη ἀκολουθία τοῦ γάμου.
[16] Κατά τόν ἅγιο Νικόλαο τόν Καβάσιλα, τό μεγάλο ὀρθόδοξο θεολόγο τοῦ 14ου αἰώνα, ὅλα τά μυστήρια πού ἐνεργοῦνται στόν ἄνθρωπο χωριστά, βρίσκουν τήν πλήρωση καί τήν ὁλοκλήρωσή τους στή Θεία Εὐχαριστία. Βλ. τό ἔργο του Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, PG 150, 585 καί Νέλλα Παν., Ζῶον θεούμενον, Ἐποπτεία, Ἀθήνα 1979, τό κεφάλαιο «Ἡ ἐν Χριστῷ πνευματική ζωή τοῦ ἀνθρώπου»
[17] Πρβλ τήν 64η Νεαρά τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ. Ἀργότερα ὁ ἅγιος Φώτιος θά σημειώσει ὅτι: «ὁ γάμος λαμβάνει νομική ὑπόσταση μέ μιά εὐλογία ἤ μέ τήν εὐχή κατά τήν Ἀκολουθία τοῦ Στεφανώματος ἤ μέ τή σύναψη ἑνός συμφωνητικοῦ ἤ συμβολαίου» Ἐπαναγωγή, XVI, 1
[18] Ἡ Ἀκολουθία αὐτή μαρτυρεῖται ἀπό τόν 4ο αἰώνα ὡς τελετή στέψης. Σέ ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου (†826) ὑπάρχει ἡ γνωστή τρίτη κατά σειρά εὐχή τῆς σημερινῆς ἀκολουθίας τοῦ γάμου: «Κύριε ἐξαπόστειλον τήν χεῖρα Σου ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου σου καί ἅρμοσον τόν δοῦλον σου καί τήν δούλην σου …» Ἐπιστολαί I, 22, PG 99, 973. Πάντως ἡ ἐμφάνιση καί παρουσία τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Στεφανώματος δέν σημαίνει ὅτι ἡ τέλεσή της ἀπαιτεῖτο ὁπωσδήποτε ὡς προϋπόθεση γιά ὅλους τούς χριστιανούς πού παντρεύονταν μέχρι τήν ἐποχή ἐκείνη.
[19] Ἡ ἔκδοση τῆς Νεαρᾶς αὐτῆς συμπίπτει μέ τήν ἐμφάνιση τῆς τέλεσης τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Στεφανώματος χωριστά ἀπό τή Θεία Λειτουργία
[20] Βλ. Dain A., Les Novelles de Leon VI, le Sage, Παρίσι 1944, σσ. 294-297, ὅπου παρατίθεται τό ἀρχαῖο ἑλληνικό κείμενο μέ τή γαλλική του μετάφραση. Μετάφρασή του στά νέα ἑλληνικά ὑπάρχει στό Ἰ. Μέγεντορφ, Ὁ Ὀρθόδοξος Γάμος, … σσ. 250-251
[21] Πρίν ἀπό τή Νεαρά αὐτή ἕνας πολίτης τῆς αὐτοκρατορίας μποροῦσε νά συνάψει ἕνα μή ἀποδεκτό ἀπό τήν Ἐκκλησία γάμο, λχ δεύτερο, τρίτο, μεικτό, πού ὅμως θεωροῦνταν νόμιμοι ἀπό τήν κρατική ἐξουσία. Ἄν ὁ πολίτης ἦταν χριστιανός ἡ πράξη του αὐτή ἐπέσυρε ἀνάλογο ἐπιτίμιο ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς κανόνες. Παρ’ ὅλες ὅμως τίς ἐκκλησιαστικές ποινές, αὐτός ὁ χριστιανός πολίτης ἐξακολουθοῦσε νά διατηρεῖ στό ἀκέραιο τά δικαιοπρακτικά του δικαιώματα πού ἀπέρρεαν ἀπό τούς κρατικούς νόμους.
[22] Κάτι πού ἐπιδίωξε ἡ Δυτική Ἐκκλησία καί τό πέτυχε ἑνάμισυ αἰώνα ἀργότερα μέ τή Γρηγοριανή ἤ Κλουνιακή (ἀπό τό μοναστήρι τοῦ Cluny) Μεταρρύθμιση. Πρβλ Καλλιγέρη Α (πρωτοπρ.) Γάμος: Ἀπό τό Μυστήριο στό θεσμό, Μαϊστρος
[23] Ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας Λέοντας ὁ Στ΄, εἰσηγητής καί δημιουργός αὐτῆς τῆς Νεαρᾶς, ἄσκησε ἀργότερα πίεση στόν Πατριάρχη Νικόλαο Α΄ τόν Μυστικό νά εὐλογηθεῖ ὁ τέταρτος γάμος του μέ τή Ζωή Καρβονοψίνα τό 906. Ὁ Νικόλαος ἀρνήθηκε ἀλλά τήν ἄδεια τήν ἔλαβε ἀπό τόν Πάπα. Βλ. Diel Charles, Figures Byzantines, ἔκδ. δ΄, 1909, Ι, σσ. 181-215 καί σέ αγγλική μετάφραση Bell H., Byzantine Portraits, σσ. 172-205
[24] Μέχρι τότε τελοῦσαν τό γάμο τους κατά τή διάρκεια τῆς Εὐχαριστίας, χωρίς νά εἶναι ὑποχρεωμένοι νά ἐπιλέξουν τήν Ἀκολουθία τοῦ Στεφανώματος, πού πολλές φορές ἦταν ἀσύμφορη οἰκονομικά γιά τό πενιχρό τους βαλάντιο
[25] Γιά παράδειγμα, γάμοι πού εἶχαν τελεσθεῖ πρίν ἀπό τό βάπτισμα τοῦ ζευγαριοῦ, δηλαδή χωρίς σύνδεση μέ τή Θεία Λειτουργία, στεροῦνταν ὁποιασδήποτε ἔννοιας μυστηρίου. Ἄν κάποιος, ἤδη παντρεμένος ἤ χωρισμένος, πού πρόσφατα βαπτίσθηκε χριστιανός, σύναπτε δεύτερο γι΄ αὐτόν γάμο μέ μιά χριστιανή, γιά τήν ὁποία αὐτός ὁ γάμος ἦταν ὁ πρῶτος, μποροῦσε στή συνέχεια νά γίνει δεκτός ὡς ὑποψήφιος πρός χειροτονία ἱερέας, ἐπειδή, σύμφωνα μέ τόν 17ο Ἀποστολικό Κανόνα, θεωρεῖτο ὅτι εἶχε παντρευθεῖ μόνο μιά φορά
[26] Βλ. στό Ἰ. Μέγεντορφ, Ὁ Ὀρθόδοξος Γάμος, … τό κεφ. V Ὁ Γάμος ὡς ἀνεξάρτητη ἱεροτελεστία σσ. 63-77
[27] Καλλιακμάνη Β. (πρωτοπρ.), Ἱερότητα καί κοσμικότητα στήν τέλεση τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Γάμου» στό Γάμος στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, Πρακτικά Δ’ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου, Κλάδος Ἐκδόσεων τῆς Ἐπικοινωνιακῆς καί Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2004, σ. 35
[28] Καρδαμάκη Μ. (πρωτοπρ.), Ἀγάπη καί Γάμος, Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1991, σσ. 76-79
[29] Καρδαμάκη Μ. , ὅππ σ. 77
[30] Γιωσαφάτ Μ., Ο Γάμος ως πηγή κατάθλιψης» στό Θεραπεία ζεύγους, Καστανιώτης, Αθήνα 2008, σ. 9
[31] Ὁ ἐρχομός τοῦ παιδιοῦ ἀνακοινώνεται στόν κληρικό μέ τό αἴτημα τῆς νέας μητέρας γιά τό σαραντισμό του. Στήν περίπτωση αὐτή ἡ προσέγγιση τοῦ ζευγαριοῦ ἀπό πολλούς ἀπό τούς ἱερεῖς μας εἶναι τόσο ψυχρή ὥστε οἱ γονεῖς νιώθουν σάν νά κάνουν τρισάγιο! Ἄγνωστοι μεταξύ ἀγνώστων. Ἄν εἴχαμε τή σωφροσύνη νά ἀντιληφθοῦμε λίγο τό ἄγχος τῆς μητέρας πού ἔχει γεννήσει τό πρῶτο της παιδί, θά προσέχαμε πολύ περισσότερο. Ἄν ἡ στάση μας αὐτή συνδυασθεῖ μέ τήν ἐπιλόχειο «κατάθλιψη» μποροῦμε εὔκολα νά καταλάβουμε ποιά ποιμαντική βαριά ἀμέλεια προκύπτει.
[32] Ὅποια καί ἄν εἶναι ἡ νοηματοδότηση τῆς ἔννοιας ἀπό τούς ἀνθρώπους
[33] Εὔκολα τοῦτο γίνεται κατανοητό ἀπό τά πρακτικά τῶν ἡμερίδων καί τῶν ἐπιστημονικῶν συσκέψεων πού αὐτές οἱ ἐπιτροπές ἔχουν κατά καιρούς διοργανώσει.
[34] Πορίσματα στό Γάμος καί οἰκογένεια, Διαπιστώσεις καί προοπτικές, Πρακτικά τῆς β΄ Διεπιστημονικῆς συσκέψεως, Διορθόδοξον Κέντρον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Πεντέλη, 5-6 Νοεμβρίου 2004, Κλάδος Ἐκδόσεων τῆς Ἐπικοινωνιακῆς καί Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2008, σ. 218, ὅπου μάλιστα διατυπώνεται καί ἡ πρόταση ἡ παρακολούθηση τους νά εἶναι ὑποχρεωτική προκειμένου νά ἐκδοθεῖ ἡ ἄδεια γάμου
[35] Πορίσματα στό Γάμος καί οἰκογένεια, Διαπιστώσεις καί προοπτικές, ὅππ
[36] Πολύ μεγάλη προσοχή χρειάζεται καί στό κήρυγμα πού ἀρκετές φορές ἐκφωνεῖται στό τέλος τῆς ἱερολόγησης τοῦ μυστηρίου. Δυστυχῶς λέγονται πολλά ἄκομψα, ἄκαιρα καί κάποτε ἀκόμη καί ἐκτός τῆς πίστης μας ἀπόψεις.
[37] Καλλιακμάνη Β. (πρωτοπρ.), Γάμος καί οἰκογένεια στό Γάμος καί οἰκογένεια, Διαπιστώσεις καί προοπτικές, σ. 192
[38] Μιά ἀξιοπρόσεκτη σχετική ἔκδοση εἶναι ἕνα μικρό ὁδοιπορικό στό μυστήριο τοῦ γάμου – μόλις 70 σελίδες μικροῦ στενόμακρου σχήματος – τοῦ Ἀγνάντου Ν, Σάρκα μία, Ἀκρίτας. Στό ἄνω μέρος κάθε σελίδας ρέει τό ἀρχαῖο κείμενο τῆς Ἀκολουθίας τοῦ γάμου, ὅπως αὐτό τελεῖται σήμερα, μέ ἀπόδοση στά νέα ἕλληνικά τῶν δυσκολοτέρων λέξεων καί φράσεών της ἐντός παρενθέσεως, ἐνῶ στό ὑπόλοιπο μισό καταγράφεται μιά θεολογική προσέγγιση καί ἑρμηνεία τόσο τοῦ περιεχομένου, ὅσο καί τοῦ τελετουργικοῦ τοῦ μυστηρίου μέ τή μορφή μιᾶς μικρῆς ἱστορίας
[39] Καρακόλη Κ., Συζυγία καί Τεκνογονία, Ἐρωτήματα καί ἀπορίες ἐνός λαϊκοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας, στό Συζυγία καί Τεκνογονία, Πρακτικά τῆς α΄ Διεπιστημονικῆς συσκέψεως, 13-14 Δεκεμβρίου 2002, Κλάδος Ἐκδόσεων τῆς Ἐπικοινωνιακῆς καί Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2008, σ. 168
[40] Καραγιάννη Δ., Γονεῖς καί σύντροφοι, στό Συζυγία καί Τεκνογονία, σ. 191

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου