Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Αγίου Λουκά Κριμαίας, Λόγος στον Εσπερινό της συγχωρήσεως της Μεγάλης Τεσσαρακοστής











Πρέπει, αδελφοί και αδελφές μου, να έχουμε χα­ραγμένο στην καρδιά μας και να θυμόμαστε πάντα τον λόγο του Χριστού: «Εάν γάρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πα­τήρ υμών ο ουράνιος· εάν δέ μή αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών α­φήσει τα παραπτώματα υμών» (Μτ. 6, 14-15). Είναι πολύ φοβερά αυτα τα λόγια του Κυρίου. "Αν δεν συγχωρούμε τα παραπτώματα του πλησίον μας τότε και ό Χριστός, στη Φοβερά του Κρίση, θα μας βάλει στα αριστερά του δεν θα μας αφήσει τις αμαρτίες μας διότι και εμείς δεν αφήναμε τα παραπτώματα τού πλησίον μας. Βλέπετε, διότι πραγματικά είναι φρικτό πράγμα να μην συγχωρούμε τους ανθρώπους...


Στους βίους των αγίων υπάρχουν αρκετά παρα­δείγματα ανθρώπων πού τιμωρήθηκαν επειδή δεν ήθελαν να συγχωρήσουν. Ο ιερομόναχος Τίτος της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου βρισκόταν στην επιθανάτια κλίνη. Μαζεύτηκε γύρω του όλη η αδελ­φότητα της Μονής. Όλοι ήξεραν ότι υπάρχει παλιά έχθρα μεταξύ του Τίτου και του Ιεροδιακόνου Ευάγριου, γι' αυτό και έφεραν τον Ευάγριο να συμφιλι­ωθεί με τον Τίτο πριν αποθάνει.

Ο μακάριος αυτός ο Τίτος σηκώθηκε στο κρεβά­τι του, έσκυψε μπροστά στον Ευάγριο το κεφάλι του και του ζήτησε συγγνώμη. Αλλά ο σκληρόκαρδος Ευάγριος του απάντησε με έναν τρομερό λόγο: «Δεν θα σε συγχωρήσω ούτε σ' αυτή τήν ζωή ούτε στην μέλλουσα». Μόλις το είπε αυτό έπεσε νεκρός, και ό μακάριος Τίτος σηκώθηκε υγιής από το κρεβάτι του. Διηγήθηκε στους αδελφούς ότι είδε τους αγγέλους και τους δαίμονες οι όποιοι είχαν μαζευτεί γύρω από το κρεβάτι του. Οι δαίμονες ήθελαν να πάρουν τήν ψυχή του, διότι είχε έχθρα με τον Ευάγριο, ενώ οι άγγελοι έκλαιγαν γι' αυτόν. Μόλις όμως ο Ευάγριος είπε τον φοβερό εκείνο λόγο, ένας άγγελος με το φλογισμένο δόρυ του χτύπησε τον Ευάγριο ό όποι­ος αμέσως έπεσε νεκρός. Ό ίδιος άγγελος πήρε το χέρι του Τίτου, τον θεράπευσε και τον σήκωσε από το κρεβάτι του.

Γνωρίζουμε και ένα άλλο παράδειγμα από το βίο του μάρτυρα Νικηφόρου. Υπήρχε έχθρα μεταξύ αυτού και του πρεσβυτέρου Σαπρικίου, με τον οποίον κάποτε ήταν πολύ καλοί φίλοι. Όμως, όπως συχνά γίνεται, ο διάβολος με τις πανουργίες του κατέστρε­ψε αυτή τη φιλία. Ήταν καιρός πού γινόταν σφο­δρός διωγμός κατά των χριστιανών. Ο πρεσβύτερος Σαπρίκιος συνελήφθη, τον βασάνισαν και τελικά τον οδήγησαν σε μαρτύριο. Όταν πήγαν να τον εκτελέσουν ο Νικηφόρος τον ακολουθούσε, έπεφτε μπροστά του και τον ικέτευε λέγοντας: «Μάρτυρα του Χριστού, συγχώρησε με». Ο Σαπρίκιος όμως δεν ήθελε να τον συγχωρήσει. Όταν έφτασαν στον τόπο του μαρτυρίου ό Σαπρίκιος ξαφνικά είπε: «Μην με αποκεφαλίζετε. Αρνούμαι τον Χριστό». Έτσι αρνήθηκε τον Χριστό του και χάθηκε ή ψυχή του. Την θέ­ση του πήρε ό Νικηφόρος, ό όποιος έσκυψε το κε­φάλι του κάτω από το τσεκούρι του δημίου, μαρτύρησε και δοξάστηκε στους Ουρανούς. Τρομερό, πραγματικά τρομερό γεγονός. Και νομίζω ότι πρέπει να ταράξει αυτούς πού δεν θέλουν να συγχωρούν τον πλησίον τους.
Θυμηθείτε τον Κύριο πού συγχωρούσε όλους: συγχώρησε τον ληστή πάνω στο Σταυρό, τον τελώ­νη, την πόρνη, που έβρεξε με τα δάκρυά της τα πό­δια του και τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Ας θυμη­θούν αυτοί που δεν θέλουν να συγχωρούν την παρα­βολή του κακού δούλου που ο βασιλιάς τού χάρισε το πολύ μεγάλο χρέος του. Εκείνος, όμως, μόλις βγήκε από τον βασιλιά, βρήκε έναν από τους συνδούλους του που του όφειλε ένα μικρό ποσό, τον έπιασε και τον έσφιγγε να τον πνίξει, λέγοντας του: «ξόφλησέ μου το χρέος».

Όταν το είδαν αυτό οι σύνδουλοί του, λυπήθη­καν πάρα πολύ. Πήγαν και το διηγήθηκαν στον κύ­ριο τους. Τότε ο βασιλιάς τον κάλεσε και του είπε: «Δούλε πονηρέ, πάσαν την οφειλήν άφηκά σοι, επεί παρεκάλεσάς με· ουκ έδει και σε ελεήσαι τον σύνδουλόν σου, ως και εγώ σε ηλέησα; και οργισθείς ο κύριος αυτού παρέδωκεν αυτόν τοις βασανισταίς έως ου αποδώ παν το οφειλόμενον αυτώ» (Μτ. 18, 32-34).

Φοβερός είναι αυτός ό λόγος. Μας παροτρύνει να είμαστε ελεήμονες, σπλαχνικοί και να συγχω­ρούμε τους άλλους. Εμείς όμως πολύ συχνά γινόμα­στε άσπλαχνοι, επιμένουμε στα δικά μας και δεν συγχωρούμε τον πλησίον. Έτσι πρέπει να ενεργού­με; Να εχθρευόμαστε αυτούς πού μας αδικούν; Α­σφαλώς όχι. Αν βλέπουμε τον πλησίον μας να μας κάνει κακό ή να μας προσβάλλει, δεν πρέπει να τον μισούμε. Αντίθετα, πρέπει να τον σπλαχνιζόμαστε, διότι είναι ασθενής. Ασθενεί η ψυχή του και υποφέ­ρει από μίσος. Γι' αυτό πρέπει να τον σπλαχνιζόμαστε.

Δεν πρέπει αυτόν να μισούμε, αλλά τον διάβολο και τους δαίμονες, πού φαρμάκωσαν με τήν κακία τους την καρδιά του και τον έκαναν άσπλαχνο και σκληρό. Αν τυχόν θα απαντήσουμε και εμείς με την προσβολή στην προσβολή και θ' ανάψει στην καρ­διά μας η φλόγα του μίσους, τότε ας σταματήσουμε και ας σκεφτούμε λιγάκι: και ποιός είμαι εγώ που τον μισώ, είμαι μήπως καλύτερος απ' αυτόν; Δεν είμαι και εγώ γεμάτος αμαρτία; Τότε γιατί τον μισώ; Και αμέσως θα ηρεμήσει ή καρδιά μας. Ο καλός λό­γος θα σβήσει το μίσος.

Έτσι πρέπει να ενεργούμε. Να είμαστε επιει­κείς απέναντι των αδελφών μας πού πάσχουν από κακία και ασθενούν, τρέφοντας μίσος εναντίον μας. Με το έλαιο της Αγάπης να μαλακώνουμε την καρ­διά τους πού αιχμαλωτίστηκε από τους δαίμονες και δουλεύει σ' αυτούς.

Αρχίζει ή Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ο Κύριος ζητά να συγχωρήσουμε ο ένας τον άλλον. Και πρώ­τος εγώ πρέπει να σας ζητήσω συγγνώμη. «Συγχω­ρήστε, πατέρες και αδελφοί, τις αμαρτίες που έκανα σ' αυτή την ημέρα και σ' όλες τις ημέρες της ζωής μου».

Γέρων Εφραίμ Φιλοθεϊτης, Άς αγωνισθούμε...











Ας αγωνισθούμε, παιδιά μου, τώρα περισσότερο και η ωφέλεια θα είναι πολύ μεγάλη. Κανείς δεν βρίσκει Χάρι, εάν δεν κοπιάση. Κι ο γεωργός, εάν δεν γεωργίση το χωράφι του, καρπό δεν θα δη. Όταν η νηστεία μας συμπορεύεται, ενισχύεται, πλαισιώνεται με προσευχή, με μελέτη, με νήψι, με εκκλησιασμό, με εξομολόγησι, με θεία μετάληψι, 
με καλά έργα και δη ελεημοσύνη, τότε ολοκληρώνεται η ομορφιά της προετοιμασίας της ψυχής για την υποδοχή της Μεγάλης Εβδομάδος. Τότε θα νοιώσουμε τα Άγια και Σεπτά Πάθη του Χριστού εντονώτερα, διότι η καρδιά μας θα μαλακώση, θα αλλοιωθή και θα γνωρίση πόσο άπειρη είναι η αγάπη του Θεού στον άνθρωπο. Τότε θα ζήσουμε μέσα μας πολύ δυνατά την Αγία Ανάστασι, θα την πανηγυρίσουμε θεοπρεπέστατα και θα συνεορτάσουμε μαζί με τους αγγέλους το Άγιον Πάσχα. Αμήν.   

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Της είπε "σ'αγαπώ" και αναστήθηκε







Η 49χρονη Lorna Baillie από τη Σκωτία υπέστη καρδιακή προσβολή και ενώ πέθανε επανήλθε στη ζωή όταν ο άνδρας της θέλοντας να την αποχαιρετίσει της ψιθύρισε "σ'αγαπώ".
Ο σύζυγος της, ο γιος της και οι τρεις κόρες ήταν απαρηγόρητοι όταν μετά από σκληρές προσπάθειες τριών ωρών οι γιατροί δεν κατάφεραν να την επαναφέρουν στη ζωή.
Η γυναίκα ήταν "τεχνικά νεκρή" καθώς το μόνο που κρατούσε τη γυναίκα στη ζωή ήταν ηλεκτρικά σοκ και ισχυρές δόσεις αδρεναλίνης.
Έτσι, η οικογένεια συντετριμμένη συγκεντρώθηκε γύρω από το κρεβάτι της 49χρονης για να την αποχαιρετίσει.
Δε πέρασαν παρά μόνο λίγα λεπτά αφότου ο σύζυγός της έσκυψε στο αυτί της και της ψιθύρισε "Lorna, σ'αγαπώ, γύρνα πίσω", και η γυναίκα άρχισε να αποκτά το φυσιολογικό της χρώμα και πάλι.
Η νοσοκόμα τότε απλά τους διαβεβαίωσε πως ήταν μια φυσιολογική "παρενέργεια" της έκτακτης θεραπείας που ακολούθησαν οι γιατροί προκειμένου να την σώσουν και ακόμα και όταν άρχισαν να τρεμοπαίζουν οι βλεφαρίδες της γυναίκας και να σφίγγει το χέρι της κόρης της, η νοσοκόμα και πάλι τους είπε πως είναι συχνό κάτι τέτοιο.
Όμως η οικογένεια δεν πίστεψε πως κάτι τέτοιο ήταν φυσιολογικό για ένα νεκρό άτομο και έτσι, πεπεισμένη ότι η 49χρονη επέστρεψε στη ζωή απαίτησε να έρθει άμεσα ένας γιατρός στο δωμάτιο.
Ο γιατρός που έσπευσε βρήκε σφυγμό στη γυναίκα και άρχισαν άμεσα θεραπεία.
"Είμαστε τόσο δεμένη οικογένεια που δε θα τα παρατούσαμε τόσο εύκολα", είπε η μεγάλη κόρη της οικογενείας, η οποία ανέφερε πως δε σταμάτησε ποτέ να ψιθυρίζει στη μαμά της "γύρνα πίσω".
Αρκετές μέρες μετά, η 49χρονη μπορεί να κουνάει τα χέρια της, σηκώνεται από το κρεβάτι και επικοινωνεί κανονικά με την οικογένεια της.
"Μια τέτοια ανάκαμψη είναι σπάνια ενώ η γυναίκα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο", σχολίασε ο γιατρός της David Farquharson.
 Διάφοροι άνθρωποι στο διαδίκτυο έχουν διαφορετικές γνώμες, ότι δεν ήταν πραγματικά πεθαμένη, ή οποιαδήποτε άλλη θεωρία, η οποία είναι εντούτοις σεβαστή αλλά εμείς ώς χριστιανοί έχουμε την πεποίθηση και την πίστη στον αναστάντα Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ο οποίος είναι η Ανάστασις, η Ζωή και Αλήθεια. Δεν νομίζουμε ότι είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο άντρας της νεκρής γυναίκας, μόλις της ψιθυρίζει το " σ΄αγαπώ " αυτή ώ του θαύματος να ανασταίνεται, ενώ " κρατιόταν " στη ζωή επί τρείς ώρες με την βοήθεια μηχανημάτων, και αυτό να επιβεβαιώνεται απο τους γιατρούς. Σε αυτές τις δύσκολες μέρες που περνάει η ανθρωπότητα, κάτω απο την σκιά της οικονομικής κρίσης, αυτό το θαυμαστό γεγονός μας δίνει ελπίδα και δύναμη. Καλή Τεσσαρακοστή και καλό πνευματικό αγώνα.

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

Λόγος Κατηχητήριος του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, επί τη ενάρξει της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής.





+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ

ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ - ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ 
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, 
ΠΑΡ’ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ


«Περιχαρώς δεξώμεθα πιστοί, το θεόπνευστον διάγγελμα της νηστείας».

Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω,
Κατά τον τελευταίον καιρόν παρατηρείται μία έξαρσις ανησυχιών. Πολλά προβλήματα αναφύονται. Ο κόσμος υποφέρει και ζητεί βοήθειαν.
Διερχόμεθα πράγματι μίαν γενικωτέραν δοκιμασίαν. Άλλοι την ονομάζουν ύφεσιν οικονομικήν, άλλοι κρίσιν πολιτικήν.
Δι ἡμᾶς είναι εκτροπή πνευματική. Και υπάρχει θεραπεία. Πολλαί λύσεις δίδονται και απόψεις ακούγονται. Αλλά τα προβλήματα παραμένουν.
Ο άνθρωπος αισθάνεται εγκαταλελειμμένος και μόνος. Αγνοείται η βαθυτέρα φύσις του. Παραμένει εις την κατήφειαν της ασαφείας και της απογνώσεως.

Αι προτεινόμεναι λύσεις, οποιανδήποτε κατεύθυνσιν η έκβασιν και αν έχουν, δεν λυτρώνουν τον άνθρωπον, διότι εκ προοιμίου τον αφήνουν δέσμιον της φθοράς και του θανάτου. Η Εκκλησία είναι ο Θεάνθρωπος Κύριος, ο ελευθερωτής των ψυχών ημών. Εισερχόμενος ο άνθρωπος εις τον χώρον της Εκκλησίας εισέρχεται εις το κλίμα της θείας παρακλήσεως, της συμφιλιώσεως του ουρανού και της γης.
Έρχεται εις τα ίδια. Ηρεμεί το πνεύμα του. Ευρίσκει εν ουράνιον κάλλος και μίαν ωριμότητα πνευματικήν «ευωδίας ενθέου πληρούσαν πέρατα κόσμου».
Η Εκκλησία γνωρίζει όλα όσα υποφέρομεν. Και έχει την δύναμιν να μας ελευθερώση. Μας καλεί εις μετάνοιαν. Δεν ωραιοποιεί το ψεύδος ούτε αποκρύπτει τα δεινά. Λέγει όλην την αλήθειαν. Και προτρέπει τον άνθρωπον να αντικρύση την πραγματικότητα ως έχει. Να συνειδητοποιήσωμεν ότι είμεθα γη και σποδός.

Εις τον Μέγαν Κανόνα του Αγίου Ανδρέου γίνεται λόγος δια τα δάκρυα της μετανοίας και τον κλαυθμόν του πένθους, τον πόνον των τραυμάτων. Αλλά ακολουθεί η ανάπαυσις της ψυχής και η υγεία του πνεύματος.
Υπάρχει ο Πλάστης και Σωτήρ ημών. Εκείνος δια το πλήθος του ελέους Του μας ετοποθέτησεν εις το μεθόριον της αφθαρσίας και της θνητότητος. Δεν μας εγκατέλειψεν. Ήλθε και μας έσωσε. Κατέλυσε τω Σταυρώ Του τον θάνατον. Εχαρίσατο ημίν την αφθαρσίαν της σαρκός.

Εφ ὅσον είμεθα σύμφυτοι του Χριστού, διατί ταρασσόμεθα ματαίως; Διατί δεν προστρέχομεν εις Αυτόν;
Η Εκκλησία δεν σχολιάζει την φθοράν ούτε μας εγκαταλείπει εις αυτήν. Γνωρίζει τας βαθυτέρας εφέσεις του ανθρώπου και έρχεται ως αρωγός και λυτρωτής ημών. Έχομεν ανάγκην της τροφής. Αλλ «ουκ επ ἄρτῳ μόνω ζήσεται άνθρωπος» (Ματθ. δ 4).
Εχομεν ανάγκην της πνευματικής κατανοήσεως, αλλά δεν είμεθα ασώματοι. Εις την Εκκλησίαν ευρίσκομεν το πλήρωμα της ζωής και της κατανοήσεως ως θεανθρωπίνην ισορροπίαν. Μακράν του Θεού ο άνθρωπος εξαχρειούται και διαφθείρεται. Εκεί όπου αφθονούν τα υλικά αγαθά και θεοποιείται η σπατάλη, ευδοκιμούν οι πειρασμοί των σκανδάλων και η σύγχυσις της σκοτώσεως.

Εκεί όπου με δέος ζη ο άνθρωπος και δέχεται τα πάντα με ευχαριστίαν και ευγνωμοσύνην, όλα αγιάζονται. Το ολίγον ευλογείται ως αρκετόν, και το φθαρτόν ενδύεται την αίγλην της αφθαρσίας. Απολαμβάνει ο άνθρωπος το πρόσκαιρον ως δώρον Θεού. Και τρέφεται με τον αρραβώνα της μελλούσης ζωής από σήμερον.
Όχι μόνον λύνονται τα προβλήματα, αλλά και οι πόνοι των δοκιμασιών μεταβάλλονται εις δύναμιν ζωής και αφορμήν δοξολογίας.
Όταν αυτό συμβή εντός ημών∙ όταν ο άνθρωπος ευρίσκη την προσωπικήν του ανάπαυσιν και σωτηρίαν δια της παρακαταθέσεως των πάντων Χριστώ τω Θεώ, τότε φωτίζεται ο νους του.
Γνωρίζει τον εαυτόν του και τον κόσμον όλον. Έχει εμπιστοσύνην εις την αγάπην του Δυνατού. Αυτό το γεγονός τον ίδιον τον πιστόν στηρίζει. Και μεταδίδεται δι ἀοράτου ακτινοβολίας ως ενίσχυσις προς όλους τους πεινώντας και διψώντας την αλήθειαν.

Ο κόσμος όλος έχει ανάγκην της σωτηρίας από τον Δημιουργόν και Πλάστην του. Ο κόσμος όλος έχει ανάγκην από την παρουσίαν της πίστεως και την κοινωνίαν των Αγίων. Ας ευχαριστήσωμεν τον Κύριον και Θεόν ημών δι ὅλας τας ευεργεσίας Του, και δια την παρούσαν περίοδον της Αγίας Τεσσαρακοστής.           

Ιδού καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού καιρός μετανοίας.

Είθε να διαπλεύσωμεν το της Νηστείας πέλαγος δια συντριβής και εξομολογήσεως, ώστε να φθάσωμεν εις την άληκτον χαράν της Αναστάσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, εις τον Οποίον πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή ,βιβ´
+ Ο Κωνσταντινουπόλεως 
διάπυρος προς Θεόν ευχέτης πάντων υμών

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

ΠΑΤΡΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: «ΕΧΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΧΡΕΟΣ, ΝΑ ΣΤΗΡΙΞΟΥΜΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΛΑΟ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗ ΓΟΝΑΤΙΣΕΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ»



E-mail Εκτύπωση PDF
Ἐγκύκλιο πρὸς τὸν Ἱερὸ Κλῆρο ἐξαπέλυσε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρῶν κ.κ. Χρυσόστομος, μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία δίδει ὁδηγίες καὶ συμβουλὲς γιὰ τὴν πνευματικὴ ἐργασία τῶν Ἱερέων καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἀλλὰ καὶ κατευθύνσεις γιὰ τὴν ἐν γένει ἐργασία του μάλιστα κατὰ τὴν κρίσιμη καὶ δύσκολη περίοδο ποὺ διανύομε.

Μέσα στὴν ἐγκύκλιο ἀποτυπώνεται τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Σεβασμιωτάτου τόσο γιὰ τοὺς ἴδιους τούς Ἱερεῖς πρὸς τοὺς ὁποίους ἀπευθύνεται, ὅσο καὶ γιὰ τὸ Λαὸ, ὁ ὁποῖος ὑποφέρει καὶ καλεῖται νὰ σηκώσει δυσβάστακτα βάρη, ποὺ τοῦ δυσκολεύουν ἀφάνταστα τὴ ζωή.

Ἐπίσης στὴν Ἐγκύκλιο τονίζεται, ὁ σωτήριος ρόλος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὡς φιλόστοργη μητέρα πάντοτε ἐστήριζε τὰ παιδιά της καὶ πάντοτε τὰ στηρίζει, θυσιαστικὰ προσφερομένη γιὰ τὴν σωτηρία τους.


Γράφει μεταξὺ ἄλλων ὁ Σεβασμιώτατος: «Τυγχάνει τοῖς πᾶσι γνωστόν, ὅτι οἱ καιροί μας εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολοι καί ὁ Λαός μας διέρχεται μία ἀπό τίς μεγαλύτερες καί βαθύτερες κρίσεις στήν διαδρομή τῆς ἱστορίας του. Ἔχομε ὅλοι χρέος, νά στηρίξωμε αὐτόν τόν Λαό, ὥστε νά μή γονατίσῃ μπροστά στίς δυσκολίες, στήν φτώχεια, καί τήν ἐγκατάλειψη. Προέχει βεβαίως ἡ πνευματική στήριξη, ἡ ὁποία εἶναι ἀπαραίτητη, ἀφοῦ ὁ Λαός ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἐλπίδα, ἀγάπη, ὅραμα. Ὅλα αὐτά, τοῦ τά ψαλίδισαν τόσα χρόνια τά ποικίλα πολιτικά καί ἰδεολογικά συστήματα, τά ὁποῖα ἐχρησιμοποίησαν τούς ἀνθρώπους, προκειμένου νά περάσουν τίς διάφορες ἰδέες τους, ἐνῶ στό τέλος ἐπρόδωσαν τήν ἐμπιστοσύνη τῶν Ἑλλήνων.

Τώρα πού ὁ Λαός αἰσθάνεται αὐτή τήν ἀδικία, αὐτή τήν προδοσία καί τήν ἐγκατάλειψη, καλούμεθα περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά, νά προσφέρωμε τό εἶναι μας θυσιαστικά γιά τόν κουφισμό καί τήν ἀπαντοχή τοῦ ποιμνίου μας, ἀλλά καί γενικώτερα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἐγκαταβιοῦν στόν χῶρο μας.

Ἀφῆστε στήν ἄκρη τά δευτερεύοντα θέματα. Κάνετε τόν Ἱερό Ναό σας κυψέλη ἀγάπης καί στοργῆς. Προσφέρατε μέ ἁπλότητα, μέ καλοσύνη καί ἀγάπη, τόν Θεό στούς ἀνθρώπους, ὡς τόν μόνο καί ἀληθινό Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Ὁ λόγος σας νά εἶναι βάλσαμο παρηγορίας καί τά χείλη σας νά γίνουν ὑπέρ μέλι γλυκύτερα, γιά νά γλυκάνετε τίς πονεμένες καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Μή λείπετε ἀπό τούς Ἱερούς Ναούς. Ἄν μέχρι τώρα ἐκεῖ ἦταν ἡ ἐνασχόλησή σας, ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς πρέπει ἐκεῖ νά εἶναι ἡ μόνιμη διατριβή σας. Οἱ ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν εἶναι πρωτόγνωρες. Ἔχομε γίνει μάρτυρες συγκλονιστικῶν γεγονότων, τά ὁποῖα ἐκτυλίσσονται τόσον στό Γραφεῖο μας, ὅσο καί στούς Ἱερούς Ναούς μας. Ἐκεῖ φτάνουν ἄνθρωποι ἀπογοητευμένοι, πολλάκις στά πρόθυρα αὐτοκτονίας. Σέ ὅλους ἐδώκαμε καί δίδομε τήν δυνατότητα, διά λόγων ἀγάπης νά ἐπανεύρουν τήν ἐλπίδα καί νά προχωρήσουν μέ θάρρος στήν ζωή, «ἀφορῶντες εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν» (Ἑβρ. 12,2).

Προσευχηθῆτε, ἀγρυπνήσατε, ὀργώσατε κυριολεκτικά τήν Ἐνορία σας. Μή ἐπαναπαύεσθε, σέ ὅσα ἐγνωρίζαμε ὡς τακτικήν ποιμαντικῆς μέχρι σήμερα. Δέν φτάνουν. Οἱ καιροί ἀπαιτοῦν ἐγρήγορση, κόπο πνευματικό, θυσίες.

Ἐνισχύσατε, σύν τοῖς ἄλλοις, τήν φιλανθρωπική διακονία. Ἀναζητήσατε τρόπους, ὥστε νά δύναται ἡ Ἐνορία σας νά προσφέρῃ, ὁσάκις χρειασθῆ, τά ἀπαραίτητα γιά τήν ὅποιας μορφῆς ἐνίσχυση τῶν ἀνθρώπων.

Καταγράψατε τούς ἐνδεεῖς καί πένητας. Συνεργασθῆτε μέ τά Σχολεῖα τῆς Ἐνορίας σας, γιά νά πληροφορηθῆτε, ἐάν ὑπάρχουν παιδιά μέ προβλήματα καί ἀνάγκες. Ἐνημερώσατε τήν Μητρόπολη γιά τά προβλήματα τῆς Ἐνορίας σας, ὥστε νά σᾶς δώσωμε ὁδηγίες καί ὅποια βοήθεια χρειασθῆτε...

... Πρέπει νά πείσωμε τόν Λαό μας, ὅτι ἤδη ἀνεβήκαμε στό σταυρό καί γευόμεθα τό πάθος, προσφερόμενοι ὡς ἐθελόθυτα θύματα γιά νά τοῦ δώσωμε παρηγοριά καί ἐλπίδα.

Μόνο μέ αὐτό τό θυσιαστικό φρόνημα, θά μπορέσωμε νά περπατήσωμε μέ ψηλά τό κεφάλι στούς δρόμους καί μέ ξάστερη τήν ματιά, προσφέροντας ὅραμα ζωῆς καί πορείας κυρίως στούς νέους ἀνθρώπους, ἀλλά καί ἐλπίδα στούς μεγαλυτέρους.

Ὅλα αὐτά δέν μποροῦμε, νά τά ἐπιτύχωμε μόνοι μας. Χρειαζόμαστε τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὑψώσατε τόν νοῦ καί τήν καρδιά πρός τόν οὐρανό καί ζητήσατε τήν ἐνίσχυση παρά τοῦ Παντεπόπτου καί Παντοδυνάμου Κυρίου μας. Γονατίσατε μέ δάκρυα μπροστά στήν Εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, τῆς γλυκυτάτης Παναγίας μας καί ἐκζητήσατε τίς ἱκεσίες της γιά τήν σωτηρία τοῦ Λαοῦ μας. Ἱκετεύσατε τούς Ἁγίους, «ἵνα ταῖς πρεσβείαις αὐτῶν οἱ πάντες ἐλεηθῶμεν».

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Ναυπάκτου: "Ο θάνατος του Θεού και του πλησίον"




Ο Θεός και ο πλησίον
Κάθε κοινωνία στηρίζεται σε μερικές αρχές, γιατί διαφορετικά δεν θα υπάρχη ισορροπία και κοινωνική συνοχή. Μιά βασική αρχή που επικρατούσε πάντοτε στην παράδοσή μας ήταν ότι η κοινωνία για να ισορροπή πρέπει να στηρίζεται σε δύο βασικά θεμέλια που είναι ο Θεός και ο άνθρωπος.
Πρόκειται για την εντολή που υπήρχε στην Παλαιά Διαθήκη και την επανέλαβε ο Χριστός: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου... αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ. κβ', 37-39). Πρόκειται για την κατακόρυφη και την οριζόντια διάσταση κάθε ανθρώπου και της κοινωνίας.
Η κατακόρυφη διάσταση είναι η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Από την αρχαία Ελλάδα ο Θεός ήταν η βάση της κοινωνίας και του πολιτισμού. Είναι γνωστή η φράση: «από Θεού άρχεσθαι». Πράγματι δεν υπήρχε καμμία εκδήλωση που δεν συνδεόταν με την επίκληση των θεών.
Ακόμη και οι Ολυμπιακοί Αγώνες άρχιζαν με την θυσία στους θεούς. Παράλληλη έκφραση είναι το «αφ' Εστίας άρχου». Η Εστία ήταν μυθολογική θεότητα, η οποία ζήτησε να λάβη το προνόμιο από τον Δία να αποδίδωνται σε αυτήν οι απαρχές των θυσιών.
Επίσης, σε ένα από τα διασωθέντα αποσπάσματα «ελεγείων» του καταγομένου από την Χίο έλληνος ποιητού Ίωνος (5ος αι. π.Χ.) συναντάμε τον στίχο: «εκ Διός αρχόμενοι πίνωμεν».
Επίσης, ο Ξενοφών έχει γράψει την άποψη του Σωκράτη, σύμφωνα με την οποία «πειράσθαι σύν τοίς θεοίς άρχεσθαι παντός έργου». Δηλαδή, θα πρέπει να προσπαθούμε να κάνουμε την αρχή κάθε έργου με την βοήθεια του Θεού.
Η οριζόντια διάσταση είναι η σχέση του ανθρώπου με τον συνάνθρωπό του, αυτό που ονομάζουμε πλησίον. Στην Παλαιά Διαθήκη πλησίον λεγόταν αυτός που είναι κοντά στον άνθρωπο, δηλαδή το πρόσωπο που βλέπουμε, που αισθανόμαστε που μπορούμε να αγγίξουμε.
Η λέξη πλησίον δηλώνει αυτόν που πλησιάζουμε ή μας πλησιάζει, οπότε το ρήμα συνδέεται και με το ουσιαστικό: πλησιάζω, πλησίον.
Για τον Εβραίο πλησίον ήταν ο ομοεθνής του, ο οποίος πίστευε στον ίδιο Θεό. Για τον Χριστιανισμό τα πράγματα έχουν αλλάξει, διότι πλησίον είναι ο κάθε άνθρωπος που ζή στο πιο απομονωμένο μέρος της γής, ανεξάρτητα από θρησκεία, εθνικότητα, φύλο, επάγγελμα κλπ.
Θα πρέπει να υπενθυμίσω στο σημείο αυτό την παραβολή του Καλού Σαμα­ρείτη. Κάποιος πλησίασε τον Χριστό ζητώντας να μάθη τί πρέπει να κάνη για να σωθή. Στην απάντηση του Χριστού ότι πρέπει να αγαπήση τον Θεό και τον πλησίον εκείνος ερώτησε: «καί τις εστί μου πλησίον;» (Λουκ. ι', 29).
Δηλαδή, ζητούσε να μάθη ποιός είναι ο πλησίον στον οποίο πρέπει να δείξη αγάπη. Απαντώντας ο Χριστός σε αυτήν την ερώτηση είπε την περίφημη παραβολή του Καλού Σαμαρείτου, σύμφωνα με την οποία πέρασε ο Ιερεύς και ο Λευίτης δίπλα από τον τραυμα­τισμένο άνθρωπο, χωρίς να δείξουν αγάπη, πράγμα το οποίο έκανε ο Σαμαρείτης που δεν ήταν Ιουδαίος.
Έτσι, εκείνη την στιγμή «πλησίον» για τον τραυματισμένο άνθρωπο δεν ήταν ο ομοεθνής του και ομόθρησκός του, αλλά ο αλλόθρησκος, ο οποίος έδειξε ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα (Λουκ. ι', 30-37).
Άν προσέξουμε ιδιαιτέρως θα δούμε την αλλαγή την οποία έκανε ο Χριστός ως προς την έννοια του πλησίον. Η πρώτη αλλαγή είναι ότι επεξέτεινε την έννοια αυτή, οπότε πλησίον δεν είναι αυτός που λατρεύει τον ίδιο Θεό, ο ομόθρησκος και ο ομοεθνής, όπως ερμηνευόταν στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά ο κάθε άνθρωπος, έστω και αν είναι αλλοεθνής.
Η δεύτερη ουσιαστική και κυρία αλλαγή είναι ότι άλλαξε ουσιαστικά το ερώτημα. Το ερώτημα ήταν, όπως προαναφέρθηκε, «τίς εστί μου πλησίον», «ποιός είναι για μένα ο πλησίον;».
Ο Χριστός δεν απάντησε στο ποιός είναι ο πλησίον του, αλλά ότι αυτός πρέπει να γίνη πλησίον σε κάθε άλλον: «τις ουν τούτων των τριών πλησίον δοκεί σοι γεγονέναι του εμπεσόντος εις τους λῃστάς; ο δε είπεν· ο ποιήσας το έλεος μετ᾿ αυτού. είπεν ουν αυτώ ο Ιησους· πορεύου και συ ποίει ομοίως» (Λουκ. ι΄, 36-37)
Αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι δείχνει ότι δεν πρέπει να αρκούμαστε στο ποιός είναι ο πλησίον μας, γιατί αυτό κρύβει μια εγωϊστική νοοτροπία, αλλά στο ότι εμείς πρέπει να κινηθούμε προς τον άλλο και να γίνουμε εμείς πλησίον του άλλου και να τον βοηθήσουμε στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει.
Επομένως, ο Θεός και ο πλησίον είναι η βάση κάθε κοινωνικής ζωής, και η κατακόρυφη και οριζόντια διάσταση δείχνει την ωριμότητα κάθε ανθρώπου.

2. Η σύγχρονη κοινωνία
Ε­νώ αυ­τή η βά­ση συ­νι­στού­σε την δι­α­χρο­νι­κή πα­ρά­δο­ση του Γέ­νους μας και γε­νι­κό­τε­ρα της αν­θρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας, σή­με­ρα έ­χουν αλ­λά­ξει τα πράγ­μα­τα και γι' αυ­τό και η κοι­νω­νί­α μας εί­ναι α­νι­σόρ­ρο­πη και δη­μι­ουρ­γού­νται τε­ρά­στι­α προ­βλή­μα­τα.
Δη­λα­δή, σή­με­ρα βλέ­που­με στην κοι­νω­νί­α να ε­πι­κρα­τή ο θά­να­τος και του Θε­ού και του πλη­σί­ον, ο­πό­τε κα­ταρ­γού­νται ή δι­α­τα­ράσ­σο­νται οι σχέ­σεις με­τα­ξύ της ο­ρι­ζό­ντι­ας και κα­τα­κό­ρυ­φης σχέ­σε­ως του αν­θρώ­που προς τον Θε­ό και την κοι­νω­νί­α.
Παρατηρούμε στην εποχή μας ότι επικρατεί ο θάνατος του Θεού, η λεγομένη θεολογία του θανάτου του Θεού.
Ο 19ος αιώνας, ήταν ο αιώνας του θανάτου του Θεού, διότι ο Νίτσε είχε διακηρύξει ότι ο Θεός είναι νεκρός.
Είχε προηγηθή βέβαια ο 18ος αι. του διαφωτισμού, κατά τον οποίο γκρεμίστηκε το κοσμοείδωλο της μεταφυσικής. Βέβαια, πολλοί διαφωτιστές δεν ήταν άθεοι, αλλά δυϊστές, πίστευαν δηλαδή σε έναν θεό, σε μια δύναμη αόρατη που κυβερνά τον κόσμο, αλλά δεν πίστευαν στον προσωπικό Θεό.
Φαίνεται ότι η μεταφυσική, ο σχολαστι­κισμός και ο ηθικισμός, που συνδέονται και με τον εθνικισμό που κατέληξαν σε διαμάχες και θρησκευτικούς πολέμους, οδήγησαν στο σημείο να γίνεται λόγος για τον θάνατο του Θεού.
Για τον δυτικό άνθρωπο δεν χρειαζόταν ένας θεός που ήταν εκδικητικός, άσπλαχνος, φεουδάρχης κλπ., όπως εκφραζόταν στην Δύση, γι' αυτό και τον αρνήθηκαν, αφού δεν τους χρειαζόταν. Έτσι, δεν πέθανε ο Θεός, αλλά στην πραγματικότητα πέθανε ο άνθρωπος για τον Θεό.
Αυτό το γεγονός επηρέασε πάρα πολύ την Δυτική Ευρώπη. Τόν τελευταίο καιρό συζήτησα με διαφόρους Ευρωπαίους για τα θέματα αυτά και διεπίστωσα ότι στην Ευρώπη υπάρχει ένα μεγάλο κύμα αθεΐας, απιστίας και γενικά αδιαφορίας για το εάν υπάρχη ή δεν υπάρχει Θεός.
Άλλωστε, η ευρωπαϊκή ενότητα στηρίζεται πάνω στην οικονομία, όπως το ορίζουν και διάφοροι όροι που επικρατούν, ήτοι «Οικονομική Ένωση της Ευρώπης», «Νομισματική Ένωση της Ευρώπης», «Ευρωζώνη ή Ζώνη του ευρώ» κλπ.
Πρόκειται για μια Ευρώπη που δεν στηρίζεται στον πολιτισμό, ο οποίος σαφώς έχει και το στοιχείο το θρησκευτικό, αλλά μόνον στο χρήμα, γι' αυτό και καταρρέει το οικοδόμημα αυτό.
Σήμερα στην Ευρώπη παρατηρείται αδιαφορία για θρησκευτικά ζητήματα. Και όπως μου έλεγε κάποιος γάλλος ορθόδοξος κληρικός η Ευρώπη είναι πεθαμένη ως προς τον Θεό.
Αυτό φαίνεται από την κυκλοφορία διαφόρων χριστιανικών βιβλίων. Τα χριστιανικά βιβλία που εκδίδονται από Προτεστάντες, Αγγλικανούς κλπ. αναφέρονται σε ένα χριστιανικό ή και θρησκευτικό συγκρητισμό, δηλαδή κάνουν λόγο για τα κοινά στοιχεία που υπάρχουν σε όλες τις θρησκείες, για την ενότητα της χριστιανικής σκέψης, χωρίς να στηρίζονται στην πίστη και στις διάφορες ομολογίες. Ακόμη και τα ορθόδοξα βιβλία εκδίδονται στην Αμερική και μικρό ποσοστό αυτών έρχονται στην Ευρώπη.
Στο θέμα αυτό μπορώ να καταθέσω και μια προσωπική μαρτυρία.
Τα βιβλία μου τα οποία μεταφράσθηκαν στα αγγλικά κυκλοφορούν κυρίως στην Αμερική και ελάχιστος αριθμός κυκλοφορεί στην Ευρώπη. Είναι και αυτό μια ένδειξη ότι ο Ευρωπαίος άνθρωπος δεν ενδιαφέρεται για τον Θεό και ό,τι έχει σχέση με την επικοινωνία μαζί Του.
Ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς ο οποίος πρόσφατα ανακηρύχθηκε άγιος από την Σερβική Εκκλησία με προφητική ενάργεια είχε αναγγείλει από τις αρχές του 20ου αιώνος ότι ο κρυφός πόθος πολλών από τα δημιουργήματα του Ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι «η απελευθέρωσις του ανθρώπου από τον Θεόν».
Ερωτά: Η Ευρώπη αφού υιοθέτησε την αρχή του Νίτσε ότι ο Θεός «απέθανε», τότε τί έμεινε στην Ευρώπη από την έξοδο του Θεού από το σώμα της; Απαντά ο ίδιος: Έμεινε ένα «πτώμα», όπως πτώμα γίνεται το σώμα του ανθρώπου, όταν φεύγη η ψυχή.
Ο Ντοστογιέφσκι είπε κάποτε: «Θέλω να πάω εις την Ευρώπην και γνωρίζω ότι μεταβαίνω εις νεκροταφείον».
Είναι χαρακτηριστικά όσα γράφονται στο βιβλίο του Lugi Zoja «ο θάνατος του πλησίον» για θέματα που απασχολούν την σύγχρονη κοινωνία.
Εάν ο 19ος αιώνας ήταν ο αιώνας του θανάτου του Θεού, ο 20ός και 21ος αι. είναι ο αιώνας του θανάτου του πλησίον, αφού ο άνθρωπος απομα­κρύν­θηκε από τον συνάνθρωπό του, ζή σε ένα φίλαυτο εγωκεντρικό περιβάλλον, ο ατο­μισμός είναι κυρίαρχο στοιχείο στην ζωή μας, πράγμα το οποίο δείχνει την αδια­φορία την οποία έχει ο άνθρωπος προς τον συνάνθρωπό του.
Δεν είναι κα­θόλου τυχαίο, το ότι κατά τον 19ο και 20ό αι. κυριαρχεί η ψυχανάλυση, αφού «η απο­μόνωση κερδίζει έδαφος», «τά πλέον ευαίσθητα άτομα σπαράσσονται από μια αγωνία στην οποία δίδεται το όνομα νεύρωση. Μέσω της ψυχανάλυσης θα ανα­δο­μήσουν την ανθρώπινη σχέση, όχι με κάποιον πλησίον, αλλά με έναν επαγ­γελματία.
Η ανάγκη τους για εγγύτητα είναι τόσο βίαιη που δημιουργεί ένα πλεό­νασμα οικειότητος με εκείνον: αυτό καλείται μεταβίβαση και με την σειρά της θε­ω­ρείται νευρωτική.
Ο Φρόιντ υποδεικνύει τεχνικές για να την συγκρατήση και να την εμπεριέξει. Θέτει τον ασθενή στο ντιβάνι για να απομακρύνει το βλέμμα του».
Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό όν και οι άνθρωποι αισθάνονται την ανάγκη να έχουν κάποιον δίπλα τους.
Σήμερα, όμως, οι άνθρω­ποι, κυρίως στις μεγαλουπόλεις, δεν αισθάνονται δίπλα τους άλλους ανθρώπους, ζουν μόνοι τους, αισθάνονται μια μοναξιά, αισθάνονται τον πλησίον τους ως απειλή της ύπαρξής τους. Μπορεί κανείς να συναντά κάθε μέρα χιλιάδες ανθρώ­πους στον δρόμο, στην εργασία, αλλά είναι άγνωστα πρόσωπα σ' αυτούς.
Έχει παρατηρηθή ότι στην αρχαιότητα μόνο η Ρώμη ξεπερνούσε το ένα εκατομμύριο κατοίκων και το 1820 μόνον τον Λονδίνο.
Στά 1900 οι πόλεις που κατοικούνταν περισσότερο από ένα εκατομ. κατοίκους ήταν ένδεκα, το 2000 ήταν σχεδόν 400 και το 2015 θα είναι 550.
Αυτό δείχνει ένα μεγάλο πρόβλημα, ότι οι άνθρωποι ζουν μέσα σε μεγαλουπόλεις. Στην πολυκοσμία με τους μετανάστες και τους ξένους ο άνθρωπος αισθάνεται εντελώς μόνος.
Όταν ο άνθρωπος επιστρέφει στο σπίτι του μετά την καθημερινή εργασία, είναι «αποπροσανατολισμένος από την συνάντηση με άπειρα νέα πρόσωπα πού, αντίθετα προς ό,τι αναζητά η παρόρμηση, δεν του προσφέρουν γνώση, διότι λείπει είτε ο χρόνος, είτε η δυνατότητα γνώσεως».
Αλλά και «όταν ανοίγει την τηλεόραση, μπορεί να συναντήσει σε ελάχιστες στιγμές, χιλιάδες άλλα άτομα, αλλά συνάμα και ελάχιστα υπαρκτά». Έτσι, έχει χαθή η έννοια του ζωντανού πλησίον.
Επίσης παρατηρούμε ότι κατά ένα μεγάλο μέρος οι διπλανοί του ανθρώπου έχουν αντικατασταθή από τις μηχανές.
Ο Τζώρτζ Όργουελ το 1949 έκανε λόγο για τον μεγάλο αδελφό. Πρόκειται για την παντοδύναμη εξουσία, η οποία εισχωρούσε στα σπίτια.
Ο Ρέι Μπράντμπερι το 1953 περιέγραψε μια κοινωνία, στην οποία τα βιβλία ήταν απαγορευμένα και οι άνθρωποι ζούσαν περικυκλωμένοι από οθόνες τις οποίες ονόμαζε «η οικογένειά μου». «Σε αμφότερα τα διηγήματα, ο πολίτης δεν έβλεπε ότι η εξουσία εξαφάνιζε τους γείτονες: γείτονας ήταν πλέον μόνο η οθόνη».
Επομένως, «στό προτεχνολογικό κόσμο, η γειτνίαση των ανθρώπων ήταν ουσιαστική, τώρα δεσπόζει η απόσταση, η έμμεση σχέση και η σχέση δια των μέσων ενημέρωσης.
Η εντολή (αγάπα τον πλησίον σου) κενώνεται. Και τούτο διότι δεν έχουμε πλέον κανένα να αγαπήσουμε». Χάθηκε η επικοινωνία του ανθρώπου με τον συνάνθρωπό του και στην καλύτερη περίπτωση γίνεται έμμεση, οπότε επα­νεμφα­νίζεται με διαστρεβλωμένη μορφή, όπως φαίνεται σε πολλές ψυχοπα­θολογικές καταστάσεις.
Οπότε, ο σύγχρονος άνθρωπος έχει χάσει και την αίσθηση του Θεού και την αίσθηση του πλησίον, ο Θεός πέθανε γι' αυτόν, ο ουρανός κενώθηκε από τον Θεό, αλλά πέθανε και ο πλησίον γι' αυτόν, δηλαδή κενώθηκε και η γή, και το κυριότερο και ο ίδιος έπαυσε να είναι πλησίον του Θεού και του ανθρώπου.
Στην πραγματικότητα ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ορφανός και από Θεό και από άνθρωπο.
«Είτε από την κατακόρυφη οπτική, –πέθανε ο Ουράνιος Πατήρ του–, είτε από την οριζόντια –πέθανε εκείνος που στεκόταν στο πλάι του. Συνεπώς, όπου και να ρίξει το βλέμμα, νιώθει ορφανός».
Έτσι, μετά τον θάνατο του Θεού του Νίτσε, ακολούθησε ο θάνατος του πλησίον με την μετα-τεχνολογική και μετα-θρησκευτική εποχή και μετά τον θάνατο του πλησίον ακολουθεί και η μετα-ανθρώπινη εποχή.
Μέσα σε αυτά τα στοιχεία βλέπω την κρίση της σημερινής εποχής. Δεν πρόκειται για κρίση απλώς οικονομική, αλλά για κρίση κοινωνική, ανθρωπιστική, πολιτιστική και θεολογική.
Η ορφάνεια μαστίζει τους ανθρώπους, ορφάνεια από Θεό και πλησίον. Και όταν ο άνθρωπος θέλη να στηριχθή πάνω σε οικονομικά μεγέθη, και τότε αισθάνεται την μοναξιά, αφού δεν ικανοποιούνται οι υπαρξιακές του αναζητήσεις.
Σε αυτήν την δύσκολη εποχή έχουμε ανάγκη από τον Θεό, αλλά και από τον πλησίον. Το Θεό πρέπει να τον αισθανθούμε μέσα στην καρδιά μας ως αγάπη και μέσα στην Εκκλησία ως Πατέρα, και τον συνάνθρώπό μας πρέπει να τον αισθανθούμε ως αδελφό μας.
Εμείς πρέπει να πορευόμαστε προς τον Θεό, καθώς επίσης να κινούμαστε και προς τον συνάνθρωπο, να γινόμαστε πλησίον του κάθε ανθρώπου που υποφέρει και πονά.
Επομένως, υπάρχει μεγάλη ανάγκη της ανιδιοτελούς αγάπης και προς τον Θεό και προς τον άνθρωπο. Γι' αυτό και πρέπει να τιμούμε κάθε εθελούσια προσφορά και κάθε κενωτική-θυσιαστική αγάπη.
Με αυτήν την έννοια ως ποιμενάρχης της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου συγχαίρω την ΟΣΥΝ και την ΕΝΑΜ, γιατί αποφάσισαν να τιμήσουν τους Πολιτιστικούς Συλλόγους και τους συγγραφείς που προσφέρουν τον χρόνο και τα χαρίσματά τους για να υπηρετήσουν τους αδελφούς, καθώς επίσης συγχαίρω και τους τιμωμένους σήμερα Συλλόγους, οι οποίοι αποτελούν τα υγιή στοιχεία της κοινωνίας μας.
Χαίρομαι για τα πνευματικά μου παιδιά που δραστηριοποιούνται στον χώρο της κοινωνίας και εύχομαι τούτη την χρονιά να βάλουμε ως θεμέλιο της ζωής μας τον βασικό αυτό κανόνα: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου... αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ. κβ', 37-39).–