Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Για να μην εκλείψει η ορθοδοξία στην Αμερική, και να διασωθεί από την πανσπερμία των αιρέσεων, τον εκπροτεσταντισμό και την εκκοσμίκευση, η Χάρη του Θεού έστειλε έναν μεγάλο σύγχρονο Γέροντα του ‘Αθωνα, εραστή της Μοναχικής ζωής, να ιδρύσει 19 ελληνορθόδοξα μοναστήρια, που τελούν υπό την καθοδήγησή του. Κάστρα της πίστεως, που διασώζουν τη γλώσσα μας, τον βυζαντινό πολιτισμό μας, γίνονται συνεχιστές όχι μόνον της Ορθοδοξίας, αλλά και του Ελληνισμού. Αποτελούν έργο Θρησκευτικό και Εθνικό. “Εργο που θα το γράψει η ιστορία της γης και του ουρανού.” Η ταπεινοφροσύνη του, η αγιότητα του βίου του είναι χαρίσματα που η εκκλησία τον κατέστησε πνευματικό, καθηγούμενο και Γέροντα όλων αυτών των Ιερών Μονών, ανδρώων και γυναικείων. Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός μας εξηγεί ότι: «Γέροντας είναι ο Πνευματοφόρος (Πνευματικός) και όχι ο ηθικολογών εξομολόγος. Πνευματικός είναι ο έχων Πνεύμα ‘Αγιον, ‘λαλούν και ενεργούν’ εν εαυτώ και όχι ο ηθικός με την κοσμική έννοια του όρου». Ο Γέροντας αυτός είναι ο Ιερομόναχος π. Εφραίμ, ηγούμενος της Ι. Μ. Φιλοθέου του αγίου Ορους, πνευματικό τέκνο του ησυχαστού Ιωσήφ, ο οποίος ανακαίνισε και επάνδρωσε στην Ελλάδα τις μονές Ξηροποτάμου, Κωσταμονίτου και Καρακάλλου. Το πιό σημαντικό από τα κοινόβια, που ο π. Εφραίμ έχει ως βάση του, είναι η Ιερή Μονή του Αγίου Αντωνίου (αφιερωμένει και στο άγιο Νεκτάριο), μέσα στην καρδιά της ερήμου, μιά ώρα μακριά από το Φοίνιξ, στο Φλώρενς της Αριζόνας. Εκεί, βρισκόμαστε ενώπιον αθωνικού περιβάλλοντος, αυτό το θεόπνευστο και εθνικό Του έργο, το οποίο πρoσφέρει με τόση αγνότητα, παρρησία, βαθειά πίστη προς τον Πανάγαθο Θεό και τον άνθρωπο, και με απόλυτη προσήλωση στις παραδόσεις της Ελληνορθοδόξου χριστιανικής μας πίστεως, που θα αποτελούν πεφωτισμένο φάρο και στους επόμενους διαδόχους, που θα ανέλθουν κάποτε, όταν απέλθει το πλήρωμα του χρόνου, στην Ιερά Μονή του Αγίου Αντωνίου. Ο Γέροντας Εφραίμ στέκετε πάντοτε στο ύψος των περιστάσεων, ως ένας Αγωνιστής πατέρας, αφιερώνοντας ολόκληρη την ζωήν Του, μαχόμενος «διά Χριστού την πίστην την Αγίαν.» Τον γνωρίσαμε και διείδαμε, μέσα στην καρδιά Του και στην σκέψη Του, την αποφασιστικότητά του, αν ποτέ επέπρωτο να μαρτυρήσει για την αγία Εκκλησία. Μάλιστα, ο Αγιος Γέροντας, ήταν ανέκαθεν ένας ακραιφνής Ελληνας πατέρας. Και αυτό Του το αναγνωρίζουν άπαντες, Κλήρος και Λαός. Ιερείς, τέτοιου ηθικού αναστήματος σπανίζουν στην σημερινή κοινωνία, που την μαστίζει μεγάλη ηθική κρίση και κατάπτωση. Και σήμερα η οικουμένη γενικά έχει ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε, το φώς του Ορθοδόξου Μοναχισμού. Η ευγένειά Του, η καλοσύνη Του, η προσήνειά Του, η ταπεινοφροσύνη Του, η απλότητά Του, η ευσέβειά Του και η αυστηρή προσήλωσή Του στην Εκκλησιαστική Τάξη και παράδοση θα αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση στους επερχόμενους Πατέρες. Ο αείμνηστος Αντώνιος, επίσκοπος του Σαν Φρανσίσκο, όταν γνώρισε τον π. Εφραίμ, είπε: «ο π. Εφραίμ θα γεμίσει την Αμερική με μοναστήρια. Πόσο τυχεροί είμαστε, που έχουμε γνωρίσει και περπατάμε και μιλάμε και ευλογούμεθα από ένα ζωντανό άγιο.» Πραγματικά, βρίσκεται κανείς μπροστά σ’ένα άγιο Γέροντα, κάτοχο της νοεράς προσευχής, που έχει παιδικό φρόνημα, ως προς την κακία, καθαρότητα της ψυχής, ταπείνωση, υπομονή και όλες τις αρετές. Του έχει χαρίσει ο Θεός την δωρεά της ενέργειας της μνήμης του θανάτου. Με την εμπειρία της μνήμης του θανάτου και κρατώντας τον νου του στον ‘Αδη έχει ξεπεράσει τα σχήματα του κόσμου και τα βλέπει όλα κάτω από το πρίσμα της αιωνιότητας. Ακολουθεί τα βήματα των αγίων Πατέρων και ζει στην αγιοπατερική παράδοση γι αυτό διακρίνεις στο πρόσωπό του τη συνύπαρξη του θανάτου και της ζωής. Μέσω της ασκήσεως, του σωματικού του φρονήματος και της προσευχής, εννοούμε λελογισμένη νηστεία, αγρυπνία, κακοπάθεια σωματική, σιωπή και μετάνεια, έχει φθάσει στο βαθμό να έχει αίσθηση της ψυχής του, να είναι κάτοχος του ακτίστου φωτός, και η Χάρις του Αγίου Πνεύματος που σκηνώνει μέσα του τον οδηγεί. Γνωρίζει την κατάσταση ενός αμαρτωλού. Αυτό συμβαίνει, «γιατί με την ασκητική επιστήμη, ξέρει καλά την νοοτροπία του λογισμού, την πορεία του και την κατάληξή του». Γι αυτό είναι διορατικός όταν κατευθύνει τις ψυχές των ανθρώπων. To μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου, που βρίσκεται κάτω από την πνευματική εποπτεία του Γέροντα Εφραίμ, είναι κοινόβιο. Ηγούμενος είναι ο αγιορείτης ιερομόναχος Παίσιος, επίσης, κάτοχος της νοεράς προσευχής και με πνευματικές αρετές, που μαζί με άλλους πέντε αγιορείτες μοναχούς είχαν έρθει απ΄την αρχή για να επανδρώσουν την Μονή. Το μοναστήρι είναι κοινόβιο, στο οποίο εγκαταβιώνουν: μοναχοί από την Ελλάδα και το ‘Αγιον Ορος, αμερικανογεννημένοι ορθόδοξοι ομογενείς, καθώς και προσήλυτοι στην Ορθοδοξία. Οι μοναχοί από την Ελλάδα είναι ελάχιστοι, η πλειονότητα των μοναχών αποτελείται από γηγενείς ορθόδοξους της Αμερικής διαφόρων εθνοτήτων και από προσήλυτους. Έχουν γίνει Ορθόδοξοι: Μορμόνοι, Μουσουλμάνοι, Ινδοί, Εβραίοι, Παπικοί, Προτεστάντες. Ακολουθούν το αυστηρό Αγιορείτικο τυπικό των νηστειών και των ακολουθιών (που τελούνται πάντα στα Ελληνικά), του μοναστικού κανόνα των μετανοιών και της νοεράς προσευχής, της καθημερινής εξαγόρευσης των λογισμών και της συχνής προσέλευσης στη Θεία Κοινωνία. Η γλώσσα των ακολουθιών είναι η ελληνική και οι ακολουθίες στην βυζαντινή μουσική σύμφωνα με το αγιορείτικο τυπικό. Καθημερινά Μεσονυκτικόν, Α’Ωρα Θεία Λειτουργία. Το απόγευμα τελείται η Θ’Ωρα, ο Εσπερινός και το Απόδειπνο με τους Χαιρετισμούς. Η περιοχή αυτή, που πρίν υπήρχαν μόνο κάκτοι, από έρημος έχει μεταβληθεί σε μιά όαση από μεταφυτευμένους κάκτους, φοίνικες, λουλούδια, πρασινάδες, πεύκα και ένα πολύ ωραίο σύστημα κήπων. Γύρω από το μοναστήρι φύτεψαν λεμονιές, πορτοκαλιές, ελιές, και σε άλλες περιοχές αμπέλια, φυστικές Αιγίνης και άλλα. Πλακόστρωτα ανάμεσα στους κήπους, σιντριβάνια και κρυφός φωτισμός κάνουν τον χαμένο παράδεισο που ο Χριστός θέλησε να ζήσουν οι πρωτόπλαστοι. Είναι πράγματι, ένα κομμάτι του Ουρανού, της Βασιλείας του Θεού σε αυτό το σημείο της γης. Πράγματι, το μοναστήρι μέσα στην έρημο θυμίζει τον χαμένο παράδεισο, που ο Θεός είχε δημιουργήσει και εγκατέστησε μέσα εκεί τους πρωτοπλάστους. Αυτό το χαμένο παράδεισο, έχοντας σαν στόχο ζωής οι μοναχοί απομακρύνθηκαν από την φθορά του κόσμου για να προσεγγίσουν μέσω της ασκήσεως και της βιωσής τους σε μια κοινωνία που θυμίζει αγγελική πολιτεία. Παράλληλα με τις εσωτερικές πνευματικές αναβάσεις του, το μοναστήρι, δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον που εμπνέει τόσο τη δική του ψυχή όσο και τις ψυχές των προσκυνητών του ιερού χώρου στον οποίο ζεί. Μ’αυτό το σκεπτικό δημιουργήθηκε αυτή η μοναστική πολιτεία που προσφέρει πλούσια πνευματικά ύδατα στις διψασμένες καρδιές των ανθρώπων. Στον περίγυρο της Ιεράς Μονής, βρίσκεται η κεντρική εκκλησία του αγίου Αντωνίου (αφιερωμένει και στον άγιο Νεκτάριο), και οι εκκλησίες του αγίου Νικολάου, αγίου Γεωργίου, αγίου Δημητρίου, αγίου Παντελεήμονος, του Προφήτη Ηλία και του αγίου Ιωάνου μέσα στο καμπαναριό της μονής. Στο παρεκκλήσι του αγίου Παντελεήμονος εισέρχεσαι να προσκυνήσεις τα ιερά λείψανα. Εκεί είναι η κάρα του αγίου Γέροντος Ιωσήφ που με τόση ευλάβεια τη διατηρούν. Δίπλα είναι το κελλί του Γέροντα. Εκεί εισέρχεσε σαν να είναι χώρος ουράνιος, μυστηρίου, επειδή εκεί ασχολείται με την ησυχία και την προσευχή, έχει μια «αγιαστική δύναμη του Παναγίου Πνεύματος.» Ο ‘Αγιος Αντώνιος δεσπόζει στην πνευματική ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η προσήλωση στον Θεό, προσφέρεται στο μοναστήρι ως συγκεκριμένης μορφής ζωής και θεωρήσεως του κόσμου και των προβλημάτων του. Εκεί ανακαλύπτουν οι πιστοί απαντήσεις για τα κοινωνικά τους προβλήματα και πνευματικά εφόδια για την αντιμετώπισή τους. Η επιφάνεια της ηθικής και κοινωνικής ζωής βρίσκει τις πνευματικές της ρίζες, για να καρποφορήσει στο σώμα της Εκκλησίας. Πολλοί άσχετοι προς την Εκκλησία αρχίζουν συνειδητή πνευματική ζωή από την ημέρα που συνδέονται με κάποιο μοναστήρι. Η μονή προσελκύει πλήθος προσκυνητών από όλα τα μέρη του κόσμου που αφιερώνουν τη ζωή τους στη λατρεία του Θεού και θωρακίζονται πνευματικά Επίσης, το μοναστήρι που μας δείχνει το ύψος της χριστιανικής τελειότητας και το μέτρο της αγωνιστικότητας είναι ένα πρότυπο για πολλούς εν τω κόσμω ιερείς για να υιοθετούν τις εκκλησιαστικές και παραδοσιακές μεθόδους, τη σωστή δογματική της ορθοδοξίας και να αντιδράσουν στην εκκοσμίκευση της Εκκλησίας. Χωρίς το μοναχισμό η Εκκλησία χάνει το ορθόδοξο ήθος Της και την ασκητικότητά Της και εκκοσμικεύεται. Θα επιτραπεί στο σημείο αυτό μιά σύντομη παρενθετική διασάφηση. Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός μας λέγει: « Όταν και όπου εισχωρεί η εκκοσμίκευση (saecurarisatio) στο εκκλησιαστικό σώμα και νοθεύεται η πίστη και το ήθος του, πληθύνονται τα σκάνδαλα και οι λιποταξίες ». Και επίσης, γράφει ότι «οι κληρικοί που κατηχούν ετεροδόξους ή αλλοθρήσκους, που θέλουν να γίνουν ορθόδοξοι, πρέπει να τους στέλνουν για ένα διάστημα σε κάποιο μοναστήρι για να γνωρίσουν τη ζώσα ορθοδοξία και όχι απλά σχολαστικά σκαριφήματα μιας διανοητικής κατηχήσεως-διδασκαλίας». Η ίδια η πράξη να γίνεται διδασκαλία. Οι εγκαταβιούντες μοναχοί, συνεχιστές των πνευματικών μας πατέρων, με την άσκησή τους, την ταπείνωσή τους, την υπακοή και την προσευχή τους βοηθούν για την σωτηρία όλων μας. Κατ’αρχάς, για να κατανοήσουμε τη σημασία του έργου που επιτελείται στα μοναστήρια του Γέροντα Εφραίμ, πρέπει να πούμε δύο λόγια για το τι σημαίνει Μοναχισμός. Πρώτα-πρώτα ο Μοναχισμός είναι κλήση Θεού. Είναι τόπος ακτημοσύνης, μετανοίας, υπακοής, ταπείνωσης και προσευχής. Η ρίζα, η ουσία του μοναχισμού είναι η καθαρότητα του νοός. Γι αυτό εκεί βρίσκουμε την νοερά προσευχή. Ο μοναχός, κάτοχος της νοεράς προσευχής, που είναι ορθόδοξο βίωμα, έχει μέλημα να αποκτήσει την αρετή. Επίσης, τι είναι τα μοναστήρια και γιατί είναι απαραίτητα στη ζωή της Εκκλησίας: Ο πυρήνας του Ορθόδοξου μοναχισμού είναι η ασκητική αγωγή, η εμπειρική Θεολογία, τα εργαστήρια της ησυχίας, της μετανοίας, της ταπείνωσης, της εγκρατείας, της νηστείας, της προσευχής και της ακτημοσύνης. Ο μακαριστός Γέροντας π. Παίσιος λέγει ότι «οι μοναχοί είναι οι ασυρματιστές της Εκκλησίας....που «με τις προσευχές τους καλούν τη Θεική βοήθεια, για να γλυτώσουμε από τις επιθέσεις του σατανά. Τα μοναστήρια γίνονται πυρήνες γύρω από τους οποίους χιλιάδες πιστοί προστρέχουν για μια πνευματική ξεκούραση, «να εναποθέσουν το πόνο της καρδιάς τους στο πετραχήλι του πνευματικού.» Η προσωπική πνευματική καθοδήγηση, η εξομολόγηση και η προσευχή, η εντονότερη καλλιέργεια της λατρευτικής και ευχαριστιακής ζωής έχουν ως κύρια κέντρα τα μοναστήρια και τους πνευματικούς πατέρες τους. Δεν αρκεί όμως μια φυσική παραμονή σε αυτό τον ιερό χώρο. Ούτε πηγαίνουμε εκεί σαν επισκέπτες απλώς από μια εξωτερική περιέργεια. Να δούμε τον Γέροντα Εφραίμ, ή τον π. Παίσιο και έπειτα να καυχηθούμε ότι τους είδαμε. Πρέπει να πηγαίνουμε για πνευματικά θέματα, με την πρόθεση να ωφεληθούμε με την σιωπή. Όσα λέγονται εκεί μέσα είναι βιώματα, είναι τόπος μυστηρίου, σιωπής και αιωνιότητος. Απαιτείται προσπάθεια για την βίωση εσωτερικά του μοναχισμού. Υπάρχει μια αδελφότητα που θυσιάζεται καθημερινά για την αγάπη του Θεού, για να τηρήσουν τις εντολές του Χριστού στην καθημερινή τους ζωή. Το μοναστήρι του αγίου Αντωνίου είναι ένα εργαστήρι ησυχίας,ταπείνωσης, υπομονής, μετανοίας, ασκήσεως, προσευχής, εξομολόγησης, νηστείας, πνευματικής καθοδήγησης, άσκησης, της εμπειρικής θεολογίας. Τ ο μοναστήρι γίνεται πυρήνας γύρω από το οποίο συγκεντρώνονται πιστοί από όλο τον κόσμο για να εξομολογηθούν, που επιθυμούν μια συνεπέστερη χριστιανική ζωή. Γνωρίσαμε τη ζωή των μοναχών στην μονή του αγίου Αντωνίου. Μέσα από το καθαρά ασκητικό και πνευματικό τους περιβάλλον, διακρίνει κανείς την κοινοχρηστία τους, την κοινοκτημοσύνη τους, την ακτημοσύνη τους. Καταλάβαμε την ταπείνωσή τους, την μετάνοιά τους, την εγκράτει, την νηστεία, την αγρυπνία, την ευχή. Επίσης, είδαμε ότι η αδελφότητα έχει αυτογνωσία, που είναι ένα βασικό σημείο της πνευματικής ζωής. Γνωρίζουν τον εαυτόν τους, γνωρίζουν ποιοί είναι, τι είναι, από που έρχονται και που πηγαίνουν, γνωρίζουν ποιός είναι ο σκοπός της υπάρξεώς τους, γιατί ζουν. Η Εκκλησία τους δίνει λύτρωση, σωτηρία και νοηματοδότηση βίου. Οι πατέρες αυτοί, προσπαθούν να φέρουν εμάς κοντά στο Θεό. Αλλά για να μπορέσουμε εμείς να πάμε κοντά στον Θεό πρέπει να έχουμε ταπείνωση, να κάνουμε μελέτη, νηστεία, εγκράτεια και να παίρνουμε συμβουλές των έμπειρων αυτών πνευματικών που θα βοηθηθούμε να ανακαλύψουμε τα ιδιαίτερα χαρίσματα που μας χάρισε ο Θεός. Αυτή η γνώση του εαυτού τους που έχουν οι μοναχοί την απόκτησαν δια της μελέτης των Αγίων Πατέρων, δια της προσευχής, δια της ασκήσεως. ‘Ενα δεύτερο σκαλοπάτι της πνευματικότητάς τους, που διακρίναμε, ήταν η αδελφογνωσία τους προς εμάς τους ανθρώπους. Γνωρίζοντας τον εαυτόν τους με την αυτογνωσία τους, γίνονται επιεικείς με τους άλλους. Με το βιωμένο παράδειγμά τους βοηθούν εμάς. Λόγω του ότι έχουν ταπείνωση, η ζωή τους η ίδια μας μιλάει, μας μιλάει η νηφαλιότητά τους, η καθαρή και ήρεμη ζωή τους, που είναι και το ιδιαίτερο και διδακτικότερο ανοικτό βιβλίο. Και αντιλαμβανόμαστε ότι όλοι μας έχουμε ανάγκη αυτού του βιώματικού παραδείγματος. Οι λόγοι, οι συμβουλές τους έχουν το αντίκρισμα του καθαρού βίου τους. Τελικώς, αισθανθήκαμε ότι η αδελφογνωσία τους είναι αποδοχή του άλλου, αποδέχονται όλους μας. Βλέπουμε ότι δεν κτυπούν τον αμαρτωλό, κτυπούν την αμαρτία, το πάθος. Ο αμαρτωλός, γι’αυτούς είναι σεβαστό πρόσωπο. Πιστεύουν ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα Θεού, είναι ιερό, σεβαστό πρόσωπο. Και βλέπουμε ότι δια της μελέτης, της προσευχής, της ευχής, του εκκλησιασμού αποκτούν ταπεινό φρόνημα, εκκλησιαστικό φρόνημα και πορεύονται προς την θεογνωσία. Αυτά τα τρία, σημαντικής σημασίας, σκαλιά της ορθοδόξου πνευματικότητας αντιλαμβάνεται κανείς όταν γνωρίσει τη ζωή του μοναχού στο μοναστήρι του αγίου Αντωνίου στην Αριζόνα. ‘Εχουν αφήσει την ετεροπαρατήρηση και έχουν πάει στην αυτοπαρατήρηση, στον αυτοέλεγχο, στην αυτομεμψία. ‘Ετσι, έχουν οδηγηθεί στην μετάνοια, στην ταπείνωση που είναι η αρχή, το μέσο και το τέλος της πνευματικής ζωής που τους οδηγεί στον Χριστό. Η ελληνορθόδοξος Ιερά Μονή του αγίου Αντωνίου ρίζωσε τόσο βαθειά, που θ’αποφέρει πνευματικούς καρπούς, προς όφελος του Γένους μας και της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, για ένα βασικό λόγο. Διότι είναι απόλυτα προσυωμένη στον Θεό, στους Αγίους Πατέρες και στην παράδοσή μας. Στην απόλυτη ησυχία της νύκτας, περπατώντας μέσα στους κήπους και γύρω από την εκκλησία του αγίου Αντωνίου, στο σεληνόφως , αισθανθήκαμε ώρες γαλήνης, που τα πάντα ηρεμούν, που μόνον η κατανυκτική ψαλμωδία των μοναχών, που έκαναν το Μικρό Απόδειπνο, άρχιζε να μας συνεπαίρνει, και να ανεβάζει τον νου μας στον ουρανό. Αυτός ο τόπος, αυτός ο επίγειος παράδεισος είναι ένας τόπος μυστηρίου που μας μιλάει έντονα η ησυχία και η σιωπή της φύσης που, εάν το αισθάνεσαι, τότε όλα σου μιλούν. Περπατούσαμε, σταματούσαμε να μιλάμε. Άκρα σιγή βασίλευε παντού. Κάπου- κάπου ακουγόταν η φωνή ενός υποτακτικού που έλεγε την ευχή με τα χείλη του. Πέρα στον ορίζοντα ο δίσκος του ήλιου είχε μπεί στη άμμο και ο ορίζοντας ήταν χρυσωμένος. Βγήκαμε αργότερα έξω και καθίσαμε σε ένα πεζούλι. Είχε πια βραδιάσει αρκετά. ¨Ολη η γλύκα της αιωνιότητας ήλθε στην ψυχή μας. Γαλήνη απέραντη. Αισθάνεσαι αισθητά την παρουσία του Θεού. Η νύκτα είναι ζωοποιός για τους μοναχούς γιατί βιώνουν την «αγγελική ζωή» κάνοντας την ευχή και την νοερά εργασία. Λίγο αργότερα, εκείνη την νύκτα, το σκοτάδι άρχισε να διαλύεται από την πανσέληνο. Το έδιωχναν, θα έλεγε κανείς, οι προσευχές των μοναχών που αναφλεγόντουσαν μέσα από τα κελιά τους, και απλωνόταν στη φύση που έκαναν τα άγρια της ερήμου να ηρεμούν και να γαληνεύουν. Η ησυχία συντελεί πολύ, και κινεί την ψυχή σε τέτοιο μέρος που μας κάνει να σκεπτόμαστε ότι οι αρετές κι όλα τα γεννήματα του νου μένουν αθάνατα, γιατί κλείνουν μέσα τους στοιχεία, που ζουν για πάντα. Το Μοναστήρι είναι ένας τόπος μυστηρίου, που μιλάει πολύ έντονα η σιωπή, δηλαδή, «η ίδια η αιωνιότης, αφού η σιωπή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος.» Εκεί οι μοναχοί βιώνουν την αποφατική εμπειρία της Ορθοδόξου Θεολογίας. «Με την σιωπή ακούν την φωνή του Θεού και αποκτούν την αρετή. Ο μοναχός ζεί την εσχατολογική πραγματικότητα. Η παρούσα ζωή γίνεται αιωνιότης, χρονικό άχρονο.» Νικολαος Λ. Μωραίτης. Ph.D


Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

Η θαυμαστή σωτηρία ήρθε απο ένα σαρανταλείτουργο





Διήγηση π. Στεφάνου Αναγνωστόπουλου


Κάποτε, ένας χριστιανός, ενώ έσκαβε με πολλούς μαζί σ' ένα νταμάρι, έπεσε βράχος και τους καταπλάκωσε η στοά. Η γυναίκα αυτού του χριστιανού, η κυρία Αργυρώ, έδωσε ό,τι είχε από το υστέρημά της σε έναν ιερέα να κάμη 40 Λειτουργίες για την ψυχή του άνδρα της σ' ένα εξωκκλήσι κοντά στο μέρος όπου έγινε δυστύχημα, διότι επίστεψε ότι είναι νεκρός. Καθημερινά μάλιστα πήγαινε ένα πρόσφορο, ένα μπουκάλι με κρασί και μία λαμπάδα, σαν πτωχή που ήταν.

Όταν έφθασε ο ιερέας στις 20 Λειτουργίες, ο διάβολος φθόνησε την ευλάβεια της κυρά Αργυρώς και αφού μετασχηματίστηκε σε έναν γνωστό της χωρικό, την συνάντησε το πρωί στον δρόμο και της είπε: - Ξέρεις; Ο παπάς δεν πήγε στην Εκκλησία γιατί είχε δουλειά βιαστική και γι' αυτό μην κοπιάζεις. Αύριο πηγαίνεις την προσφορά σου. Αυτό της το έκαμε ο διάβολος τρεις φορές στο διάστημα των 40 Λειτουργιών.

Εν τω μεταξύ, έγινε μεγάλη προσπάθεια ν' ανοίξουν στοά στο ορυχείο, για να μπορέσουν να βγάλουν τα πτώματα, τα οποία ήσαν πάρα πολλά. Ήσαν όλοι τους νεκροί. Είχαν ήδη περάσει 40 ημέρες. Σκάβοντας ακόμη πιο βαθειά, έφθασαν σ' ένα μέρος, όπου άκουσαν μία φωνή! Ανθρωπινή φωνή που τους έλεγε: - Προσέξτε, ζω! Σκάψτε με προσοχή, γιατί επάνω μου είναι δύο πέτρες, μην πέσουν και με θανατώσουν.

Αυτοί θαύμασαν και πράγματι, σκάβοντας με πολλή προσοχή από τα πλάγια, βρήκαν τον άνθρωπο ζωντανό και το ανήγγειλαν χαρούμενοι στην γυναίκα του. Απορούσαν όλοι πώς αυτός ο άνθρωπος έζησε επί 40 ημέρες χωρίς τροφή και χωρίς νερό. Κι αυτός τους είπε: - Κάθε μέρα μου έδινε κάποιος - αοράτως, δεν ξέρω πώς - ένα ψωμί και ένα μικρό δοχείο με κρασί, ενώ μία λαμπάδα αναμμένη ήταν μπροστά μου, και έτσι έτρωγα.
Εκτός από τρεις φορές, όπου δεν έφαγα τίποτε ούτε φως είδα και πικράθηκα πολύ, οδυρόμενος για τις αμαρτίες μου, γιατί νόμισα ότι έπαψε πλέον να με βοηθά αυτό το αόρατο χέρι του Θεού. Και ήμουν έτοιμος πλέον να πεθάνω από πείνα και δίψα.
Κατόπιν, είδα και πάλι την αναμμένη λαμπάδα, και δίπλα το ψωμί και το κρασί, όπως και πριν, και εδόξασα τον Θεό που δεν με εγκατέλειψε μέχρι τέλους και έτσι επέζησα και σώθηκα θαυματουργικά.
Όλοι βέβαια δοξολόγησαν τον Θεό, διότι ήσαν χριστιανοί και έμειναν με την απορία του μεγάλου αυτού θαυμαστού γεγονότος. Αυτή, χριστιανοί μου, είναι η πίστις μας! Αυτή είναι η ορθοδοξία μας: Η Θεία Λειτουργία!

(Από το υπό έκδοση βιβλίο-Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΠΕΡΑΝ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΖΩΗ)

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

Η υλιστική ηθική και η απουσία του Θεού


Γιώργης Παπανικολάου
Είναι γνωστό ότι μέχρι και σήμερα, ένα μεγάλο κομμάτι της φιλοσοφικής σκέψης αφορά τη δυνατότητα αντίληψης της παρουσίας του Θεού στην ανθρώπινη βιωματική διαδρομή. Είναι επίσης γνωστό πως οι θετικές επιστήμες, άλλες περισσότερο κι άλλες λιγότερο, πάντοτε έψαχναν και πειραματίζονταν προσπαθώντας να φτάσουν σε κάποιες αποδείξεις για την ύπαρξη ή μη της Υπέρτατης Νόησης. Αυτές οι προσπάθειες εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα, παρ’ όλη τη τεράστια πρόοδο και τα επιτεύγματα σε όλους τους τομείς, όπως τη δημιουργία τεχνητής νόησης, τη δημιουργία εμβρύων (τεχνητή γονιμοποίηση, κλωνοποίηση), τη δημιουργία ειδών με επιλεγμένες και αυξημένες δυνατότητες (μετάλλαξη κτλ.). Ο άνθρωπος, με τη νοητική του ικανότητα, ανακάλυψε κι «έσπασε» γενετικούς κώδικες και μυστικά που παρέχουν βάσιμες προσδοκίες για  μεγάλη αύξηση του προσδόκιμου ορίου ζωής, και τα διαστημικά ταξίδια για τον εποικισμό άλλων πλανητών είναι υπόθεση του προβλέψιμου μέλλοντος. Παράλληλα, και στα πλαίσια των ερευνών που αφορούν περισσότερο τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών, έγιναν ανακαλύψεις που παρέχουν δυνατότητες ολοκληρωτικής καταστροφής της ζωής και του πλανήτη. Κι ενώ το ανθρώπινο ον έφτασε σε επιτεύγματα και ανακαλύψεις που, αγγίζοντας κάποιες «Θεϊκές» ιδιότητες, τουλάχιστον θα μπορούσαν να δώσουν κάποιες σαφείς απαντήσεις για την ύπαρξη ή μη της Υπέρτατης Νόησης, εντούτοις, εξακολουθεί και τώρα να υπάρχει η προβληματική που υπήρξε απ’ την αρχή της φιλοσοφικής σκέψης. Προφανώς ένας απ’ τους λόγους που συμβαίνει αυτό είναι γιατί όλες οι ανακαλύψεις και οι λύσεις των προβλημάτων που αγγίζουν τις «Θεϊκές» ιδιότητες, παραπέμπουν σε νέα προβλήματα και σε νέους κώδικες και μυστικά, αποδεικνύοντας πως ο χαρακτηρισμός της μοναδικότητάς τους είχε να κάνει με την ανάπτυξη και τη πρόοδο της ανθρώπινης αντιληπτικής και κατανοητικής ικανότητας. Πάνω σ’ αυτές τις δυνατότητες στηρίχτηκαν τα επιχειρήματα για την ύπαρξη ή μη του Θείου, που οδήγησαν σε αντίθετα συμπεράσματα και θεωρίες.
Απ’ τη μια λοιπόν έχουμε τη θεώρηση των πραγμάτων που καταλήγει σε μια καθαρά υλιστική – μηχανιστική αντίληψη, που κρίνει ότι δεν υπάρχει ο σχεδιασμός ενός υπέρτατου όντος για τη δημιουργία και τη πορεία του Σύμπαντος, αλλά τα πάντα άρχισαν κι εξελίσσονται μέσα από τις προϋπάρχουσες δυνατότητες των αυθύπαρκτων πρωταρχικών στοιχείων. Η αρχή της εκδήλωσης αυτών των δυνατοτήτων οφείλεται στο τυχαίο γεγονός κάποιου συνδυασμού των αυθύπαρκτων πρωταρχικών στοιχείων, κι έκτοτε τα πάντα κινούνται και μεταλλάσσονται υπακούοντας στον βασικό και πρωταρχικό νόμο της εξέλιξης, που δημιουργεί συνεχώς καινούργια δεδομένα, που με τη σειρά τους οδηγούν σε καινούργιες αναγκαίες προσαρμογές.
Απ’ την άλλη έχουμε μια καθαρά Θεολογική αντίληψη της δημιουργίας του Κόσμου, που θεωρεί ότι τα πάντα δημιουργήθηκαν κι εξακολουθούν να δημιουργούνται και να πορεύονται μόνο με τον σχεδιασμό και την παρέμβαση του Υπέρτατου Όντος. Δηλαδή, ο Θεός έκφρασε τη βούλησή του κι έδωσε ύπαρξη σε οτιδήποτε μπορεί να συμπεριληφθεί σ’ αυτό που ο άνθρωπος μπορεί να αντιλαμβάνεται σαν κτίση και δημιουργία.
Κι ενώ η υλιστική - μηχανιστική αντίληψη των πραγμάτων φαίνεται να προσεγγίζει περισσότερο σε μια λογική και ρεαλιστική εξήγηση του φαινόμενου της δημιουργίας, εν τούτοις δεν γίνεται ανεπιφύλακτα αποδεκτή από τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, που εξακολουθεί να διακατέχεται ή τουλάχιστον να αποδέχεται την μεταφυσική και υπερβατική αντίληψη της Θεολογικής ερμηνείας. Μια εξήγηση γι’ αυτό είναι ότι η υλιστική θεωρία, παρ’ όλο που πλησιάζει περισσότερο στη λογική και πρακτική αντίληψη των πραγμάτων, δεν παύει να υστερεί στη λύση της αναζητούμενης σκοπιμότητας του υπαρκτικού γεγονότος. Δηλαδή, το τυχαίο γεγονός, που αποτελεί τη γενεσιουργό και ουσιώδη αρχή της δημιουργίας, αποστερεί απ’ την αρχή την ύπαρξη κάποιου σκοπού στη διαδοχική εξέλιξη των πραγμάτων. Ο Κόσμος υπάρχει κι εξελίσσεται απλά για να υπάρχει και να εξελίσσεται. Η αρχή και το τέλος του δεν μπορούν να εμπεριέχουν κανένα υπαρξιακό νόημα.
Αλλά το γεγονός της συνείδησης του ανθρώπου, που μόνο αυτός έχει γνώση της ύπαρξής του και της ύπαρξης του Κόσμου, βάζει το ερώτημα του σκοπού αυτής της ύπαρξης.
Ποιος είναι ο λόγος που ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα της αντίληψης των πραγμάτων, μέχρι το σημείο να διερωτάται και ν’ αγωνιά για τον σκοπό και τη τύχη της ύπαρξής του;
Γιατί ο άνθρωπος να μην αρκείται μόνο στην αντίδραση του ένστικτου της αυτοσυντήρησης, πράγμα που ισχύει για όλα τα υπόλοιπα όντα που διαβιούν μαζί του στον πλανήτη;
Αυτό το ερώτημα είναι τόσο καίριο, που η δυνατότητα της δημιουργίας του δεν μπορεί να αφεθεί στο τυχαίο γεγονός!
Απ’ την άλλη, αν δεχτούμε ότι υπάρχει ο Μεγάλος Δημιουργός του Κόσμου, θα αποτελούσε την έκφραση μιας υπέρτατης σαδιστικής εκδήλωσης το να δοθεί μόνο στον άνθρωπο, κατ’ εξαίρεση απ’ όλα τα υπόλοιπα όντα του πλανήτη, η συνείδηση του θανάτου, χωρίς να υπάρχει και η διέξοδος που μπορεί να οδηγήσει στην αιτιολόγηση και στη δικαίωση της δημιουργίας του.
Αυτή λοιπόν την αναζητούμενη διέξοδο δίνει κατ’ αρχήν η Θεολογική θεώρηση του Κόσμου.
Έτσι, βρίσκεται η ισορροπία μεταξύ της ενέργειας και του αποτελέσματος, έστω κι αν αυτό επιτυγχάνεται με τον λογικά οξύμωρο τρόπο που αποδέχεται πως το κτιστό δημιουργήθηκε απ’ το άκτιστο.
Αυτή η μεταφυσική και υπερβατική ερμηνεία και αποδοχή της δημιουργικής σχέσης μεταξύ του άκτιστου και του κτιστού, υπονοεί σαφέστατα και την ύπαρξη της δυνατότητας μιας αμφίδρομης σχέσης μεταξύ του Δημιουργού και του δημιουργήματος.
Πάνω σ’ αυτή τη δυνατότητα της σχέσης βρήκε διέξοδο η ανθρώπινη υπαρξιακή αναζήτηση, κι έτσι οικοδομήθηκε η έννοια της θρησκείας με τις διάφορες εκδοχές της, που οριοθέτησε τα πλαίσια της βιωματικής διαδρομής κι έδειξε τον τρόπο μετουσίωσης της θνησιγενούς ύλης σε αθάνατο πνεύμα.
Αν δεχτούμε πως η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων ενστερνίστηκε αυτή την έννοια της θρησκείας, τότε, σαν λογική συνέπεια του γεγονότος αυτού, θα’ πρεπε η κοινωνία να είχε οργανωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε η καθημερινή νοητική καλλιέργεια να προσβλέπει στην ανάπτυξη της σχέσης και στην προσέγγιση με τον Δημιουργό. Όμως αυτό που έγινε, κι εξακολουθεί να γίνεται, ήταν ακριβώς το αντίθετο.
Έτσι ο άνθρωπος, που πραγματικά πιστεύει στην ύπαρξη και στη δυνατότητα της σχέσης του με το Υπέρτατο Όν, βρίσκεται εγκλωβισμένος σ’ έναν αντιθετικό τρόπο ζωής, που επιβάλλεται απ’ όλες τις μορφές εξουσίας και τον αποπροσανατολίζει από τον μοναδικό στόχο και σκοπό της σύντομης ζωής του. Όμως, μέσα απ’ όλες τις δυσκολίες της βιωματικής διαδρομής του, όπου βρίσκεται αναγκασμένος να παλεύει για την ικανοποίηση των συνεχώς αυξανόμενων υλικών αναγκών, είναι φορές που παράλληλα αναζητά και προσπαθεί να διαπιστώσει και να επιβεβαιώσει τη παρουσία και το ενδιαφέρον του Δημιουργού για το δημιούργημά του.
Αυτή η αναζήτηση της παρουσίας του Θεού στην ανθρώπινη καθημερινότητα, που έχει να κάνει με την αγωνία της υπαρξιακής του πορείας, αποκτά καταγγελτικό χαρακτήρα όταν διαπιστώνεται ή απουσία Του.
Πολλοί ερευνητές, συγγραφείς και διανοητές, στην ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας, έχουν επισημάνει και καταγγείλει την έλλειψη της παρουσίας και τη σιωπή του Θεού σε στιγμές τραγικές για τους ανθρώπους. Αυτή η καταγγελτική αναφορά της απουσίας του Θεού αποτελεί τη βάση της αμφισβήτησής Του, και οδηγεί στην αποδοχή της μοναδικότητας του υλιστικού – μηχανιστικού νόμου της εξέλιξης.
Ο συγγραφέας και διανοητής Νίκος Δήμου, στο δοκίμιό του «Η σιωπή του Θεού και η προπαγάνδα της πίστης», γράφει:
«Ο Θεός σιωπά. Η σιωπή του Θεού είναι το βασικό μοτίβο όλης της υπαρξιακής φιλοσοφίας – αλλά και Θεολογίας – του περασμένου αιώνα. Ο Θεός σώπασε στο Άουσβιτς και στη Ρουάντα, στην Καμπότζη και στην Σρεμπρένιτσα. Άφησε να εκτυλιχτούν απύθμενες βαρβαρότητες, χωρίς ποτέ να μας δώσει ούτε ένα «σημείον». Ο Θεός σωπαίνει όχι μόνο στις μεγάλες δημόσιες τραγωδίες αλλά και στις μικρές ιδιωτικές. Η μάνα που σπαράζει για το χαμό του παιδιού της δεν παίρνει απάντηση.
Ο Θεός σωπαίνει – είτε λέγεται Θεός, είτε Αλλάχ, είτε Ιεχωβάς, είτε αποκαλείται με άλλο όνομα, από τα πολλά που του δίνουν οι άνθρωποι.
Βλέπει το κακό να συμβαίνει και όχι μόνο δεν το σταματάει (αυτός ο Παντοδύναμος), αλλά ούτε καν αντιδρά είτε για να το δικαιολογήσει, είτε για να εκφράσει τη συμπαράστασή του.
Κι όμως στη Χριστιανική θρησκεία τα κύρια επίθετα του Θεού είναι Πανάγαθος, Ελεήμων και Φιλάνθρωπος, και στη Μουσουλμανική «Αλ Ραχμάν» (Ο Οικτίρμων) και «Αλ Ραχίμ» (Ο Συμπονετικός)».
Πιο κάτω, αναλύοντας τη φράση «Τα πάντα εν σοφία εποίησεν», αναφέρει:
«Ότι σοφία ενυπάρχει μέσα στην οργάνωση και στην δομή των όντων – από το απλό λουλούδι μέχρι τον περίπλοκο ανθρώπινο εγκέφαλο – είναι αναμφισβήτητο. Δεν γνωρίζουμε αν είναι η συνειδητή σοφία ενός Δημιουργού, Σχεδιαστή (οι Τέκτονες τον ονομάζουν Μέγα Αρχιτέκτονα του σύμπαντος) ή η αυτόματη (με τη μέθοδο της δοκιμής και του λάθους) εξελικτική μηχανική ευφυΐα των Δαρβινιστών.
Σίγουρα όμως αυτή η σοφία δεν φαίνεται να είναι διαποτισμένη με παναγαθότητα. Τίποτα μέσα στη φύση δεν δείχνει καλοσύνη ή ηθική βούληση. Αντίθετα κυριαρχεί ο πόλεμος πάντων εναντίον πάντων.
Η ύπαρξη του πόνου και του κακού στον κόσμο δεν συμβιβάζεται με την παρουσία ενός Πανάγαθου και Παντοδύναμου Θεού.
Η αρχαία διάζευξη (αν δεν μπορεί να εκριζώσει το κακό δεν είναι Παντοδύναμος – αν δεν το θέλει δεν είναι Πανάγαθος) ισχύει πάντα.
Οι αφελείς θεωρίες ότι ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο την ελευθερία να πράττει και άρα δεν είναι υπεύθυνος γι’ αυτόν (είμαι άραγε ελεύθερος να μην πονώ και να μην πεθάνω;) δεν πείθουν κανένα – παρά μόνο όσους παραιτούνται από την λογική».
Όλα αυτά που αναφέρει ο Νίκος Δήμου δεν είναι παρά η ουσία των όσων κατά καιρούς έχουν γραφτεί και ακουστεί σαν ερωτήματα, διαπιστώσεις και συμπεράσματα από τους απολογητές της υλιστικής – μηχανιστικής αντίληψης του κόσμου, που θεωρεί πως οποιαδήποτε άλλη εξήγηση μπορεί να δοθεί μόνο με την εγκατάλειψη της λογικής.
Ωραία λοιπόν, ας προσπαθήσουμε κι εμείς να δούμε πάλι τα πράγματα χωρίς να εγκαταλείψουμε αυτή τη λογική, που σημαίνει δηλαδή ότι αποκλείουμε την οποιαδήποτε αναφορά στις εξ’ αποκαλύψεως «αλήθειες» και «παρουσίες». Ταυτόχρονα όμως έχουμε σκοπό  να διερευνήσουμε λίγο και την «υφή» αυτής της λογικής.
Πριν αποδεχτούμε τη διαπίστωση ότι ισχύει η αρχαία διάζευξη, που αναμφισβήτητα με τη καταγγελία για υπευθυνότητα του Θεού, αν όχι για τη δημιουργία αλλά, τουλάχιστον για την ανοχή και τη διατήρηση του κακού, βάζει σε αμφισβήτηση τις βασικές ιδιότητες του Υπέρτατου Όντος (την Παντοδυναμία και την Παναγαθότητα) – δηλαδή την ουσία της ύπαρξής του – θα διερευνήσουμε τη λογική συνέπεια και συμβατότητα των εννοιών, σύμφωνα με όσα μπορεί να αντιλαμβάνεται ο ανθρώπινος νους.
Αμέσως λοιπόν δημιουργούνται τα παρακάτω λογικά ερωτήματα:
Η Παντοδυναμία του Θεού μπορεί να υπάρχει και να λειτουργεί ανεξάρτητα από την Παναγαθότητά Του;
Η Θεϊκή Υπέρτατη Δύναμη μπορεί να δρα μεμονωμένα και ξέχωρα από την Θεϊκή Υπέρτατη Αθωότητα και Αγαθότητα;
Η έννοια της Παντοδυναμίας, που περιέχει την απεριόριστη δυνατότητα καταλυτικής δράσης είτε για τη δημιουργία (το καλό) είτε για τη καταστροφή (το κακό), σαν βασική Θεϊκή ιδιότητα, λογικά, πρέπει να υπόκειται στην απόλυτη σύνδεση και αλληλεπίδραση με την άλλη βασική ιδιότητα, δηλαδή την Υπέρτατη Αγαθότητα – Αθωότητα.
Η έννοια της Υπέρτατης Αγαθότητας, που εκφράζεται σαν δράση της Απόλυτης Καλοσύνης, λογικά, δεν μπορεί να έχει καμία συμβατότητα με τη δυνατότητα δράσης που έχει σαν αποτέλεσμα την καταστροφή και κατ’ επέκταση το κακό.
Άρα, το λογικό συμπέρασμα είναι πως η επίκληση του Θεού για την κατάλυση του κακού δεν μπορεί να εισακουστεί, παρά μόνο σαν επίκληση προστασίας απέναντι στο κακό.
Η έννοια της τιμωρίας, ακόμα κι αυτού του κακού, που λίγο ή πολύ εμπεριέχει την έννοια της εκδικητικότητας, δεν είναι συμβατή με την έννοια του Πανάγαθου, του Ελεήμονα και του Συμπονετικού Θεού της Υπέρτατης Αγάπης.
Είναι προφανές λοιπόν πως όπου οι απολογητές της θρησκείας προσδίδουν στον Θεό τις ιδιότητες του τιμωρού και του εκδικητή, το κάνουν με σκοπό την επιβολή της εξουσίας τους στο όνομα του Θεού.
Ο Θεός της Υπέρτατης Αγάπης, που είναι Παντοδύναμος μόνο για το καλό, δεν απαιτεί τίποτα και δεν τιμωρεί κανέναν, παρά μόνο δέχεται ότι μπορεί να είναι συμβατό με την ύπαρξή Του.
Έτσι, σύμφωνα με την εννοιολογική συνάφεια και τη λογική συμβατότητα των βασικών ιδιοτήτων του Θεού, όπως μπορεί να τις αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος, γίνεται φανερό πως δεν μπορεί να υπάρξει η παρουσία Του εκεί όπου υπάρχει το κακό, κι ότι το κακό δεν μπορεί να υπάρξει εκεί όπου υπάρχει η παρουσία του Θεού.
Με βάση αυτή τη διαπίστωση, έρχεται σαν λογική συνέπεια η καταγγελλόμενη απουσία, σιωπή και αδράνεια του Θεού εκεί όπου βρίσκεται, «μιλάει» και συντελείται το κακό.
Αυτή η σιωπή και η έλλειψη αντίδρασης, δεν οφείλεται στην αδιαφορία του Θεού μπροστά στις τραγικές καταστάσεις που προκύπτουν από τη δράση του κακού, αλλά οφείλεται στο γεγονός της αναπόφευκτης απουσίας Του, που έχει να κάνει με το ασύμβατο τόσο της παρουσίας Του εκεί όπου δρα το κακό, όσο και της οποιασδήποτε κίνησης καταστροφής και κατάλυσης.
Πέρα από κάθε λογική λοιπόν, ο άνθρωπος, που τις περισσότερες φορές αυτός ο ίδιος είναι που καλλιεργεί τις συνθήκες για τη δράση του κακού, επικαλείται τη Θεία παρουσία την ώρα που συντελείται το κακό για να το εξαλείψει. Ενώ δηλαδή οι άνθρωποι έχουν οργανώσει τις κοινωνίες τους έτσι, που ο συνεχής ανταγωνισμός μεταξύ τους έχει σαν συνέπεια τους συνεχείς προσωπικούς ή και πολλές φορές συνολικούς πολέμους, επικαλούνται τη παρουσία και τη βοήθεια του Θεού για την εξάλειψη του κακού που οι ίδιοι προκάλεσαν, προετοιμαζόμενοι ταυτόχρονα για τον επόμενο πόλεμο.
Αυτή η συμπεριφορά του δημιουργήματος απέναντι στον δημιουργό δείχνει έναν εγωισμό και μια απαίτηση που ξεπερνούν τα όρια της λογικής, γιατί, ενώ το δημιούργημα έχει κλείσει τον δρόμο επικοινωνίας με τον Δημιουργό, ταυτόχρονα τον καλεί σε βοήθεια χωρίς να έχει φροντίσει για την απελευθέρωση της διόδου επικοινωνίας, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα αποκατάστασης της σχέσης.
Με ποια λογική λοιπόν καταγγέλλεται η απουσία και η σιωπή του Θεού μπροστά στις ανθρώπινες τραγωδίες, όταν οι ίδιοι οι άνθρωποι αποκόπτουν την ουσιαστική δυνατότητα επαφής με Αυτό στο οποίο απευθύνουν την επίκληση για βοήθεια;
Η ηθική φιλοσοφία του Άγγλου φιλόσοφου Thomas Hobbes (1588 – 1679), υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη φύση δεν είναι αγαθή, αλλά καθορίζεται ουσιαστικά από εγωιστικά κίνητρα ή την ορμή της αυτοσυντήρησης, που αποτελεί μια απλή και αυτόνομη αρχή για την εξήγηση όλων των βουλητικών εκδηλώσεων.
Για τον άνθρωπο, ως φυσικό ον, δεν υπάρχει άλλος γνώμονας για την εκτίμηση των πραγμάτων παρά μόνο η ωφέλεια ή η ζημιά που προκύπτει από αυτά. Αν δυο άνθρωποι επιθυμούν το ίδιο πράγμα γίνονται εχθροί και στη πορεία για την απόκτησή του προσπαθούν να καταστρέψουν ή να υποτάξουν ο ένας τον άλλον.
Αυτή η καθαρά υλιστική αντίληψη της ανθρώπινης φύσης, που της προσδίδει μόνο τις λειτουργίες των ενστίκτων, θεωρεί αναγκαία την ύπαρξη μιας ανώτερης ρυθμιστικής αρχής (Κράτος), που να βάζει και να τηρεί κανόνες που προσεγγίζουν την ηθική των νόμων της φύσης, για να περιορίζει την αλληλοεξόντωση και να προωθεί την επίτευξη του ανώτατου υλικού σκοπού.
Η φυσιοκρατική και ωφελιμιστική ηθική του T. Hobbes, που έβαλε σε δεύτερη μοίρα την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου και ευαγγελίστηκε ένα κράτος «θηριοδαμαστή», έθεσε πολλά ερωτήματα στην ηθική προβληματική κι έτσι προώθησε την φιλοσοφική σκέψη με τις νέες θεωρίες, που ήρθαν σαν συνέχεια και αντίδραση στη δική του θεωρία. Ο John Locke (1632 – 1704), ο J.J. Rousseau (1712 – 1778), οImmanuel Kant (1724 – 1804) και άλλοι, συμπλήρωσαν ή και αντέκρουσαν την θεωρία του Hobbes.
Στον εγωισμό, τον ωφελιμισμό και στην απουσία του Θείου, αντιτάσσουν την πνευματικότητα, που εκφράζεται με τον καλό χαρακτήρα και παραπέμπει σε μια ηθική αίσθηση που πηγάζει από την παρουσία του Θείου στην ανώτερη συνείδηση του ανθρώπου.
Έτσι δημιουργούνται οι δυνατότητες για βουλητικές εκδηλώσεις που ξεφεύγουν ή και πολλές φορές υπερβαίνουν την ορμή της αυτοσυντήρησης και αποτελούν έννοιες που πηγάζουν από τις Θεϊκές ιδιότητες.
Η αλληλεγγύη, η αμοιβαιότητα και η αυτοθυσία, που αποτελούν εκδηλώσεις του αλτρουισμού και της κοινωνικότητας, η αντίληψη της αρμονίας, της ισορροπίας και της μουσικότητας των ήχων, των χρωμάτων, του φωτός, του λόγου και του Έρωτα, του υλικού και του άϋλου, που έχουν να κάνουν με την αίσθηση του Ωραίου, παραπέμπουν σε ανθρώπινες δυνατότητες που οδηγούν στην αγαλλίαση και προσιδιάζουν σε εκφάνσεις της Παναγαθότητας του Υπέρτατου Όντος.
Κι ενώ ο άνθρωπος γνωρίζει πως, μέσω της υλικής του υπόστασης, έχει τις δυνατότητες να ενεργεί πνευματικά μέχρι του σημείου της έκστασης και της υπέρβασης αυτής της υπόστασης, παρ’ όλ’ αυτά, έχει οργανώσει έτσι την καθημερινότητά του, που η πνευματική διαβίωση και ανάπτυξη να περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά και μόνο σ’ αυτά που εξυπηρετούν την ύλη. Η μη επιλογή της πορείας πραγμάτωσης της σχέσης με τον Θεό και η επικράτηση στην πράξη της ωφελιμιστικής ηθικής, οφείλεται στην ευκολία αποδοχής και στη δυσκολία αντίστασης σε βουλητικές εκδηλώσεις που πηγάζουν από την ορμή της αυτοσυντήρησης, και ειδικότερα στην ικανοποίηση του εγωισμού, σαν άμεση ανάγκη έκφρασης και προβολής της ατομικότητας, που βρίσκει την ηδονή σε μια συνεχόμενη αναζήτηση απόκτησης δόξας, δύναμης και εξουσίας.
Η ιστορική πορεία του ανθρώπινου είδους, μέσα από τις διάφορες εκδοχές οργάνωσης των κοινωνιών, έχει σαν κοινή συνισταμένη την αποδοχή της ουσίας τους ωφελιμιστικής ηθικής του Hobbes. Η ανάγκη της υπαρξιακής αναζήτησης εκφράζεται και εξαντλείται μέσα από την γενικότερη αποδοχή και συμμετοχή σε τελετές και εκδηλώσεις μιας θρησκείας, που τις περισσότερες φορές δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να επιβεβαιώνει την αναμφισβήτητη εξουσία των απολογητών της ή και να χρησιμοποιείται σαν στήριγμα για την άσκηση βίας κατά αλλόθρησκων – και πολλές φορές ομόθρησκων – κοινωνιών, εξυπηρετώντας συμφέροντα που έχουν να κάνουν με την έκφραση μιας καθαρά υλιστικής αντίληψης των πραγμάτων.
Οι αντίθετες φωνές, που με ποικίλους τρόπους καταγγέλλουν αυτό το σύστημα και υποστηρίζουν την εναλλακτική πρόταση της ηθικής που αφορά την ανώτερη συνείδηση του ανθρώπου, δεν φιμώνονται και δεν καταπνίγονται, αλλά, τουναντίον προβάλλονται επανειλημμένα σε διάφορα φόρουμ και σε κάποια μέσα μαζικής ενημέρωσης, φτάνοντας ακόμα και στη βράβευση ατόμων και φορέων.
Το σύστημα είναι τόσο σίγουρο για τις στέρεες βάσεις του, που δεν έχει κανένα λόγο να φοβάται τις όποιες καταγγελίες ή προτάσεις αλλαγής, έστω κι αν αυτές στρέφονται κατά της ουσίας των επιλογών του.
Η δυναμική της ικανοποίησης των απαιτήσεων της ύλης έχει τέτοια ένταση, που η συνεχής εξέλιξη και μεγέθυνση αυτών των απαιτήσεων δεν αφήνει πολλά περιθώρια για άλλον σοβαρό προβληματισμό, παρά μόνο για την αντιμετώπιση της καθημερινής πάλης στη προσπάθεια ικανοποίησης των όλο κι αυξανόμενων απαιτήσεων. Έτσι, η συνεχής προβολή κι επανάληψη των αντίθετων απόψεων χωρίς κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, επιβεβαιώνει τη δύναμη του συστήματος και συντελεί στο ξεθύμασμα των προσδοκιών και στην απαξίωση των εννοιών.
Κι ενώ η ανθρωπότητα διανύει την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, η πολιτική της παγκοσμιοποίησης, όπως αυτή εφαρμόζεται, προωθεί κι εξαπλώνει σ’ ολόκληρο το πλανήτη τις πιο σκληρές εκφάνσεις της ωφελιμιστικής ηθικής, που έχουν σαν επακόλουθο όλα τα τραγικά και τρομακτικά στη προοπτική τους αποτελέσματα.
Η ανάγκη του συστήματος για τη συνεχή δημιουργία νέων απαιτήσεων, αναγκάζει τους ανθρώπους να ενεργούν σαν ακρίδες και να απομυζούν συνεχώς τους ζωτικούς χυμούς του πλανήτη, που αντιστέκεται και παλεύει για να κρατήσει τις ισορροπίες του.
Κι ενώ οργανώσεις και μεμονωμένα άτομα, με αναγνωρισμένο πνευματικό και επιστημονικό κύρος, φωνάζουν επισημαίνοντας τον παραλογισμό που οδηγεί σε μια φανερή πλέον προοπτική αφανισμού του ανθρώπινου είδους, όχι μόνο οι παντός είδους ηγήτορες που κινούν τα νήματα δεν κάνουν τίποτε, μια και οι ίδιοι είναι οι εκφραστές του συστήματος, αλλά, υπάρχουν συγκροτημένες φωνές που «εγκαλούν» το Υπέρτατο Όν, για ότι αφήνει να συμβαίνει και για ότι θα επιτρέψει να συμβεί στο μέλλον.
Αν αυτό δεν αποτελεί μια έκφραση παραλογισμού, σίγουρα είναι μια εκδήλωση απελπισίας!
Οι «εγκαλούντες» παραμένοντας πιστοί στο δόγμα της υλιστικής – ωφελιμιστικής ηθικής, αμφισβητούν την ύπαρξη της δυνατότητας του ανθρώπινου όντος να αποφασίζει ελεύθερα για την υπαρξιακή του πορεία, συναρτώντας την έννοια της ελευθερίας με τη δυνατότητα επιλογής για το σταμάτημα της φυσικής φθοράς και την αθανασία της υλικής υπόστασης. Αφού λοιπόν δεν μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο, θεωρούν πως ο άνθρωπος είναι δέσμιος της φυσιολογίας της ύλης και, σαν δημιούργημα, ανεύθυνος για τα δεινά που υφίσταται στον σύντομο βίο του, τα περισσότερα από τα οποία είναι επακόλουθα των ιδιοτήτων που διέπουν την υπόστασή του, είτε αυτή είναι δημιούργημα τυχαίο, είτε οφείλεται στη βούληση του Υπέρτατου Όντος.
Αυτή η απλουστευμένη και ισοπεδωτική διατύπωση σχετικά με την υφή και τη σκοπιμότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, είναι καίριας και κρίσιμης σημασίας, γιατί αποτελεί και την ουσία στήριξης του συστήματος της ωφελιμιστικής ηθικής που επικρατεί σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η αποστασιοποίηση από οποιαδήποτε ευθύνη για την επικράτηση του κακού στον πλανήτη, είναι τουλάχιστον κοντόφθαλμη και υποκριτική, γιατί δεν παίρνει καθόλου υπόψη την πνευματικότητα του ανθρώπινου όντος και τις δυνατότητες που απορρέουν απ’ αυτή.
Η μοιρολατρική αντίληψη και εμμονή στην ικανοποίηση των απαιτήσεων κι απολαύσεων της ύλης στο διηνεκές, βάζει σε υποδεέστερη μοίρα την πνευματική – νοητική οντότητα, που την θέλει να λειτουργεί συμπληρωματικά και για λογαριασμό της υλικής. Αυτή η διατύπωση του αιτήματος της αιώνιας ζωής, παρ’ όλο που φαίνεται παράλογη γιατί αντίκειται στους γνωστούς φυσικούς νόμους, εν τούτοις, είναι συνεπής στην εγωιστική προβολή του πανίσχυρου ένστικτου αυτοσυντήρησης της υλικής οντότητας, που βάζει σε πρώτη προτεραιότητα τη συνέχιση της απτής ικανότητας να μπορεί να αντιλαμβάνεται την ύπαρξή της.
Αυτή η προσκόλληση στην ύλη και στις απαιτήσεις της, διαπερνά και διαποτίζει την αντιληπτική ικανότητα του ανθρώπου στην πνευματική αναζήτηση του Θείου.
Σχεδόν κατά κανόνα όλες οι κλήσεις και επικλήσεις προς το Υπέρτατο Όν, που γίνονται με τον τρόπο και τις διαδικασίες που προβλέπονται από την κάθε θρησκευτική εκδοχή, εμπεριέχουν μια μορφή παρακλητικής απαίτησης στη πρόσκληση της Υπέρτατης Δύναμης να προστρέξει σε βοήθεια, για την εξάλειψη του κακού και των δεινών που υφίσταται ο άνθρωπος. Επί της ουσίας δηλαδή, το δημιούργημα ζητά απ’ τον Δημιουργό να έρθει κοντά του και να το βοηθήσει, χωρίς αυτό το αίτημα να πηγάζει από μια πραγματική άδολη σχέση αγάπης, αλλά απευθύνεται σαν «έγκληση» εκπλήρωσης κάποιας μονομερούς υποχρέωσης.
Οι γονυκλισίες, οι νηστείες και οι οποιεσδήποτε ενέργειες που προβλέπονται από το τελετουργικό της κάθε θρησκευτικής εκδοχής, δεν είναι ικανές από μόνες τους να συνδέσουν ή να διατηρήσουν τη σχέση με τον Θεό, αν δεν υπάρχει το πραγματικό γεγονός της σχέσης αγάπης που πραγματώνεται σε τρόπο ζωής.
Έτσι λοιπόν, σε παγκόσμιο επίπεδο παρατηρείται το σχιζοφρενικό φαινόμενο που απ’ τη μια οι περισσότερες κοινωνίες έχουν τη θρησκεία σαν ένα από τα βασικά κι επίσημα προσδιοριστικά – συστατικά τους στοιχεία, κι απ’ την άλλη εφαρμόζουν και πραγματώνουν σε τρόπο ζωής την υλιστική – ωφελιμιστική ηθική.
Το ότι υπάρχουν μεμονωμένες περιπτώσεις ατόμων που, σε μια προσπάθεια διαφοροποίησης, ενεργούν με τρόπο που προωθεί την ανάπτυξη της πνευματικής σχέσης με τον Θεό, φανερώνοντας χαρίσματα που πηγάζουν από την ηθική αίσθηση της ανώτερης συνείδησης, αυτό μπορεί να μην έχει τη δύναμη να εκτρέψει τη γενικότερη πορεία των πραγμάτων, αλλά φανερώνει και αποδεικνύει τη δυνατότητα της ελεύθερης επιλογής.
Όπως λέει και ο Kant η ελευθερία του ανθρώπου συνίσταται στη δυνατότητα να υπερβεί τη πίεση των εξωτερικών συνθηκών και να πράξει σύμφωνα με τις ηθικές αρχές που πηγάζουν από τη καθαρή νόηση. Αν δεν υπάρχει ελευθερία, τότε η ηθική πράξη είναι αδύνατη και ο άνθρωπος είναι έρμαιο των εγωιστικών και ωφελιμιστικών ροπών του.
Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν, δεν είναι εάν υπάρχει η δυνατότητα της ελεύθερης έκφρασης βούλησης για την επιλογή ενός άλλου τρόπου ζωής, αλλά κατά πόσο μπορεί αυτή η δυνατότητα να αξιολογηθεί από έναν άνθρωπο, που οι βασικές αρχές του ωφελιμιστικού συστήματος είναι πλέον καταγραμμένες στα γονίδιά του. Όμως, η ελπίδα υπάρχει ακόμα, γιατί όσο ο άνθρωπος εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα έκφρασης βούλησης, μπορεί να καταλάβει πως η πραγματική ωφέλεια βρίσκεται στη πλήρη αποδοχή της ηθικής αίσθησης που πηγάζει από την ανώτερη συνείδησή του.
Η συνεχόμενη, συστηματική και δημιουργική καλλιέργεια του πνεύματος, θα δώσει τη πραγματική διάσταση τη ανθρώπινης παρουσίας στον πλανήτη και τη δυνατότητα αποκατάστασης και επανασύνδεσης μιας πραγματικής σχέσης επικοινωνίας του δημιουργήματος με τον Δημιουργό του. Η κατανόηση του εσώτερου και ταυτόχρονα ανώτερου εαυτού, θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για το φινίρισμα και την υπέρβαση των ωμών αισθημάτων που προέρχονται απ’ τα ένστικτα, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και την αξία των συναισθημάτων που πηγάζουν απ’ αυτό που συνιστά τη βασική οντολογική διαφορά του ανθρώπινου είδους. Αυτή η αλλαγή θα επιφέρει και την αλλαγή σε όλη τη κλίμακα αξιών του συστήματος που επικρατεί σήμερα, και η καλοσύνη και η αγάπη θα είναι σε μόνιμη βάση το μοναδικό πρίσμα εξέτασης όλων των προβλημάτων της ανθρώπινης καθημερινότητας σε παγκόσμιο επίπεδο. Μπορούμε να φανταστούμε τις θετικές επιπτώσεις που θα υπάρξουν στον πλανήτη όταν καλυφτεί από μια τεράστια θετική ενέργεια, που θα προκύψει όταν τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων θα σκέπτονται και θα ενεργούν μόνο με αγάπη και καλοσύνη. Έτσι θα ανοίξει η δίοδος επικοινωνίας και θα δημιουργηθούν οι ευνοϊκές συνθήκες για την ανταπόκριση του Θεού στην ειλικρινή πρόσκληση του ανθρώπου.
Αν συμβεί αυτό, θα πρόκειται για την μεγαλύτερη επανάσταση στην ιστορία του ανθρώπινου γένους!
Ουτοπία Έ; Σύμφωνοι!!
Με τα δεδομένα που υπάρχουν σήμερα πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες ουτοπίες, μια κι αυτές οι σκέψεις μοιάζουν το λιγότερο αφελείς.
Όμως, εδώ μπορούμε να θυμίσουμε πως οι μεγαλύτερες και σοβαρότερες επαναστάσεις έγιναν για τη πραγμάτωση μιας ουτοπίας!
Αλλά σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν δεχτούμε πως ο θάνατος σημαίνει τη πλήρη απώλεια της υλικής και πνευματικής ανθρώπινης υπόστασης, με την ολοκληρωτική επιστροφή στην ανυπαρξία, η ουτοπική πρόταση για την ουσιαστική αλλαγή του συστήματος αξιών, πιστεύουμε πως είναι η μόνη ριζική πρόταση για να βγει ο άνθρωπος από τα διαμορφωμένα και τα διαμορφούμενα αδιέξοδα της ζωής του.