Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ






Το μέγα αυτό θαύμα έγινε ως εξής. Το έτος 1508 σε ηλικία 60 ετών αφ` ότου ο όσιος Αλέξανδρος άρχισε τότε να ασκείται με αγώνες που υπερβαίνουν την ανθρώπινη δύναμη σε πείνα, δίψα και στην αν­τοχή του ψύχους, ελπίζοντας ότι με το πρόσκαιρο αυτό ψύχος του χειμώνα θα αποφύγει τη μέλλουσα αιώνια κόλαση. Οι δαίμονες όμως, βλέποντας να καταπολεμούνται απ' τον Όσιο και καταλα­βαίνοντας ότι επρόκειτο να εξοστρακιστούν απ' αυτόν, προσπάθη­σαν απ' την αρχή να τον τρομοκρατήσουν. Εμφανίζονταν άλλοτε μεν σαν θηρία και άλλοτε σαν φίδια πού έτρεχαν κατεπάνω του με συριγμούς και θηριώδη αγριότητα και του προκαλούσαν πολλούς άλλους πειρασμούς.

Μια νύχτα ό όσιος Αλέξανδρος πήγαινε προς το μοναχικό ερημητήριο του οπού συνήθιζε να προσεύχεται μόνος του, όταν ξα­φνικά εμφανίστηκε μπροστά του ένα αναρίθμητο πλήθος δαιμόνων, σαν νάταν στρατός πολύς, και άρχισαν να πηδούν κατεπάνω του με μανία, να τρίζουν τα δόντια τους, ενώ απ' το στόμα τους φαινόταν έβγαινε μια μεγάλη φλόγα και με λύσσα να του φωνάζουν:
Φύγε, φύγε απ' αυτόν τον τόπο, αναχώρησε γρήγορα απ' εδώ, για να μην πεθάνεις με θάνατο κακό.
Ό Όσιος όμως, σαν καλός μαχητής του Ιησού Χριστού οπλι­σμένος με προσευχή, δεν τρομοκρατήθηκε καθόλου απ' αυτούς, γιατί γνώριζε την ασθενική δύναμη τους. Και ή προσευχή ,του έβγαινε από το στόμα του σαν πύρινη φλόγα και κατέκαψε και αφάνισε όλες τις ανίσχυρες λεγεώνες των δαιμόνων.
Ό όσιος Αλέξανδρος συνέχισε τότε το δρόμο του και ήρθε στο μοναχικό ερημητήριο του όπου έκανε τις συνηθισμένες προσευχές του στο Θεό, οπότε ξαφνικά ένας άγγελος με λαμπρά ενδύματα παρουσιάστηκε μπροστά του. Βλέποντας τον ό Όσιος αισθάνθηκε φόβο και τρόμο και πέφτοντας στο έδαφος έμεινε εκεί σαν νεκρός. Ό άγγελος τον έπιασε από το χέρι και του είπε:
Είμαι άγγελος Κυρίου και ό Θεός με έστειλε να σε διαφυλάξω απ` όλες τις απάτες του πονηρού διαβόλου και να σου υπενθυμίσω τα θεια οράματα πού είχες δει σ' αυτόν τον τόπο πού έχεις εγκατα­σταθεί- γιατί οι εντολές Του πρέπει να εκτελεστούν- ό Κύριος σε εξέλεξε να γίνεις οδηγός σε πολλούς για τη σωτηρία τους. Σού δη­λώνω ότι το θέλημα του Θεού είναι να χτίσεις σ' αυτόν τον τόπο μια εκκλησία στο όνομα της Αγίας Τριάδος, να συγκεντρώσεις αδελ­φούς και να ιδρύσεις μοναστήρι.


Κι αφού είπε αυτά ό άγγελος έγινε άφαντος.
Ό όσιος Αλέξανδρος όμως αγαπούσε την ησυχία και ήθελε να ζήσει σ' αύτη όλες τις μέρες της ζωής του- γι' αυτό προσευχόταν όλο και περισσότερο στο Θεό να τον ελευθερώσει από κάθε απάτη του εχθρού. Κάποτε πού είχε απομακρυνθεί απ' την καλύβα του και όπως το συνήθιζε προσευχόταν μερικές ώρες συνέχεια, ξαφνικά εμ­φανίστηκε πάλι ό άγγελος Κυρίου και του είπε:
-Αλέξανδρε, όπως σου είπα την προηγούμενη φορά, φτιάξε μια εκκλησία, συγκέντρωσε αδελφούς και ίδρυσε μοναστήρι, γιατί πολ­λοί πού επιζητούν να σωθούν θα έρθουν σε σένα και πρέπει να τους οδηγήσεις «εις οδόν σωτηρίας».
Και λέγοντας αυτά ό άγγελος έγινε και πάλι άφαντος.
Κατά το 1508 πάλι, πού ό Όσιος συμπλήρωνε τον 23ο χρόνο σ' αυτή την έρημο κι ενώ ήταν στο ερημικό κελί του μια νύχτα και κατά τη συνήθεια του προσευχόταν, ξαφνικά στο σημείο πού βρι­σκόταν έλαμψε ένα μεγάλο φως. Ό Όσιος ξαφνιάστηκε και σκέφ­τηκε: «Τι να σημαίνει αυτό;» Και αμέσως είδε τρεις ανθρώπους να έρχονται προς αυτόν ντυμένοι με λαμπρά, λευκά ενδύματα. Ήταν ωραιότατοι και αγνοί, λάμποντας περισσότερο απ' τον ήλιο και αστράφτοντας με μια ανέκφραστη ουράνια δόξα.. Καθένας τους κρατούσε στο χέρι κι ένα σκήπτρο. Όταν τους είδε ό Όσιος έτρεμε ολόκληρος, γιατί τον κατέλαβε φόβος και τρόμος Και μόλις συν­ήλθε λίγο προσπάθησε να τους προσκυνήσει μέχρι το έδαφος. Εκείνοι όμως τον έπιασαν απ' το χέρι, τον σήκωσαν και του είπαν:
Έχε ελπίδα, μακάριε, και μη φοβάσαι.
Και ό Άγιος είπε:
-Κύριοι μου, εάν βρήκα κάποια χάρη ενώπιον σας, πέστε μου ποιοι είστε πού, ενώ έχετε τόση δόξα και λαμπρότητα, καταδεχθήκατε να έρθετε προς το δούλο σας, γιατί ποτέ μου δεν είδα κανένα με τέτοια δόξα όπως εσείς.
Εκείνοι του απάντησαν:
-Μη φοβάσαι, άνθρωπε θείων επιθυμιών, γιατί το Άγιο Πνεύμα ευαρεστήθηκε να κατοικήσει σε σένα για την αγνότητα της καρδιάς σου και όπως σου προείπα πολλές φορές έτσι και τώρα σου λέω ότι πρέπει να φτιάξεις εκκλησία, να συγκεντρώσεις αδελφούς και να δημιουργήσεις μοναστήρι, γιατί με σένα ευδόκησα να σώσω πολλές ψυχές και να τους φέρω στην επίγνωση της αλήθειας.
Ακούγοντας αυτά ό Όσιος γονάτισε και πλημμυρισμένος από δάκρυα είπε:
- Κύριε μου, ποιος είμαι εγώ ό αμαρτωλός, ό χειρότερος απ' όλους τους ανθρώπους, πού θα ήμουν άξιος ν' αναλάβω τέτοιες ευ­θύνες, σαν κι αυτές για τις οποίες μου μίλησες; Είμαι αδύνατος για ν' αποδεχτώ τέτοια αποστολή. Γιατί εγώ ό ανάξιος δεν ήρθα σ' αυτόν τον τόπο για να κάνω αυτά πού με προστάζεις, αλλά μάλλον για να κλάψω τις αμαρτίες μου.
Μόλις είπε αυτά ό Όσιος κειτόταν κάτω στο έδαφος και ό Κύ­ριος τον έπιασε πάλι απ' το χέρι, τον σήκωσε και του είπε:
-Σήκω όρθιος, πάρε θάρρος και δύναμη και κάνε όλα όσα σε πρόσταξα.
Ό Όσιος απάντησε:
- Κύριε μου, μη θυμώνεις μαζί μου πού τόλμησα να σου αντιμιλήσω- πες μου, σε τίνος το όνομα θέλεις να τιμάται ή εκκλησία πού ή αγάπη Σου για το ανθρώπινο γένος θέλει να χτιστεί σ' αυτόν τον τόπο;
Και ό Κύριος είπε στον Όσιο:
Όπως βλέπεις τον ένα να σου μιλάει με τρία πρόσωπα, φτιάξε την εκκλησία στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της Αγίας Τριάδος «εν μια τη ουσία». Σου αφήνω την ειρήνη Μου και ή ειρήνη Μου πού σου χαρίζω θα είναι μαζί σου.
Και ξαφνικά ό Όσιος είδε τον Κύριο με απλωμένα φτερά να βαδίζει στο έδαφος, σαν να περπατούσε με τα πόδια, και μετά έγινε άφαντος.
Ό όσιος Αλέξανδρος ήταν συνεπαρμένος από πολλή χαρά και φόβο και ευχαρίστησε θερμά γι' αυτό το Θεό, πού τόσο αγαπάει το ανθρώπινο γένος. Μετά άρχισε να σκέπτεται πώς και πού θα χτίσει την εκκλησία. Αφού σκέφτηκε πολύ και προσευχήθηκε γι' αυτό στο Θεό, άκουσε ξαφνικά μια μέρα μια φωνή να του μιλάει από ψηλά. Κοιτάζοντας προς τα πάνω ό Όσιος είδε έναν άγγελο του Θεού πού φορούσε μανδύα και κουκούλια να στέκεται στον αέρα με απλωμένα φτερά και με τον ίδιο τρόπο πού άλλοτε εμφανίστηκε στο μεγάλο Παχώμιο, με τα χέρια του τεντωμένα προς τον ουρανό να λέει: «Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός, Αμήν». Και μετά είπε στον Όσιο:
- Αλέξανδρε, ας χτιστεί ή εκκλησία σ' αυτόν τον τόπο στο όνομα του Κυρίου πού εμφανίστηκε σε σένα με τρία πρόσωπα, του Πατρός και του Υιού και του Άγιου Πνεύματος, της αδιαιρέτου Τριάδος.
Και λέγοντας αυτά σημείωσε στον τόπο εκείνο το σημείο του σταυρού με το χέρι του και έγινε άφαντος. Ό Όσιος ευφράνθηκε πολύ με το όραμα αυτό, δοξολόγησε το Θεό πού δεν παρείδε τη δέηση του και στο σημείο αυτό τοποθέτησε ένα σταυρό.

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Ὁ φαρδύς δρόμος ὁδηγεῖ στήν κόλαση





Οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι βαριές, εἶναι πολύ ἐλαφριές, ἀνακουφίζουν, δροσίζουν καί δημιουργοῦν καί φτιάχνουν μακαριότητα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός μας δέν ζήτησε πολλά πράγματα. Καί στή Δευτέρα Παρουσία δέν θά πεῖ «γιατί δέν ἀσκητεύσατε…». Ὄχι. Θά πεῖ «γιατί δέν ἐλεήσατε, γιατί δέν θρέψατε, γιατί δέν ντύσατε, γιατί δέν ἀνακουφίσατε τό φυλακισμένο». Τί εἶναι αὐτά; Ἔργα ἀγάπης. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός «Ποιός εἶναι αὐτός ποὺ μέ ἀγαπάει; Αὐτός πού τηρεῖ τίς ἐντολές μου. Ἐκεῖνος πού δέ μέ ἀγαπάει δέν τηρεῖ τίς ἐντολές μου». Μέ τόν ἔλεγχο πού ἔκανε στούς ἐξ ἀριστερῶν, ἤθελε νά τούς πεῖ, ὅτι «ἐσεῖς δέν εἴχατε ἀγάπη καί ἐφόσον δέν εἴχατε ἀγάπη, δέν μπορεῖτε νά μπεῖτε στό νυμφώνα τῆς ἀγάπης». Ὁ νυμφώνας τῆς ἀγάπης κερδίζεται μόνο μέ τήν ἀγάπη καί τή θυσία. Γι’ αὐτό θά πρέπει, μέ τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση, νά περάσουμε στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν. Ὁ φαρδύς δρόμος ὁδηγεῖ τούς ἀνθρώπους στήν κόλαση. Ποιός εἶναι ὁ φαρδύς δρόμος; Ἡ ξένοιαστη κοσμική ζωή, καί ὅταν περνοῦν οἱ μέρες μας ἄδειες…

Δέν πρέπει νά μᾶς πλανᾶ ὁ διάβολος καί νά προσπαθήσουμε, κατά τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας, νά καθαρίσουμε τό ἔσωθεν τοῦ ποτηρίου πού εἶναι ἡ ψυχή μας, ἡ καρδιά μας, ὁ νοῦς μας. Ἄν τό μέσα τοῦ ποτηρίου, λέει, τό κάνεις, ἄνθρωπε, καθαρό καί τό ἔξωθεν θά εἶναι καθαρό. Ὑποκριτά, μήν κάνεις τό ἔξω, καί τό μέσα τό ἀφήνεις ἀκάθαρτο. Στά μάτια τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλα φανερά. Τούς ἀνθρώπους θά τούς ξεγελάσουμε, θά δείξουμε ἄλλο πρόσωπο, ἀλλά τά μέσα μας εἶναι γνωστά στό Θεό. Νά φροντίσουμε μέσα μας νά τακτοποιηθοῦμε, ν’ ἀλλάξουμε. Τό χρόνο πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός νά τόν γεμίσουμε μέ καλά ἔργα, μέ καλές σκέψεις, μέ ἁγνά αἰσθήματα.

Νά μήν καθόμαστε καί ἀσχολούμαστε μέ ἀργολογίες, νά μήν ἀσχολούμαστε μέ συζητήσεις ἄκαιρες καί βλαβερές. Ν’ ἀπαλλάξουμε τή γλώσσα μας ἀπό τό νά κρίνουμε τούς ἀνθρώπους, τόν ἀδελφό μας, τόν πλησίον μας. Ὄχι, ὄχι μήν τό κάνουμε αὐτό. Νά κρίνουμε τόν ἑαυτό μας, νά καταδικάσουμε τόν ἑαυτό μας. Ἄν τόν καταδικάσουμε, θά τόν ἀπαλλάξουμε τῆς καταδίκης του Θεοῦ. Ἄν καταδικάσουμε, θά καταδικαστοῦμε κι ἄν κρίνουμε, θά κριθοῦμε, καί μέ ὅποια μεζούρα μετρήσουμε θά μᾶς μετρήσει ὁ Θεός.

Ἡ κάθε στιγμή πού περνάει δέν ξαναγυρνάει. Ὁ διάβολος μᾶς κερδίζει χρόνο, μᾶς ἀπασχολεῖ μέ πράγματα γήινα καί πρόσκαιρα προκειμένου νά μᾶς κερδίσει τό χρόνο νά μήν τόν ἔχουμε, ὥστε νά μήν προσφέρουμε περισσότερα στό Θεό καί στήν ψυχή μας. Ἄς προσέξουμε ὅσο μποροῦμε νά εἴμαστε ἐν ἐγρηγόρσει, νά γρηγοροῦμε στό μυαλό, στήν καρδιά, νά μήν ἀφήνουμε σκέψεις, νά μήν ἀφήνουμε τήν καρδιά μας νά μολύνεται. [...] Πόσες φορές ἄν θά ἐλέγξουμε τή συνείδησή μας, θά δοῦμε ὅτι δέν προσέχουμε. Ἑπομένως δημιουργοῦμε σκάνδαλο. Αὐτές τίς ἁμαρτίες δέν τίς γνωρίζουμε. Νά τίς ἐξαγορευθοῦμε καί νά σβήσουν.

Γι’ αὐτό θά τά προσέχουμε ὅλα αὐτά τά πράγματα, γιά νά εἴμαστε ἕτοιμοι. Ὁ θάνατος εἶναι φοβερός, δέν εἶναι παιχνίδι. Ἐάν κανείς ἀπό μᾶς ἔχει γνωρίσει λίγο περί θανάτου, ἄν κινδύνεψε ἀπό ἀσθένεια, εἶδε πόσο φοβερό εἶναι. Βλέπετε πῶς δακρύζει ὁ ἄνθρωπος ἤ καί κλαίει καί τρέχουν τά μάτια του κατά τήν ὥρα τήν ἐπιθανάτια; Γιατί κλαίει; Γιατί βλέπει ὅτι ἔρχονται οἱ ἐνάντιες δυνάμεις, ἔρχονται τά δαιμόνια ν’ ἁρπάξουν τήν ψυχή. Κι ἡ ψυχή τρέμει σάν τό φθινοπωρινό φύλλο στόν ἐλάχιστο ἄνεμο.

Λέει τό τροπάριο τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας: «οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχή χωριζομένη τοῦ σώματος, πόσα δάκρυα τότε; Πρός τούς ἀγγέλους τά ὄμματα τρέπουσα ἄπρακτα καθικετεύει, πρός τούς ἀνθρώπους τάς χεῖρας ἐκτείνουσα οὐκ ἔχει τόν βοηθοῦντα». Λέει, στρέφει τά μάτια στούς ἀγγέλους δέν παίρνει τίποτα. Γιατί οἱ ἄγγελοι λένε «κατά τά ἔργα σου ἀλληλούια». Θά σέ βοηθήσουμε, ἀλλά ἔπρεπε νά βοηθήσεις κι ἐσύ μέ τά ἔργα σου. Σηκώνει τά χέρια πρός τούς ἀνθρώπους, βοηθῆστε με. Κι ἐκεῖνοι λένε: τί νά σέ βοηθήσουμε, τόν ἑαυτό μας δέν μποροῦμε νά βοηθήσουμε, ἐσένα θά βοηθήσουμε; Καί τότε βάζει μυαλό ὁ κάθε ἄνθρωπος. Τί μπορεῖ ὅμως νά κάνει ἐκείνη τήν ὥρα, ἀφοῦ ξεψυχάει;

Αὐτή τή μελέτη, αὐτή τήν ἀλήθεια, αὐτή τήν πραγματικότητα τήν ὁποία βλέπουμε νά τήν ζεῖ κάθε δικός μας ἄνθρωπος ποὺ φεύγει ἀπό τή ζωή, γιατί δέ μᾶς γίνεται μάθημα νά τακτοποιήσουμε τόν ἑαυτό μας τώρα, ὥστε ὅταν ἔρθει αὐτή ἡ περίπτωση, ἡ ὥρα, νά εἴμαστε ἕτοιμοι; Ναί μέν θά πικραθοῦμε, ὁ θάνατος εἶναι ἀπό φύσεως σκληρός καί πικρός, ἀλλά ὅταν ἡ συνείδηση δέν μᾶς καταμαρτυρεῖ, βάλσαμο ἔρχεται στήν ψυχή. Ἡ ψυχή ἐλπίζει, τῆς γίνεται μία αἴσθηση ὅτι κάτι θά γίνει. Γι’ αὐτό λοιπόν, πρίν ἔρθει αὐτή ἡ φοβερή ὥρα, πρίν ἔρθει αὐτή ἡ πρώτη κρίση τῆς ψυχῆς ἀπό τή μεγάλη κρίση τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ἄς ἑτοιμαστοῦμε, ἄς προσέξουμε, ἄς βιαστοῦμε τώρα, ὄχι αὔριο καί μεθαύριο. Ἀπό σήμερα, ἀπ’ αὐτή τή στιγμή, μέσα στήν ψυχή μας μετάνοια κι ἐπιστροφή στό Θεό. Κι ὅταν ὁ Θεός δεῖ αὐτή τήν καλή διάθεση ἀπό μέρους μας, θά μᾶς βοηθήσει. Καί αὐτή τή μικρή διάθεση θά τήν κάνει μεγάλη, ὥστε νά ἐπιτελεστεῖ αὐτή ἡ μεγάλη σωτηρία τῶν ψυχῶν μας.

Γέρων Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης

Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Μνήμη αποτομής της κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου



Στις 29 Αυγούστου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη της αποτομής της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου, που χαρακτηρίστηκε στην Καινή Διαθήκη ως «λύχνος καιόμενος και φαίνων» (Ιω. 6,18), και ως Πρόδρομος του Κυρίου και ως «μείζων εν γεννητοίς γυναικών» (Ματ. 11, 11). Για να γίνουν δε πιο κατανοητά τα όσα αναφέρονται στη μνήμη αυτή, θα κάνουμε λόγο πρώτα για τα όσα αναφέρονται στο γεγονός της φυλάκισης, κατόπιν για τη γιορτή των Γενεθλίων του Ηρώδη και τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη και τελικά για τα όσα ακολούθησαν το μαρτυρικό θάνατο του Αγίου, που δίκαια χαρακτηρίστηκε ως «Πρώτος πριν από τον Ένα». Ένα μονάχα θα έλεγα ακόμη προλογικό, ότι δηλαδή
«Μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων,
σοι δε αρκέσει η μαρτυρία του Κυρίου Πρόδρομε.
Ανεδείχθης γαρ όντως των Προφητών σεβασμιώτερος,
ότι και εν ρείθρον βαπτίσας κατηξιώθης τον κηρυττόμενον,
ότι της αληθείας υπεραθλήσας,
χαίρων ευαγγελίσω και τοις εν Άδη,
Θεόν φανερωθέντα εν σαρκί
τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου,
και παρέχοντα ημίν το μέγα έλεος».
α) Ο έλεγχος του Ηρώδη από τον Άγιο και η φυλάκιση του Ιωάννη
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της Καινής Διαθήκης, ο Ηρώδης Αντύπας, που ήταν τετράρχης της Γαλιλαίας, είχε έλθει σε αθέμιτες σχέσεις με την Ηρωδιάδα, που ήταν γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου, του τετράρχου της Ιτουραίας και Τραχωνίτιδος, διώχνοντας άδικα από κοντά του τη νόμιμη σύζυγό του, που ήταν κόρη τού Βασιλιά της Αραβίας, Αρέτα. Το γεγονός δε αυτό και οι προκλητικότατες εμφανίσεις της Ηρωδιάδας, που συναγωνιζόταν σε αδιαντροπιά με την κόρη της Σαλώμη, προκάλεσαν, όπως ήταν επόμενο, μέγα σκάνδαλο στο λαό και κακό παράδειγμα για όλους τους Ιουδαίους. Για το λόγο αυτό ο Άγιος Ιωάννης, όταν πληροφορήθηκε, διαμαρτυρήθηκε εντονότατα, υψώνοντας «εν ισχύι τη φωνή του και λέγοντας προς τον ακόλαστο εκείνο βασιλιά ότι ουκ εξεστί σοι έχειν την γυναίκα του αδελφού σου» (Μάρ. 6,18). Από το μήνυμα όμως αυτό ο Ηρώδης δεν συνετίστηκε, ώστε να απομακρύνει παρευθείς την Ηρωδιάδα από το παλάτι και να διορθώσει τα κακώς κείμενα, αλλά εξακολούθησε να συζεί με αυτήν παράνομα και αθεόφοβα. Παρόλα όμως αυτά, δεν θέλησε να εκδικηθεί τον Άγιο γιατί ένιωθε εσωτερικά κάποιο είδος ενοχής και ταυτόχρονα ένα δέος προς το πρόσωπο του Ιωάννη, ενώ ταυτόχρονα αισθανόταν και κάποιο φόβο για μια πιθανή εξέγερση του λαού, που έτρεχε προς τον Ιωάννη θεωρώντας αυτόν άγιο. «Ενείχεν αυτώ, λέγει η Αγία Γραφή, και ήθελεν αυτόν αποκτείναι και ουκ ηδύνατο» (Μάρ. 6, 19).
Η Ηρωδιάδα όμως , κατά το Μ. Γαλανό, «είχεν ιδικήν της ψυχολογίαν». (Οι βίοι των Αγίων, τ.Η., Αθήναι 1988, 92). Έχοντας δηλαδή πωρωμένη τη συνείδησή της, μίσησε τον Άγιο από τα βάθη της ψυχής της τόσο, ώστε να ζητεί από τον Ηρώδη επίμονα τη θανάτωσή του. Για το λόγο δε αυτό ο Ηρώδης πρόσταξε τη σύλληψη και φυλάκιση του Ιωάννη στα υπόγεια των ανακτόρων του, που είχε στο φρούριο της Μαχαιρούντας, ενώ η Ηρωδιάδα ζητούσε μια ευκαιρία κατάλληλη για να βγάλει από τη ζωή τον Άγιο, γιατί ούτε το Θεό φοβόταν, ούτε τους ανθρώπους λογάριαζε.
Ενώ, δηλαδή, ο Ηρώδης κατέβαινε κάθε τόσο στα υπόγεια του παλατιού του, όπου άκουγε «ηδέως» τον Άγιο και αυτός τα όσα άκουγε «πολλά εποίει» (Μάρ. 6, 20), το μίσος της Ηρωδιάδας αυξανόταν καθημερινά όλο και περισσότερο, ώστε να καταστεί, κατά την εικόνα της κλίμακας, σαν μια οχιά φαρμακερή «τον ιόν της κακίας περιφέρουσα» και σαν τρίβυλος απανταχόθεν κεντούσαν».
Αντίθετα εντελώς προς την Ηρωδιάδα ο Ιωάννης την ίδια εποχή έλεγε για τον Κύριον ότι «Εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι» (Ιω. 3, 30), διδάσκοντας λόγω και έργω την ταπείνωση.
β) Η γιορτή του Ηρώδη και η άδικη θανάτωση του Αγίου
Ενώ όμως τα πράγματα κυλούσαν ήρεμα, κατά τα πιο πάνω, στη γιορτή των Γενεθλίων του Ηρώδη διοργανώθηκε στο παλάτι της Μαχαιρούντας ένα συμπόσιο φανταχτερό, στο οποίο έλαβαν μέρος όλοι οι άρχοντες της Γαλιλαίας, δηλαδή οι μεγιστάνες, οι χιλίαρχοι και γενικότερα οι ανώτεροι αξιωματικοί και οι σημαίνοντες. Κατά τη γιορτή δε αυτή η κόρη της Ηρωδιάδας, Σαλώμη, άρχισε να χορεύει έναν προκλητικότατο και λάγνο χορό, εξάπτοντας τα σαρκικά πάθη όλων των θεατών της, καθώς και του ίδιου του γερο-κολασμένου και μεθυσμένου Ηρώδη, που τόσο πολύ ενθουσιάστηκε επάνω στην παραζάλη του, ώστε να της τάξει με όρκο ότι θα της έδινε ό,τι του ζητούσε, έστω και αν αυτό ήταν το μισό του βασίλειο. Η ματαιόδοξη Σαλώμη έτρεξε τότε παρευθύς να συμβουλευτεί τη μητέρα της Ηρωδιάδα, λέγοντας με αγωνία: - «Τι αιτήσομαι;». Τι να ζητήσω; Αυθόρμητα τότε η κυριευμένη από λυσσαλέα οργή εναντίον του Αγίου Ηρωδιάδα αποκρίθηκε: - «Την κεφαλήν Ιωάννου του Βαπτιστού» (Μάρκ. 6, 24). Και η Σαλώμη, άγνωστο γιατί, πειθάρχησε. Έτρεξε δηλαδή παρευθύς στον Ηρώδη και είπε: - «Θέλω, ίνα μοι δως εξ αυτή επί πίνακι την κεφαλήν Ιωάννου του Βαπτιστού» (Μάρκ. 6, 25). Θέλω δηλαδή να μου δώσεις αυτή την ώρα και χωρίς χρονοτριβή την κεφαλήν Ιωάννου του Βαπτιστή σε μια πιατέλα.


Στο άκουσμα του αιτήματος αυτού ο Ηρώδης τα έχασε γιατί ήταν κάτι που ποτέ δεν το περίμενε. Για τούτο τη στιγμή εκείνη δεν ήξερε πραγματικά τι να κάνει. Επειδή όμως όλοι οι συνδαιτημόνες είχαν ακούσει τους όρκους του και περίμεναν να ιδούν εάν θα τους εφήρμοζε, υποχώρησε για άλλη μια φορά στις αξιώσεις της Ηρωδιάδας, παρότι του ζητούσε το πιο μεγάλο και άδικο έγκλημα. Για το σκοπό αυτό έστειλε παρευθύς ένα σπεκουλάτορα (=δήμιο) στο υπόγειο του παλατιού του, προστάζοντας αυτόν να του φέρει την κεφαλήν του Αγίου. Και αυτό έγινε. Ο δήμιος, δηλαδή, αποκεφάλισε τότε τον αγιότερο των ανθρώπων όλων των εποχών και έφερε αμέσως την κεφαλή στον Ηρώδη, που την παρέδωσε στη Σαλώμη κι εκείνη με τη σειρά της στην Ηρωδιάδα, που ένιωσε, κατά τον Μ. Γαλανό, «ηδονή θαίνης» (Οι βίοι των Αγίων τ.Η, Αθήναι 1988, 93), δηλαδή την πιο άγρια και σατανική χαρά. Τόσο μεγάλο μάλιστα ήταν το μένος της Ηρωδιάδας τη στιγμή εκείνη, ώστε, κατά την παράδοση, να φτύνει για ώρες την τίμια εκείνη κεφαλή, περιλούζοντας ταυτόχρονα και με ακατανόμαστες ύβρεις. Όταν δε κουράστηκε, έθαψε την κεφαλή του Αγίου σε κάποιο μέρος της αυλής, όπου κάθε μέρα μετέβαινε για να εκσπάσει τους κρουνούς της λυσσώδους οργής της, βρίζοντας χυδαία και καταπατώντας το χώμα που σκέπαζε το ιερότατο εκείνο λείψανο.
«Μα πάλι ανάπαυση δεν έβρισκε,
γράφει χαρακτηριστικά ο ποιητής Βερίτης,
στης αμαρτίας της το μεθύσι:
νεκρή σου η κεφαλή κι’ εφώναζεν
ουκ έξεστί σοι!
γ) Τα μετά το μαρτυρικό θάνατο του Αγίου
Ενώ όμως στο παλάτι του Ηρώδη, που χαρακτηρίστηκε από τον Κύριο ως «αλώπηξ» (Λουκ. 13, 32), ακόμη γλεντούσαν, κάποιοι από τους μαθητές του Αγίου ήρθαν το βράδυ και παρέλαβαν το νεκρό σώμα του, που είχε ριχτεί κάπου έξω από το παλάτι, και το έθαψαν ευλαβικά. Η ψυχή του όμως είχε πετάξει ήδη κατάλευκη στους ουρανούς. «Ο μεν ουν Ιωάννης, σημειώνει για τούτο ο Νικηφόρος Καλλιστος στην Εκκλησιαστική Ιστορία του, τω υπέρ Χριστού μαρτυρίου τιμηθείς, τους ουρανούς, ων ην άξιος, είληχε κατοικίαν» (Μ. 145, 692 β’). Οι απάνθρωποι όμως αίτιοι της θανάτωσής του βρήκαν κατά τα έργα τους.
Η Ηρώδης Αντύπας, δηλαδή, που για κάποιες πρόσκαιρες ηδονές είχε πουλήσει την ψυχή του στο σατανά, στα λίγα χρόνια που έζησε κατόπιν είχε συνεχώς εφιάλτες από τους οποίους καταδιωκόταν παντού σαν τον πρώτο φονιά της ιστορίας, τον Κάιν. «Έναν κρυφό σαράκι, γράφει ο Ι. Καρατζάς, τον έτρωγε τον Ηρώδη, που αντί να εξαφανισθή μετά τον αποκεφαλισμό, αντίθετα μεγάλωνε και θέριευε» (Ιωάννης ο Πρόδρομος, Αθήναι 1977, ι. 159). Δεν πέρασαν πολλά χρόνια άλλωστε και ο βασιλιάς της Αραβίας Αρέτας, που θεώρησε μεγάλη προσβολή την αποπομπή της κόρης του από τον Ηρώδη, στράφηκε με όλες τις δυνάμεις του εναντίον των δυνάμεων του τετράρχη, τον οποίο κατανίκησε ολοσχερώς. Ύστερα δε από την πανωλεθρία αυτή ο Ηρώδης θέλησε κάποια στιγμή το 37 μ.Χ. να μεταβεί στη Ρώμη για να δικαιολογήσει την κατάσταση. Μη μπορώντας όμως να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, εξορίστηκε από τον αυτοκράτορα Καλλιγούλα στη Βιέννη, την «προς το βάθος της Εσπερίας κειμένην» (Μ. 145, 693), στην οποία έζησε κάποιο καιρό συντροφευμένος από την Ηρωδιάδα και τις τύψεις του, μέχρις ότου τον βρήκε ο πιο άδοξος θάνατος.
Πολύ χειρότερα, όμως, ήταν ο θάνατος της Σαλώμης, που, κατά τις διηγήσεις του ιστορικού Νικηφόρου Καλλίστου, δεν μπορούσε να ησυχάσει από τα αισθήματα ενοχής που την έπνιγαν και για το λόγο αυτό επιδόθηκε σε ταξίδια μακρινά. Σε ένα δε από τα ταξίδια αυτά, που έκανε σε καιρό χειμώνα, θέλησε να διαβεί ένα παγωμένο ποτάμι «πεζεύουσα». Κατά τη διάβαση δε αυτή ο πάγος έσπασε κάτω από τα πόδια της και το σώμα της βυθίστηκε στα παγωμένα νερά, ενώ το κεφάλι της σκάλωσε στον πάγο εκείνο. Καθώς δε «υπωρχείτο σπαργώσα» στο υγρό στοιχείο, η μιαρή κεφαλή της κόπηκε κατ’ «υπόψιν έκειτο πάσιν», οδηγούνταν αυτόματα «εις υπόμνησιν ων έδρασε τους θεωμένους (Μ. 145, 693). Όλοι δηλαδή οι θεατές θυμήθηκαν τότε την κεφαλή του Ιωάννου, που είχε ζητήσει «επί πίνακι» και κατάλαβαν το γιατί πέθανε και η ίδια κατά τον τρόπο αυτό, βρίσκοντας κατά τα έργα της. Για το λόγο αυτό άλλωστε είναι γραμμένο στην Ιερή Αποκάλυψη ότι «τα έργα αυτών ακολουθεί μετ’ αυτών» (14, 13), ενώ και από τον Απόστολο Παύλο σημειώθηκε θεόπνευστα ότι ο Θεός «αποδώσει εκάστω κατά τα έργα αυτού» (Ρωμ. 2, 6).
Τελείως αντίθετη όμως προς την Ηροστράτειο δόξα αυτών των πιο πάνω ήταν η δόξα του μεγάλου προφήτη, που ο ίδιος ο Κύριος χαρακτήρισε ως των γεννητών τον πιο μεγάλο. «Ουκ εγήγερται, έλεγε, εν γεννητοίς γυναικών μείζων Ιωάννου του Βαπτιστού» (Ματ. 11, 11). Για τούτο και ο ποιητής Βερίκης έγραψε τα εξής:
«Ω της ερήμου εσύ μονάκριβε,
σαν ποιο τραγούδι να σου ψάλλω,
το στόμα της αλήθειας σ’ έκραξε
των γεννητών τον πιο μεγάλο».
Κλείνοντας το όλο θέμα θα έλεγα, μαζί με το Νικηφόρο Κάλλιστο, ότι ο Ιωάννης ήταν «άνθρωπος το φαινόμενον, θεοειδής δε τις και υπερκόσμιος το νοούμενον» (βλ. Μ. 145, 685 C). Για τούτο δίκαια η Εκκλησία χαρακτήρισε με το στόμα των υμνογράφων της τον Άγιο ως «των προφητών σεβασμιώτερον», γιατί «υπεράθλησε της αληθείας» και ευαγγελίσθηκε «και τοις εν Άδη, Θεόν φανερωθέντα εν σαρκί, τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου και παρέχοντα ημίν το μέγα έλεος».
Αυτόν δε ακριβώς τον Άγιο, τον πιο μεγάλο, κατά τους λόγους του Κυρίου, «εν γεννητοίς γυναικών, πρέπει σαν χριστιανοί να τιμούμε «επαξίως». Βλέποντας δε το κεράκι που προηγείται του ιερού Ευαγγελίου σε κάθε θεία λειτουργία, ας ενθυμούμεθα τον Τίμιο Πρόδρομο, τον οποίο συμβολίζει, και ας διδασκόμεθα από την αφιέρωση και την ασκητική ζωή, από το κήρυγμα της μετανοίας , από την κατάδειξη του Σωτήρος στους Μαθητές και προπάντων από την παραδειγματική του ταπείνωση απέναντι του Κυρίου και το μαρτυρικό θάνατο. Να έχουμε δε και μεις ως σύνθημα της ζωής το «Εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι» (Ιω. 3,30), που είχε και ο Ιωάννης, ώστε να είμαστε και μεις, όπως και εκείνος, φίλοι του Κυρίου και κληρονόμοι της βασιλείας Του.

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Αββά Ιουστίνου Πόποβιτς ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ







*Που είναι ό Χριστός της Ευρώπης; Που θα γεννηθή ό Χριστός; Μήπως στην ατσαλένια κονίστρα πού γεννήθηκε το γερμανικό βρέφος, ό ευρωπαϊκός πόλεμος; Χριστιανισμοί εδώ, χριστιανισμοί εκεί, στην έρημο και στις πόλεις, στα κανόνια και στους φόνους, μα ό Χριστός πουθενά: «Ότι ήραν τον Κύριον μου και ουκ οίδα που έθηκαν αυτόν» (Ίω. 20, 13). Ήρθαν πολλοί με το ένδυμα του Χριστού επάνω τους και τον λύκο μέσα τους. Ήρθαν πολλοί με το ό­νομα του Χριστού λέγοντας: «Εγώ ειμί ό Χριστός», μα διέκρινα πώς αγάπη Χριστού δεν είχαν μέσα τους....

*Τροφή μου είναι τα βιβλία, γράμματα τρώω - με τα γράμματα τρέφομαι. Βιβλιοφάγος και γραμματοφάγος, για αυτό είμαι μονίμως πεινασμένος και διψασμέ­νος. Σαν να μου έχουν πέσει τα αυτιά και δεν ακούω τούς λόγους Εκείνου: «Εμόν βρώμα έστιν, ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με» (Ίω. 4, 34). Το γράμμα αποκτείνει, το πνεύμα ζωοποιεί. Όλη ή σοφία του αν­θρώπου και όλη ή επιστήμη δεν είναι τάχα ένα κομποσκοίνι από γράμματα; Ό άνθρωπος έγινε γραμματισμένος, έγινε όλος ένα αλφάβητο και νομίζει πώς έ­γινε το αλφάβητο όλου του κόσμου και του Θεού. Ό πολιτισμός μας γεννήθηκε μέσα στα τυπογραφεία, και κάθε τί το πολιτισμένο υποκλίνεται μπροστά στα γράμματα, σε αυτά τα λεπτεπίλεπτα είδωλα. Έτσι, τα γράμματα έγιναν ό θησαυρός και οι εκτιμητές κάθε α­ξίας. Ακόμα και ό Θεός άρχισε να εκτυπώνεται αφού έπαψε να βιώνεται και να επιβιώνει. Τα τυπογραφεία μεταμορφώθηκαν σε ναούς, σε βασίλεια των γραμμά­των, αυτός είναι ό πολιτισμός μας. Βασίλευσε το γράμμα και σήμερα σκοτώνει την Ευρώπη, αφού «το γράμμα αποκτέννει, το δε πνεύμα ζωοποιεί» (Β' Κορ. 3,6).

*Όταν μπαίνω σε αίθουσα δίχως εικόνα, μου μοιάζει τυφλή, απρόσωπη, δίχως παράθυρο στον ου­ρανό.

*Ή προσευχή είναι πρόσφορο ζυμωμένο από δά­κρυα και καρδιά.

*Για ποιό λόγο υπάρχει ό χρόνος; Ποιό το νόημα του χρόνου; Μα για να σαρκώσει την αιωνιότητα, διά της σαρκώσεως του Θεού σε άνθρωπο. Για να επιτελέ­σει την θέωση του ανθρώπου, διά του Θεανθρώπου, και διά μέσου του ανθρώπου την θέωση του χρόνου και του χώρου, δηλ. του κόσμου (Ρμ. 8, Έφ. 1 και 4, Κολ. 2). Η σάρκωση του Θεού Λόγου, η ενανθρώπηση Του αποτελεί το κέντρο του χρόνου και της ύλης, του ανθρώπου ως ψυχοφυσικής υπάρξεως.

*Από τότε πού εμφανίστηκαν σε μας οι εφημερί­δες, ή ανάγνωση δηλαδή των εφημερίδων, έγιναν ή «πρωινή προσευχή του μοντέρνου ανθρώπου». Αυτός ό «μοντέρνος» άνθρωπος μεταλλάσσεται γοργά σε «υπάνθρωπο» του οποίου ό πρόγονος μα και ό έσχα­τος απόγονος είναι ό «απάνθρωπος».

*Στον Οικουμενισμό, όλες οι αδυναμίες, οι απο­κλίσεις, τα λάθη, προέρχονται από την κατάχρηση του Αγίου Πνεύματος. Στην περίπτωση αυτή απαιτού­νται οι αυστηρότατοι περιορισμοί και ή διορατικότη­τα των Πατέρων: το Άγιο Πνεύμα δίδεται μονάχα στην Εκκλησία του Θεανθρώπου, ως ανταμοιβή της πίστεως στον Θεάνθρωπο. Απόδειξη αυτού είναι ή Πεντηκοστή. Δεν δίδεται εκτός Εκκλησίας, εκτός Θε­ανθρώπου. Όλες οι αποκλίσεις δεν είναι παρά ανθρω­πιστικές πλάνες. Αυτή είναι η αποστολική παράδοση και κληρονομιά.

*Εξάλλου, έτσι δικαιολογούνται όλες οι δυτικές «εκκλησίες» και αιρέσεις, τα φορτώνουν όλα στο Πνεύμα το Άγιο. Πορεύονται «κατ' άνθρωπον» με τον ακόλουθο τρόπο: αντί της μεθόδου του Σωτήρος -της αναγεννήσεως του έσω άνθρωπου- οδεύουν την οδό του ευρωπαϊκού ουμανισμού πασχίζοντας να με­ταμορφώσουν το πρόσωπο, διά της κοινωνίας και όχι διά της οδού του Σωτήρος ή οποία συνίσταται στη σωτηρία του άνθρωπου, διά του Θεού και όχι διά της κοινωνίας.

*Μην πορεύεσαι μονάχος κανένα δρόμο του κό­σμου αυτού παρά μονάχα έχοντας μπροστά σου τον Κύριο Ιησού ή με την ευχή του Ιησού εμπρός σου, με την πίστη σε Εκείνον εμπρός σου, με την αγάπη προς Εκείνον εμπρός σου, με την ανάσα, το δάκρυ και την κραυγή προς Εκείνον εμπρός σου. Τότε θα φεύγει από μπροστά σου κάθε θάνατος και κάθε πει­ρασμός, μα όχι εξαιτίας σου αλλά εξαιτίας Εκείνου πού στέκει μπροστά σου.

*Ό Κύριος χάριν της νηστείας δίδει την προσευ­χή σε αυτόν πού νηστεύει. Για χάρη πάλι της προσευ­χής, δίδει την νηστεία.

*«Ου γάρ έστιν ή βασιλεία του Θεού βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν Αγίω Πνεύματι» (Ρμ. 14, 17). Ό χριστιανοσοσιαλισμός ή ό κομμουνισμός υπερτονίζει το αντίστροφο ρητό: ή βα­σιλεία του Θεού είναι βρώσις και πόσις!

*Δία του Βαπτίσματος, ό καθένας μας καθίσταται ένας πιθανός άγιος. Οι Άγιοι εφάρμοσαν στην ζωή τους όλο το πρόγραμμα της ζωής, προδιαγεγραμμένο διά του αγίου Βαπτίσματος, σπερματικώς δοσμένο.

*Εκείνο πού δεν μπορεί να συνθλίψει ή μυλόπε­τρα της λογικής θα το συνθλίψει ή μυλόπετρα της Χάριτος... Ή προσευχή λεπτύνει σταδιακά την ψυχή, εξαλείφει ακάθαρτους λογισμούς και αισθήματα, με­ταπλάθει ατέλειες. Το σώμα στο τέλος καθίσταται να­ός του Αγίου Πνεύματος. Αυτός είναι ό δρόμος του Χριστιανού: από τον εαυτό του προς τον Θεό, πού ση­μαίνει από τον διάβολο προς τον Θεό. Και αν ακόμη ό Θεός απέσυρε όλα τα θαυμάσια Του από αυτό τον σκοτισμένο πλανήτη, δεν έχει αποσύρει όμως το πιο αγαπητό Του θαύμα: τούς οικτιρμούς και το έλεος. Αυτά θα τα αποσύρει τελευταία, κατά την ήμερα της Φοβέρας Κρίσεως.

*Τι είναι οι Βίοι των Αγίων; Είναι τα δόγματα μεταφρασμένα σε ζωή. Και τι είναι τα δόγματα; Είναι οι βίοι των Αγίων στην πράξη.

*Με την προσευχή να ξηραίνεις τα πάθη της δια­νοίας σου, με την νηστεία τα πάθη του σώματος. Για­τί μέσα από αυτές τις δύο αρετές ενεργούν όλες οι υ­πόλοιπες.

*Την αμαρτία και το κακό θα πρέπει να τα εκλά­βουμε ως ασθένεια της ανθρώπινης φύσης και όχι σαν φυσική αναγκαιότητα, σαν ένα ατύχημα, αρρώστια, σαν τον ορμαθό όλων των ασθενειών: τον θάνατο, τον όποιο καλούμαστε να θεραπεύσουμε.

*Ούτε ό θάνατος είναι αναγκαιότητα, ούτε ή δου­λεία στην αμαρτία και το κακό, ούτε και ή υπηρεσία στο διάβολο. Όποιος με αυτό τον τρόπο σκέφτεται ή έτσι διδάσκει ή το ισχυρίζεται, δεν είναι Χριστιανός. Αντίθετα, είναι χριστιανομάχος αφού απορρίπτει την ουσία του Χριστιανισμού και όλο τον αγώνα του Χριστού, την σωτηρία. Επειδή Εκείνος ήρθε για να μας σώσει: από τον θάνατο, την αμαρτία, τον διάβολο. Έτσι για πολλούς ό Χριστιανισμός έπαψε να είναι ά­σκηση και αναγκαιότητα και κατήντησε: κόσμημα ή εθνικό έθιμο, λαϊκή παράδοση, μνημείο, ηθικισμός, φιλοσόφημα, όλα έκτος από ριζοσπαστική μεταμόρ­φωση του ανθρώπου, από θνητό σε αθάνατο, από αμαρτωλό σε αναμάρτητο, από διαβολεμένο σε άνθρω­πο του Θεού. Ο Χριστιανισμός έγινε ρηχός, τόσο ρη­χός πού καταστράφηκε πλήρως. Έτσι, ό υλικός πολι­τισμός έγινε το πάν. Χάθηκε ή αίσθηση της αθανα­σίας και κατά συνέπεια της ευλάβειας; του ουρανού, της ουρανίου καταγωγής του ανθρώπου, της θεοειδείας του.

*Ή διάνοια του ανθρώπου αποσυντίθεται επειδή δεν έχει μέσα του Θεό, δεν έχει εντός του τίποτε το θεϊκό, είναι σαν το κρέας δίχως το αλάτι. Ή διάνοια σαπίζει, φθείρεται, εξαιτίας της αθεΐας και της απι­στίας και διαχέεται, «και ο μη συνάγων μετ' εμού σκορπίζει» (Μτ. 12, 30).

*Μετάνοια! Μόλις ό Πανοικτίρμων Κύριος αφυ­πνίσει μέσα στον άνθρωπο την συναίσθηση της αμαρτωλότητος, τον εισάγει ήδη στον αγώνα κατά της α­μαρτίας.

*Ή αλήθεια της Εκκλησίας δεν είναι ένα αξίω­μα, δεν είναι μία διδασκαλία, δεν είναι ένα συλλογιστικό συμπέρασμα, δεν είναι μία λογική έννοια, αλλά Πρόσωπο Ζωντανό, ό Θεάνθρωπος Χριστός, πάντοτε παρών, ως σώμα και Κεφαλή της Εκκλησίας.

*Ή Ορθοδοξία δεν αποδεικνύεται αλλά επιδει­κνύεται: «έρχου και ίδε», πρώτιστα τον Θεάνθρωπο Χριστό, τούς Αγίους, τούς Μάρτυρες....

*Εκκλησιολογία, είναι ή καθολική, γενικευμένη Χριστολογία, ή Χριστοποίηση. Είναι ή εφαρμοσμένη Χριστολογία ή οποία περικλείει ολόκληρη την σωτηριολογία. Μια εμπειρική Χριστολογία, αυτό είναι ή Εκκλησιολογία.

*Να μελετάς την Αγία Γραφή, διά μέσου των Α­γίων Πατέρων και ταυτόχρονα να μιμείσαι την βιοτή τους.

*Ό ναός είναι ένα κομμάτι του ουρανού επί της γης, μια εξουράνωση της γης, μια όαση αθανασίας.... μια όαση παραδείσου μέσα στο πέλαγος της επιγείου κολάσεως.

* Είθε ή ζωή μας έξω από τον ναό να γίνει προέ­κταση της ακολουθίας του ναού: προέκταση της προ­σευχής μας, της κατάνυξης και της ταπείνωσης μας.

*Ή γνώση δεν είναι απαραίτητη για την αιώνια ζωή. Για την αιώνια μακαριότητα δεν είναι απαραίτη­τη ή εμπειρική γνώση του κακού.

*Κύριε, το σώμα μου δεν είναι δικό μου εφόσον διά της νηστείας και της προσευχής δεν το καταστή­σω, δικό Σου. Ή ψυχή μου, ή συνείδηση μου, δεν εί­ναι δικά μου εφόσον διά της ευαγγελικής ασκήσεως δεν τα καταστήσω δικά Σου. Τα μάτια μου δεν είναι δικά μου και τα αυτιά μου το ίδιο, εφόσον διά της χα­ριτωμένης βιοτής δεν τα καταστήσω δικά Σου.

*Ή σκέψη είναι πάντοτε μια καρφίτσα: πάνω της δεν μπορείς ποτέ σου να σταθής. Μονάχα ή προσευχή είναι βράχος ακλόνητος επάνω στον όποιο μπορώ ολόκληρος να στέκομαι και να επιβιώνω.

*Ή αθεΐα έγινε συστατικό μέρος της κρατικής ι­δεολογίας, της πολιτικής ιδεολογίας και κατά συνέπειαν ένα καθήκον του πολίτη, του υπηκόου. Ότι δεν είναι στην ιδία γραμμή, είναι άντιεξουσιαστικό, ενά­ντιο στους υπηκόους. Αυτή είναι ή πολιτική νομιμο­φροσύνη: όποιος αντιτίθεται στην αθεΐα είναι προδό­της του κράτους. Ό αντίθεος είναι το θεμέλιο των αθεϊστικών και ολοκληρωτικών κυβερνήσεων. Αποτε­λεί όμως το θρησκευτικό, θεοκρατικό και αντιθεοκρατικό θεμέλιο του κράτους, τον τύπο του. Ή αθεΐα έγι­νε η πίστη του ουτοπικού σοσιαλισμού.

*Αγώνας με τα πάθη. Ή γνώση είναι σαν ένα μι­κρό νησάκι στον ωκεανό της ανθρωπινής υπάρξεως. Για μια στιγμή το πλημμυρίζει κάποιο πάθος με τα οργισμένα του κύματα. Τότε είναι πού ό άνθρωπος κα­τανοεί πόσο λίγο έχει εμπεδώσει, έχει εμβαθύνει, έχει ριζώσει την γνώση του στον Κύριο και Χριστό. Για παράδειγμα το πάθος του θύμου, προς στιγμήν θολώ­νει αυτή την ελάχιστη γνώση μέσα στον άνθρωπο, το ίδιο και το πάθος της φιλαργυρίας, της φιληδονίας, του φθόνου, της γαστριμαργίας. Ποιό είναι το καινό στους Αγίους; Το ότι διεύρυναν αυτή τους την γνώ­ση, την εμβάθυναν και την ρίζωσαν στον Χριστό. Έτσι, δεν μπορεί να τούς καταπιεί το πάθος, μπορεί μο­νάχα να τούς πειράξει. Βρίσκονται σε μια συνεχή νήψη ψυχής και καρδίας και γι' αυτό ποτέ δεν έχουν α­νάπαυση στον αγώνα τους.

*Στον σύγχρονο Οικουμενισμό, όλα βασίζονται στην ακόλουθη θέση, στο ουμανιστικό αξίωμα: ή Εκ­κλησία δεν είναι μία αλλά πολλές. Είναι σαν ή Εκ­κλησία να κομματιάστηκε. Ή Εκκλησία όμως δεν μπορεί να διαιρεθεί. Από αυτήν μπορεί κανείς μονά­χα να εκπέσει και όχι να αποκοπεί. Στην ουσία της ή Εκκλησία είναι Θεανθρώπινος οργανισμός, Θεανθρώπινο σώμα, το Πρόσωπο του Θεανθρώπου και για αυτό είναι πάντοτε μία, σε όλους τούς κόσμους μία. Σε αυτό έγκειται ή οικουμενικότητα της, ή καθολικό­τητα. Ό σύγχρονος Οικουμενισμός δεν είναι τίποτε περισσότερο από ψεύτικους χριστούς, ψεύτικους μεσ­σίες, ψεύτικους προφήτες, γεμάτος από ποικιλότητα πίστεων, ολιγοπιστίας και τέλος παντελούς απουσίας. Ή προβληματική του συγχρόνου Οικουμενισμού εί­ναι καθαρά κοσμική, πολιτικάντικη και στην ουσία της κομμουνιστική - παπιστική. Τα πάντα ανάγονται σε «κοινωνικές» αξίες και μάλιστα γήινες και παροδι­κές. Δεν υπάρχει το Θεανθρώπινο επίκεντρο, ή προ­βληματική του Ευαγγελίου: δεν επιζητείται «πρώτον ή Βασιλεία του Θεού» και ή δικαιοσύνη Του αλλά το βασίλειο του κόσμου αυτού και όλα όσα είναι εξ αυτού.

*Το ζήτημα της ενότητος δεν μπορεί να επιλυθεί με κανέναν «διάλογο» παρά μονάχα διά της μετανοίας ενώπιον του Θεανθρώπου, ό όποιος είναι ή Εκκλη­σία: «μνημόνευε ουν πόθεν πέπτωκας και μετανόησον» (Αποκ. 2, 5). Δίχως τον Θεάνθρωπο, οι δήθεν εκκλησίες δεν είναι τίποτε περισσότερο από «συνα­γωγές του Σατανά» (Αποκ. 2, 9). Ή έξοδος από την αίρεση είναι: «μετανόησον...» (Αποκ. 2, 16). Αυτό ι­σχύει για κάθε αίρεση, για όλες τις «232» αιρέσεις -εκκλησίες. «Μνημόνευε ουν πώς είληφας και ήκουσας (την Ιερά Παράδοση της Αληθείας) και τήρει και μετανόησον...» (Αποκ. 3, 3). Διά του οικουμενισμού εισέβαλε στην Εκκλησία και επεβλήθη ή καθα­ρώς κοσμική και διεθνής αθεϊστική, κομμουνιστική προβληματική. Σήμερα είναι αδύνατον για την γνή­σια Εκκλησία να εκφραστεί γιατί, που είναι οι γνή­σιοι μάρτυρες της - οι Μάρτυρες, μα και οι πρώτοι της θεολόγοι; Έτσι επλήθυναν οι ρηχοί, ουμανίζοντες, παπίζοντες, αιρετίζοντες και προτεσταντίζοντες θεολόγοι....

*Κάθε στιγμή της ζωής μου είναι του Θεού. Τότε για ποιό λόγο να φοβούμαι οτιδήποτε ή οποιονδήπο­τε πλην του Θεού;

*Ό Κύριος κυριαρχεί, ό διάβολος διαβάλλει και ό Θεός Θεώνει. Είναι όμως το ίδιο φοβερό, όταν ό άν­θρωπος θεώνει ή διαβάλλει, πάντοτε γίνεται εκτός εαυτού. Βάραθρο, όταν ό άνθρωπος θεώνει. Βάραθρο, όταν ό άνθρωπος διαβάλλει. Στη δεύτερη περίπτωση, θρίαμβος του σατανισμού, στη πρώτη φαρισαϊσμός: «έχοντες μόρφωσιν ευσέβειας, την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι» (Β'Τιμ. 3, 5).

*Διά της εκβιομηχάνισης ανατέλλει ή εποχή του λίθου. Λιθολατρεία, αυτή είναι ή ευρωπαϊκή κουλτού­ρα μαζί με τα υποκατάστατα της. Κατασκευαστές ει­δώλων οι πετρωμένες ψυχές φτιάχνουν πέτρινα είδω­λα και ιδανικά. Τα πάντα ξηραίνονται, μαραίνονται και πετρώνουν σε αυτό το πολιτιστικό μίγμα της λα­τρείας των κτισμάτων στην Ευρώπη. Οι αρχιτέκτονες της εποχής του λίθου: όλες οι ουμανιστικές δυνάμεις της Ευρώπης.

*Κανόνας: να προσεύχεσαι στον Θεό για κάθε άνθρωπο πού επισκέφτηκες, συνάντησες ή αποχαιρέ­τησες. Ας σε αποχαιρετά με την ευχή σου, είναι ό κα­λύτερος συνοδοιπόρος.

*Αλίμονο στην κάθε σκέψη που δεν εξελίσσεται, δεν μεταμορφώνεται σε προσευχή.

*Αυτό είναι πού επιζητεί συνεχώς ό διάβολος: να εμφανίσει την αμαρτία ως αναπόφευκτη, να δείξει πώς ή αμαρτία είναι κάτι το φυσικό για να δικαιολογήσει έτσι τον εαυτό του. Ή αμαρτία είναι κατά τον Άγιο Μακάριο της Αιγύπτου, ή λογική του Σατανά. Έχει ή αμαρτία την δική της λογική, την δική της απολογη­τική για να μπορεί να δικαιολογηθεί η ίδια, για να μπορεί να αναδειχθεί ως αναγκαία, ως κάτι το φυσικό. Αυτό κάνει συνεχώς ό διάβολος. Ο Χριστός όμως εί­ναι ο μόνος αληθινός Λόγος του κόσμου, ή Θεία  Λο­γική του κόσμου, είναι ή λογική του αγαθού, ή Θεία λογική του αγαθού. Ή Λογοποίηση είναι ή ουσία του κόσμου.

*Αυτός πού θα συναντηθεί ειλικρινώς με τον Κύ­ριο και Χριστό, βιώνει να αλλάζουν όλα μέσα του. Θυμηθείτε ότι συναντήθηκε μαζί Του ένας χωρικός ψαράς και από εκείνη την συνάντηση προέκυψε ένας Απόστολος Πέτρος. Συναντήθηκε μαζί Του ό Σαύλος, ο πιο μορφωμένος άνθρωπος της εποχής του, συνά­ντησε τον Θεό στο πρόσωπο του Χριστού και έγινε ο πιο φημισμένος ανάμεσα στους ανθρώπους. Γιατί, ποιος του έδωσε όλη εκείνη την δύναμη πού είχε αν όχι ο ίδιος ό Χριστός; Συναντήθηκε με τον Κύριο και ο Ζακχαίος, ο τυφλός και αμαρτωλός τελώνης και ό­λη του ή ψυχή μεταμορφώθηκε. Το ίδιο και ή δαιμο­νισμένη Μαγδαληνή με τα επτά της δαιμόνια, συνα­ντώντας τον Κύριο μεταβάλλεται σε Μυροφόρα. Μα και ό κακούργος επάνω στο σταυρό, συναντήθηκε με τον Θεό και αμέσως εισήλθε στον Παράδεισο. Με τον Κύριο συναντήθηκε και ό Ιουστίνος ό Φιλόσοφος και κατέστη Μάρτυρας του Χριστού. Το ίδιο και ό Μέγας Βασίλειος και ό Επίσκοπος Νικόλαος Αχρίδος και ό Ράστκο - Άγιος Σάββας ό Σέρβος. Έτσι, ή συνάντηση με τον Κύριο αποτελούσε πάντα το σημα­ντικότερο γεγονός για τον κάθε άνθρωπο, είτε αυτός κινείται προς τον Κύριο Ιησού είτε εναντίον Εκεί­νου.

*Όταν ό άνθρωπος ζει μονάχα για τον εαυτό του και διά του εαυτού του, όταν δηλαδή δεν χρειάζεται τίποτε από τον Θεό, τότε δεν είναι άνθρωπος. Ό γνή­σιος ουμανισμός ή ανθρωπισμός, είναι το μεγαλύτερο αμάρτημα γιατί αποτελεί την πλήρη απόρριψη του Θεού και όλων όσων προέρχονται από Θεού. Το αμάρτημα του Αδάμ δεν συνίσταται στην διάπραξη κά­ποιου εγκλήματος αλλά στην επιθυμία και κίνηση προς την αποδέσμευση του ανθρώπου από τον Θεό, δηλαδή στον ουμανισμό. Δεν μπορεί το πνεύμα του ανθρώπου να υπάρχει και να ενεργεί αφ' εαυτού. Του είναι απαραίτητη ή συνεχής άρδευση εξ ουρανού, εκ του Πνεύματος του Θεού. Ό Αδάμ, με την παρακοή του, έπαψε να δέχεται αυτή την πληρότητα από το Πνεύμα του Θεού, γι' αυτό και ένιωσε την γύμνια του.

Με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος επάνω στους Α­ποστόλους, ανανεώθηκε αυτή ή πλήρωση και επεκτεί­νεται διαρκώς μέσα στην Εκκλησία. Το πνεύμα του ανθρώπου είναι αφ' εαυτού σαν ένας κενός δοκιμαστι­κός σωλήνας ό όποιος πρέπει να πληρωθεί, με το Πνεύμα του Θεού για να είναι ακέραιος και πλήρης. Δεν υπάρχει πλήρης ανθρώπινη σκέψη. Ό άνθρωπος σκέφτεται είτε εν Θεώ είτε, εν διαβόλω. Αυτό φανερώ­νει και ό Ντοστογιέβσκι στον Ιβάν Καραμαζώφ ό ό­ποιος χτυπά τον διάβολο με το μελανοδοχείο επειδή εκείνος τον βεβαιώνει πώς του έχει ψιθυρίσει κάποιαν ιδέα.

*Οι Άγιοι Πατέρες είναι οι ιεροί και αθάνατοι ο­δηγοί και διδάσκαλοι της αιωνίου ζωής. Οι αθάνατοι στρατηγοί στην αθάνατη στρατιά του Κυρίου. Μόνο σαν τούς ακολουθούμε και συμπορευόμαστε με τούς Αγίους και Οικουμενικούς Πατέρες, μπορούμε εμείς οι σημερινοί Χριστιανοί να είμαστε γνήσιοι Χριστια­νοί, να νικήσουμε και να διαφυλάξουμε την πίστη μας. Είμαστε Χριστιανοί και μάλιστα γνήσιοι εφόσον φυλάττουμε την πίστη των Αγίων Πατέρων. Δίχως ετούτη την πίστη σωτηρία δεν έχουμε, μα μήτε και αιώνια ζωή. Μόνον έτσι μπορούμε να έχουμε την χα­ριτωμένη συναίσθηση του ορθοδοξείν ή όποια δίδεται μέσω της προσευχητικής κοινωνίας μετά των Αγίων.

Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"

Κάθε θλίψη είναι θεία επίσκεψη


Η θλίψις είναι όργανον, εργαλείον, το οποίον κρατεί ο Θεός εις το χέρι Του, και Αυτός μόνος το εργάζεται, καθώς Του υπαγορεύει η άπειρος σοφία Του. Εις τον κάθε άνθρωπον διαφοροτρόπως το
εργάζεται, αναλόγως της ανάγκης που έχει έκαστος. Η θλίψις με την ποικιλομορφία της εξαγνίζει και αγιάζει τον άνθρωπον εκείνον, που με σοφίαν και γνώσιν την δέχεται. Δηλαδή κάθε θλίψις του
χριστιανού είναι θεία επίσκεψις έχουσα σκοπόν την σωτηρίαν αυτού και την αποστέλλει η γλυκυτάτη δεξιά του ουρανίου μας Πατρός, αν και απαρέσκεται η φύσις μας εις την τοιαύτην,
καθώς και τα πικρά φάρμακα απαρέσκουν εις τον ασθενούντα. Εάν η θλίψις δεν έχει καμμίαν σχέσιν με ημάς, πάντως θα είχαμε την μοίραν του εωσφόρου, διότι και εκείνος ευρισκόμενος εις το
ύψος της δόξης και της αναπαύσεως, ελησμόνησε την μεγαλειότητα του Θεού και την εαυτού σμικρότητα και αδυναμίαν, «στήσω τον θρόνον μου επί των νεφελών και έσομαι όμοιος τω
Υψίστω».

Και ταύτα διανοηθέντα, κάτω τον έρριψεν ο Θεός, και ο πρώτος ανατέλλων φωτεινότατος άγγελος, γέγονε δαίμων, Σατανάς, διάβολος, το βρομερώτερον εκ των δημιουργημάτων του Θεού, ουχί τη
φύσει, διότι ο Θεός όλα λίαν καλά τα εποίησεν, αλλά τη προαιρέσει πονηρός και αντάρτης! Ο διάβολος διασπείρει μέσα εις τας οικογενείας την μεμψιμοιρίαν, την απαρέσκειαν, την ζήλειαν, την
ισχυρογνωμοσύνην, κ.λ.π. και ούτω υπάρχει εις πολλάς οικογενείας ένα πρόσωπον, που θα διαταράσση την ειρήνην, την γαλήνην και την χαράν της οικογενείας.

Αυτή η κακή σπορά δεν έλειψε και μέσα εις την του Κυρίου ιεράν οικογένειαν, όπου είχε δημιουργήσει επί της γης δια την μέλλουσαν σωτηρίαν, δηλαδή εν μέσω των ιερών μαθητών Του, ο
Ιούδας ο Ισκαριώτης, σπόρος θεοκτόνος!

Ο διάβολος σπείρει τον σπόρον εν μέσω του σίτου, και εις τας συνοδείας των μοναχών το τοιούτον υπάρχει, όχι ότι το πρόσωπον αυτό είναι κακόν, αλλά έχοντας τας αδυναμίας αυτάς, μεμψιμοιρίαν,
ζήλειαν κ.λ.π., γίνεται ένα όργανον, διά να διαταράσση την ειρήνην και ησυχίαν των άλλων.

Όλα αυτά μαρτυρούν ότι είμεθα εξόριστοι της αληθινής πατρίδος μας, ευρισκόμενοι εις τα σωφρονιστήρια, ένθα εξασκείται η παιδεία Κυρίου, και όσοι ευρεθούν διά της παιδείας ευδόκιμοι,
εισάγονται πάλιν εις την ουράνιον κληρονομίαν λαμβάνοντες και πάλιν την χαθείσαν υιοθεσίαν των, άξιοι να κληρονομήσουν τον Θεόν. Όσοι μείνουν απαίδευτοι, ως εγώ, και δεν αναγνωρίζουν
την παιδείαν, αλλά διά των έργων των αναδειχθούν νόθοι, αποδιώκονται ως ανάξιοι της υιοθεσίας, εις ην απέβλεπεν η παιδεία Κυρίου και καταδικάζονται. Ο αγαθός Θεός και Πατήρ ημών να μας
αξιώση μετά των ευδοκίμων, των λαβόντων την υιοθεσίαν, εις αιώνας αιώνων
. Αμήν.


Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης

Κυριακή 12 Αυγούστου 2012

Κυριακή Ι' Ματθαίου



(Ματθ. Ιζ΄ 14-23)

Γράφει ο Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος, 
Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Δρ. Πωγ. Κονίτσης
e-mail: ioil.konitsa@gmail.gr
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να διαφωνεί με την αλήθεια ότι η ζωή κρύβει περιπέτειες και δυσκολίες μεγάλες. Υπάρχουν όμως ορισμένες περιπτώσεις που ο άνθρωπος (επιστήμη, νόμος, πολιτεία...), δεν μπορεί να προσφέρει απολύτως τίποτε για να μην υποστηρίξουμε ότι με την παρέμβασή του, υφίσταται κίνδυνος τα πράγματα να καταλήξουν στο χειρότερο.
Μια τέτοια τραγική όντως περίπτωση, μας περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος στην περικοπή της Κυριακής.
Ο δύστυχος πατέρας “γονυπετών” παρακαλεί τον Ιησού να του θεραπεύσει το παιδί, το οποίο “σεληνιάζεται και κακώς πάσχει, πολλάκις γαρ πίπτει εις το πυρ και πολλάκις εις το ύδωρ”.

Και φυσικά, αφού ο Κύριος έλεγξε την απιστία των ανθρώπων, επετίμησε το φοβερό δαιμόνιο και “εθεραπεύθη ο παις από της ώρας εκείνης”.
Επιτελέστηκε λοιπόν ένα θαύμα που συγκλόνισε τους παρισταμένους και που απέδειξε την παντοδυναμία και την κυριότητα του Χριστού!
Είναι δε πολύ χαρακτηριστικό, ότι στην συνέχεια, και μέσα στην ομάδα των μαθητών, ο Κύριος επεξηγεί τόσο την αιτία που οι μαθητές δεν κατόρθωσαν να εκβάλλουν το δαιμόνιο (διά την απιστίαν υμών), όσο και τον τρόπο με τον οποίον “εκπορεύεται το γένος αυτό των δαιμόνων”. Και η νίκη εναντίον του κακού, δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στην Πίστη, σε συνδυασμό με την νηστεία και την προσευχή.
Ένα σημείο που συγκινεί στην Ευαγγελική Περικοπή είναι και η ταπείνωση του ίδιου του πατέρα μπροστά στον Ιησού.
Φυσικά, ο άνθρωπος, όπως ομολογεί ο ίδιος, είχε απευθυνθεί πρώτα στους μαθητές. Όμως, ούτε εκεί μπόρεσε να βρει αυτό που ποθούσε. Και οπωσδήποτε, πριν φθάσει στους μαθητές, θα είχε επισκεφθεί και οποιονδήποτε στην ευρύτερη περιοχή που υπήρχε ελπίδα να θεραπεύσει το παιδί του.
Ας προσπαθήσουμε έστω και για λίγο να φανταστούμε και να ζήσουμε τον πόνο του πατέρα, και γενικώς τα βάσανα των γονεών σε παρόμοιες περιπτώσεις. “Θέε μου”, έλεγε μια πονεμένη ψυχή, “απάλλαξε το σπλάχνο μου από τον πόνο, και ρίξε σ' εμένα την αρρώστια του”!
Και οπωσδήποτε, σε τέτοιες καταστάσεις ο γονέας υποφέρει πολύ περισσότερο από το παιδί του. Είναι δε τόσες οι αιτίες. Ασθένειες σωματικές, αδυναμίες ψυχικές, καταστάσεις επώδυνες που πραγματικά σύρουν ολόκληρη την οικογένεια. Όταν μάλιστα συνυπάρχει με το σταυρό της ασθένειας και αυτός της οικονομικής δυσχέρειας, τότε χρειάζονται τεράστια αποθέματα υπομονής.
Υπομονής που καρποφορεί στο οργωμένο από την αγρυπνία (του πόνου) χωράφι της πίστεως και ανθοφορεί από την νηστεία και την προσευχή.
Συγκινεί πάντως το γεγονός ότι ο πατέρας της περικοπής, έκανε την κίνηση που έπρεπε. Απευθύνθηκε στον μόνο Ιατρό, στον Θεάνθρωπο, ο οποίος μπορεί να δώσει τις λύσεις σε όλα τα προβλήματα και τη θεραπεία σε όλες τις παθήσεις. Είναι αυτός που και μόνο στην Παρουσία Του, τα δαιμόνια “σπαράσσουν” και εξερχόμενα ομολογούν ότι “αυτός είναι ο Υιός του Θεού”!
Αλλά, προβάλλει τώρα μπροστά μας και ένα άλλο καταλυτικό ερώτημα.
Σήμερα, υφίστανται τέτοιες καταστάσεις; Υπάρχουν νέοι οι οποίοι “κακώς σεληνιάζονται”;
Θα βρισκόμασταν εκτός πραγματικότητας, εάν υποστηρίζαμε το αντίθετο. Μάλλον τονίζουμε ότι εάν στους περασμένους καιρούς υπήρχαν σπάνιες περιπτώσεις νέων που βασανίζονταν, κατά τον τρόπο που περιγράφει το Ευαγγέλιο, σήμερα τα πράγματα έχουν φθάσει να είναι σε πολύ χειρότερη μορφή.
Γιατί, ναι μεν, σε κάθε εποχή και τόπο υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν κρούσματα “σεληνιασμού”, αλλά η εποχή μας κατέχει το “προσόν” οι νέοι να χάνουν τον ηθικό τους προσανατολισμό και την πνευματική τους ισορροπία “πέφτοντας εις το πυρ και πολλάκις εις το ύδωρ” των παθών και των ποικίλων διαστροφών.
Υπάρχει χειρότερο πυρ από την δαιμονική φωτιά των σαρκικών παθών που η εποχή μας και η κοινωνία μας, όχι απλώς αναζωπυρώνουν, αλλά και επιμένουν μάλιστα να τα παρουσιάσουν ως φυσιολογικό τρόπο ζωής; Και υπάρχει χειρότερο ύδωρ από το μολυσμένο νερό της αθείας, της απιστίας και των καταστροφικών αιρέσεων και της παραθρησκείας;
Από την άποψη λοιπόν αυτή, σήμερα, πολλές νέες και όχι μόνο, ψυχές, σπαράσσουν και βασανίζονται σε πολύ χειρότερη μορφή από το δαιμονισμένο νέο της Ευαγγελικής περικοπής.
Και ναι μεν, ο ταλαίπωρος αυτός νέος, είχε τον πατέρα του, που τελικώς τον οδηγεί εκεί που έπρεπε για να θεραπευτεί.
Τα δικά μας παιδιά όμως σήμερα, μέσα στην παραζάλη του δικού τους παραλογισμού, ποιούς έχουν άραγε ώστε να τα οδηγήσουν στην θεραπεία;
Την πολιτεία; Μα, για ποιά πολιτεία, φίλοι μου κάνουμε λόγο, όταν οι ίδιες οι κυβερνήσεις και τα ίδια τα καθ' ύλην αρμόδια υπουργεία (παιδείας ;;; ), ως Μήδεια στραγγαλίζουν τα παιδιά μας; Και ποιό πνεύμα αθλητισμού, φερ' ειπείν, μπορούμε να ισχυριζόμαστε ότι ελευθερώνει και αναδεικνύει την προσωπικότητα, όταν αποκλείονται εκ των ολυμπιακών αγώνων ταλαντούχες προσωπικότητες , για δήθεν “ρατσιστικά” ανέκδοτα; (ενώ από την άλλη, δεν “κουνιέται φύλλο” για τα ποντιακά ανέκδοτα από τους ευαίσθητους αυτούς αντιρατσιστές;).
Μήπως πάλι υφίσταται η οικογένεια που θα οδηγήσει τους νέους σε δρόμους ορθούς κι ευλογημένους; Κάποτε σ' έναν τόπο που ανθούσε η Ρωμιοσύνη, μπορούσες να θαυμάσεις και να δεις τι εστί Ελληνοχριστιανική οικογένεια, δηλ. “κατ' οίκον εκκλησία”.
Μήπως πάλι είναι δυνατόν ορισμένοι γονείς ν' απευθυνθούν σε πρόσωπα και σε χώρους που κανονικά θα 'πρεπε να “εκδιώκονται τα δαιμόνια” και να επέρχεται η θεραπεία; Αλλ' ας κλείσουμε αμέσως την παρένθεση αυτή, διότι κινδυνεύουμε για κάποιες περιπτώσεις να ακούσουμε και πάλι τον ελεγκτικό λόγο του Ιησού... “ού δύνασθε θεραπεύσαι, δια την απιστίαν υμών”...
Επομένως, τι γίνεται; Ποιός θ΄αναλάβει να παίξει τον ρόλο του τραγικού πατέρα και ποιός στη συνέχεια θα εκβάλλει τα δαιμόνια; Ποιός θα πονέσει; Ποιός θα θρηνήσει την κατάσταση της κοινωνίας μας και μάλιστα των νέων; Υπάρχει κανείς που “γονυπετών” και εκ βαθέων θα κράξει : “Κύριε, σώσον ημάς. Κύριε, σώσον τον τρυφερό ανθό του Έθνους μας, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει”;
Ναι, φίλοι μου. Ας μην απελπιζόμαστε. Ας μην πέφτουμε στην χειρότερη παγίδα του διαβόλου που είναι η απογοήτευση. Θα ζούμε μεν με ρεαλισμό και θα βλέπουμε τα πρόσωπα και τις κατατάσεις στη σωστή τους διάσταση, ταυτοχρόνως όμως ως πιστοί και μάλιστα Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί, μέσα στις καρδιές μας θα ψάλλουμε ακαταπαύστως τη συμφωνία της ελπίδας.
Ουδέποτε έπαυσαν να υπάρχουν οι αυθεντικές, οι καθοδηγητικές μορφές, οι πατέρες που νυχθημερόν δέονται στον Ιησού υπέρ των τέκνων τους. Ουδέποτε η αγάπη του Θεού θα μας αφήσει ορφανούς, παρά τα βάσανα και τις αστοχίες μας.
Και ας μη λησμονούμε ποτέ, ότι τον τελευταίο λόγο δεν τον έχει η αδυναμία και η απιστία, αλλ' Αυτός ο ίδιος ο Ιησούς, ο μεγάλος Ιατρός και Σωτήρας μας ο οποίος σε κάθε ψυχή και μάλιστα νεανική και πονεμένη τονίζει: “Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφή, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ, μηδενός εν χρεία καταστής. Εγώ και δουλεύσω. Ήλθον γαρ διακονήσαι, ού διακονηθήναι. Εγώ και φίλος, και μέλος, και κεφαλή, και αδελφός, και μήτηρ, πάντα εγώ. Μόνο οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σε, και αλήτης δια σε, επί σταυρού δια σε, επί τάφου δια σε. Άνω υπερ σου εντυγχάνω τω Πατρί, κάτω υπέρ σου παραγέγονα παρά του πατρός. Πάντα μοι συ, και αδελφός, και συγκληρονόμος, και φίλος, και μέλος.
Τι πλεόν θέλεις;”

Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ





Η γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι η μεγαλύτερη από τις θεομητορικές γιορτές που καθιέρωσε η Εκκλησία προς τιμή της Μητέρας του Κυρίου. Γι’ αυτό και έχει ξεχωριστή θέση στην ορθόδοξη πνευματικότητα, η οποία όταν αναφέρεται στην Παναγία δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να φανερώνει και να ερμηνεύει το μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Κυρίου.
Στο πρόσωπο της Θεοτόκου εκπληρώνονται τα γεγραμμένα, σύμφωνα με τα οποία ο Χριστός θα είναι η«ράβδος» και το «άνθος», που θα βλαστήσει από τη ρίζα του Ιεσσαί, καθώς και ο βασιλεύς που θα καθίσει στο θρόνο του Δαβίδ.
Η Παναγία είναι η γυναίκα εκείνη, της οποίας το σπέρμα συνέτριψε την κεφαλή του αρχέκακου όφεως, σύμφωνα με την εντολή του Δημιουργού Θεού, που είπε στην πρώτη γυναίκα της δημιουργίας, μετά την παρακοή της, ότι «… ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν». (Γεν. 3, 15). Η Θεοτόκος είναι η αληθινή «Κιβωτός της Διαθήκης» (Έξ.25, 9), η «Πύλη η κατά ανατολάς, η κεκλεισμένη» (Ιεζ.44, 1), με μια λέξη η ανακεφαλαίωση της Ιεράς Ιστορίας, η πραγμάτωση των «τύπων» και των «σκιών» της Π. Διαθήκης.
Γι’ αυτό η Μητέρα του Θεού, η Θεοτόκος, περιέχει όλο το μυστήριο της οικονομίας της σωτηρίας, μάς λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο οποίος αναφερόμενος στην  Κοίμηση και στη Μετάστασή Της διδάσκει«ότι η Παναγία κοιμήθηκε, όπως ο κάθε θνητός άνθρωπος». Όμως, ο θάνατος της Θεοτόκου υπερβαίνει την έννοια του «θανάτου», ώστε δεν ονομάζεται καν «θάνατος», αλλά «κοίμησις» ή «θεία μετάστασις», καθώς και «εκδημία ή ενδημία προς τον Κύριον». Αλλά, συνεχίζει ο άγιος Ιωάννης λέγοντας ότι, και εάν ακόμη λεχθεί «θάνατος», αυτός είναι «θάνατος ζωηφόρος»«Σήμερον ο της ζωής θησαυρός, η της χάριτος άβυσσος, θανάτω ζωηφόρω καλύπτεται», μας λέγει και ο υμνωδός.
Ενδεχομένως ακούγοντας κανείς αυτές τις όντως τολμηρές σκέψεις του ιερού Δαμασκηνού, να τις εκλάβει, ως αντινομία. Όμως ο «ζωηφόρος θάνατος» της Παναγίας δεν προσεγγίζεται με ανθρώπινους συλλογισμούς ή δοξασίες, όπως είναι τα νέα «δόγματα» των Δυτικών, που μιλάνε για κοίμηση χωρίς θάνατο. Η Παναγία Θεοτόκος δεν έχει ανάγκη από ψευδείς δοξασίες. Ο «μακαρισμός» της και η «δόξα»της, κατά τον άγιο Δαμασκηνό, είναι «η άσπορος σύλληψις, η θεία ενοίκησις, ο τόκος ο άφθορος» του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος.
Δικαίως, λοιπόν, για τον χριστιανικό κόσμο και μάλιστα για μας τους ορθόδοξους χριστιανούς η  Δέσποινα του Κόσμου είναι  το πρότυπο της ζωής και ενεργεί και ασκεί στον πιστεύοντα φυσικά άνθρωπο, το πανανθρώπινο λειτούργημά της και το μεσιτευτικό της έργο, αφού η Παναγία Θεοτόκος σε όλον τον επίγειο βίο της συμμετέχει προσωπικά και ενεργά στο εν Χριστώ Ιησού τελειωθέν έργον του Θεού, δια την σωτηρία των ανθρώπων και αποτελεί το μοναδικό πρότυπο πιστού και ευλαβούς ανθρώπου.
Η ζωή της είναι μία διαρκής πορεία προς τον Θεό. Μία πορεία πίστεως, υπακοής και αφοσιώσεως στον Θεό και στο θέλημά Του. Μία πορεία ταπεινώσεως και παραμερισμού του προσωπικού «Εγώ» της, χάριν του θεϊκού «Συ». Ο δρόμος της είναι ανάλογος προς τον δρόμο, τον οποίον βάδισε ο Υιός της. Ένας δρόμος βαθύτατης συναίσθησης της αποστολής, την οποίαν είχε να επιτελέσει ως «δούλη Κυρίου». Η μητρότητα της Μαρίας δεν είναι μια κοινή μητρική βιολογική σχέση μητέρας προς παιδί, αλλά είναι μια βαθύτατη συναίσθηση της ευθύνης, που ανέλαβε, όταν είπε «γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου».
Με όλη την ύπαρξη Της, λοιπόν, και με όλες τις δυνάμεις Της κάνει πλήρη κατάφαση του θελήματος του Θεού εν τω προσώπω της. Γι’ αυτό κατέστη η «κεχαριτωμένη», όπως την ονομάζει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, λέγοντας ότι, «…ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτὴν εἶπε· χαῖρε, κεχαριτωμένη» (1,28), διότι ήταν πλήρης θείας χάριτος και ευδοκίας και το πλέον κατάλληλο πρόσωπο, δια να γίνει Θεοτόκος και Θεομήτωρ.
Αυτό που έχει όμως μεγάλη σημασία στην περίπτωση της Θεοτόκου είναι ότι δεν συμμετέχει  στο έργο του Θεού και δεν ενεργεί, ως ιδιωτικό πρόσωπο, αλλά ασκεί δημόσιο και πανανθρώπινο λειτούργημα. Το έργον της συντελεί και συμβάλλει στη σωτηρία όλου του ανθρωπίνου γένους. Η Παναγία αποτελεί την αρχή και το αποκορύφωμα του έργου της απολυτρώσεως.
Εξαιτίας του «Όχι», δηλαδή της ανυπακοής, που επέδειξε η Εύα, στο θέλημα του Θεού, εκδιώχθηκε το ανθρώπινο γένος εκ του παραδείσου, συμπαρασύροντας μάλιστα όλη την κτίση και κατέστημεν άπαντες, όχι μόνον οι πρωτόπλαστοι, αλλά όλοι μας, ως απόγονοι αυτών, μέτοχοι του θανάτου.
Όμως εξαιτίας του «Ναι» της Θεοτόκου και της υπακοής Της στο Θείο Θέλημα, γίναμε όλοι μέτοχοι της ζωής εν Χριστώ Ιησού. Δηλαδή, η Παναγία δεν είναι απλώς μία αγία μεταξύ των πολλών αγίων της Εκκλησίας μας, αλλά είναι η εκπρόσωπος ολόκληρης της χριστιανικής ανθρωπότητας.  Ως εκ τούτου είναι αυτή πλέον η Μήτηρ της Ζωής.  Είναι η Νέα Εύα, που λυτρώνει από την κατάρα και αυτήν ακόμη την πρώτη Εύα, η οποία δεν πραγμάτωσε την αποστολή της. Επί πλέον  η Παναγία εκκλησιοποιεί τον κόσμο, ο οποίος με το «Ναι» Της, αποκτά ξανά το Θείο Φως και γίνεται και πάλι ωραίος, όπως «ωραιοτάτη» είναι η ίδια η Παρθένος Μαρία, σύμφωνα με τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο οποίος λέγει ότι η Θεοτόκος πραγματώνει με απόλυτο τρόπο την ωραιότητα της δημιουργίας.
«Ο Θεός», γράφει ο Άγιος Γρηγόριος, «έκανε τη Μαρία αληθινά ωραία.  Συγκέντρωσε σ’ Αυτήν τις ομορφιές, που διαμοίρασε σε όλα τα άλλα δημιουργήματα και εποίησε δι’ αυτής μια τέλεια ομορφιά, που ανυψώνεται από τη γη μέχρι τον ουρανό», ώστε να πραγματώνει το μεσιτευτικό της έργο, για τους δεομένους πιστούς, το οποίο γίνεται «δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα» και «θνητών προς Θεόν παρρησία».
Διότι, πράγματι, η Παναγία αποδέχεται τις προσευχές των πιστών και έρχεται αρωγός στις ανάγκες των, δια της μεσιτείας της προς τον Θεό. Το βαθύτερο, όμως, νόημα της μεσιτείας είναι η αλληλεγγύη, η οποία συνδέει τους πιστούς, προς τους αγίους, σε μια στενότατη ενύπαρξη και κοινωνία. Κατά τη χριστιανική αντίληψη το τέλειο κατέρχεται προς το ατελές και ο κύριος υπηρετεί τον δούλο.  Δηλαδή, η κυριότης του Κυρίου εκδηλώνεται, ως υπηρεσία και διακονία προς τους δούλους του.
Αντίθετα με την τάξη του παρόντος κόσμου, όπου αρκετοί των κυρίων, ή των αρχόντων των εθνών, εξουσιάζουν και απαιτούν να υπηρετούνται, επαληθεύοντας τον Χριστό, που λέγει στους μαθητές Του: «οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν…». (πρβλ. Ματθ. 20, 25)»
Η Υπεραγία Θεοτόκος, αν και κατέστη «βασίλισσα των ουρανών», δεν έγινε απρόσιτος και ακατάδεκτος προς εμάς, αλλά κύπτει μέχρις ημών και εισακούει των δεήσεων και των προσευχών μας, διότι συναισθάνεται και κατανοεί τη ζωή μας, σε όλο το βάθος της πτώχειας, της δοκιμασίας και της ένδειας, διότι έζησε, ως μητέρα τον πόνο, που της διαπέρασε την ψυχή της, σαν ρομφαία, όπως προφητικά της είπε ο Συμεών,  « σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ῥομφαία» (Λουκ. 2, 35), γι’ αυτό η μεσιτεία της Θεοτόκου προς τον Θεό,  για τον καθένα μας, γίνεται χάρις και ευδοκία.
Η Πάναγνη Μητέρα του Σωτήρα και Λυτρωτή μας Χριστού μέσα από τη γόνιμη αειπαρθενία της και τη σοφία του εξαγιασμένου Της προσώπου, κατέστη η ακεραιότητα όλου του ανθρώπινου είναι, όλης της κτιστής φύσης και εκφράζει την αγάπη του προσώπου, για τον προσωπικό Θεό και για τον πλησίον, που είναι η φανερωμένη εικόνα του Θεού. Επίσης η Θεοτόκος συγκροτεί την ενοποιημένη δομή του ανθρώπου, του οποίου το λογικό και η καρδιά του, ενώνονται στον ωκεανό της χάριτος, που προσλαμβάνει ο άνθρωπος μέσα του, για να τα αντιπροσφέρει στους άλλους.
Σύμφωνα με το Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, η Θεοτόκος μάς προσφέρει την εικόνα, το παράδειγμα, την έλξη του προσώπου, που υπερέβη κάθε εσωτερική διαίρεση, για να βρει πληρότητα και διαύγεια. Μια πληρότητα αξεχώριστη από τη θυσία και  τη διακονία της στο θέλημα του Θεού, ο οποίος ως η απόλυτη Αγάπη, την αξιώνει να αγαπά και Εκείνη και την αναδεικνύει, όχι απλά αγία, αλλά Παναγία και Υπεραγία, πραγματώνοντας τον σκοπό της Εκκλησίας, που είναι η δυνατότητα  να γίνουν όλοι οι άνθρωποι άγιοι, με υπόδειγμα και ιδεώδες ασφαλώς τη Θεοτόκο Μαρία, με την οποία οι άνθρωποι έχουν τριπλή συγγένεια:
  1. Προέρχονται από τον ίδιο πηλό της Δημιουργίας.
  2. Κοινωνούν μαζί της δια της μεταλήψεως της σαρκός της, που προσέλαβε ο Χριστός.
  3. Δια της αγιοσύνης που λαμβάνουν τον Θεό κατά τρόπο όμοιο με Εκείνη.
Είναι, λοιπόν, οντολογικό γεγονός, ότι η Παναγία μάς προσφέρει την αγάπη και την προστασία της, χωρίς να θέλει ανταλλάγματα για τη στοργή, τη μέριμνα και τη φροντίδα, με την οποία μας περιβάλλει. Της αρκεί μόνο, να προσπαθούμε, να ζούμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, για να μπορεί να μεσιτεύει, ώστε να είμαστε κοντά στον Υιό της και Θεό μας. Και όπως ακριβώς Εκείνη έζησε κατά Θεόν τον επίγειο βίο Της και την μακαρίζουν, «αι γενεαί πάσαι», να ζούμε και εμείς κατά Θεόν, τον επίγειο βίο μας, ώστε να απολαύσουμε την αιώνια μακαριότητα και αγιότητα, δια των πρεσβειών «της Παναγίας αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας», της οποίας την ιερή Κοίμηση, άμα δε και Μετάσταση με πολλή ευλάβεια τιμούμε και πανηγυρίζουμε, με τη Χάρη του Τριαδικού μας Θεού, όπου σαν άλλοι «απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε», την παρακαλούμε θερμά και υιικά της ψάλλουμε: «Και σε μεσίτριαν έχω, προς τον φιλάνθρωπον Θεόν, μη μου ελέγξη τας πράξεις, ενώπιον των Αγγέλων, παρακαλώ σε, Παρθένε, βοήθησόν μοι εν τάχει».
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΛΟΣ