Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ





Η γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι η μεγαλύτερη από τις θεομητορικές γιορτές που καθιέρωσε η Εκκλησία προς τιμή της Μητέρας του Κυρίου. Γι’ αυτό και έχει ξεχωριστή θέση στην ορθόδοξη πνευματικότητα, η οποία όταν αναφέρεται στην Παναγία δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να φανερώνει και να ερμηνεύει το μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Κυρίου.
Στο πρόσωπο της Θεοτόκου εκπληρώνονται τα γεγραμμένα, σύμφωνα με τα οποία ο Χριστός θα είναι η«ράβδος» και το «άνθος», που θα βλαστήσει από τη ρίζα του Ιεσσαί, καθώς και ο βασιλεύς που θα καθίσει στο θρόνο του Δαβίδ.
Η Παναγία είναι η γυναίκα εκείνη, της οποίας το σπέρμα συνέτριψε την κεφαλή του αρχέκακου όφεως, σύμφωνα με την εντολή του Δημιουργού Θεού, που είπε στην πρώτη γυναίκα της δημιουργίας, μετά την παρακοή της, ότι «… ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν». (Γεν. 3, 15). Η Θεοτόκος είναι η αληθινή «Κιβωτός της Διαθήκης» (Έξ.25, 9), η «Πύλη η κατά ανατολάς, η κεκλεισμένη» (Ιεζ.44, 1), με μια λέξη η ανακεφαλαίωση της Ιεράς Ιστορίας, η πραγμάτωση των «τύπων» και των «σκιών» της Π. Διαθήκης.
Γι’ αυτό η Μητέρα του Θεού, η Θεοτόκος, περιέχει όλο το μυστήριο της οικονομίας της σωτηρίας, μάς λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο οποίος αναφερόμενος στην  Κοίμηση και στη Μετάστασή Της διδάσκει«ότι η Παναγία κοιμήθηκε, όπως ο κάθε θνητός άνθρωπος». Όμως, ο θάνατος της Θεοτόκου υπερβαίνει την έννοια του «θανάτου», ώστε δεν ονομάζεται καν «θάνατος», αλλά «κοίμησις» ή «θεία μετάστασις», καθώς και «εκδημία ή ενδημία προς τον Κύριον». Αλλά, συνεχίζει ο άγιος Ιωάννης λέγοντας ότι, και εάν ακόμη λεχθεί «θάνατος», αυτός είναι «θάνατος ζωηφόρος»«Σήμερον ο της ζωής θησαυρός, η της χάριτος άβυσσος, θανάτω ζωηφόρω καλύπτεται», μας λέγει και ο υμνωδός.
Ενδεχομένως ακούγοντας κανείς αυτές τις όντως τολμηρές σκέψεις του ιερού Δαμασκηνού, να τις εκλάβει, ως αντινομία. Όμως ο «ζωηφόρος θάνατος» της Παναγίας δεν προσεγγίζεται με ανθρώπινους συλλογισμούς ή δοξασίες, όπως είναι τα νέα «δόγματα» των Δυτικών, που μιλάνε για κοίμηση χωρίς θάνατο. Η Παναγία Θεοτόκος δεν έχει ανάγκη από ψευδείς δοξασίες. Ο «μακαρισμός» της και η «δόξα»της, κατά τον άγιο Δαμασκηνό, είναι «η άσπορος σύλληψις, η θεία ενοίκησις, ο τόκος ο άφθορος» του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος.
Δικαίως, λοιπόν, για τον χριστιανικό κόσμο και μάλιστα για μας τους ορθόδοξους χριστιανούς η  Δέσποινα του Κόσμου είναι  το πρότυπο της ζωής και ενεργεί και ασκεί στον πιστεύοντα φυσικά άνθρωπο, το πανανθρώπινο λειτούργημά της και το μεσιτευτικό της έργο, αφού η Παναγία Θεοτόκος σε όλον τον επίγειο βίο της συμμετέχει προσωπικά και ενεργά στο εν Χριστώ Ιησού τελειωθέν έργον του Θεού, δια την σωτηρία των ανθρώπων και αποτελεί το μοναδικό πρότυπο πιστού και ευλαβούς ανθρώπου.
Η ζωή της είναι μία διαρκής πορεία προς τον Θεό. Μία πορεία πίστεως, υπακοής και αφοσιώσεως στον Θεό και στο θέλημά Του. Μία πορεία ταπεινώσεως και παραμερισμού του προσωπικού «Εγώ» της, χάριν του θεϊκού «Συ». Ο δρόμος της είναι ανάλογος προς τον δρόμο, τον οποίον βάδισε ο Υιός της. Ένας δρόμος βαθύτατης συναίσθησης της αποστολής, την οποίαν είχε να επιτελέσει ως «δούλη Κυρίου». Η μητρότητα της Μαρίας δεν είναι μια κοινή μητρική βιολογική σχέση μητέρας προς παιδί, αλλά είναι μια βαθύτατη συναίσθηση της ευθύνης, που ανέλαβε, όταν είπε «γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου».
Με όλη την ύπαρξη Της, λοιπόν, και με όλες τις δυνάμεις Της κάνει πλήρη κατάφαση του θελήματος του Θεού εν τω προσώπω της. Γι’ αυτό κατέστη η «κεχαριτωμένη», όπως την ονομάζει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, λέγοντας ότι, «…ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτὴν εἶπε· χαῖρε, κεχαριτωμένη» (1,28), διότι ήταν πλήρης θείας χάριτος και ευδοκίας και το πλέον κατάλληλο πρόσωπο, δια να γίνει Θεοτόκος και Θεομήτωρ.
Αυτό που έχει όμως μεγάλη σημασία στην περίπτωση της Θεοτόκου είναι ότι δεν συμμετέχει  στο έργο του Θεού και δεν ενεργεί, ως ιδιωτικό πρόσωπο, αλλά ασκεί δημόσιο και πανανθρώπινο λειτούργημα. Το έργον της συντελεί και συμβάλλει στη σωτηρία όλου του ανθρωπίνου γένους. Η Παναγία αποτελεί την αρχή και το αποκορύφωμα του έργου της απολυτρώσεως.
Εξαιτίας του «Όχι», δηλαδή της ανυπακοής, που επέδειξε η Εύα, στο θέλημα του Θεού, εκδιώχθηκε το ανθρώπινο γένος εκ του παραδείσου, συμπαρασύροντας μάλιστα όλη την κτίση και κατέστημεν άπαντες, όχι μόνον οι πρωτόπλαστοι, αλλά όλοι μας, ως απόγονοι αυτών, μέτοχοι του θανάτου.
Όμως εξαιτίας του «Ναι» της Θεοτόκου και της υπακοής Της στο Θείο Θέλημα, γίναμε όλοι μέτοχοι της ζωής εν Χριστώ Ιησού. Δηλαδή, η Παναγία δεν είναι απλώς μία αγία μεταξύ των πολλών αγίων της Εκκλησίας μας, αλλά είναι η εκπρόσωπος ολόκληρης της χριστιανικής ανθρωπότητας.  Ως εκ τούτου είναι αυτή πλέον η Μήτηρ της Ζωής.  Είναι η Νέα Εύα, που λυτρώνει από την κατάρα και αυτήν ακόμη την πρώτη Εύα, η οποία δεν πραγμάτωσε την αποστολή της. Επί πλέον  η Παναγία εκκλησιοποιεί τον κόσμο, ο οποίος με το «Ναι» Της, αποκτά ξανά το Θείο Φως και γίνεται και πάλι ωραίος, όπως «ωραιοτάτη» είναι η ίδια η Παρθένος Μαρία, σύμφωνα με τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο οποίος λέγει ότι η Θεοτόκος πραγματώνει με απόλυτο τρόπο την ωραιότητα της δημιουργίας.
«Ο Θεός», γράφει ο Άγιος Γρηγόριος, «έκανε τη Μαρία αληθινά ωραία.  Συγκέντρωσε σ’ Αυτήν τις ομορφιές, που διαμοίρασε σε όλα τα άλλα δημιουργήματα και εποίησε δι’ αυτής μια τέλεια ομορφιά, που ανυψώνεται από τη γη μέχρι τον ουρανό», ώστε να πραγματώνει το μεσιτευτικό της έργο, για τους δεομένους πιστούς, το οποίο γίνεται «δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα» και «θνητών προς Θεόν παρρησία».
Διότι, πράγματι, η Παναγία αποδέχεται τις προσευχές των πιστών και έρχεται αρωγός στις ανάγκες των, δια της μεσιτείας της προς τον Θεό. Το βαθύτερο, όμως, νόημα της μεσιτείας είναι η αλληλεγγύη, η οποία συνδέει τους πιστούς, προς τους αγίους, σε μια στενότατη ενύπαρξη και κοινωνία. Κατά τη χριστιανική αντίληψη το τέλειο κατέρχεται προς το ατελές και ο κύριος υπηρετεί τον δούλο.  Δηλαδή, η κυριότης του Κυρίου εκδηλώνεται, ως υπηρεσία και διακονία προς τους δούλους του.
Αντίθετα με την τάξη του παρόντος κόσμου, όπου αρκετοί των κυρίων, ή των αρχόντων των εθνών, εξουσιάζουν και απαιτούν να υπηρετούνται, επαληθεύοντας τον Χριστό, που λέγει στους μαθητές Του: «οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν…». (πρβλ. Ματθ. 20, 25)»
Η Υπεραγία Θεοτόκος, αν και κατέστη «βασίλισσα των ουρανών», δεν έγινε απρόσιτος και ακατάδεκτος προς εμάς, αλλά κύπτει μέχρις ημών και εισακούει των δεήσεων και των προσευχών μας, διότι συναισθάνεται και κατανοεί τη ζωή μας, σε όλο το βάθος της πτώχειας, της δοκιμασίας και της ένδειας, διότι έζησε, ως μητέρα τον πόνο, που της διαπέρασε την ψυχή της, σαν ρομφαία, όπως προφητικά της είπε ο Συμεών,  « σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ῥομφαία» (Λουκ. 2, 35), γι’ αυτό η μεσιτεία της Θεοτόκου προς τον Θεό,  για τον καθένα μας, γίνεται χάρις και ευδοκία.
Η Πάναγνη Μητέρα του Σωτήρα και Λυτρωτή μας Χριστού μέσα από τη γόνιμη αειπαρθενία της και τη σοφία του εξαγιασμένου Της προσώπου, κατέστη η ακεραιότητα όλου του ανθρώπινου είναι, όλης της κτιστής φύσης και εκφράζει την αγάπη του προσώπου, για τον προσωπικό Θεό και για τον πλησίον, που είναι η φανερωμένη εικόνα του Θεού. Επίσης η Θεοτόκος συγκροτεί την ενοποιημένη δομή του ανθρώπου, του οποίου το λογικό και η καρδιά του, ενώνονται στον ωκεανό της χάριτος, που προσλαμβάνει ο άνθρωπος μέσα του, για να τα αντιπροσφέρει στους άλλους.
Σύμφωνα με το Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, η Θεοτόκος μάς προσφέρει την εικόνα, το παράδειγμα, την έλξη του προσώπου, που υπερέβη κάθε εσωτερική διαίρεση, για να βρει πληρότητα και διαύγεια. Μια πληρότητα αξεχώριστη από τη θυσία και  τη διακονία της στο θέλημα του Θεού, ο οποίος ως η απόλυτη Αγάπη, την αξιώνει να αγαπά και Εκείνη και την αναδεικνύει, όχι απλά αγία, αλλά Παναγία και Υπεραγία, πραγματώνοντας τον σκοπό της Εκκλησίας, που είναι η δυνατότητα  να γίνουν όλοι οι άνθρωποι άγιοι, με υπόδειγμα και ιδεώδες ασφαλώς τη Θεοτόκο Μαρία, με την οποία οι άνθρωποι έχουν τριπλή συγγένεια:
  1. Προέρχονται από τον ίδιο πηλό της Δημιουργίας.
  2. Κοινωνούν μαζί της δια της μεταλήψεως της σαρκός της, που προσέλαβε ο Χριστός.
  3. Δια της αγιοσύνης που λαμβάνουν τον Θεό κατά τρόπο όμοιο με Εκείνη.
Είναι, λοιπόν, οντολογικό γεγονός, ότι η Παναγία μάς προσφέρει την αγάπη και την προστασία της, χωρίς να θέλει ανταλλάγματα για τη στοργή, τη μέριμνα και τη φροντίδα, με την οποία μας περιβάλλει. Της αρκεί μόνο, να προσπαθούμε, να ζούμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, για να μπορεί να μεσιτεύει, ώστε να είμαστε κοντά στον Υιό της και Θεό μας. Και όπως ακριβώς Εκείνη έζησε κατά Θεόν τον επίγειο βίο Της και την μακαρίζουν, «αι γενεαί πάσαι», να ζούμε και εμείς κατά Θεόν, τον επίγειο βίο μας, ώστε να απολαύσουμε την αιώνια μακαριότητα και αγιότητα, δια των πρεσβειών «της Παναγίας αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας», της οποίας την ιερή Κοίμηση, άμα δε και Μετάσταση με πολλή ευλάβεια τιμούμε και πανηγυρίζουμε, με τη Χάρη του Τριαδικού μας Θεού, όπου σαν άλλοι «απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε», την παρακαλούμε θερμά και υιικά της ψάλλουμε: «Και σε μεσίτριαν έχω, προς τον φιλάνθρωπον Θεόν, μη μου ελέγξη τας πράξεις, ενώπιον των Αγγέλων, παρακαλώ σε, Παρθένε, βοήθησόν μοι εν τάχει».
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου