Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

O ερχομός Του Χριστού


 

 Η παρουσία του Θεανθρώπου είναι θεοφάνεια και όχι διατύπωση απόψεων. Δεν έρχεται να επιβάλει τη γνώμη του, αλλά να θυσιάσει την ψυχή του. Δεν έρχεται να κρίνει και να υποτάξει, αλλά να σώσει και να ελευθερώσει. Έρχεται να φανερώσει την άφατη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο.

Ήλθε να μας κάνει κατά χάριν κοινωνούς της θείας και τριαδικής ζωής. Να αποκτήσουμε το χάρισμα της υιοθεσίας. Να πολιτευόμαστε εν καινότητι ζωής : όχι φόβω των ηπειλημένων, ούτε πόθω των επηγγελμένων, αλλά τρόπω της τριαδικής πολιτείας. Να φτάσουμε στην Εκκλησία των πρωτοτόκων, όλοι ισοστάσιοι, όλοι πρωτότοκοι, όλοι θεοί κατά χάριν. Να είμαστε ενωμένοι καθώς ο Πατήρ με τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα.

 Ο Χριστός είναι ο Ποιμήν ο καλός που θυσιάζει την ψυχή του υπέρ των προβάτων. Καλεί τα ίδια πρόβατα κατ’ όνομα και εξάγει αυτά. Η κατ’ όνομα κλήση στοιχίζει τη θυσία του καλού ποιμένος. Και χαρίζει την προσωπική υπόσταση και ελευθερία στα λογικά πρόβατα. Βαπτίζονται στη νέα ζωή. Αποκτούν όνομα δικό τους. Και γλώσσα καινή. «Οι πιστεύοντες γλώσσες  λαλήσουσι καιναίς». Ντύνονται με άλλη δύναμη: « καν θανάσιμον τι πίωσιν, ου μη αυτούς βλάψει». Παίρνουν το δρόμο για τη θέωση.
Ο μισθωτός- της όποιας μισθώσεως- και ουκ ων ποιμήν, βλέπει τον λύκον ερχόμενον και φεύγει. Δεν τον ενδιαφέρουν τα πρόβατα αλλά ο εαυτός του. Δεν τα καλεί κατ’ όνομα, αλλά μαζικά. Δεν θυσιάζει την ψυχή του υπέρ των προβάτων, αλλά τα πρόβατα για το μισθό και τη δόξα του.

Ο ολοκληρωτισμός εν ονόματι του όποιου θεϊσμού ή αθεϊσμού, είναι εξ ίσου κατάρα για τον άνθρωπο. Και ενώ νομίζουν ότι του λύνουν τα προβλήματα, ο κόσμος πάντοτε αντιδρά και διαλύει τους προκατασκευασμένους παραδείσους.

Η ελευθερία στοιχίζει και αξίζει. Αυτή μας κρίνει και μας σώζει. Δι’ αυτής μπορούμε να καταστραφούμε και δι’ αυτής μπορούμε να φτάσουμε στη θέωση. Η ελευθερία μας δόθηκε για να την υποτάξουμε  εκούσια στο θείο θέλημα. Όπως ο Κύριος ουκ ήλθεν ίνα ποιεί το ιδικόν του θέλημα, αλλά το θέλημα του πέμψαντος του Πατρός.


Ένας σπόρος ζει για να πεθάνει. Εάν δεν αποθάνει, αυτός μόνος μένει. Εάν αποθάνει, φέρει καρπόν πολύν. Η ζωή γεννάται «αυτόματη», από ένα θάνατο, μια θυσία.

Αρχιμ. Βασιλείου Ιβηρίτη

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

«Ο Χριστός Είναι Εικόνα του Θεού» Μ. Αθανασίου



«Ος εστίν (o Χριστός) εικών του Θεού του αοράτου»

ερμηνεία Μ. Αθανασίου.

«Εμπρός λοιπόν, ας εξετάσωμεν τα χαρακτηριστικά του Πατρός, δια να καταλάβωμεν αν η εικών είναι ιδική του. Ο Πατήρ είναι αίδιος, αθάνατος, δυνατός, φως, βασιλεύς, παντοκράτορ, Θεός, Κύριος, κτίστης και ποιητής. Αυτά πρέπει να υπάρχουν και εις την εικόνα δια να ιδή πράγματι τον Πατέρα αυτός που βλέπει τον Υιόν. Εάν όμως δεν υπάρχουν αυτά, αλλ’ όπως νομίζουν οι Αρειανοί ο Υιός είναι δημιούργημα και όχι αίδιος, δεν είναι αυτή η πραγματική εικών του Πατρός, εκτός εάν αφήσουν κατά μέρος την εντροπή και πουν ότι και το να λέγεται εικών ο Υιός, δεν είναι γνώρισμα ομοίας ουσίας, αλλά μόνον όνομα αυτού. 


Αυτό όμως πάλιν, ω αντίχριστοι, δεν είναι εικών, ούτε χαρακτήρ. Διότι ποία ομοιότης υπάρχει εις τα εξ ουκ όντων δημιουργήματα προς εκείνον ο οποίος έφερεν εις την ύπαρξιν τα μη όντα; Ή πως ημπορεί να ομοιάζει προς το αληθώς ον αυτό το οποίον δεν είναι ον, αφού υστερεί κατά το ότι κάποτε δεν υπήρχε και κατά το ότι η θέσις του είναι μεταξύ των δημιουργημάτων;


Επειδή λοιπόν θέλουν οι Αρειανοί να είναι τέτοιος ο Υιός, επενόησαν δια τους εαυτούς των διαφόρους συλλογισμούς και λέγουν· «εάν είναι τέλειον γέννημα και εικών του Πατρός ο Υιός και εάν είναι κατά πάντα όμοιος με τον Πατέρα, οφείλει οπωσδήποτε, καθώς εγεννήθη, κατά τον ίδιον τρόπον να γεννά και αυτός, και να γίνει και αυτός πατήρ υιού. Και πάλιν, εκείνος που θα γεννηθεί απ’ αυτόν, οφείλει και αυτός να γεννά και ούτω καθεξής, και τούτο επ’ άπειρον, διότι αυτό είναι που αποδεικνύει όποιον εγεννήθη όμοιον προς αυτόν που τον εγέννησε». Είναι πράγματι εφευρεταί δυσφημιών οι αντίθεοι, οι οποίοι, δια να μην παραδεχτούν, ότι ο Υιός είναι εικόνα του Πατρός,δέχονται σωματικάς και γήινας ιδιότητας δια τον ίδιον τον Πατέρα, εις τον οποίον αποδίδουν διαιρέσεις, γεννήσεις και ξεγεννήσεις. 



Εάν λοιπόν ο Θεός είναι όπως ο άνθρωπος, ας γεννά όπως ο άνθρωπος, ούτως ώστε και ο Υιός να γίνει πατήρ άλλου υιού και ούτω καθεξής, να γίνεται ο ένας από τον άλλον, δια να αυξάνει έτσι κατά την γνώμην των εις πλήθος θεών η διαδοχή. Εάν όμως ο Θεός δεν είναι όπως ο άνθρωπος, και πράγματι δεν είναι, δεν πρέπει κανείς να εφαρμόζει τας ανθρωπίνας ιδιότητας επ’ αυτού. Τα μεν άλογα ζώα και οι άνθρωποι γεννώνται διαδοχικώς ο ένας από τον άλλον σύμφωνα με τεθείσα κατά την δημιουργίαν αρχήν, και αυτός που γεννάται από πατέρα ο οποίος έχει γεννηθεί, είναι φυσικόν να γίνει πατήρ κάποιου άλλου, διότι λαμβάνει εντός εαυτού από τον πατέρα του την ιδιότητα αυτή, εκ της οποίας προήλθε και αυτός. 

Δια τούτο δεν είναι δυνατόν να λέγεται δι’ αυτούς τους ανθρώπους κυρίως η λέξις πατήρ και το υιός, διότι ο ίδιος άνθρωπος είναι υιός μεν αυτού που τον εγέννησε, πατήρ δε αυτού που εγεννήθη εξ αυτού. Δια την θεότητα όμως δεν συμβαίνει το ίδιο, διότι ο Θεός δεν είναι όπως ο άνθρωπος. Ούτε δηλαδή ο Πατήρ προέρχεται εκ πατρός, δια τούτο και δεν γεννά άλλον, ο οποίος πρόκειται να γίνει πατήρ, ούτε πάλιν ο Υιός προέρχεται εκ του Πατρός κατ’ απορροήν, ούτε έχει γεννηθεί από πατέρα που εγεννήθη , δια τούτο και δεν εγεννήθη δια να γεννά. Ώστε δια την θεότητα, και μόνον δι’ αυτήν, ο Πατήρ είναι απολύτως πατήρ και ο Υιός απολύτως υιός, επ’ αυτών δε μόνων συμβαίνει το να είναι ο Πατήρ πάντοτε πατήρ και ο Υιός πάντοτε υιός.


Ώστε λοιπόν αυτός που απορεί διατί ο Υιός δεν μπορεί να γεννήσει υιόν, ας ερευνήσει πρώτον δια ποίον λόγον ο Πατήρ δεν είχε πατέρα. Αλλά και αι δύο περιπτώσεις είναι σφάλματα γεμάτα με κάθε είδους ασέβειαν. Όπως δηλαδή ο Πατήρ είναι πάντοτε πατήρχωρίς να είναι δυνατόν ποτέ να γίνει υιός, κατά τον ίδιο τρόπν και ο Υιός είναι πάντοτε υιός και δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να γίνει πατήρ, και κατά τούτο μάλιστα αποδεικνύεται ότι είναι χαρακτήρ και εικών του Πατρός, επειδή μένει αυτό που είναι, χωρίς να αλλάσει διότι έχει λάβει τα χαρακτηριστικά αυτά από τον Πατέρα. 

Εάν λοιπόν μεταβάλλεται ο Πατήρ, ας μεταβάλλεται και η εικών αυτού, διότι όπως είναι αυτός που εγέννησε, έτσι πρέπει να παραμείνει και η εικών και το απαύγασμα αυτού. Εάν όμως ο Πατήρ είναι αμετάβλητος και παραμένει όπως είναι, κατ’ ανάγκη και η εικών αυτού παραμένει όπως είναι και ουδέποτε θα μεταβληθεί. Ο Υιός δε είναι υιός εκ του Πατρός, επομένως δεν πρόκειται να συμβεί τίποτε άλλο παρά ότι αρμόζει εις την ουσίαν του Πατρός. 

Ματαίως λοιπόν επενόησαν και τούτο οι άφρονες, επειδή ήθελαν να απομακρύνουν την εικόνα από τον Πατέρα, δια να εξισώσουν τον Υιόν με τα δημιουργήματα».


(Λόγος κατά Αρειανών Α’, κεφ. 21-22, Έργα Μεγάλου Αθανασίου, ΕΠΕ 2).

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ. Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.κ. ΔΑΝΙΗΛ


images (2)


Τά τελευταῖα ἱστορικά γεγονότα τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ σύλληψις, ἡ δίκη ἐνώπιον τοῦ Ἰουδαϊκοῦ δικαστηρίου καί τοῦ Ρωμαίου Ἐπιτρόπου, τοῦ Ποντίου Πιλάτου, ἡ καταδικαστική ἀπόφασις, ὁ ἐμπαιγμός καί ἡ ἐξουθένωσις, ἡ σταύρωσις καί τά κατ᾿ αὐτήν διατρέξαντα, ὁ θάνατος, ἡ ἀποκαθήλωσις καί ἡ ταφή ἐξιστοροῦνται ἀπό τούς ἱερούς συγγραφεῖς τῶν Εὐαγγελίων μετά πάσης λεπτομερείας.
Διαβάζοντας μάλιστα τά Εὐαγγέλια σχηματίζει κάποιος τήν ἐντύπωσι ὅτι οἱ διηγήσεις ἀπαρχῆς εἶναι γραμμένες ἔτσι, διά νά καταλήξουν εἰς τήν σταυρικήν θυσίαν. Τοῦτο φανερώνει πόσο κεντρικό καί πόσο σοβαρό θέμα ἦταν ὁ Σταυρός καί ὁ θάνατος τοῦ Ἰησοῦ γιά τόν πρῶτο Χριστιανισμό καί πόσο μεγάλη σημασία ἔχει διά τήν θεολογίαν καί τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας. Σημειώνεται ὅτι ἀπό τήν ἱστορική καί θεολογική ἔρευνα οὐδέποτε ἠμφεσβητήθησαν τά γεγονότα τῆς θανατικῆς καταδίκης καί τῆς Σταυρώσεως τοῦ Ἰησοῦ, οὔτε κι ἀπ᾿ αὐτήν τή φιλελεύθερη πλευρά. Ὡστόσον εἰς τό θεολογικόν ἐρώτημα: «Διατί ἐσταυρώθη ὁ Χριστός;» ἐδόθησαν πολλές καί ποικίλες ἀπαντήσεις, ἑρμηνεῖες περί τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Παρατηρεῖται μάλιστα ὁ ἴδιος συγγραφεύς νά ἑρμηνεύει διαφορετικά τό ἴδιο γεγονός στά κείμενά του. Δέν ἀγνοοῦμεν, ἐπίσης, ὅτι τό ἴδιο συναντᾶμε καί εἰς τήν πατερικήν γραμματείαν. Εἷς ἕκαστος ἐκ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἑρμήνευσε μ᾿ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο τόν Σταυρόν καί τόν θάνατον τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη καί κατά τίς περιόδους τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καί ζωῆς μας εἴχαμε θεολογικές προσεγγίσεις αὐτῶν τῶν γεγονότων ἀναλόγως τῶν ποιμαντικῶν ἀναγκῶν καί προκλήσεων τῶν ἐποχῶν. Ἀλλοιῶς ὁμιλοῦσαν διά τό θέμα οἱ Πατέρες τοῦ τρίτου καί τετάρτου αἰῶνος, ἀλλοιῶς οἱ Πατέρες τῆς περιόδου τῆς εἰκονομαχίας, ἀλλοιῶς τόν ιγ´ καί τόν ιδ´ αἰώνα καί κατά διαφορετικόν τρόπον εἰς τήν Τουρκοκρατίαν. Θά ἐλέγομεν, ὅτι ἀλληλοδιαδόχως οἱ αἰῶνες, ὁ εἷς κατόπιν τοῦ ἄλλου, κατέθεταν τήν μυστικήν ἐμπειρίαν των ἀπό τήν βίωσιν τῶν παθῶν, τοῦ Σταυροῦ καί τοῦ θανάτου τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ προσθέτοντες δόξαν εἰς τήν ἤδη ὑπάρχουσαν δόξαν. Ἔτσι διεμορφώθη ἡ θεολογία τοῦ Σταυροῦ ἤ ὅπως ὁ Παῦλος εἰσήγαγε καί ἐνεκαινίασε τόν ὅρο: «Ὁ λόγος ὁ τοῦ Σταυροῦ».
Εἰς μίαν προσπάθειαν διατυπώσεως τῶν βασικοτέρων ἑρμηνειῶν τοῦ θανάτου τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ δέν θά ἀδικούσαμε τήν θεολογίαν τοῦ Σταυροῦ ἐάν ἐλέγομεν ὅτι ὁ σταυρικός θάνατος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι:

Θυσία

Ὅλοι οἱ συγγραφεῖς τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης ὑπογραμμίζουν μέ ἔμφασι αὐτόν τόν χαρακτήρα τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι «ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ», ὁ ὁποῖος ὑπομένει ἐκουσίως Σταυρόν καί θάνατον ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καί σωτηρίας. Εἶναι τό «ἄμωμον ἱερεῖον» τό ὁποῖον θυσιάζεται διά νά ἐξιλεωθοῦμε ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί καί νά δικαιωθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Αὐτήν τήν ἑρμηνεία παρέλαβον οἱ ἱεροί συγγραφεῖς ἀπό τόν Προφήτην Ἡσαΐαν, ὁ ὁποῖος τήν διατυπώνει σαφέστατα ἀποκλείων διαρρήδην πάσαν ἑτέραν ἐκδοχήν. Θά ἐλέγομεν ὅτι προεξάρχει αὐτῆς τῆς θεολογικῆς ἑρμηνείας καί χοροστατεῖ ὅταν γράφει: «Οὗτος τάς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καί περί ἡμῶν ὀδυνᾶται, καί ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτόν εἶναι ἐν πόνῳ καί ἐν πληγῇ ὑπό Θεοῦ καί ἐν κακώσει. Αὐτός δέ ἐτραυματίσθη διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν καί μεμαλάκισται διά τάς ἀνομίας ἡμῶν… Ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν ἤχθη καί ὡς ἀμνός ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτόν ἄφωνος… Ἀπό τῶν ἀνομιῶν τοῦ λαοῦ μου ἤχθη εἰς θάνατον…» (Ἡσαΐου νβ´ 13-νδ´ 1).
Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρομεν ἐκ τῆς Παυλείου διδασκαλίας ὁρισμένα χωρία εἰς ἐπίρρωσιν τῶν λεγομένων: «Ἔτι γάρ Χριστός ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν κατά καιρόν ὑπέρ ἀσεβῶν ἀπέθανε». Καί: «Συνίστησι δέ τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε» (Ρωμ. ε´ 6, 8). Ἀκόμη καί οἱ ἐχθροί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπέδωσαν εἰς τόν θάνατόν Του τόν χαρακτήρα τῆς θυσίας ὑπέρ τοῦ λαοῦ. Χαρακτηριστικοί ἐν προκειμένῳ εἶναι οἱ λόγοι τοῦ Καϊάφα, τοῦ ἀρχιερέως τοῦ ἔτους ἐκείνου. Διέσωσε τούς λόγους αὐτούς ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος ἤτο παρών εἰς τήν δίκην: «Οὐδέ διαλογίζεσθε ὅτι συμφέρει ἡμῖν ἵνα εἷς ἄνθρωπος ἀποθάνη ὑπέρ τοῦ λαοῦ καί μή ὅλον τό ἔθνος ἀπόληται». Ὁ Εὐαγγελιστής σχολιάζει ὡς ἑξῆς τήν δήλωσιν τοῦ Καϊάφα: «Τοῦτο δέ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ οὐκ εἶπεν, ἀλλ᾿ ἀρχιερεύς ὤν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου προεφήτευσεν ὅτι ἔμελλεν ὁ Ἰησοῦς ἀποθνήσκειν ὑπέρ τοῦ ἔθνους, καί οὐχ ὑπέρ τοῦ ἔθνους μόνον, ἀλλ᾿ ἵνα καί τά τέκνα τοῦ Θεοῦ τά διεσκορπισμένα συναγάγῃ εἰς ἕν» (Ἰωάν. ια´ 50-52).

Νίκη

Ὁ σταυρικός θάνατος τοῦ Κυρίου ἑρμηνεύθηκε ὡς νίκη Του κατά τοῦ θανάτου, τῆς φθορᾶς, τοῦ Ἅδου, τοῦ διαβόλου καί τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας. Ἔχει κάποιος τήν αἴσθησι, ὅτι καθώς ἐξιστοροῦνται τά γεγονότα διεξάγεται ἕνας πόλεμος. Εἰς τόν πόλεμον αὐτόν ὁ διάβολος λυσσῶν καί μετά μανίας, μετά αὐξανομένης σφοδρότητος καί μίσους ἐπιτίθεται εἰς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ. Οἱ θεολόγοι πατέρες διδάσκουν ὅτι ὄπισθεν τῶν προσώπων καί τῶν γεγονότων κινεῖται δραστηρίως καί χαιρεκάκως ὁ διάβολος μέ μίαν ἐπιδίωξιν, νά ἐξοντώσει τόν Δίκαιον. Ὄχι μόνον νά Τόν ἐξοντώσει ἀλλά καί νά τοῦ προξενήσει πάντα σωματικόν, ψυχικόν καί πνευματικόν πόνον. Πρίν Τόν ὁδηγήσει εἰς τόν Ἅδη, ὅπως ἐπίστευε, ἤθελε νά Τόν βασανίσει, νά Τόν ταπεινώσει καί νά Τόν ἐξευτελίσει εἰς τήν παροῦσαν ζωήν. Τό δέ μαρτύριόν Του θά ἐσυνεχίζετο μετά θάνατον αἰωνίως. Κι ὅσον ἔβλεπε τόν Ἰησοῦν νά ἀντέχει εἰς τήν χλεύην, τήν εἰρωνείαν, τήν πώρωσιν, τήν συκοφαντίαν, τήν ἐγκατάλειψιν, τήν προδοσίαν, τήν ἀχαριστίαν, τίς ὕβρεις, τούς ποικίλους σωματικούς πόνους, τίς ταπεινώσεις, τά μαρτύρια, τόν Σταυρόν, τόσον ἐξαγριοῦτο ἐναντίον Του. Ἐφοβήθη, λέγει ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας, ἀπό τήν συμπεριφορά καί τήν ἀντίδρασι τῆς ἀλόγου κτίσεως διά τό πάθος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί πρός στιγμήν ἀνεδιπλώθη καί ὑπεχώρησε. Ἀλλά ὁ Κύριος τόν ἐδελέασε νά ἐπανέλθει εἰς τήν πάλην μέ τόν λόγο Του: «Θεέ μου, Θεέ μου ἵνα τι μέ ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. κζ´ 46). Οὕτως ἐπετέθη ἐκ νέου. Ὁ Κύριος ὅμως εἰς τό πάθος διετήρησε μέχρι τέλους τήν ὑπεροχήν. Οἱ ἐχθροί Του, ὁρατοί καί ἀόρατοι, ἐνόμιζον ὅτι ἦσαν οἱ κύριοι τῆς καταστάσεως καί ὅτι τελικῶς ἐπαγίδευσαν τόν ἀνεπιθύμητον. Ἀπεδείχθη ὅμως ὅτι ὁ Κύριος εἶχεν παγιδεύσει αὐτούς. Ὁ πρύτανις τῶν θεολόγων, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, θεολογεῖ: «Ἐπειδή θεότητος ἐλπίδι ὁ ἐχθρός (δηλαδή ὁ διάβολος) δελεάζει τόν ἄνθρωπο, σαρκός προσλήματι δελεάζεται καί δείκνυται ἅμα τό ἀγαθόν καί τό σοφόν, τό δίκαιόν τε καί τό δυνατόν τοῦ Θεοῦ». Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὑψηγορεῖ ὅτι εἰς τόν Σταυρόν ὁ Κύριος ἀφήρεσε πᾶσαν ἐξουσίαν ἀπό τίς ἀρχές καί ἐξουσίες τοῦ κόσμου τῆς ἁμαρτίας, ἀφοῦ ἀπεγύμνωσε τούς δαίμονες ἀπό πᾶσαν δύναμιν, ἐν συνεχείᾳ τίς διεπόμπευσε εἰς τόν πνευματικόν κόσμον καί ἐπάνω εἰς τόν Σταυρόν ἐκρέμασε τά λάφυρα τῆς νίκης Του, δηλαδή τίς ψυχές μας. Γράφει: «Ἀπεκδυσάμενος τάς ἀρχάς καί τάς ἐξουσίας ἐδειγμάτισεν ἐν παρρησίᾳ, θριαμβεύσας αὐτούς ἐν αὐτῷ (τῷ Σταυρῷ)» (Κολ. β´ 15). Αὐτήν τήν αἰώνιον νίκην περιγράφει τό ὡραιότατον δοξαστικόν τῆς ἐορτῆς τῆς ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ: «Δεῦτε ἅπαντα τά ἔθνη τό εὐλογημένον ξύλον προσκυνήσωμεν, δι᾿ οὗ γέγονεν ἡ αἰώνιος δικαιοσύνη. Τόν γάρ προπάτορα Ἀδάμ ὁ ἀπατήσας ἐν ξύλῳ τῷ Σταυρῷ δελεάζεται καί πίπτει κατενεχθείς πτῶμα ἐξαίσιον ὁ τυραννίδι κρατήσας τοῦ βασιλείου πλάσματος…».

Ἀπόδειξις ἀγάπης

Μιά ἄλλη διάστασις τῆς σταυρικῆς θυσίας εἶναι ὅτι αὐτή ἀποτελεῖ ἀπόδειξιν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ διά τό ἀνθρώπινον γένος. Ὁ ἠγαπημένος μαθητής γράφει εἰς τό Εὐαγγέλιόν του: «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχη ζωήν αἰώνιον» (γ´ 16). Ὁ σταυρικός θάνατος ἐκφράζει τήν ὑπέρτατη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν κόσμο. Γι᾿ αὐτόν τόν λόγο καί ἡ Ἐκκλησία συσχέτισε ἀργότερα ὅλα τά σωτηριολογικά της Μυστήρια μέ τόν θάνατο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι γνωστό ὅτι τά Μυστήρια τοῦ Βαπτίματος, τοῦ Χρίσματος, τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀναφέρονται «εἰς τόν θάνατον αὐτοῦ» (Ρωμ. στ´ 3 καί ἑξῆς). Βαπτιζόμεθα εἰς τόν θάνατον τοῦ Χριστοῦ, «ἐσθίομεν καί πίνομεν Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ». Ἡ Ἐκκλησία μέ εὐγνωμοσύνη ἐνώπιον τοῦ Σταυροῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀναλογιζομένη τά ρεύσαντα ἐλέη τοῦ Θεοῦ εἰς ἡμᾶς ἀναφωνεῖ ἐν κατανύξει: «Τῇ ὑπερφυεῖ καί περί ἡμᾶς παναπείρῳ Σου εὐσπλαχνίᾳ, Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς».

Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. Του Αγίου Ίγνατίου Μπριαντσιανίνωφ



images (1)
Κύριος εἶπε στούς μαθητές Του: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολου θείτω μοι» (Ματθ. ιστ” 24).
Τί σημαίνει «ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώ που»; Καί γιατί αὐτός «ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου», δηλαδή ὁ ἰδιαίτερος σταυρός τοῦ καθενός μας, ὀνομάζεται συνάμα καί «Σταυ ρός τοῦ Χριστοῦ»;
«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» εἶναι οἱ θλίψεις καί τά βάσανα τῆς γήινης ζωῆς, πού γιά τόν καθένα μας εἶναι δικά του.
«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» εἶναι ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καί ἄλλα εὐλαβῆ κατορθώματα, μέ τά ὁποῖα ταπεινώνεται ἡ σάρκα καί ὑποτάσσεται στό πνεῦμα. Τά κατορθώματα αὐτά πρέπει νά εἶναι ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις τοῦ καθενός καί στόν κάθε ἄνθρωπο εἶναι δικά του.
«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» εἶναι τά ἁμαρτωλά ἀσθενήματα, ἤ πάθη, πού – στόν κάθε ἄνθρωπο – εἶναι δικά του! Μέ ἄλλα ἀπ᾽ αὐτά τά πάθη γεννιόμαστε καί μ᾽ ἄλλα μολυνόμαστε στήν πορεία τοῦ γήινου βίου μας.
«Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ» εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ.
Μάταιος καί ἄκαρπος εἶναι «ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» – ὅσο βαρύς καί ἄν εἶναι – ἐάν δέν μεταμορφωθεῖ σέ «Σταυρό τοῦ Χριστοῦ» μέ τό ν᾽ ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό.
«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου», γιά τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ γίνεται «Σταυρός τοῦ Χριστοῦ», γιατί ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ εἶναι στερρά πεπεισμένος, ὅτι πάνω ἀπ᾽ αὐτόν (τόν μαθητή) ἀγρυπνάει ἀκοίμητος ὁ Χριστός. Πιστεύει ὅτι ὁ Χριστός ἐπιτρέπει νά τοῦ ἔρθουν θλίψεις σάν μιά ἀναγκαία καί ἀναπόφευκτη προϋπόθεση τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Καμιά θλίψη δέν θά τόν πλησίαζε, ἄν δέν τό εἶχε ἐπιτρέψει ὁ Χριστός, καί ὅτι μέ τίς θλίψεις πού τοῦ συμβαίνουν, ὁ Χριστιανός γίνεται οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ καί καθίσταται κοινωνός τῆς μοίρας Του στή γῆ καί – γιά τόν λόγο αὐτό – καί στόν οὐρανό.
«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» γίνεται γιά τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ «Σταυρός τοῦ Χριστοῦ», γιατί ὁ ἀληθινός μαθητής Του σέβεται καί θεωρεῖ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ σάν τόν μόνο σκοπό τῆς ζωῆς του. Αὐτές οἱ πανίερες ἐντολές γίνονται γι᾽ αὐτόν σταυρός, πάνω στόν ὁποῖο συνεχῶς σταυρώνει τόν παλαιό του ἄνθρωπο «σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις» του (Γαλ. ε” 24).
Ἀπ᾽ αὐτά εἶναι φανερό γιατί, γιά νά λάβουμε τόν σταυρό μας, εἶναι ἀνάγκη ν᾽ ἀπαρνηθοῦμε προηγουμένως τόν ἑαυτό μας μέχρι καί ν᾽ ἀπολέσουμε ἀκόμα καί τή ζωή μας.
Τόσο βαθιά καί τόσο πολύ ἔχει συνηθίσει στήν ἁμαρτία καί οἰκειώθηκε σ᾽ αὐτήν ἡ πεσμένη στήν ἁμαρτία φύση μας, πού ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν παύει νά ἀποκαλεῖ αὐτή τή φύση ψυχή τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου.
Γιά νά δεχτοῦμε τόν σταυρό στούς ὤμους μας, πρέπει πρῶτα νά πάψουμε νά ἱκανοποιοῦμε τό σῶμα στίς ἰδιότροπές του ἐπιθυμίες παρέχοντάς του μονάχα ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο γιά τήν ὕπαρξή του. Πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε ὅτι ἡ ἀλήθειά μας εἶναι ἕνα σκληρότατο ψέμα μπροστά στόν Θεό καί ἡ λογική μας εἶναι μιά τέλεια ἀνοησία. Τέλος: ἀφοῦ παραδοθοῦμε στόν Θεό μ᾽ ὅλη τή δύναμη τῆς πίστης μας καί ριχτοῦμε στή μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου, πρέπει νά ἀπαρνηθοῦμε τό δικό μας θέλημα.
Ὅποιος πραγμάτωσε μιά τέτοια ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ του εἶναι ἱκανός νά λάβει τόν σταυρό του. Αὐτός μέ ὑπακοή καί ὑποταγή στόν Θεό καί ἐπικαλούμενος τή βοήθειά Του γιά νά ἐνισχυθεῖ ἔναντι τῆς ἀδυναμίας του, ἀτενίζει δίχως φόβο καί ἀμηχανία τή θλίψι πού προσεγγίζει. Ὅποιος ἀπαρνήθηκε τόν ἑαυτό του προετοιμάζεται μεγαλόψυχα καί γενναῖα νά τήν ὑπομείνει, ἐλπίζει ὅτι μέσω αὐτῆς τῆς θλίψεως θά γίνει κοινωνός καί συμμέτοχος τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ καί φτάνει τή μυστική ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνο μέ τό νοῦ καί τήν καρδιά του, ἀλλά καί μέ τήν ἴδια τήν πράξη, τήν ἴδια τή ζωή του.
Ὁ σταυρός εἶναι καί παραμένει βαρύς καί καταθλιπτικός, ἐνόσω παραμένει ὁ σταυρός μας. Ὅταν ὅμως μεταμορφωθεῖ σέ Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, τότε γίνεται ἀσυνήθιστα ἐλαφρός. «Ὁ ζυγός μου», εἶπε ὁ Κύριος, «χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ. ια” 30).
Ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ λαμβάνει τόν σταυρό στούς ὤμους του, ὅταν παραδέχεται πώς εἶναι ἄξιος τῶν θλίψεων πού ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ τοῦ καταπέμπει.
Ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ τότε φέρει καί ὑπομένει τόν σταυρό του σωστά, ὅταν ἀναγνωρίζει ὅτι οἱ θλίψεις πού τοῦ στάλθηκαν εἶναι ἀκριβῶς -αὐτές καί ὄχι ἄλλες- εἶναι ἀναγκαῖες γιά τήν ἐν Χριστῷ μόρφωσή του καί τή σωτηρία του.
Τότε φέρουμε καρτερικά τόν σταυρό μας, ὅταν ἀληθινά ἀντιλαμβανόμαστε καί ἀνα γνωρίζουμε τό ἁμάρτημά μας. Σ᾽ αὐτή τή συναίσθηση τοῦ ἁμαρτήματός μας δέν ὑπάρχει καμιά αὐταπάτη. Ὡστόσο, ὅποιος παραδέχεται τόν ἑαυτό του ἁμαρτωλό καί ταυτόχρονα γογγύζει καί μοιρολογάει ἀπό τό ὕψος τοῦ σταυροῦ του, ἀποδεικνύει μ᾽ αὐτό ὅτι μέ τό νά παραδέχεται τήν ἁμαρτία του ἐπιφανειακά, κολακεύει μονάχα τόν ἑαυτόν του καί τόν ξεγελᾶ.
Τό νά ὑπομένουμε καρτερικά τόν σταυρό μας ἀποτελεῖ ἀληθινή μετάνοια.
Ἐσύ, ἀδελφέ, πού εἶσαι σταυρωμένος στόν σταυρό, ἐξομολογήσου στόν Κύριο μέσα στή δικαιοσύνη καί τή χρηστότητα τῶν κριμάτων Του. Μέ τήν αὐτοκατάκριση δικαί ωσε τήν κρίση τοῦ Θεοῦ καί θά λάβεις ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν σου.
Ἐσύ, πού εἶσαι σταυρωμένος στόν σταυρό, γνώρισε τόν Χριστό – καί θά σοῦ ἀνοιχτεῖ ἡ πύλη τοῦ Παραδείσου.
Ἀπό τόν σταυρό σου δοξολόγησε τόν Κύριο, ἀποκρούοντας ἀπό τόν ἑαυτό σου κάθε λογισμό μεμψιμοιρίας καί γογγυσμοῦ, ἀπορ ρίπτοντάς τον σάν ἔγκλημα καί σάν βλασφη μία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τήν κορυφή τοῦ σταυροῦ σου εὐχαρίστησε τόν Κύριο γιά τήν ἀνεκτίμητη δωρεά – γιά τόν σταυρό σου. Εὐχαρίστησε γιά τό πολύτιμο προνόμιό σου, τό προνόμιο νά μιμεῖσαι τόν Χριστό μέ τά βάσανα καί τό μαρτύριό σου.
Ἀπό τό σταυρό, ὅπου εἶσαι σταυρω μένος, θεολόγησε, γιατί ὁ σταυρός εἶναι τό ἀληθινό καί μόνο σχολεῖο, φυλακτήριο καί ἁγία τράπεζα τῆς ἀληθινῆς Θεολογίας. Ἔξω ἀπό τόν σταυρό, δίχως τόν σταυρό, δέν ὑπάρχει ζῶσα γνώση Χριστοῦ.
Μή ἀναζητᾶς τή Χριστιανική τελείωση στίς ἀνθρώπινες ἀρετές. Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ τελείωση. Αὐτή εἶναι κρυμμένη στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου μετατρέ πεται σέ Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ φέρει τόν σταυρό του μέ ἐνεργό τή συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, ἡ ὁποία ἔχει ἀνάγκη κολασμοῦ. Φέρνει κανείς τό σταυρό του, ὅταν σηκώνει τόν σταυρό του μέ εὐχαριστία πρός τόν Χριστό καί μέ δοξολόγησή Του. Σάν ἀποτέλεσμα αὐ τῆς τῆς δοξολογίας καί εὐχαριστίας μέσα στόν βασανισμένο ἄνθρωπο ἐμφανίζεται ἡ πνευματική παρηγοριά. Ἡ εὐχαριστία καί ἡ δοξολογία αὐτή γίνονται πλουσιώτατη πηγή ἀσύλληπτης καί αἰώνιας χαρᾶς, πού ξεπηδάει μέ χάρη ἀπό τήν καρδιά, ξεχύνεται στήν ψυχή καί στό ἴδιο τό σῶμα.
Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, μονάχα στήν ἐξωτερική του ὄψη, γιά τούς σαρκικούς ὀφθαλ μούς, εἶναι πεδίο καί χῶρος σκληρός καί δύσκολος.
Γιά τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ, πού Τόν ἀκολουθεῖ, ὁ σταυρός εἶναι πεδίο καί χῶρος ὑψίστης πνευματικῆς ἡδονῆς καί ἀπολαύσεως. Τόσο μεγάλη εἶναι αὐτή ἡ ἡδονή καί ἀπό λαυση, ὥστε ἡ θλίψη πνίγεται καί σβήνει ὁλότελα ἀπό τήν ἀπόλαυση. Καί ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ, πού τόν ἀκολουθεῖ, αἰσθάνεται μονάχα ἡδονή τήν ὥρα πού βρίσκεται ἀνά μεσα στά πιό σκληρά βάσανα.
Ἔλεγε ἡ νεαρή Μαύρα στόν νεαρό σύζυγό της Τιμόθεο, ὁ ὁποῖος ὑπέμενε φοβερά βασανιστήρια καί πόνους καί τήν καλοῦσε νά δεχτεῖ καί ἐκείνη τό μαρτύριο: «Φοβοῦμαι, ἀδελφέ μου, μήπως τρομάξω, ὅταν θά δῶ τά φοβερά βασανιστήρια καί τόν ἐξοργισμένο ἡγεμόνα, μήπως ἀποκάμω σέ καρτερία καί ὑποκύψω ἐξαιτίας τῆς νεανικῆς μου ἡλικίας». Ὁ μάρτυρας Τιμόθεος τῆς ἀπάντησε τότε: «Ἔλπιζε στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό καί τά βασανιστήρια θά εἶναι γιά σένα λάδι, πού ξεχύνεται ἀπάνω στό σῶμα σου καί πνεῦμα δρόσου στά κόκκαλά σου, πού θά ἀνακουφίζει ὅλες σου τίς ἀσθένειες».
Ὁ Σταυρός εἶναι ἡ ἰσχύς καί ἡ δόξα ὅλων τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος Ἁγίων.
Ὁ Σταυρός εἶναι ἰατήρας τῶν παθῶν, ἐξολοθρευτής τῶν δαιμόνων.
Θανάσιμος εἶναι ὁ σταυρός γιά ἐκείνους, πού τόν σταυρό τους δέν τόν μεταμόρφωσαν σέ Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, πού ἀπό τόν σταυρό τους γογγύζουν κατά τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ.Σταυρός εἶναι γιά ἐκείνους πού τόν μέμφονται καί τόν βλασφημοῦν καί παραδί δονται στήν ἀπελπισία καί τήν ἀπόγνωση. Οἱ ἁμαρτωλοί, πού δέν ἐξομολογοῦνται καί δέν μετανοοῦν, πεθαίνουν πάνω στόν σταυρό τους μέ θάνατο αἰώνιο. Μέ τό νά μήν ὑπομένουν καρτερικά ἀποστεροῦνται τήν ἀληθινή ζωή, τή ζωή μέσα στόν Θεό. Τούς ἀποκαθηλώνουν ἀπό τόν σταυρό τους, γιά νά κατέβουν σάν ψυχές στόν αἰώνιο τάφο.
Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀνυψώνει ἀπό τή γῆ τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ πού “ναι σταυρωμένος ἀπάνω του. Ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ, πού “ναι σταυρωμένος πάνω στό σταυρό του, φρονεῖ τά ἄνω, μέ τόν νοῦ καί τήν καρδιά του ζεῖ στόν οὐρανό καί καθορᾶ τά μυστήρια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν», εἶπε ὁ Κύριος, «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι».

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Περί τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος



Γέροντος Πορφυρίου, Βίος καί Λόγοι σελ. 316-318

Ὁ Χριστός θέλει νά ἑνωθοῦμε μαζί Του καί περιμένει ἔξω ἀπ' τήν πόρτα τῆς ψυχῆς μας. Ἀπό μᾶς
ἐξαρτᾶται νά δεχθοῦμε τή θεία χάρι. Μόνο ἡ θεία χάρις μπορεῖ νά μᾶς ἀλλάξει. Ἐμεῖς τίποτα δέν μποροῦμε μόνοι μας. Ἡ χάρις ὅλα θά μᾶς τά δώσει. Ἐμεῖς νά προσπαθοῦμε νά μειώνομε τόν ἐγωισμό καί τή φιλαυτία μας. Νά εἴμαστε ταπεινοί. Νά δοθοῦμε στόν Χριστό κι ὅλα φεύγουν τά ἀντιδραστικά, σωματικά καί ψυχικά.
Θυμηθεῖτε τόν ἀπόστολο Παῦλο πού ἔλεγε: «Ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος· τίς μέ ρύσεται ἐκ τοῦ σώ-
ματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρωμ. 7,24). Τό ἔλεγε αὐτό γιατί, ὅταν βρισκόταν ἀκόμη στήν ἀρχή, αἰσθανόταν τήν ψυχή του ἀνίκανη νά κάνει τό καλό. Ἔκανε τό κακό, πού δέν τό ἤθελε, γι᾽ αὐτό ὁμολογοῦσε:
«Οὐ γάρ ὅ θέλω, τοῦτο πράσσω, ἀλλ' ὅ μισῶ, τοῦτο ποιῶ» (Ρωμ. 7,15). Ἐρχόταν τό πνεῦμα τοῦ κακοῦ νά τόν ἐκτρέψει ἀπ' τήν προσπάθειά του. Ἐρχόταν καί τόν φόβιζε, λέγοντας: «Θά ἀποθάνεις». Ὅταν, ὅμως, ἐνέσκηψε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή του, τότε φύγανε ὅλες οἱ δυσκολίες καί φώναζε μέ ἐνθουσιασμό: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός... ἐμοί γάρ τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος» (Γαλ. 2,20·Φιλ. 1,21). Εἶδες, οὔτε θάνατος, οὔτε κόλασις, οὔτε διάβολος! Ἐνῶ πρῶτα ἦταν ἀνίκανος νά κάνει τό καλό, μετά ἔγινε ἀνίκανος νά κάνει τό κακό. Δέν μποροῦσε, δέν τό ἤθελε. Ἔγινε ἡ ψυχή του ἔνθεος, γέμισε ἀπ' τόν Χριστό καί δέν μποροῦσε νά σκεφθεῖ ἤ νά βαστάξει μέσα του τίποτ' ἄλλο.
Μέ τή θεία χάρι τά πάντα εἶναι κατορθωτά. Μέ τή θεία χάρι οἱ μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ δέν καταλάβαι-
ναν τούς πόνους, πού προξενοῦσαν τά μαρτύρια. Μέ τή θεία χάρι ὅλα γίνονται ἀνώδυνα. Αὐτόν τόν τρόπο τόν ἁπαλό νά χρησιμοποιεῖτε. Μήν ἀγωνίζεσθε νά διώξετε τό σκοτάδι, τό κακό. Δέν πετυχαίνετε τίποτα χτυπώντας τό σκοτάδι. Βρίσκεσθε στό σκοτάδι καί θέλετε νά ἀπαλλαγεῖτε; Ἐσεῖς τί κάνετε; Διώχνετε μέ δύναμη τό σκοτάδι, τό χτυπᾶτε, ἀλλ' αὐτό δέν φεύγει. Θέλετε φῶς; Ἀνοῖξτε μία τρυπίτσα καί θά ἔλθει μία ἀκτίνα τοῦ ἥλιου, θά ἔλθει τό φῶς. Ἀντί νά διώχνετε τό σκοτάδι, ἀντί νά διώχνετε τόν ἐχθρό, νά μήν μπεῖ μέσα σας, ἀνοῖξτε τά χέρια στήν ἀγκάλη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ πιό τέλειος τρόπος, νά μήν πολεμᾶτε, δηλαδή, ἀπευθείας τό κακό, ἀλλά ν' ἀγαπήσετε τόν Χριστό, τό φῶς Του, καί τό κακό θά ὑποχωρήσει.

Χίλια ἔτη, σάν μιά μέρα.



  Χίλια έτη, σαν μια μέρα

Ζούσε σ’ ένα κοινόβιο, ένας ευλαβής μοναχός, ο οποίος κάποτε ακούγοντας τον στίχο του ψαλτηρίου «Χίλια έτη, Κύριε, ως η ημέρα η εχθές ήτις διήλθε και φυλακή εν νυκτί» (Ψαλ. 89 στ. 3), δεν μπορούσε να καταλάβει τον στίχο. Επειδή μάλιστα σ’ αυτό το μοναστήρι δεν υπήρχε κανένας έμπειρος διδάσκαλος να τον βοηθήσει, έκανε επίμονη προσευχή στον Κύριο, να του αποκαλύψει την έννοια του στίχου. Πράγματι. Ο Κύριος άκουσε το θέλημά του φοβουμένου αυτόν.
Μια ημέρα μετά τον όρθρο, αφού έφυγαν οι αδελφοί στα κελιά τους, αυτός έμεινε να προσευχηθεί –κατά την συνήθεια του- στην εκκλησία. Τότε βλέπει ξαφνικά έναν πολύ ωραίο αετό, να πετά πάνω από το κεφάλι του, μέσα στο ναό! Ξαφνιάστηκε, εντυπωσιάσθηκε και χάρηκε πολύ από την ωραιότητα του τόσο, που θέλησε να τον πιάσει. Ο αετός όμως απομακρυνόταν λίγο -λίγο και ο μοναχός τον ακολουθούσε. Δεν πετούσε ψηλά όπως οι άλλοι αετοί. Ακολουθώντας τον ο μοναχός, βγήκε από την εκκλησία, βγήκε από το μοναστήρι κι έφθασε σ’ ένα δάσος.
Εκεί εισήλθε σ’ έναν απόκρυφο τόπο κι άρχισε ο αετός να ψέλνει μια μελωδία γλυκύτατη και αγγελική, ώστε ο μοναχός -απορροφημένος από την γλυκιά ψαλμωδία- ξέχασε όλα τα του κόσμου και με τον νου και την καρδιά του βρισκόταν στον παράδεισο. Με την χάρη του Θεού δεν αισθανόταν κόπωση, πείνα, δίψα, πόνους, κρύο ή άλλες ανάγκες του σώματος. Αισθανόταν μέσα του τόση αγαλλίαση, ώστε επί… τριακόσια χρόνια άκουγε ευφραινόμενος την αγγελική ψαλμωδία, διότι άγγελος Κυρίου ήταν ο φαινόμενος ωσάν αετός!
Μετά ό άγγελος υψώθηκε στους ουρανούς, ενώ ο μοναχός, επανερχόμενος στον εαυτό του από αυτή την «θεωρία», επέστρεψε στο μοναστήρι, νομίζοντας ότι μία μόνον ώρα πέρασε από τότε που έφυγε από την μονή. Φθάνοντας εκεί, ο πορτάρης τον ρώτησε από που είναι….Τότε αυτός απόρησε, διότι δεν είδε αυτόν που γνώρισε ως πορτάρη και του είπε με φυσικό τρόπο:
- Εγώ είμαι ο τάδε μοναχός. Δεν με γνωρίζεις ;
Ο πορτάρης νόμιζε ότι ο επισκέπτης του θα έχασε τα μυαλά του και του είπε:
-Πήγαινε στον δρόμο σου, γιατί εμείς δεν έχουμε τέτοιο μοναχό. Εσένα δεν σε είδα καμιά φορά, ούτε μπήκες ποτέ σ’ αυτό το μοναστήρι!
Τότε ο μοναχός ταραγμένος, του είπε όλα τα τυπικά του κοινοβίου και τα ονόματα των αδελφών. Κατόπιν, πηγαίνοντας στον ηγούμενο και λέγοντάς του όλα ‘αυτά, εκείνος συγκέντρωσε τους πατέρες, αλλά από αυτούς κανέναν δεν γνώριζε. Τότε ο μοναχός τους είπε με απορία:
-Θαυμάζω κι εξίσταμαι πατέρες, πώς έγινε αλλαγή για μία μόλις ώρα που απουσίασα από εδώ, ώστε ν’ αλλάξουν τα πάντα, ώστε να μη γνωρίζω κανέναν από εσάς κι εσείς να μη γνωρίζετε εμένα!
Μάρτυς μου ο Θεός, ότι δεν πέρασε παρά μία ώρα που εξήλθα από το μοναστήρι, αφού προηγουμένως διαβάσαμε την ακολουθία του όρθρου.
Ο Γέροντας ανέτρεξε στον κώδικα του μοναχολογίου, αναζητώντας τα ονόματα των πατέρων που ανέφερε ο άγνωστος μοναχός. Εξετάζοντας λοιπόν προσεκτικά τον κώδικα του μοναχολογίου -όπου ήσαν γραμμένα όλα τα ονόματα των αδελφών- διάβασε τα ονόματα που του είπε ο μοναχός και κατάλαβε με τρόμο, πως είχαν περάσει… τριακόσια ολόκληρα χρόνια! Τότε άρχισε να ρωτά τον μοναχό, τί είδους άνθρωπος είναι και τι αγαθά έργα στην ζωή του έκανε, για να μάθει πώς αξιώθηκε από τον Θεόν τέτοιας χάριτος!
Αυτός του είπε: Δεν γνωρίζω καμιά αρετή στον εαυτό μου, παρά μόνον ότι είχα υπακοή στους προεστούς της μονής, τέλεια αγάπη προς όλους και δεν σκανδαλιζόμουν ποτέ και από τίποτε. Είχα πολλή αγάπη στην Παναγία Δέσποινα και κάθε μέρα διάβαζα μπροστά στην εικόνα Της τους χαιρετισμούς.
Κατόπιν διηγήθηκε την εμφάνιση του αετού και την ιστορία στο δάσος και οι πατέρες τον αγκάλιαζαν, τον καταφιλούσαν, ως έναν, κατά κυριολεξίαν, ουράνιο και όχι επίγειο άνθρωπο, διότι και τα λόγια του ουράνια και θεία. Ο ηγούμενος του είπε:
-Δόξαζε τον παντοδύναμο Θεόν, ο οποίος σε αξίωσε μιας τέτοιας θαυμαστής οπτασίας, την οποία δεν είδε άλλος με αυτό τον τρόπο σ’ αυτό τον παράλογο κόσμο! Έζησες κάτι από την χαρά και την γλυκύτητα του παραδείσου!.. Άλλα γνώριζε, αδελφέ μου, πως τριακόσια χρόνια πέρασαν και όχι μία ώρα, όπως σου εφάνη!.. Τόση χαρά κι ευφροσύνη θα αισθάνονται οι άγιοι στον παράδεισον -όντες μπροστά στον θρόνο της Αγίας Τριάδος- ώστε να περνούν χίλια χρόνια σαν ΜΙΑ μέρα!
Ακούγοντας αυτά ο μοναχός, δόξασε τον Θεόν, έκλαψε από χαρά και ζήτησε να κοινωνήσει των αχράντων Μυστηρίων. Λαμβάνοντας τ’ άχραντα Μυστήρια, είπε: «Νυν απολύεις τον δούλον Σου, Δέσποτα…» και αμέσως παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Θεού.
Από το βιβλίο: ΡΟΗ ΧΑΡΙΣΜΑΤΩΝ ΣΕΡΒΩΝ KAI ΡΟΥΜΑΝΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ.
ΕΚΔΟΣΗ 2004 ΜΑΝΟΛΗΣ ΜΕΛΙΝΟΣ

Αγίου Νικολάου Αχρίδος ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ




«Νεαροί μου, θέλω να σας ευχαριστήσω που με προσκαλέσατε να σας μιλήσω για την απαισιοδοξία των νέων και να σας παρακαλέσω· Μην αξιολογείτε έναν άνθρωπο μόνο από την κοινωνική του θέση η μόνο από τον τίτλο του. Μην κρίνετε τους ανθρώπους από τη στολή τους και την εξωτερική τους εμφάνιση, αλλά από το εσωτερικό τους και από όλα όσα εξαρτώνται από τους ίδιους. Η κοινωνική θέση δεν εξαρτάται από τον καθένα μας. Αυτό που εξαρτάται από μας τους ίδιους είναι η ποιότητα των αισθημάτων μας, η ποιότητα των σκέψεών μας και η ποιότητα της βούλησής μας, η ποιότητα της ψυχής μας. 
Μακάρι να καταφέρω με την ομιλία μου να σας εμπνεύσω θάρρος και αισιοδοξία.Χαίρομαι, αν εγώ ως μοναχός, που φορώ ράσο, κατορθώσω να σας προσφέρω κάτι καλό. Η κοινωνική θέση ή ο τίτλος δεν θα σας καταστήσουν ικανούς για το σωστό, αν εσείς δεν γίνετε ικανοί από μόνοι σας για καλές πράξεις. Ο Επίκτητος, ο στωικός φιλόσοφος, παρόλο που ήταν σκλάβος ήταν τόσο καλός, που αποτελούσε πρότυπο και παράδειγμα, σε αντίθεση με τον Καλιγούλα· παρόλο που ήταν αυτοκράτορας, ήταν ποταπός και ανήθικος. Η στολή του αξιωματικού δεν θα σας κάνει γενναίους, ούτε το ράσο του ιερέα ευσπλαγχνικούς, ούτε η δικαστική τήβεννος δίκαιους, ούτε η πολυθρόνα του υπουργού δυνατούς, εάν η ψυχή σας δεν είναι γεμάτη από γενναιότητα, φιλευσπλαγχνία, δικαιοσύνη και ψυχική δύναμη.
Πρέπει να έχετε ψυχή που θα είναι ικανή για τρία πράγματα: να υπομένει, να αγαπάει τη ζωή, αλλά και να θυσιάζεται. Τέτοια ψυχή δεν θα έχετε ποτέ, εάν είστε απαισιόδοξοι. Ο απαισιόδοξος δεν μπορεί να θυσιάσει τη ζωή του, γιατί η ζωή γι’ αυτόν δεν έχει αξία και εκείνο που δεν έχει αξία, μπορεί μόνο να «πεταχτεί» και όχι να θυσιαστεί. Όταν ο άνθρωπος προσφέρει κάτι που αγαπάει, τότε θυσιάζεται, ενώ όταν προσφέρει κάτι που μισεί, τότε δεν θυσιάζεται, αλλά το «πετά».
Ο απαισιόδοξος δεν μπορεί να αγαπήσει τη ζωή, επειδή του φαίνεται πως δεν έχει νόημα και χαρά. Η ζωή για τον τέτοιου είδους άνθρωπο είναι ανοησία, πόνος, απερισκεψία, θλίψη και έτσι δεν την αγαπά. Ο πεσσιμιστής τελικά δεν μπορεί να υπομείνει τη ζωή, για τους ίδιους λόγους που δεν μπορεί να αγαπήσει τη ζωή. Ο άνθρωπος μπορεί να αντέξει τον πόνο που έχει κάποιο νόημα και τέλος. Δεν μπορεί να αντέξει όμως τον πόνο που δεν έχει ουσία και τέλος. Η ζωή των απαισιόδοξων ανθρώπων είναι απερίσκεπτος και ατελείωτος πόνος.
Αν είστε απαισιόδοξοι, δεν θα μπορέσετε ούτε να θυσιαστείτε, ούτε να αγαπήσετε τη ζωή, ούτε καν να την υπομείνετε. Η ψυχή σας δεν θα είναι ικανή για κανένα από τα παραπάνω. Θα είναι ικανή για ανοησίες, για άσκοπη περιπλάνηση ή για τεχνάσματα ή για ακινησία ή για αυτοκτονία. Ούτε σεις θα είστε χρήσιμοι για τη ζωή, ούτε η ζωή θα έχει σημασία για σας. Στις τρεις τελευταίες περιπτώσεις η ζωή στην ιλιγγιώδη πορεία της θα σας «κοιτάξει» περιφρονητικά και θα περάσει πολύ γρήγορα από δίπλα σας. Η ζωή σαν βουερό και ασημένιο ποτάμι θα προσπεράσει πολύ γρήγορα δίπλα από τον απαισιόδοξο νερόλακκό σας. Μάταια από τον νερόλακκο αυτόν θα πετάξετε λάσπη και συκοφαντίες στη ζωή. Νομίζετε ότι θα θολώσετε τη ζωή; Όχι, θα θολώσετε μόνο την οπτική σας και την ψυχή σας.
Πιστεύετε πως με την απαισιοδοξία σας, θα σταματήσετε και θα καταστρέψετε τη ζωή; Είναι τόσο απίθανο να την καταστρέψετε, όσο απίθανο είναι ένας ελέφαντας, που κάθεται κάτω από τους καταρράκτες του Νιαγάρα να προσπαθήσει με την προβοσκίδα του, να γυρίσει πίσω τον καταρράκτη.
Η απαισιοδοξία αποτελεί ένα ανίσχυρο πείσμα απέναντι στη ζωή. Από αυτό το πείσμα αρρωσταίνει και πάσχει ο απαισιόδοξος άνθρωπος που αποτελεί μόνο ένα κομμάτι της ζωής. Η ίδια η ζωή δεν παθαίνει τίποτε. Αποφάσισα λοιπόν σήμερα να μιλήσω για την απαισιοδοξία των νέων, επειδή η απαισιοδοξία σας προκαλεί πόνο και θλίψη.
Η απαισιοδοξία προκαλεί πόνο και θλίψη και πλήττει πρώτα εσάς που είστε νέοι και που έντονα λαχταράτε τη χαρά. Ο πεσσιμισμός σας μοιάζει με ανατολίτη τύραννο, που αλυσοδένει και συνθλίβει τους ανθρώπους. Υπάρχουν δύο είδη νεανικής απαισιοδοξίας: Το ένα είδος έχει σχέση με τη ζωή γενικά. Το άλλο έχει σχέση με τη ζωή ειδικά. Η ινδική απαισιοδοξία κυριεύει και κατακτά τις ψυχές εκείνων των νέων ανθρώπων που ζουν κάτω από την αίσθηση μιας παγκόσμιας θλίψης. Όσο περισσότερο διαρκεί αυτή η αίσθηση, τόσο περισσότεροι άνθρωποι κυριαρχούνται απ’ αυτή. Όπως ο κλέφτης σιγά-σιγά ξεκινά να πιστεύει πως όλος ο κόσμος κλέβει, και όπως ο δίκαιος άνθρωπος νομίζει πως όλος ο κόσμος λέει την αλήθεια, έτσι και ο κατεστραμμένος άνθρωπος νομίζει πως όλος ο κόσμος έχει καταστραφεί.
Στο ιερό βιβλίο των Ινδών, είναι γραμμένο: Ο άνθρωπος που έχει θέληση, σκέψη και πίστη, είναι σκλάβος. Όταν ο άνθρωπος απαλλαχτεί από τη θέληση, την σκέψη και την πίστη, ελευθερώνεται. Αυτός είναι ο δρόμος που οδηγεί στον Μπράμα και ανοίγει την πόρτα, μέσα από την οποία περνάει κανείς στην άλλη όχθη του σκοταδιού, και φθάνει στο Νιρβάνα: Υπάρχει όμως θνητός που δεν έχει θέληση, σκέψη και πίστη; Και ποιος θνητός ελευθερώθηκε από τα τρία και επέζησε; Κανείς. Ούτε ο ίδιος ο Βούδας, ο πιο σημαντικός δάσκαλος της ινδικής φιλοσοφίας. Ούτε αυτός μέχρι το τέλος της ζωής του δεν κατάφερε να ελευθερωθεί από τη θέληση, την σκέψη και την πίστη. Μέχρι τη στιγμή του θανάτου του επιθυμούσε, σκεφτόταν και πίστευε. Πίστευε σταθερά στην κατάσταση Νιρβάνα. Σκεφτόταν ασταμάτητα πως ο κόσμος είναι διάφανος, γεμάτος πόνο και πως υπάρχει μετεμψύχωση. Στο τέλος επιθυμούσε να απαλλαχθεί από την επιθυμία γι’ αυτόν τον κόσμο και επιθυμούσε να οδηγήσει και άλλους ανθρώπους στην ίδια αντίληψη. Οι άνθρωποι κατάφερναν να υιοθετήσουν την αντίληψη που τους δίδασκε ο Βούδας, αλλά δεν κατάφερναν να απαρνηθούν τη θέληση, τη σκέψη και την πίστη τους. Μέσα από την επιθυμία τους να απαλλαχθούν από αυτά τα τρία, το μόνο που κατάφεραν είναι να αποδυναμώσουν αυτά που αποτελούν το περιεχόμενο της ζωής.
Ο Βούδας με την απαισιοδοξία του πέτυχε να μετατρέψει έναν μαχητικό και ζωηρό λαό, όπως οι Ινδοί πριν από αυτόν, σε αδύναμο παθητικό λαό τριακοσίων εκατομμυρίων που δεν κατάφερε, να αντισταθεί σε ένα μη βουδιστικό στρατό πενήντα χιλιάδων ανθρώπων. Η απαισιοδοξία των Ινδών μεταφέρθηκε στην Ευρώπη όπως και η αρρώστια της πανούκλας. Από αυτά τα δύο κακά που έδωσε η Ινδία στην Ευρώπη, δεν ξέρουμε ποιο είναι το χειρότερο. Η πανούκλα οργώνει το σώμα και η απαισιοδοξία οργώνει την ψυχή. Ο Χριστός είπε: Μη φοβάστε εκείνο που σκοτώνει το σώμα, να φοβάστε αυτό που σκοτώνει την ψυχή.
Ο Σοπενχάουερ μεταφύτεψε την απαισιοδοξία των Ινδών στην Ευρώπη. Απέρριψε από τη διδασκαλία του Βούδα μόνο τη μετεμψύχωση, την μεταπήδηση της ψυχής μετά τον θάνατο. Κράτησε όμως όλα τα βασικά στοιχεία της βουδιστικής διδασκαλίας. Και έγινε «δολοφόνος» πολλών ψυχών, ειδικά νεανικών. Όταν διαβάζει κανείς τη βιογραφία του βεβαιώνεται ότι δεν ήταν στη ζωή του απαισιόδοξος. Πρόσεχε ιδιαίτερα τη ζωή του, ενώ έλεγε πως η ζωή δεν αξίζει τίποτε! Ήταν γεμάτος επιθυμίες και μάλιστα ιδιαίτερα πόθησε τη δόξα και τα χρήματα. Η προχωρημένη ηλικία του και η φιλοσοφία του δεν δάμασαν τις επιθυμίες του. Όταν κανείς διαβάσει τα βιβλία του και τη βιογραφία του, θα πει: είτε ο Σοπενχάουερ ήταν ηθοποιός στη ζωή, είτε ήταν ηθοποιός στη φιλοσοφία του. Η ζωή του και η φιλοσοφία του δεν βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους, δεν αποδεικνύουν η μια την άλλη, αλλά διαψεύδουν η μια την άλλη.
Οι ιδρυτές μιας πίστης δεν λειτουργούν έτσι. Σ’ αυτούς η σκέψη είναι αντίγραφο της ζωής και η ζωή είναι αντίγραφο των σκέψεών τους. Οι ιδρυτές μιας πίστης έχουν ζωή που αποτελεί την πιο δυνατή απόδειξη της πίστης τους και της φιλοσοφίας τους. Ο Χριστός δικαίωσε την πίστη Του με την ζωή Του. Αυτός όχι μόνο μπόρεσε να υπομείνει την ζωή Του, αλλά και να την αγαπήσει. Ο Χριστός δίδασκε πως πρέπει να θυσιάζει κανείς την ζωή του λόγω αγάπης για την ζωή. Ο Ίδιος θυσίασε την ζωή Του. Ο Σοπενχάουερ δίδασκε πως πρέπει να απαρνηθούμε τη ζωή λόγω απέχθειας προς τη ζωή, όμως ο ίδιος δεν απαρνήθηκε τη ζωή.
Η αυτοθυσία είναι το συμπέρασμα της διδασκαλίας του Χριστού και γι’ αυτόν τον λόγο και ο ίδιος και οι απόστολοί Του αυτοθυσιάστηκαν. Η αυτοκτονία είναι αποτέλεσμα της διδασκαλίας του Σοπενχάουερ. Ο Σοπενχάουερ όμως δεν αυτοκτόνησε. Οι Βέδες και ο Σοπενχάουερ, προσωπικά δεν μου αφαίρεσαν το κουράγιο και την αισιοδοξία. Αντίθετα με ατσάλωσαν. Προσωπικά, στα έργα τους βρήκα όσα γενικά μπορεί να πει κανείς εναντίον της ζωής, και όλα αυτά δεν ήταν πολλά. Έτσι λοιπόν ο Σοπενχάουερ δεν είναι εχθρός της ζωής όπως μας λέει η Έλεν Κέλλερ, αλλά είναι μόνον εχθρός του εαυτού του. Ξέρετε ποια είναι η Έλεν Κέλλερ; Είναι η μεγαλύτερη διάψευση της απαισιοδοξίας στα χρόνια μας. Μια κοπέλλα τυφλή και κωφάλαλη από το δεύτερο έτος της ζωής της. Ένα δυστυχισμένο πλάσμα, θα πείτε. Σε καμμιά περίπτωση! Η Έλεν Κέλλερ είχε την πιο αισιόδοξη ψυχή. Με την τιτάνια προσπάθειά της κατάφερε, παρόλα τα προβλήματά της να ανυψωθεί σε διανοητικό και ηθικό ύψος. Η Έλεν Κέλλερ, η τυφλή, έγινε ηγέτης, οδηγός σε πολλούς που βλέπουν. Αυτή που ήταν κωφάλαλη, υπήρξε λαλίστατη ιεροκήρυκας της αισιοδοξίας. Τυφλή και κωφάλαλη κατάφερε να υπομείνει τη ζωή. Κάποιοι όμως από σας, που αντικρύζουν τον ήλιο και τα αστέρια, που ακούνε τη μουσική και έχουν την δυνατότητα να μιλούν για να εκφράσουν την χαρά και την λύπη, δεν μπορούν να υπομείνουν την ζωή και γι’ αυτό τους περνούν από το μυαλό σκέψεις για αυτοκτονία.
Η τυφλή και κωφάλαλη Έλεν Κέλλερ, όχι μόνο υπομένει την ζωή αλλά καταφέρνει και περισσότερα: αγαπά την ζωή. Μήπως κάποιος από σας δεν αγαπά την ζωή; Ας φανταστείτε τον εαυτό σας τυφλό και κωφάλαλο για είκοσι χρόνια και ας φανταστείτε πως ξαφνικά κάποιος σας βγάζει από αυτήν την νύχτα και σας οδηγεί στην ημέρα, σας δίνει φως στα μάτια, σας χαρίζει ακοή στα αυτιά και σας «ξεδένει» την γλώσσα. Θα αγαπούσατε τότε την ζωή ή θα ήσασταν απαισιόδοξοι;
Η Έλεν Κέλλερ αγαπά την ζωή, παρόλο που ζει σε μία αιώνια νύχτα. Αυτή τη νύχτα την φωτίζει μόνο το πνεύμα της. Τουλάχιστον να έβλεπε για να αγαπήσει περισσότερο την ζωή! Για μία στιγμή να μπορούσε να ακούσει αυτό που εσείς ακούτε και βλέπετε! Η τυφλή και κωφάλαλη Έλεν Κέλλερ όχι μόνον υπομένει και αγαπάει την ζωή αλλά επιθυμεί και να θυσιάζει την ζωή της. Η Έλεν Κέλλερ ήδη θυσιάζει την ζωή της, επειδή αφιέρωσε την ζωή της για το καλό των άλλων ανθρώπων. Για το καλό των υποτιμημένων, ταπεινών και προσβεβλημένων ανθρώπων, για το καλό των αποθαρρυμένων ανθρώπων και απελπισμένων.
Θα μπορούσατε εσείς να αφιερώσετε την ζωή σας για το καλό των άλλων ανθρώπων; Για τον φίλο σας για παράδειγμα; Ή για την οικογένεια σας; Ή για την πατρίδα; Ή για την ανθρωπότητα; Εάν είστε απαισιόδοξοι, δεν μπορείτε, γιατί κυρίως δεν έχετε τι να θυσιάσετε. Επειδή για σας, η ζωή σας είναι χωρίς αξία, επειδή θεωρείτε πως η ζωή δεν αξίζει. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι για σας σημαντικό να βοηθήσετε και να στηρίξετε κάποιον. Αν είστε αισιόδοξοι, θα σας είναι εύκολο να αγαπάτε και να υπομένετε και να θυσιάζετε την ζωή σας.
Αισιόδοξος είναι ο άνθρωπος που εργάζεται έχοντας πίστη και ελπίδα. Εάν θέλετε να είσθε αισιόδοξοι, εργασθείτε. Η απαισιοδοξία είναι αρρώστια και το φάρμακο της είναι η εργασία. Ποτέ η ιατρική δεν θα βρει πιο τέλειο φάρμακο εναντίον της απαισιοδοξίας από την εργασία και την ενεργητικότητα. Χρειάζεται να έχεις χρόνο να τεμπελιάζεις, για να είσαι απαισιόδοξος. Ο Ντοστογιέφσκυ, ενώ ήταν άρρωστος και είχε κακή υγεία, κάθε μήνα έγραφε τέσσερα φύλλα τυπογραφείου. Αυτά που έγραφε ήταν τα πιο ωραία λογοτεχνικά και ουσιώδη πεζογραφήματα που υπάρχουν στη ρωσική γλώσσα. Και παρόλο που ήταν φτωχός και άρρωστος, ήταν αισιόδοξος. Αισιόδοξοι ήσαν όλοι εκείνοι οι μεγάλοι και μικροί άνθρωποι που δημιούργησαν σ’ αυτόν τον κόσμο όλα όσα ήταν καλά και χρήσιμα. Όλος ο πολιτισμός τον οποίο απολαμβάνετε εσείς, δημιουργήθηκε από αισιόδοξους ανθρώπους.
Ο κόσμος αυτός γνωρίζει μόνο τους αναστεναγμούς και τις κραυγές των απαισιόδοξων και όχι τα έργα τους. Μην είστε απαισιόδοξοι, γιατί η απαισιοδοξία σας δεν έχει βάση. Μην είστε απαισιόδοξοι ειδικά όσον αφορά την προσωπικότητά σας, επειδή ακόμη δεν μπορείτε να προβλέψετε σε ποιο τομέα θα είστε σημαντικοί. Να εργάζεσθε, επειδή, αν εργάζεσθε, δεν θα είσθε απαισιόδοξοι. Επιλέξατε είτε την ενεργητικότητα και εργασία είτε την απαισιοδοξία. Είμαστε λαός με μικρό πληθυσμό; Οι αρχαίοι Έλληνες ήσαν λίγοι όσον αφορά τον αριθμό και κατέπληξαν τον κόσμο με την μεγαλωσύνη τους. Η ζωή μας είναι ασήμαντη; Σας βεβαιώνω πως δεν υπάρχει εποχή ασήμαντη και ζωή ασήμαντη στην ιστορία της ανθρωπότητας. Υπάρχουν μόνον εποχές σημαντικές και εποχές που τις προετοιμάζουν. Η εποχή μας επομένως είτε προετοιμάζει μια σημαντική εποχή είτε η ίδια είναι σημαντική. Και στις δύο περιπτώσεις λοιπόν δεν δικαιολογείται η απαισιοδοξία σας. Επειδή, εάν το παρόν δεν είναι σημαντικό, τότε αποτελεί προετοιμασία ενός σπουδαίου μέλλοντος. Και σίγουρο είναι πως αγάπη και δύναμη δεν μπορεί να έχει ο απαισιόδοξος άνθρωπος. Μην παραδίνεστε στην απαισιοδοξία, επειδή η απαισιοδοξία θα αποτελέσει την πιο δηλητηριώδη πηγή αμέτρητου κακού που θα πλήξει εσάς και τους άλλους.
Μια απαισιόδοξη γενιά αποτελεί πανούκλα στην ιστορία ενός λαού. Ο λαός όμως ξεπερνά και την πανούκλα, και όταν γιατρεύεται, οι απόγονοι μιλούν γι’ αυτήν την απαισιόδοξη γενιά που υπήρξε σαν την αρρώστια της πανούκλας. Η απαισιοδοξία σας θα αποτελέσει προσβολή όλης της οικουμένης, όλου του σύμπαντος. Τελικά η απαισιοδοξία σας θα αποτελέσει προσβολή για τον Δημιουργό του κόσμου, που δεν σας έπλασε για να παραπονιέστε για τα έργα του, αλλά για να δείξετε τα δικά σας».

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

"πνευματικός αγώνας"




Ο ΑΓΙΟΣ Νεκτάριος Πενταπόλεως, ο θαυμα­τουργός, αποτελεί, στις πενιχρές μέρες του εικοστού αιώνα, ένα δώρο του Θεού στον κόσμο. Απαύγασμα της οσιακής του βιοτής αποτελούν τα γραπτά του κείμενα.
Από την "ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ" της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής παραθέτουμε το παρακάτω κείμενο του Αγίου Νεκταρίου:


Σκοπός της ζωής μας είναι να γίνουμε τέλειοι και άγιοι. Να αναδειχθούμε παιδιά του Θεού και κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών. Ας προσέξουμε μήπως, για χάρη της παρούσας ζωής, στερηθούμε τη μέλλουσα, μήπως, από τις βιοτικές φροντίδες και μέριμνες, αμελήσουμε το σκοπό της ζωής μας.
Η νηστεία, η αγρυπνία και η προσευχή από μόνες τους δεν φέρνουν τους επιθυμητούς καρπούς, γιατί αυτές δεν είναι ο σκοπός της ζωής μας, αποτελούν τα μέσα για να πετύχουμε το σκοπό.
Στολίστε τις λαμπάδες σας με αρετές. Αγωνιστείτε ν’ αποβάλετε τα πάθη της ψυχής. Καθαρίστε την καρδιά σας από κάθε ρύπο και διατηρήστε την αγνή, για να έρθει και να κατοικήσει μέσα σας ο Κύριος, για να σάς πλημμυρίσει το Αγιο Πνεύμα με τις θείες δωρεές.
Παιδιά μου αγαπητά, όλη σας η ασχολία και η φροντίδα σ’ αυτά να είναι. Αυτά ν’ αποτελούν σκοπό και πόθο σας ασταμάτητο. Γι’ αυτά να προσεύχεστε στο Θεό.
Να ζητάτε καθημερινά τον Κύριο, αλλά μέσα στην καρδιά σας και όχι έξω από αυτήν.Και όταν Τον βρείτε, σταθείτε με φόβο και τρόμο, όπως τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, γιατί η καρδιά σας έγινε θρόνος του Θεού. Αλλά για να βρείτε τον Κύριο, ταπεινωθείτε μέχρι το χώμα, γιατί ο Κύριος βδελύσσεται τους υπερήφανους, ενώ αγαπάει και επισκέπτεται τους ταπεινούς στην καρδιά.Αν αγωνίζεσαι τον αγώνα τον καλό, ο Θεός θα σε ενισχύσει. Στον αγώνα εντοπίζουμε τις αδυναμίες, τις ελλείψεις και τα ελαττώματά μας. Είναι ο καθρέφτης της πνευματικής μας καταστάσεως. Όποιος δεν αγωνίστηκε, δεν γνώρισε τον εαυτό του.
Προσέχετε και τα μικρά ακόμα παραπτώματα. Αν σας συμβεί από απροσεξία κάποια αμαρτία, μην απελπιστείτε, αλλά σηκωθείτε γρήγορα και προσπέστε στο Θεό, που έχει τη δύναμη να σάς ανορθώσει.
Μέσα μας έχουμε αδυναμίες και πάθη και ελαττώματα βαθιά ριζωμένα, πολλά είναι και κληρονομικά. Όλα αυτά δεν κόβονται με μια σπασμωδική κίνηση ούτε με την αδημονία και τη βαρειά θλίψη, αλλά με υπομονή και επιμονή, με καρτερία, με φροντίδα και προσοχή.
Η υπερβολική λύπη κρύβει μέσα της υπερηφάνεια. Γι’ αυτό είναι βλαβερή και επικίνδυνη, και πολλές φορές παροξύνεται από το διάβολο, για ν’ ανακόψει την πορεία του αγωνιστή.
Ο δρόμος που οδηγεί στην τελειότητα είναι μακρύς. Εύχεστε στο Θεό να σάς δυναμώνει. Να αντιμετωπίζετε με υπομονή τις πτώσεις σας και, αφού γρήγορα σηκωθείτε, να τρέχετε και να μη στέκεστε, σαν τα παιδιά, στον τόπο που πέσατε, κλαίγοντας και θρηνώντας απαρηγόρητα.
Αγρυπνείτε και προσεύχεστε, για να μην μπείτε σε πειρασμό. Μην απελπίζεστε, αν πέφτετε συνέχεια σε παλιές αμαρτίες. Πολλές απ’ αυτές είναι και από τη φύση τους ισχυρές και από τη συνήθεια. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, και με την επιμέλεια νικιούνται. Τίποτα να μη σας απελπίζει.