Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

H META ΘΑΝΑΤΟΝ ΖΩΗ




-Γέροντα, όταν πεθάνει ο άνθρωπος, συναισθάνεται αμέσως σε τι κατάσταση βρίσκεται; 

Ναι, συνέρχεται και λέει «τι έκανα;», αλλά «φαϊντά γιόκ», δηλαδή δεν οφελεί αυτό. Όπως ένας μεθυσμένος, αν σκοτώσει λ.χ. την μάνα του, γελάει, τραγουδάει, επειδή δεν καταλαβαίνει τι έκανε, και, όταν ξεμεθύσει, κλαίει και οδύρεται και λέει «τι έκανα;», έτσι και όσοι σ' αυτήν την ζωή κάνουν αταξίες είναι σαν μεθυσμένοι. Δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν, δεν αισθάνονται την ενοχή τους. Όταν όμως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η μέθη και συνέρχονται. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τους και συναισθάνονται την ενοχή τους, γιατί η ψυχή, όταν βγει από το σώμα, κινείται, βλέπει, αντιλαμβάνεται με μια ασύλληπτη ταχύτητα.

Μερικοί ρωτούν πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία. Για τον άνθρωπο όμως που πεθαίνει γίνεται κατά κάποιον τρόπο η Δευτέρα Παρουσία, γιατί κρίνεται ανάλογα με την κατάσταση στην οποία τον βρίσκει ο θάνατος.

- Γέροντα, πως είναι οι κολασμένοι; 

Είναι υπόδικοι, φυλακισμένοι, που βασανίζονται ανάλογα με τις αμαρτίες που έκαναν και περιμένουν να γίνει η τελική δίκη, η μέλλουσα κρίση. Υπάρχουν βαρυποινίτες, υπάρχουν και υπόδικοι με ελαφρότερες ποινές.

- Και οι Άγιοι και ο ληστής; 

Οι Άγιοι και ο ληστής είναι στον Παράδεισο, αλλά δεν έχουν λάβει την τέλεια δόξα, όπως και οι υπόδικοι είναι στην κόλαση, άλλα δεν έχουν λάβει την τέλεια καταδίκη. Ο Θεός, ενώ έχει πει εδώ και τόσους αιώνες το «μετανοείτε ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών», παρατείνει-παρατείνει τον χρόνο, επειδή περιμένει εμάς να διορθωθούμε. Αλλά εμείς παραμένοντας στις κακομοιριές μας αδικούμε τους Αγίους, γιατί δεν μπορούν να λάβουν την τέλεια δόξα, την οποία θα λάβουν μετά την μέλλουσα Κρίση.

Η προσευχή και τα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους

- Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί μπορούν να προ­σεύχοντε; 

Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά, για να μετανοή­σουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μό­νοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από μας βοήθεια. Γι' αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.

Μου λέει ο λογισμός ότι μόνον το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση και, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια. Γιατί, τί να τους κάνει ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει τον πατέρα του. Ε, τι να το κάνη αυτό ο πατέρας του; Οι άλλοι όμως υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες τους. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μια ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνει η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σ' αυτήν την ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήσει και να βοηθήσει έναν υπόδικο, έτσι και αν είναι κανείς «φίλος» με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήσει στον Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρει τους υπόδικους νεκρούς από την μια «φυλακή» σε άλλη καλύτερη, από το ένα «κρατητήριο» σε ένα άλλο καλύτερο. Ή ακόμη μπορεί να τους μεταφέρει και σε «δωμάτιο» ή σε «διαμέρισμα».

Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κ.λπ. που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για την ψυχή τους. Οι προσευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνει η τελική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχει πλέον δυνατότητα να βοηθηθούν.

Ο Θεός θέλει να βοηθήσει τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για την σωτηρία τους, αλλά δεν το κάνει, γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώσει δικαίωμα στον διάβολο να πει: «Πως τον σώζεις αυτόν, ενώ δεν κοπίασε;». Όταν όμως εμείς προσευχώμαστε για τους κεκοιμημένους, Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνει. Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός, όταν κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.

Γι' αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγόρος για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν την δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν την ψυχή. Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβο για τους κεκοιμημένους. Έχει νόημα το σιτάρι. «Σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία», λέει η Γραφή. Στον κόσμο μερικοί βαριούνται να βράσουν λίγο σιτάρι και πηγαίνουν στην εκκλησία σταφίδες, κουραμπιέδες, κουλουράκια, για να τα διαβάσουν οι ιερείς. Και βλέπεις, εκεί στο Άγιον Όρος κάτι γεροντάκια τα καημένα σε κάθε Θεία Λειτουργία κάνουν κόλλυβο και για τους κεκοιμημένους και για τον Άγιο που γιορτάζει, για να έχουν την ευλογία του.

- Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή; 

Εμ, όταν μπαίνη καποιος στην φυλακή, στην αρχή δεν δυσκολεύεται πιο πολύ; Να κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, για να κάνει κάτι και γι' αυτούς ο Θεός. Ιδίως, όταν ξέρουμε ότι κάποιος ήταν σκληρός -θέλω να πω, ότι φαινόταν σκληρός, γιατί μπορεί να νομίζουμε ότι ήταν σκληρός, αλλά στην πραγματικότητα να μην ήταν- και είχε και αμαρτωλή ζωή, τότε να κάνουμε πολλή προ­σευχή, Θείες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα για την ψυχή του και να δίνουμε ελεημοσύνη σε φτωχούς για την σωτηρία της ψυχής του, για να ευχηθούν οι φτωχοί «ν' αγιάσουν τα κόκκαλά του», ώστε να καμφθή ο Θεός και να τον ελεήση. Έτσι, ό,τι δεν έκανε εκείνος, το κάνουμε εμείς γι' αυτόν. Ενώ ένας άνθρωπος που είχε καλωσύνη, ακόμη και αν η ζωή του δεν ήταν καλή, επειδή είχε καλή διάθεση, με λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.

Έχω υπ' όψιν μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με την προσευχή πνευ­ματικών ανθρώπων. Κάποιος ήρθε στο Καλύβι και μου είπε με κλάματα: «Γέροντα, δεν έκανα προσευχή για κάποιον γνωστό μου κεκοιμημένο και μου παρουσιάσθηκε στον ύπνο μου 
» . «Είκοσι μέρες, μου είπε, έχεις να με βοηθήσης με ξέχασες και υποφέρω». Πράγματι, μου λέει, εδώ και είκοσι μέρες είχα ξεχασθεί με διάφορες μέριμνες και ούτε για τον εαυτό μου δεν προσευχόμουν».

- Όταν, Γέροντα, πεθάνη κάποιος και μας ζητήσουν να προσευχηθούμε γι' αυτόν, είναι καλό να κάνουμε κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τα σαράντα; 
Άμα κάνεις κομποσχοίνι γι' αυτόν, βάλε και άλλους κεκοιμημένους. Γιατί να πάει μια αμαξοστοιχία στον προορισμό της με έναν μόνον επιβάτη, ενώ χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν άνάγκη οι καημένοι και ζητούν βοήθεια και δεν έχουν κανέναν να προσευχηθεί γι' αυτούς!

Μερικοί κάθε τόσο κάνουν μνημόσυνο μόνο για κάποιον δικό τους. Με αυτόν τον τρόπο δεν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δεν είναι τόσο ευάρεστη στον Θεό. Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι' αυτόν, ας κάνουν συγχρόνως και για τους ξένους.

- Γέροντα, με απασχολεί μερικές φορές η σωτηρία του πατέρα μου, γιατί δεν είχε καμμιά σχέση με την Εκκλησία. 

Δεν ξέρεις την κρίση του Θεού την τελευταία στιγμή. Πότε σε απασχολεί; Κάθε Σάββατο;

- Δεν έχω παρακολουθήσει, αλλά γιατί το Σάββατο; 
Γιατί αυτήν την ημέρα την δικαιούνται οι κεκοιμημένοι.
- Γέροντα, οι νεκροί που δεν έχουν ανθρώπους να προσεύχωνται γι' αυτούς βοηθιούνται από τις προσευχές εκείνων που προσεύχονται γενικά για τους κεκοιμημένους; 
Και βέβαια βοηθιούνται. Εγώ, όταν προσεύχομαι για όλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου, γιατί αναπαύονται από την προσευχή που κάνω. Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω και γενικό μνημόσυνο για όλους τους κεκοιμημένους και εύχομαι για τους βασιλείς, για τους αρχιερείς κ.λπ. και στο τέλος λέω «και υπέρ ων τα ονόματα ουκ εμνημονεύθησαν». Αν καμμιά φορά δεν κάνω ευχή για τους κεκοιμημένους, παρουσιάζονται γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου. Έναν συγγενή μου, που είχε σκοτωθεί στον πόλεμο, τον είδα ολόκληρο μπροστά μου μετά την Θεία Λειτουργία, την ώρα του μνημοσύνου, γιατί αυτόν δεν τον είχα ολόκληρο γραμμένο με τα ονό­ματα των κεκοιμημένων, επειδή μνημονευόταν στην Προσκομιδή με τους ηρωικώς πεσόντες. Κι εσείς στην Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να μνημονευθούν μόνον ονόματα ασθενών, αλλά και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένοι.

Το καλύτερο μνημόσυνο για τους κεκοιμημένους 

Το καλύτερο από όλα τα μνημόσυνα που μπορούμε να κάνουμε για τους κεκοιμημένους είναι η προσεκτική ζωή μας, ο αγώνας που θα κάνουμε, για να κόψουμε τα ελαττώματά μας και να λαμπικάρουμε την ψυχή μας. Γιατί η δική μας ελευθερία από τα υλικά πράγμα­τα και από τα ψυχικά πάθη, έκτος από την δική μας ανακούφιση, έχει ως αποτέλεσμα και την ανακούφιση των κεκοιμημένων προπάππων όλης της γενιάς μας. Οι κεκοιμημένοι νιώθουν χαρά, όταν ένας απόγονός τους είναι κοντά στον Θεό. Αν εμείς δεν είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, τότε υποφέρουν οι κεκοιμημένοι γονείς μας, ο παππούς μας, ο προπάππος μας, όλες οι γενεές. «Δες τι απογόνους κάναμε!», λένε και στενοχωριούνται. Αν όμως είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, ευφραίνονται, γιατί και αυτοί έγιναν συνεργοί να γεννηθούμε και ο Θεός κατά κάποιον τρόπο υποχρεώνεται να τους βοηθήσει. Αυτό δηλαδή που θα δώσει χαρά στους κεκοιμημένους είναι να αγωνισθούμε να ευαρεστήσουμε στον Θεό με την ζωή μας, ώστε να τους συναντήσουμε στον Παράδεισο και να ζήσουμε όλοι μαζί στην αιώνια ζωή.

Επομένως, αξίζει τον κόπο να χτυπήσουμε τον παλαιό μας άνθρωπο, για να γίνει καινός και να μη βλάπτει πια ούτε τον εαυτό του ούτε άλλους ανθρώπους, αλλά να βοηθάει και τον εαυτό του και τους άλλους, είτε ζώντες είναι είτε κεκοιμημένοι.

Η παρρησία των δικαίων προς τον Θεό 

- Γέροντα, στην προς Αρχαρίους Επιστολή σας γράφετε: «Παρόλο που καταλαβαίνουν οι αληθινοί μοναχοί ότι αυτό που απολαμβάνουν σ' αυτήν την ζωή είναι μέρος της χαράς του Παραδείσου και ότι στον Παράδεισο θα είναι περισσότερη, εν τούτοις από πολλή αγάπη προς τον πλησίον τους θέλουν να ζήσουν επί της γης, για να βοηθούντους ανθρώπους με την προσευχή, να επεμβαίνη ο Θεός και να βοηθιέται ο κόσμος». 

Γράψε: «Θέλουν να ζήσουν επί της γης, για να συμπάσχουν με τους ανθρώπους και να τους βοηθούν με την προσευχή».

- Στην άλλη ζωή, Γέροντα, ένας σωστός μοναχός πάλι δεν θα βοηθάει με την προσευχή του τους ανθρώπους; 
Και στην άλλη ζωή θα βοηθάει με την προσευχή του, αλλά δεν θα υποφέρει, ενώ τώρα συμπάσχει δεν περνάει χαρούμενα εδώ, «με χαρούμενη την όψη και με βλέμμα λαμπερό»! Όσο όμως υποφέρει για τον πλησίον του, τόσο ανταμείβεται με θεία παρηγοριά, και αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο και η πληροφορία ότι βοηθιέται ο άλλος. Αύτη η παραδεισένια χαρά είναι η θεία ανταμοιβή για τον πόνο που νιώθει για τον αδελφό του.

- Δηλαδή, Γέροντα, οι Άγιοι που επικαλούμαστε να μας βοηθήσουν δεν συμπάσχουν μαζί μας; 
Εκεί δεν έχει πόνο, βρε παιδάκι μου! Στον Παράδεισο υποφέρουν; «Ένθα ουκ έστι πόνος ου λύπη ου στεναγμός» δεν λέει;

Ύστερα οι Άγιοι έχουν υπ όψιν τους την θεία ανταμοιβή που θα λάβουν όσοι άνθρωποι βασαν­ίζονται σ' αυτήν την ζωή και αυτό τους κάνει να χαίρονται. Μα και ο Ίδιος ο Θεός που έχει τόση αγάπη, τόση ευσπλαχνία, πως αντέχει αυτόν τον μεγάλο πόνο των ανθρώπων; Αντέχει, γιατί έχει υπ' όψιν Του την θεία ανταμοιβή που τους περιμένει. Όσο δηλαδή βα­σανίζονται εδώ οι άνθρωποι, τόσο τους αποταμιεύει εκεί ουράνιο μισθό. Ενώ εμείς αυτά δεν τα βλέπουμε και συμπάσχουμε με όσους υποφέρουν. Γι' αυτό, όταν κάποιος τα βλέπει λίγο αυτά και έχει υπ' όψιν του την ανταμοιβή που θα λάβουν, δεν υποφέρει τόσο πολύ.

- Όταν, Γέροντα, παρακαλούμε τον Θεό να βοηθήσει κάποιον κεκοιμημένο που δεν έχει ανάγκη, πάει χαμένη αυτή η προσευχή; 
- Πως να πάει χαμένη; Όταν λέμε «ανάπαυσον τον τάδε» και αυτός είναι σε καλή θέση στην άλλη ζωή, δεν παρεξηγείται ίσα-ίσα συγκινείται. «Για δες, λέει, εγώ είμαι σε καλή θέση και εκείνοι αγωνιούν», οπότε φιλοτιμείται και μας βοηθάει πιο πολύ, πρεσβεύοντας στον Θεό για μας. Αλλά που να ξέρεις σε τι κατάσταση βρίσκεται ο άλλος; Φυσιολογικά κάνεις ευχή πρώτα γι' αυτούς που γνωρίζεις ότι με την ζωή τους λύπησαν τον Θεό και εύχεσαι και για άλλες ανάλογες περιπτώσεις και ύστερα εύχεσαι και για όλους τους κεκοιμημένους.

Η μέλλουσα Κρίση 

- Γέροντα, πως εξαγνίζεται η ψυχή; 

Όταν ο άνθρωπος εργασθεί τις εντολές του Θεού, κάνει δουλειά στον εαυτό του και καθαρισθεί από τα πάθη, τότε ο νους φωτίζεται, φθάνει σε ύψος θεωρίας, και η ψυχή λαμπρύνεται και γίνεται όπως ήταν πρίν από την πτώση των Πρωτοπλάστων. Σε τέτοια κατάσταση θα βρίσκεται μετά την ανάσταση των νεκρών. Μπορεί όμως ο άνθρωπος να δει την ανάσταση της ψυχής του πριν από την κοινή ανάσταση, αν καθαρισθεί τελείως από τα πάθη. Το σώμα του τότε θα είναι αγγελικό, άυλο, και δεν θα νοιάζεται για τροφή υλική.
- Γέροντα, πως θα γίνη η μέλλουσα Κρίση; 
Στην μέλλουσα Κρίση θα αποκαλυφθεί σε μια στιγμή η κατάσταση του κάθε ανθρώπου και μόνος του καθένας θα τραβήξει για 'κει που είναι. Καθένας θα βλέπει σαν σε τηλεόραση τα δικά του χάλια και την πνευματική κατάσταση του άλλου. Θα καθρεφτίζει τον εαυτό του στον άλλον και θα σκύβει το κεφάλι και θα πηγαίνει στην θέση του. Δεν θα μπορεί λ.χ. να πει μια νύφη που καθόταν μπροστά στην πεθερά της σταυροπόδι και η πεθερά της με σπασμένο πόδι φρόντιζε το εγγονάκι: «γιατί, Χριστέ μου, βάζεις την πεθερά μου στον Παράδεισο κι εμένα δεν με βάζεις;», επειδή θα έρχεται μπροστά της εκείνη η σκηνή. Θα θυμάται την πεθερά της που στεκόταν όρθια με σπασμένο πόδι και φρόντιζε το εγγονάκι της και δεν θα έχει μούτρα να πάει στον Παράδεισο, αλλά ούτε και θα χωράει στον Παράδεισο. Ή οι μοναχοί θα βλέπουν τι δυσκολίες, τι δοκιμασίες είχαν οι κοσμικοί και πως τις αντιμετώπισαν και, αν δεν έχουν ζήσει σωστά, θα σκύψουν το κεφάλι και θα τραβήξουν μόνοι τους για εκεί που θα είναι.

Θα δουν εκεί οι μοναχές, που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, ηρωίδες μάνες, που ούτε υποσχέσεις έδωσαν, ούτε τις ευλογίες και τις ευκαιρίες τις δικές τους είχαν, πως αγωνίσθηκαν και σε τι κατάσταση πνευματική έφθασαν, και εκείνες, καλόγριες, με τι μικροπρέπειες ασχολούνταν και βασανίζονταν, και θα ντρέπονται! Έτσι μου λέει ο λογισμός ότι θα γίνη η Κρίση. Δεν θα πει δηλαδή ο Χριστός: «έλα εδώ εσύ, τι έκανες;» η «εσύ θα πας στην κόλαση, εσύ στον Παράδεισο», αλλά ο καθένας θα συγκρίνει τον εαυτό του με τον άλλον και θα τραβήξει για εκεί που θα είναι.

Η μέλλουσα ζωή

- Γέροντα, έφερα γλυκά να κεράσετε. 

Δες πως χαίρονται! Στην άλλη ζωή θα λέμε: «Με τι χαζά χαιρόμασταν! Τι μας συγκινούσαν τότε!». Ενώ τώρα σκιρτάει η καρδιά γι' αυτά.

- Γέροντα, πως θα το καταλάβουμε αυτό από τώρα; 
Άμα το καταλάβετε αυτό από τώρα, δεν θα το πείτε μεθαύριο στην άλλη ζωή. Πάντως, όσοι βρίσκονται εκεί επάνω, καλά περνούν. Ξέρεις τι εργόχειρο κάνουν εκεί στον Ουρανό; Συνέχεια δοξολογούν τον Θεό.

- Γέροντα, γιατί το σώμα Του νεκρού λέγεται «λείψανο»; 
Γιατί είναι ό,τι μένει εδώ στην γη από τον άνθρωπο μετά τον θάνατο. Ο κυρίως άνθρωπος, που είναι η ψυχή, φεύγει στον Ουρανό. Στην μέλλουσα Κρίση θα αναστήσει ο Θεός και το σώμα, για να κριθεί με αυτό ο άνθρωπος, γιατί με αυτό έζησε και αμάρτησε. Στην άλλη ζωή όλοι θα έχουν το ίδιο σώμα - πνευματικό σώμα-, το ίδιο ανάστημα, και οι κοντοί και οι ψηλοί, την ίδια ηλικία, και οι νέοι και οι γέροι και τα μωρά, αφού η ψυχή είναι ίδια. Θα υπάρχει δηλαδή μια αγγελική ηλικία.
- Γέροντα, στην άλλη ζωή όσοι θα είναι στην Κόλα­ση θα βλέπουν αυτούς που θα είναι στον Παράδεισο; 

Κοίταξε, όπως αυτοί που είναι την νύχτα έξω στο σκοτάδι βλέπουν όσους είναι μέσα σε ένα δωμάτιο φωτισμένο, έτσι και όσοι θα βρίσκονται στην κόλα­ση θα βλέπουν όσους θα είναι στον Παράδεισο. Και αυτό θα είναι μεγαλύτερη κόλαση. Όπως πάλι όσοι την νύχτα είναι στο φως, δεν βλέπουν αυτούς που είναι έξω στο σκοτάδι, έτσι και αυτοί που θα βρίσκονται στον Παράδεισο δεν θα βλέπουν αυτούς που θα είναι στην κόλαση. Γιατί, αν έβλεπαν τους κολασμένους, θα πονούσαν, θα θλίβονταν για την ταλαιπωρία τους, και δεν θα απολάμβαναν τον Παράδεισο, αλλά εκεί «ουκ εστί πόνος...». Και όχι μόνο δεν θα τους βλέπουν, αλλά ούτε θα θυμούνται αν είχαν αδελφό ή πατέρα ή μητέρα, αν δεν είναι και εκείνοι στον Παράδεισο. «Εν εκείνη τη ημέρα απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτού» λέει ο Ψαλμωδός. Γιατί, άμα τους θυμούνται, πως θα είναι Παράδεισος; Αυτός μάλιστα που θα είναι στον Παράδεισο, θα νομίζουν ότι δεν θα υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, ούτε θα θυμούνται τις αμαρτίες που είχαν κάνει. Γιατί, αν θυμούνται τις αμαρτίες τους, δεν θα αντέχουν από φιλότιμο στην σκέψη ότι λύπησαν τον Θεό.

Η ποσότητα πάλι της χαράς του καθενός στον Παράδεισο θα είναι διαφορετική. Άλλος θα έχει μια δαχτυλήθρα χαρά, άλλος ένα ποτήρι, άλλος μια ολόκληρη δεξαμενή. Όλοι όμως θα αισθάνονται πλήρεις και κανένας δεν θα ξέρει το μέγεθος της χαράς, της αγαλλιάσεως, του άλλου. Τα κανόνισε έτσι ο Καλός Θεός, γιατί, αν γνώριζε ο ένας ότι ο άλλος έχει περισσότερη χαρά, δεν θα ήταν τότε Παράδεισος, επειδή θα υπήρχε το «γιατί εκείνος να έχει περισσότερη χαρά και εγώ λιγότερη;». Δηλαδή καθένας θα βλέπει στον Παράδεισο την δόξα του Θεού ανάλογα με την καθαρότητα των οφθαλμών της ψυχής του. Η ορατότητα όμως δεν θα καθορισθεί από τον Θεό, άλλα θα εξαρτηθεί από την δική του καθαρότητα.

- Γέροντα, μερικοί δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση και Παράδεισος. 
Δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση και Παράδεισος; Πως είναι δυνατόν οι νεκροί να μείνουν στην ανυπαρξία, αφού είναι ψυχές; Ο Θεός είναι αθάνατος και ο άνθρωπος είναι κατά χάριν αθάνατος. Επομένως αθάνατος θα είναι και στην κόλαση. Ύστερα τον Παράδεισο και την κόλαση τα ζει η ψυχή μας σε έναν βαθμό και από αυτήν την ζωή, ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Όταν κάποιος έχει τύψεις συνειδήσεως και νιώθει φόβο, ταραχή, άγχος, απελπισία, η είναι κυριευμένος από μίσος, από φθόνο κ.λπ., τότε ζει την κόλαση. Ενώ, όταν μέσα του υπάρχη αγάπη, χαρά, ειρήνη, πραότητα, καλοσύνη κ.λπ., τότε ζει τον Παρά­δεισο. Όλη η βάση είναι η ψυχή, γιατί αυτή είναι που αισθάνεται και την χαρά και τον πόνο. Να, πήγαινε σε έναν πεθαμένο και πες του τα πιο ευχάριστα πράγματα, λ.χ. «ήρθε ο αδελφός σου από την Αμερική» κ.λπ., δεν θα καταλάβει τίποτε. Αν του σπάσεις τα χέρια, τα πόδια, πάλι δεν θα καταλάβει. Επομένως η ψυχή είναι που αισθάνεται. Αυτά όλα δεν τους προβληματίζουν; Ή, ας υποθέσουμε, βλέπεις ένα ωραίο, ένα ευχάριστο όνειρο, χαίρεσαι, χτυπάει γλυκά η καρδιά σου και, δεν θέλεις να τελείωσει. Ξυπνάς και στενοχωριέσαι, γιατί ξύπνησες. Ή βλέπεις ένα άσχημο όνειρο, ότι έπεσες λ.χ. και έσπασες τα πόδια σου, και υποφέρεις, κλαις. Από την αγωνία σου ξυπνάς με δάκρυα στα μάτια, βλέπεις ότι δεν έπαθες τίποτε και λες: «Ευτυχώς όνειρο ήταν!». Δηλαδή συμμετέχει η ψυχή. Από ένα άσχημο όνειρο υποφέρει κανείς περισσότερο από ό,τι στην πραγματικότητα, όπως και ο άρρωστος υποφέρει πιο πολύ την νύχτα απ' ό,τι την ημέρα. Έτσι και όταν πεθάνει ο άνθρωπος, αν πάει στην κόλαση, θα είναι πιο οδυνηρό. Σκεφθήτε να ζει κανείς ένα αιώνιο εφιαλτικό όνειρο και να βασανίζεται αιώνια! 'Εδώ δεν μπορείς να αντέξεις για λίγα λεπτά ένα άσχημο όνειρο, άντε τώρα αιώνια -Θεός φυλάξοι- να είσαι μέσα στην θλίψη. Γι' αυτό καλύτερα να μην πάμε στην κόλαση. 'Εσείς τι λέτε;

- Τόσον καιρό, Γέροντα, κάνουμε αγώνα να μην πάμε στην κόλαση λέτε, εκεί να καταλήξουμε;

Αν δεν έχουμε μυαλό, εκεί θα πάμε. Εγώ εύχομαι ή όλοι στον Παράδεισο ή κανένας στην κόλαση... Καλά δεν λέω; Είναι πολύ βαρύ, μετά από όσα έκανε ο Θεός για μας τους ανθρώπους, να πάμε στην κόλαση και να Τον λυπήσουμε. Ο Θεός να φυλάξει, όχι μόνον άνθρωπος, αλλά ούτε πουλί να μην πάει στην κόλαση. Ο Καλός Θεός ας μας δώσει καλή μετάνοια, για να μας βρει ο θάνατος σε καλή πνευματική κατάσταση και, να αποκατασταθούμε στην Ουράνια Βασιλεία Του. Αμήν.


του Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου  
Από το βιβλίο «Λόγοι Δ' - Οικογενειακή ζωή»

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ







Του  ΜΙΧΑΗΛ  Γ. ΤΡΙΤΟΥ, Καθηγητή Α.Π.Θ.


Η Υπεραγία Θεοτόκος, «η αιτία της των πάντων θεώσεως», προφητεύθηκε αιώνες πριν γεννηθεί. Γι’ αυτό η ζωή της βρίσκεται στο κέντρο των αιώνων και αποτελεί «το περιήχημα της προφητικής αγγελίας, την οπτασία των προφητικών οραματισμών, το κέντρο της μεσσιανικής προσδοκίας». Απειράριθμες είναι οι παλιοδιαθηκικές προτυπώσεις που αναφέρονται στην «απείρανδρον Μητέρα του Εμμανουήλ». Δικαιολογημένα ο ιερός υμνογράφος μας προτρέπει: «Προφητικώς την Παρθένον ανευφημήσωμεν, στάμνον χρυσήν του μάννα, ακατάφλεκτον βάτον, και τράπεζαν και θρόνον, λυχνίαν χρυσήν, το λαμπάδιον έχουσαν, και αλατόμητον όρος και κιβωτόν αγιάσματος και πύχην Θεού». Στο παρόν άρθρο θα παρουσιάσουμε τις αντιπροσωπευτικότερες θεομητορικές παλαιοδιαθηκικές προφητείες.


• Η προφητεία του Ιεζεκιήλ για την «κατά ανατολάς κεκλεισμένην πύλην» προτυπώνει την παρθενική μήτρα, από την οποία θα διέλθει μόνον ο Χριστός και έκτοτε θα παραμείνει για πάντα «κεκλεισμένη». Εδώ γίνεται λόγος για το αειπάρθενο της Υπεραγίας θεοτόκου. Η Θεοτόκος υπήρξε παρθένος «προ του τόκου, εν τω τόκω και μετά τον τόκον». Όπως παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός «ο τεχθείς εξ αυτής την αυτής παρθενίαν εφύλαξεν άτρωτον, μόνος διελθών δι’ αυτής και κεκλεισμένην τηρήσας αυτήν».

• Η επτάφωτη λυχνία, που έκαιε στη σκηνή του μαρτυρίου και στο ναό του Σολομώντα, προτυπώνει τη Θεοτόκο, από την οποία έλαμψε ο Χριστός, «το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Φαεινή λυχνία είναι η Θεοτόκος, «η μητέρα του φωτός». Την Κυριακή του Αντίπασχα ή του Θωμά η Εκκλησία μας ψέλνει: «Σέ την φαεινήν λαμπάδα και Μητέρα του Φωτός». Η λυχνία προτυπώνει την τέλεια καθαρότητα και αγνότητα της Παρθένου.

• Η χρυσή στάμνα, που περιείχε το μάννα, προεικονίζει τη Θεοτόκο, η οποία ως άλλη χρυσή στάμνα έφερε μέσα της τον Ιησού, που είναι «ο άρτος της ζωής, ο εκ του ουρανού καταβάς». «Ο «Παλαιός Ισραήλ», αν και έφαγε το μάννα, πέθανε. Όμως ο «νέος Ισραήλ», τα φωτόμορφα τέκνα της εκκλησίας, κοινωνώντας σώματος και αίματος Χριστού δεν αποθνήσκουν, αφού η Θεία Ευχαριστία είναι κατά τον Θεοφόρο Ιγνάτιο «φάρμακον αθανασίας και αντίδοτον του μη αποθανείν».

• Η κλίμαξ, την οποία είδε ο Ιακώβ να ενώνει τον ουρανό με τη γη, προτυπώνει τη Θεοτόκο, η οποία ως μυστική κλίμαξ ένωσε τον ουρανό με τη γη. Διά μέσου αυτής ο Θεός κατέβηκε στη γη για να ανεβάσει «εις την άνω ζωήν το ανθρώπινον». Δικαιολογημένα, ο ποιητής της Ακαθίστου Ακολουθίας την αποκαλεί: «Χαίρε, κλίμαξ επουράνιε, δι’ ής κατέβη ο Θεός, χαίρε, γέφυρα μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν».

• Η βάτος η καιομένη και μη καταφλεγομένη, την οποία είδε ο Μωϋσής στο όρος Χωρήβ, αποτελεί προεικόνιση της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία ως άλλη βάτος ακατάφλεκτη κράτησε μέσα της «το καταναλίσκον πυρ της Θεότητος» χωρίς να καταστραφεί η παρθενία της. Αναφερόμενος στο γεγονός της φλεγομένης βάτου, ο Ανδρέας Κρήτης παρατηρεί: «Μωσής πρώτος βάτον ιδών σε προέλεγε, Διαβάς όψομαι το όραμα το μέγα τούτο».

• Η ολόφωτη νεφέλη και ο πύρινος στύλος που φώτιζαν τους Ισραηλίτες ημέρα και νύκτα «δείξαι αυτοίς την οδόν» προς τη γη της επαγγελίας προεικονίζουν την Υπεραγία θεοτόκο. Αυτή ως «νεφέλη ολόφωτος» επισκιάζει «τους πιστούς απαύσεως» και ως πύρινος στύλος οδηγεί τον νέο Ισραήλ «εις την άνω ζωήν», στο φωτεινό ενδιαίτημα της Θείας βασιλείας.

• Για τους Πατέρες της εκκλησίας θεομητορική προτύπωση αποτελεί ο πόκος του Γεδεών. Όπως δηλ. ο πόκος δέχθηκε μόνον αυτός τη νυχτερινή δρόσο, έτσι και η Παναγία δέχθηκε τη δρόσο της ενεργείας του Θεού, με την οποία έσβησε η πλάνη, στην οποία είχε περιπέσει μεταπτωτικά η ανθρωπότητα.

• Προεικόνιση του θεομητορικού μυστηρίου αποτελούν οι Τρεις Παίδες «εν τη καμίνω». Όπως τους Τρεις Παίδες διέσωσε από τη φωτιά «ο τόκος της Θεοτόκου», ο οποίος μετέτρεψε τη φλόγα της καμίνου σε δρόσο, κατά παρόμοιο τρόπο και η παρθενική μήτρα της Θεοτόκου, αν και δέχθηκε το πυρ της θεότητος, έμεινε άφθαρτη και αλώβητη.

• Οι πλάκες του Δεκαλόγου, που ήταν γραμμένες με το δάκτυλο του Θεού, παραπέμπουν στην Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία είναι ο πνευματικός τόμος πάνω στον οποίο καταγράφηκε το πρόσωπο και το έργο του Χριστού. Σ’ αυτόν τον τόμο οι πιστοί διακρίνουν το άρρητο μυστήριο της Θείας του Σωτήρος Ενανθρωπήσεως με όλες τις σωτηριολογικές συνέπειες για τον άνθρωπο και την ιστορική πραγματικότητα. Δικαιολογημένα στην ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου ψέλνουμε: «Χαίρε ο τόμος εν ώ δακτύλω εγγέγραπται Πατρός ο Λόγος Αγνή».

• Η προφητική ρήση του βιβλίου του Δανιήλ «εθεώρεις έως ου ετμήθη λίθος εξ όρους άνευ χειρών» αναφέρεται στην Υπεραγία Θεοτόκο. Το βουνό, από το οποίο είδε ο Ναβουχοδονόσωρ να κόβεται το λιθάρι χωρίς χέρι ανθρώπου, προτυπώνει την Παναγία, η οποία ως όρος αλάξευτο έδωσε την καθαρή σάρκα της για να γεννηθεί ο Θεάνθρωπος. Αναφερόμενος στο περιστατικό αυτό ο Γερμανός Κων/λεως γράφει: «Χαίροις, το εκ Θεού πιότατον και κατάσκιον όρος, εν ώ λογικός αμνός εκτραφείς τας ημών αμαρτίας και τας νόσους εβάστασεν, εξού ο αχειρότμητος λίθος κυλισθείς, βωμούς ειδωλικούς συνέθλασεν και εις κεφαλήν γωνίας εν οφθαλμοίς ημών θαυμαστούμενος γέγονε». Η Θεοτόκος γέννησε το Σωτήρα του κόσμου, χωρίς να υποστεί οποιαδήποτε ρήξη. Τόσον η σύλληψη όσον και η κύηση υπήρξεν άφθορη.

• Η ράβδος του Ααρών, που βλάστησε, προκαταγγέλει τη Θεοτόκο, που φύτρωσε από τη ρίζα του γεννεαλογικού δένδρου του Ιεσσαί. Δικαιολογημένα, στον κανόνα των Χριστουγέννων ψέλνουμε: «Ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί και άνθος εξ αυτής Χριστέ, εκ της Παρθένου ανεβλάστησας». Στον δε κανόνα της ακαθίστου ακολουθίας διαβάζουμε: «η ράβδος η μυστική, άνθος το αμάραντον η εξανθήσασα».
Πέραν αυτών υπάρχουν και άλλες προτυπώσεις της Παλαιάς Διαθήκης που αναφέρονται στη Θεοτόκο. Η Κιβωτός του Νώε συμβολίζει την Παρθένο, η οποία φυλάσσει στα σπλάχνα της την απαρχή της Καινής κτίσεως. Η προφητεία του Ησαΐου «Ιδού η Παρθένος, εν γαστρί έξει…», αναφέρεται στη Θεοτόκο, που συνέλαβε και γέννησε το Χριστό. Η σκηνή του Αβραάμ είναι σύμβολο της θεοτόκου, στην οποία κατεσκήνωσε ο Λόγος του Θεού. Η Εδέμ προτυπώνει τη νοητή Εδέμ, που είναι η Παναγία, στους κόλπους της οποίας κατοικεί ο νέος Αδάμ, ο Χριστός.

Δικαιολογημένα, ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, εγκωμιάζοντας τη Θεοτόκο ως επιβεβαίωση και επισφράγισμα της Παλαιάς Διαθήκης, γράφει: «Χαίροις, η νόμου μεσίτις και χάριτος, το παλαιάς και νέας των διαθηκών επισφράγισμα, το πάσης προφητείας εκφανέστατον πλήρωμα, η ακροστοιχίς της θεοπνεύστου των Γραφών αληθείας».
Η Υπεραγία Θεοτόκος, που αξιώθηκε να γίνει Μητέρα του Θεού με την προσωπική της αρετή και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν είναι μονάχα το κέντρο της μεσσιανικής προσδοκίας, αλλά και το κέντρο της ελπίδας και της προσδοκίας των πιστών. Είναι πολλές οι θλίψεις, οι συμφορές του βίου και οι πειρασμοί που κυκλώνουν τον άνθρωπον «ωσεί μέλισσαι κηρίον», ώστε να αναζητά την «κραταιάν σκέπην» της Θεοτόκου. 

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εκτιμά ότι ο ανθρώπινος βίος θα ήταν αβίωτος, εάν οι πιστοί δεν είχαν την Παναγία «συνόμιλόν τους και μόνην επί γης καταλελειμμένην παρηγορίαν». Η Θεοτόκος ως Μητέρα του Θεού έχει «άπειρον την προς τον Θεόν παρρησίαν», γι’ αυτό «ουδείς προστρέχων προς Αυτήν κατησχυμμένος απ’ αυτής εκπορεύεται,, αλλ’ αιτείται την χάριν και λαμβάνει το δώρημα προς το συμφέρον της αιτήσεως».


ΑΛΗΘΙΝΑ ΛΟΓΙΑ ΑΠΟ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΙΣΩΣ ΠΙΟ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΑΠΟ ΕΜΑΣ ΠΟΥ ΒΛΕΠΟΥΝ ΤΗΝ "ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΡΙΣΗ" ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΚΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΤΙΑ





Τάδε έφη η κυρία Άλκηστις Πρωτοψάλτη:

"Nαι, θα έφευγα.
Όχι επειδή υπάρχει κρίση. 
Όχι επειδή οι δουλειές είναι δύσκολες. Όχι επειδή με ζορίζει το δάνειο. Αλλά επειδή ζω σε μια χώρα που οι συμπατριώτες μου μάλλον δεν αγαπούν τελικά, μιας και αγάπη χωρίς σεβασμό δεν υπάρχει. Δεν μιλώ για τους φοροφυγάδες, τους επαγγελματίες συνδικαλιστές, τα πάσης φύσεως λαμόγια. Μιλώ για μια
πολύ μεγαλύτερη, φοβάμαι, μάζα. Που κοιτάζει αποκλειστικά και μόνο την πάρτη της, τον παρά της, τον κύκλο της, το σπίτι της, αδιαφορώντας παντελώς για ό τι κοινό. Που δεν τηρεί κανέναν κανόνα - ούτε κάν τους στοιχειώδεις της καλής συμπεριφοράς - και δεν έχει και κανέναν σκοπό να τους τηρήσει ποτέ. Που περιμένει πάντα από κάποιον άλλον, κάποιον αόριστο τρίτο - συνήθως αυτός λέγεται κράτος όταν δεν λέγεται μαλάκας- να κάνει τα πάντα για λογαριασμό του: απ'το να του βρει δουλειά μέχρι να του καθαρίσει τα σκαλιά όταν χιονίσει. Είναι κακόγουστος, κακότροπος και κακόπιστος. Δεν λέει καλημέρα, παρακαλώ κι ευχαριστώ. Πετάει το σκουπίδι του στον δρόμο. Καπνίζει στο εστιατόριο γιατί έτσι γουστάρει. Αγνοεί επιδεικτικά την ουρά στα τυριά κι αν του το υπενθυμίσει κανείς ενοχλείται μεγαλοφώνως. Βγάζει τον σκύλο βόλτα - αν τον βγάλει - και δεν διανοείται να μαζέψει τα κουραδάκια του. Το μπαλκόνι του είναι η αποθήκη του και στα παλιά του
τα παπούτσια αν εσύ πίνεις καφέ με θέα τη σκεβρωμένη σιδερένια
ντουλάπα και δυο σφουγγαρίστρες. Κτίζει τριόροφο και σε κάθε βεράντα βάζει άλλα κάγκελα - λες και τα πήρε ρετάλια από καλάθι. Ακούει πως κάτι καλό έγινε κι αντί να χαρεί, ψάχνει να βρει τον λάκο στη φάβα. Δεν τον θέλω πια στην καθημερινότητά μου. Έχει καταστρέψει την πατρίδα μου. Είναι μίζερος και κινδυνεύω να με πάρει μπάλα η μιζέρια του. Ναι, λοιπόν. Αν ήμουν δεκαοκτώ, εικοσιοκτώ, τριανταοκτώ, θα ήμουν κολλημένη σ'ενα PC και θα έψαχνα τα job opportunities ανά τον κόσμο. Θα έφευγα όχι για μια καλύτερη δουλειά, όχι για περισσότερα λεφτά, αλλά για να ξαναβρώ την ποιότητα της καθημερινότητάς μου. Τις αξίες της οργανωμένης κοινωνίας που θα ήθελα να μάθουν τα παιδιά μου- της συλλογικής εργασίας, της κοινωνικής προσφοράς, του εθελοντισμού. Τη χαρά του να κυκλοφορώ ελεύθερα στο δρόμο, να παίρνω το λεωφορείο όποτε θέλω και να μου λέει καλημέρα η ταμίας στο σουπερμάρκετ. Κι ας ήταν γκρίζος ο ουρανός κι ας μην είχε θάλασσα.
Το τίμημα που πληρώνουμε γι'αυτόν τον γαλανό ουρανό είναι τεράστιο.
Δεν είμαι ούτε δεκαοκτώ, ούτε εικοσιοκτώ, ούτε τριανταοκτώ. Αλλά
κοιτάζω πού και πού, λάγνα, τις αγγελίες στο guardianjobs και δεν
δυσκολεύομαι καθόλου να με δω να φεύγω."

«Μήγαρις ἔχω ἄλλο στό νοῦ μου πάρεξ Ἐλευθερία καί Γλῶσσα» (Διον. Σολωμός)





  Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν
κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Ἕνα κείμενο (ἐπιστολή) τοῦ 1916, ἔγινε ἀφορμή νά κάνω αὐτές τίς σκέψεις καί νά τίς μοιραστῶ μαζί σας.
Στό κείμενο αὐτό ἀποτυπώνεται, ἡ καλλιγραφία ἡ ὁποία ἐντυπωσιάζει, ἡ ὀρθογραφία, ἡ σύνταξη τοῦ λόγου καί ὁ σεβασμός στό πρόσωπο πρός τό ὁποῖο ἀπευθύνεται.
Ἕνας, νέος τότε στήν ἡλικία, ἀπό ἕνα χωριό τῆς Ἀρκαδίας, ἀπευθύνεται στόν ἀδελφό τῆς συζύγου του, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται στό ἐξωτερικό. Ἐπειδή ἐγνωρίσαμε τά πρόσωπα αὐτά, ὅταν εὑρίσκοντο σέ μεγάλη ἡλικία, μᾶς ἐντυπωσιάζει τό γεγονός ὅτι ὁ ἀποστολεύς ἦτο ἀπόφοιτος μόνο τοῦ Σχολείου τῆς ἐποχῆς, ἀλλά ἡ θέλησή του γιά μάθηση τόν ἀνέδειξε τόσο, ὥστε νά τόν ζηλεύουν καί καθηγηταί φιλόλογοι.
Ἐνδεικτικά παρουσιάζομε κάποια σημεῖα τῆς ἐπιστολῆς.
«...Ἤδη ἀγωνιῶντες ἀναμένομεν ὅπως ἡσυχάσωσι τά πράγματα, διά νά σᾶς ἀπολαύσωμεν καί ἐκ τοῦ σύνεγγυς, ὅπως ποθεῖ ἡ πάλλουσα καρδία μας...», καί παρακάτω
 «...πρός δέ τούτοις, σᾶς παρακαλῶ ὅπως μᾶς πληροφορήσητε περί τῶν αὐτόθι ἐργασιῶν, ἐάν διαρκῶς ἐργάζεσθε, μέ πόσον ἡμερομίσθιον κ.τ.λ., καί ὅ,τι ἄλλο γνωρίζετε ἐκ τοῦ αὐτόθι νέου κόσμου...».
Σκεπτόμεθα ἐξ ὅλων τῶν ἀνωτέρω, τά ἑξῆς:
Τό πρῶτο εἶναι ὅτι καί ὁ τρόπος τῆς ἐπικοινωνίας ἔχει πλέον ἀλλάξει. Σπανίως ἀποστέλλονται, ἕως καθόλου, ἐπιστολές πρός ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται εἰς ἄλλα μέρη. Τό τηλέφωνο, καί κυρίως τό διαδίκτυο καί τά σύγχρονα ἠλεκτρονικά μέσα ἔφεραν ἐπανάσταση στήν ἐπικοινωνία τῶν ἀνθρώπων. Οὐδείς βεβαίως καταδικάζει τήν πρόοδο καί τήν ἐξέλιξη τῆς τεχνολογίας, πού εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ καί μόνο ἔτσι πρέπει νά θεωρῆται καί νά χρησιμοποιῆται.
Ἐκεῖνο ὅμως τό ὁποῖον ἐχάθη, εἶναι ἡ ἔκφραση τῶν σκέψεων καί ἡ τύπωσή τους, ὥστε νά ἔχουν διαχρονικότητα, καί μέσα ἀπό τήν γραφή νά διατηρῆται ἡ μνήμη, ἡ ὀμορφιά τῆς ἐκφράσεως, ὅπως χαράσσεται ἐπί χάρτου, ἀπαιτοῦσα τήν ἀνάλογη προσοχή καί λεπτότητα.
Ὁ σημερινός τρόπος ἐπικοινωνίας χαρακτηρίζεται γιά τήν προχειρότητα καί τήν ἔλλειψη προσοχῆς στήν ἔκφραση καί στά νοήματα. Ἀκόμη γιά τήν πτωχεία ὡς πρός τήν γνώση τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, καί συνελόντ’ εἰπεῖν γιά τήν λεξιπενία, ὡς θά ἔλεγε καί ὁ σύγχρονος γλωσσολόγος.
Παλαιότερα στά σχολεῖα καλλιεργεῖτο ἡ καλλιγραφία. Ἀπό τόν τρόπο γραφῆς δίδεται, κατά ἕνα μεγάλο μέρος, τό στῖγμα τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. Φαίνεται ἡ ἐσωτερική κατάσταση καί ἡ ψυχική ἁρμονία. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἀλληγορική ἔκφραση τοῦ Λαοῦ: «Αὐτός ἔχει καλά δείγματα γραφῆς...». Ἐνθυμοῦμαι τήν προσπάθεια τήν ὁποία κατέβαλαν οἱ δάσκαλοι, γιά νά ἀσκοῦνται οἱ μαθηταί στήν καλλιγραφία, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ σταθερότητα καί ὄχι βιασύνη, συγκέντρωση σκέψεως καί προσοχή, ἀρετές οἱ ὁποῖες βοηθοῦν εἰς ὅλα τά ἐπίπεδα τῆς ζωῆς. Στό τέλος ἀπολαμβάνει κανείς ἕνα ἔργο τῶν χειρῶν του, μετά ἀπό ἄσκηση ἤ καί καλλιέργεια ἑνός ταλάντου τό ὁποῖο ἔχει δοθῆ ἀπό τόν Θεό. Τώρα ὅλα αὐτά ἐξέλιπαν.
Τό δεύτερο εἶναι ἡ ὀρθογραφία. Ἡ κάθε γλῶσσα ἔχει τήν ὀρθογραφία της. Ἡ δική μας γλῶσσα ἔχει ἁρμονία καί ποιητικότητα καί τό κάθε γράμμα της καί σημεῖο στίξης προδίδουν τόν πλοῦτο της, ἀλλά καί τήν λεπτότητα καί τήν χάρη πού τήν κάνουν μοναδική καί τῆς δίδουν ξεχωριστή θέση ἀνάμεσα σέ ὅλες τίς γλῶσσες τοῦ κόσμου.
Τά τελευταῖα χρόνια συντελέστηκε ἕνα μεγάλο ἔγκλημα στήν πατρίδα μας. Κάποιοι ἐτόλμησαν, ὤ τῆς ἱεροσυλίας, νά καταστρέψουν τήν γλῶσσα μας. Μέ μεθοδικότητα καί ὀργανωμένο σχέδιο κατάφεραν νά γκρεμίσουν τό ὡραιότατο αὐτό πνευματικό οἰκοδόμημα καί νά ἐπιχαίρουν ἐπί τῶν ἐρειπίων, καυχώμενοι γιά τό θλιβερό ἐπίτευγμά τους. Ὡς ταφόπετρα τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, ἦλθε τό πολυδιαφημισθέν μονοτονικό, πού συνέτεινε, μαζί μέ τίς ἄλλες προσπάθειες τῶν σφαγέων τῆς πολιτιστικῆς καί πνευματικῆς μας κληρονομιᾶς, στήν ἀγραμματοσύνη τῶν νεωτέρων γενεῶν τῶν Ἑλλήνων.
Τό χειρότερο ὅμως εἶναι ἡ ἀνοχή ὅλων τῶν πνευματικῶν δυνάμεων τῆς χώρας στό ξήλωμα τοῦ γλωσσικοῦ πνευματικοῦ μας πλούτου. Ποῦ ἦταν ἆρα γε τότε καί πού εἶναι καί τώρα ἡ Ἀκαδημαϊκή κοινότητα; Στήν κραυγή ἀγωνίας τῆς Ἐκκλησίας, πού πολλάκις ἐξεφράσθη καί ἐκφράζεται γιά τό φρικτό ἔγκλημα, ἀντέταξαν κάποιοι, ὅτι εἴμαστε ὀπισθοδρομικοί, ἀμετανόητοι, ὀνειροπόλοι καί ἀποτελοῦμε τροχοπέδη στήν προσπάθεια γιά ἐκσυγχρονισμό τῆς χώρας.
Τί θά εἴχαμε ὅλοι μας νά ποῦμε, τήν στιγμή πού στήν Γαλλία καί στήν Ἱσπανία ξεσηκώθηκε ὁ πνευματικός κόσμος, ὅταν προσεπάθησαν κάποιοι κύκλοι νά ἀφαιρέσουν, ἁπλά μικρά σημάδια ἀπό μία καί μόνο λέξη;
Καθώς σκέπτομαι τήν ἀποδόμηση, ἡ ὁποία ἔγινε ἐσκεμμένως καί καθ’ ὑπόδειξιν στήν πατρίδα μας, αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά κάνω ἕνα παραλληλισμό, πού θά προκαλέσῃ αἴσθηση.
Τί θά λέγατε, ἄν ἕνας κρατικός ἐπίσημος φορέας, κάθε ἡμέρα ξήλωνε ἕνα κομμάτι ἀπό τόν Παρθενῶνα; Δέν θά ἔπρεπε κάποιος νά ἀντιδράσῃ; Καί ὅμως στήν περίπτωση τῆς γλώσσας κανείς δέν ἀντέδρασε. Ἡ καταστροφή τῆς γλώσσας ἔγινε σταδιακά. Κατάργηση τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν, τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, τῆς γραμματικῆς κλπ. Τό Ὑπουργεῖο Παιδείας μέ τίς κατά καιρούς ἡγεσίες του, θαρρεῖς ὅτι εἶχε ὡς στόχο του τήν ἀποσάθρωση τῆς γλώσσας. Εἶναι τεράστια ἡ εὐθύνη τῶν πολιτικῶν ἐπί τοῦ συγκεκριμένου θέματος.
Μάλιστα εἶναι τραγικό νά ἀκούῃ κανείς, ὅτι ἡ σύγχρονη παιδαγωγική ἀπαιτεῖ, τά σφάλματα τῶν μαθητῶν στά γραπτά τους, νά μή διορθώνονται μέ κόκκινο στυλό, γιατί δημιουργοῦνται, δῆθεν, στά παιδιά ψυχολογικά προβλήματα...! Εἴμαστε δυστυχῶς γιά γέλια καί γιά κλάματα μαζί. Στό σημεῖο αὐτό θά χρησιμοποιήσω λόγια ἀπό μιά ὁμιλία τοῦ Ἐλύτη στούς Ἕλληνες μετανάστες τῆς Σουηδίας τό 1979. Εἶπε ὁ ποιητής μεταξύ τῶν ἄλλων: «...Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες εἴμαστε οἱ μόνοι σέ ὁλόκληρη τήν Εὐρώπη πού ἔχουμε τό προνόμιο νά λέμε τόν οὐρανό «οὐρανό» καί τήν θάλασσα «θάλασσα», ὅπως τήν ἔλεγαν ὁ Ὅμηρος καί ὁ Πλάτωνας πρίν δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Δέν εἶναι λίγο αὐτό. Ἡ γλῶσσα δέν εἶναι μόνον ἕνα μέσο ἐπικοινωνίας. Κουβαλάει τήν ψυχή τοῦ Λαοῦ μας καί ὅλη του τήν ἱστορία καί ὅλη του τήν εὐγένεια».
Τό τρίτο εἶναι ἡ ἔλλειψη λεπτότητος στήν ἔκφραση καί ἐν πολλοῖς σεβασμοῦ στά πρόσωπα, στοιχεῖα τά ὁποῖα φαίνονται καί ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀπευθυνόμαστε στούς ἄλλους.
Δέν θά σταθῶ στήν συχνή χρήση τοῦ πληθυντικοῦ σέ περασμένες ἐποχές, ἀλλά στήν χάρη τοῦ λόγου καί στήν καλλιέπεια τῆς προσφορᾶς του πρός τόν εἰς ὅν ἀπευθύνεται. Εἶναι ἀπογοητευτικό τό φαινόμενο τῆς ἐλλείψεως τρόπων καί καλῆς, ὀρθῆς ἐκφράσεως πρός τούς ἄλλους, σήμερα. Ἡ «ἀργκώ», ὅπως εἶναι γνωστός ὁ τρόπος ἐπικοινωνίας τῶν ἀνθρώπων καί δή τῶν νέων τῆς ἐποχῆς μας, εἶναι φαινόμενο πνευματικῆς ἐκπτώσεως καί καταπτώσεως.
«Τό κεφάλαιο τῆς χώρας μας πού λέγεται “Ἑλληνική γλῶσσα” δέν τό ἔχομε ἀξιοποιήσει ὅσο θά ἔπρεπε ἐντός καί ἐκτός Ἑλλάδος. Μέσα στή χώρα μας ὡς “ἀξία”, πού συνδέεται ἄμεσα μέ τόν Πολιτισμό, τήν Ἱστορία, τήν νοοτροπία, τήν ἴδια τήν ταυτότητά μας καί, πάνω ἀπ’ ὅλα, μέ μιά ποιότητα σκέψης πού ἀναγκαστικά περνάει μέσα ἀπό τήν γλῶσσα. Καί φυσικά μέ μιά ποιότητα Παιδείας, ἡ ὁποία στηρίζεται ἐν πολλοῖς στή γλῶσσα. Ἔξω ἀπό τήν χώρα μας πάλι δέν ἔχουμε προβάλλει τήν ἑλληνική γλῶσσα μέ σωστό καί οὐσιαστικό τρόπο - ὄχι μέ μεγαλοστομίες καί ἀλαζονεία. Τί προσφέρει ἡ γνώση τῆς Ἑλληνικῆς στούς ὁμιλητές ἄλλων εὐρωπαϊκῶν γλωσσῶν γιά μιά βαθύτερη κατανόηση τῆς σημασίας ἀπαιτητικῶν λέξεων τῆς δικῆς τους γλώσσας, ὅταν ἀποτελοῦν δάνεια ἀπό τήν Ἑλληνική». (Καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης).
Εὐτυχῶς, ναί εὐτυχῶς, πού ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία γιά μιά ἀκόμη φορά κάνει τό χρέος της ἔναντι τῆς διατηρήσεως τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας. Ἐμεῖς παρά τίς ὅποιες ἀντιδράσεις, θά παραμείνωμε πιστοί στήν διατήρηση ἀκεραίας τῆς πνευματικῆς κληρονομιᾶς, τήν ὁποία παρελάβαμε, κάνοντας τό καθῆκον μας ἔναντι τοῦ ἱστορικοῦ μας παρελθόντος, τοῦ παρόντος, πού χωρίς αὐτά τά ἐρείσματα ἀποβαίνει καθ’ ἡμέραν οἰκοδόμημα σαθρόν καί ἑτοιμόρροπον, καί κυρίως τοῦ μέλλοντος, ἐάν ἐπιθυμοῦμε νά ἔχωμε ὡς ἔθνος καί ὡς λαός συνέχεια καί συνέπεια.«Ναί, μητέρα μας εἶναι ἡ γλῶσσα μας, πατρίδα μας εἶναι ἡ γλῶσσα μας, ὅσο καί ἄν ἀγαπᾶμε τίς ἄλλες γλῶσσες, τίς ἄλλες χῶρες» (Μ. Τριανταφυλλίδης).
Πάντοτε ὅταν φτάνωμε σέ ἀδιέξοδα, ἀναζητοῦμε λύσεις. Ὅταν εὑρισκώμεθα μπροστά σέ ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια, ψάχνομε γιά διεξόδους. Ὅταν αἰσθανώμεθα ὅτι καταποντιζόμεθα, ἀτενίζομε μέ κραυγή ἀγωνίας τόν οὐρανό.
Πιστεύω ὅτι σέ τέτοιο ἐπίπεδο ἔχομε φτάσει σχετικά μέ τό θέμα τό ὁποῖο θίγομε σήμερα.
Θά ὑπάρξουν ἆρα γε κάποιοι ὑπεύθυνοι καί σοβαροί πνευματικοί ἡγέτες καί ταγοί, οἱ ὁποῖοι θά θελήσουν νά κάνουν τό χρέος τους ἔναντι τοῦ πνευματικοῦ πλούτου τῆς χώρας μας, ἤ θά ἀφήσωμε νά μᾶς παρασύρῃ συνεχῶς τό ρεῦμα, μέ βεβαία τήν πνευματική μας, σύν τοῖς ἄλλοις, καταστροφή;
Μιά ματιά γύρω μας, στήν σύγχρονη παιδεία καί παροχή γνώσεων, ἀλλά καί στήν ὅλη κατάσταση πού ἐπικρατεῖ στόν τόπο μας, θά μᾶς πείσῃ ὅτι πρέπει, ὡς οἷον τε τάχιον, νά ἀρχίσωμε μέ ἐργώδεις καί κοπιώδεις προσπάθειες τήν ἀνοικοδόμηση, ἡ ὁποία θά ἔχῃ πολύ κόστος, σέ αἷμα καί πνεῦμα.      
«Ὅσοι ἀπομείναμε πιστοί στήν Παράδοση, ὅσοι δέν ἀρνηθήκαμε τό γάλα πού βυζάξαμε, ἀγωνιζόμαστε, ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ καταπάνω στήν ψευτιά. Καταπάνω σ’ αὐτούς πού θέλουνε τήν Ἑλλάδα ἕνα κουφάρι χωρίς ψυχή, ἕνα λουλούδι χωρίς μυρωδιά». (Φώτης Κόντογλου)  
                                                     

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

ΧΑΡΑ, ΛΥΠΗΣ ΟΛΕΘΡΟΣ. TOY AΡΧ. ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΟΥ






Ο πόνος, η στενοχώρια, η αγωνία, η ψυχική τραγωδία είναι αποτέλεσμα 
της πτώσεως του ανθρώπου, η οποία οφείλεται στον εγωισμό του.
Οι αναθυμιάσεις του, εγώ γεννούν στην ψυχή την στενοχώρια, ενώ η
φυσιολογική της κατάσταση είναι η χαρά, διότι ο Θεός είναι ειρήνη, είναι
χαρά, και η ψυχή είναι εμφύσημα* του Θεού, δημιουργήθηκε από Αυτόν και οδεύει προς Αυτόν.

Επομένως, η στενοχώρια είναι ξένη και αδικαιολόγητη μέσα στην ανθρώπινη ζωή.

Και όμως σήμερα δεν βρίσκεις άνθρωπο χαρούμενο, που σημαίνει πως δεν βρίσκει κανείς άνθρωπο ισορροπημένο, ήρεμο, φυσιολογικό.

Η στενοχώρια είναι αρρώστια τρομερή που μαστίζει την οικουμένη, η
μεγαλυτέρα ίσως βάσανος της ανθρωπότητος, το μεγαλύτερό της δράμα. Δεν
είναι απλώς τα προοίμια της κολάσεως αλλά η βίωσις της κολάσεως από της
παρούσης ζωής.

Έλλειψις χαράς σημαίνει έλλειψις Θεού, ενώ η χαρά απόδειξις της
παρουσίας αυτού. Εάν κανείς είναι κοσμικός άνθρωπος και τέρπεται επί
τοις επικήροις, χαίρεται για τις ηδονές, για τα παροδικά και μάταια,
αυτός ίσως έχει κάποια ηδονή, κάποια ευχαρίστηση, αλλά στην
πραγματικότητα, αν προσέξει κανείς, θα δει ότι υπάρχει θλίψις και
στενοχώρια στην ζωή του, όπως λέγει η Αγία Γραφή: <θλίψις και
στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το κακόν>.

Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει χαρά εκεί όπου υπάρχει παράβασις της
εντολής του Θεού, όπως είναι αδύνατον να υπάρχει στενοχώρια με την
εφαρμογή του νόμου του Θεού.

Χαρά, Λύπης Όλεθρος. Λύπη είναι ένα ξίφος που έρχεται αιφνιδίως και
χτυπάει το σώμα, ιδιαίτερα όμως την ψυχή του ανθρώπου. Και μάλιστα κάτι
που εξέρχεται από την κακία των ανθρώπων, από την αμαρτία, από την
δυσωδία, από την αντίθεση των άλλων. Η λέξη λύπη είναι συγγενής προς την
λέξη λύμη, η οποία σημαίνει πληγή, κάτι που στάζει πύον. Επομένως, λύπη
είναι η κατάσταση της ψυχής, η οποία στάζει πύον. Κυρίως προέρχεται από
βέλη τα οποία εξακοντίζονται από την κακία των ανθρώπων ή και από τις
κακίες της δικής μας ψυχής. Η λύπη εδώ δεν είναι αυτό που λέμε,
είμαι λυπημένος. Όταν λέμε, είμαι λυπημένος, κατά κανόνα εννοούμε, ζω
τις αναθυμιάσεις της δικής μου αμαρτίας, της δικής μου εγωπάθειας, της
δικής μου απομονώσεως από τον Θεό. Όταν οι πατέρες ομιλούν για την λύπη,
εννοούν κάτι διαφορετικό.

Η χαρά λοιπόν είναι λύπης όλεθρος. Επομένως όταν μας χτυπήσουν τα
βέλη αμαρτίας, των πονηρών παθών, των εμπαθών λογισμών, τα βέλη των
κακών ανθρώπων ή οποιαδήποτε άλλα, όταν φαίνεται η δυσωδία του προτέρου
μας βίου, όταν η αποτυχία της ζωής μας έλθει να μας χτυπήσει, τότε η
χαρά είναι όλεθρος της λύπης. Η χαρά είναι σαν μια ασπίδα που χτυπούν τα
βέλη και φεύγουν και δεν παθαίνεις τίποτε. Όλοι εκείνοι και όλα εκείνα
που έρχονται να θλίψουν την δική μας ψυχή καταστρέφονται, απόλλυνται.

Η τροφή των εν Χριστώ ασκουμένων είναι η χαρά. Η χαρά τρέφει την ψυχή
, το πνεύμα, τον νου, ώστε να μπορούν να ανεβαίνουν και να δίδωνται εις
τον Θεόν. Καμία άσκησις, καμία εγκράτεια, κανείς πόθος, καμία αγάπη δεν
μπορεί να φτάσει εις το τέρμα εάν δεν τρέφεται. Σκεφτείτε κάποιον που
θέλει να είναι καλός αθλητής και δεν τρώει. Απλούστατα θα πέσει εις τον
δρόμο. Έτσι ακριβώς παθαίνει και κάποιος πνευματικός ασκητής αν δεν έχει
χαρά.

*  “Εκ
της γης (ο Θεός) σχημάτισε το σώμα του, και με την ίδια Του την Πνοή,
του έδωσε μια ψυχή λογική και με κατανόηση, που τελικά λέμε πως είναι η
θεία εικόνα….Το σώμα και η ψυχή σχηματίσθηκαν ταυτόχρονα – όχι το ένα
πριν και το άλλο μετά, όπως θέλουν να λένε τα παραληρήματα του
Ωριγένους….
 ” (Αγ.Ιωαννης Δαμασκηνός, Περί της Ορθοδόξου Πίστεως,Β, 12)

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

ΠΩΣ ΘΑ ΓΙΝΕΙ Η ΔΥΣΗ ΠΑΛΙ ΟΡΘΟΔΟΞΗ;




Μην επηρεάζεστε από αυτά πού βλέπουν τα μάτια, επειδή τα μάτια βλέπουν επιφανειακά και δε βλέπουν το βάθος. Τα μάτια βλέπουν την εξωτερική ενδυμασία του ανθρώπου και δε βλέπουν τον χαρακτήρα του, βλέπουν τον ηθοποιό και δεν βλέπουν τον άνθρωπο.

Τα μάτια βλέπουν τον άνθρωπο και δεν βλέπουν το Θεό. Μόνο ό ευλογημένος νους βλέπει εκείνο πού δεν μπορεί να δει το μάτι, βλέπει το βάθος κάτω από την επιφάνεια, τον χαρακτήρα κάτω από την εξωτερική εμφάνιση, τον άνθρωπο πίσω από τον ηθοποιό, τον Θεό πίσω από τον άνθρωπο. 
Οι ώριμοι άνθρωποι βλέπουν αυτό πού δεν φαίνεται, ενώ τα παιδιά βλέπουν μόνο αυτό πού φαίνεται. Το βάθος ενός όντος είναι αόρατο. Το βάθος και ή ουσία των πραγμάτων είναι αόρατα για το αισθητήριο όργανο του ματιού, είναι όμως ορατά για το εσωτερικό μάτι, το θεϊκό μάτι πού χάρισε ό Θεός στον καθένα μας, το νου.

Εν συντομία θα έλεγε κανείς, πώς το αισθητήριο όργανο του ματιού βλέπει σύμβολα και εικόνες, ενώ ό νους βλέπει την ουσία, το βάθος των πραγμάτων, κοιτάζει πνευματικά.

Πήγαν τότε οι μαθητές του και τον ρώτησαν:
«Γιατί τούς μιλάς με παραβολές;» και εκείνος τούς απάντησε: «Γιατί σ' εσάς έδωσε ό Θεός να γνωρίζετε τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, σ' εκείνους όμως όχι» (Ματθ. 13, 10-11).

Με τα μάτια του σώματος λοιπόν βλέπουμε μόνο τα υλικά πράγματα. Βλέπουμε την εξωτερική όψη των πραγμάτων, το χρώμα, τη μορφή, αλλά την ουσία και το βάθος δεν μπορούμε να τα δούμε. Γι' αυτό το λόγο ό Κύριος μας μιλά με τις παραβολές, δηλαδή με σύμβολα, με εικόνες και με περιγραφές της εξωτερικής μορφής των πραγμάτων, επειδή είναι ό μοναδικός προσιτός τρόπος για τα μάτια.

Κάτι τέτοιο ανάλογο συμβαίνει και με την τροφή. Διαφορετική είναι ή τροφή για τα παιδιά και διαφορετική είναι ή τροφή για τούς μεγάλους, πού μπορούν να μασήσουν και σκληρή τροφή.

Έτσι, διαφορετικά βλέπει ό άνθρωπος πού δεν είναι ώριμος και διαφορετικά βλέπει ό ώριμος, αυτός πού αντιλαμβάνεται τα μυστήρια της ζωής, επειδή ό τελευταίος ασταμάτητα ασκείται, για να μάθει ποιό είναι το βάθος και ή ουσία των πραγμάτων.
Οι παραβολές είναι για τα παιδιά και ό Θεός αγαπάει τα παιδιά.
Ωραίο είναι να είναι κανείς παιδί και είναι φυσιολογικό για το παιδί να πηγαίνει εκεί πού τον οδηγούν τα μάτια του, επειδή το βλέμμα των παιδιών γλιστράει στην επιφάνεια των πραγμάτων.

Άσχημο είναι, όταν ό ηλικιωμένος άνθρωπος παιδιαρίζει, άσχημο και μη φυσιολογικό.

Ό δυτικός κόσμος παιδιαρίζει και αυτό είναι άσχημο. Όταν ή Δύση ήταν ορθόδοξη έβλεπε τον κόσμο πνευματικά, με το νου. Όσο όμως περισσότερο απομακρυνόταν από την χριστιανική αλήθεια τόσο το πνευματικό της βλέμμα θόλωνε μέχρι πού στον εικοστό αιώνα το πνευματικό της βλέμμα σκοτείνιασε εντελώς. Τώρα της έμειναν μόνο τα μάτια του σώματος, της έμεινε ή αίσθηση της όρασης. 

Εξοπλίστηκε με πολλά και εξαιρετικά όργανα, για να βλέπει καλύτερα και πιο σωστά τον υλικό κόσμο, την μορφή, τα χρώματα, τα νούμερα, τα μέτρα και την απόσταση. Ό δυτικός κόσμος έρευνα μέσα από το μικροσκόπιο τα μικρόβια, όπως δεν τα ερεύνησε κανείς. Βλέπει μέσα από το τηλεσκόπιο τα αστέρια σαν να είναι εδώ πάνω από την καπνοδόχο, όπως δεν τα έβλεπε ποτέ κανένας.

Όσον άφορα, όμως, την κρυμμένη ουσία των πραγμάτων, την κρυμμένη σημασία όλων των δημιουργημάτων στην οικουμένη, αδελφοί μου, οι δυτικοί σήμερα είναι τυφλοί, είναι πιο τυφλοί από την ισλαμική Αραβία, από την Ινδία πού πιστεύει στο θεό Μπράμα, από το βουδιστικό Θιβέτ και από την Κίνα. Ό Χριστός μας δεν γνώρισε τα τελευταία δύο χιλιάδες χρόνια μεγαλύτερη ντροπή από αυτή. Άνθρωποι βαπτισμένοι στο όνομα του Κυρίου να είναι πιο τυφλοί πνευματικά από μη βαπτισμένους ανθρώπους.

Ό απόστολος Παύλος στους δυτικούς, με την παιδαριώδη συμπεριφορά, θα έλεγε σήμερα, όπως είπε κάποτε στους Γαλάτες: Ανόητοι Γαλάτες, ποιος σας μάτιασε και δεν πιστεύετε στην αλήθεια, εσείς, μπροστά στα μάτια των οποίων ζωγράφισα με το κήρυγμα μου τόσο ζωντανά τον Ιησού Χριστό σταυρωμένο; Τηρώντας το νόμο δεχτήκατε το Πνεύμα ή ακούγοντας το κήρυγμα και πιστεύοντας; Τόσο ανόητοι είστε! Αρχίσατε με την εμπειρία του Πνεύματος. Πώς τώρα καταλήγετε να εμπιστεύεστε σ' ανθρώπινες δυνάμεις; (Γαλ. 3, 14).

Ή Ευρώπη ξεκίνησε με το Πνεύμα, όμως τώρα ζει με την ύλη, δηλαδή με σαρκικούς λογισμούς, με σαρκικές επιθυμίες, με υλικές κατακτήσεις. Σαν να είναι ματιασμένη!

Όλη ή πορεία της Ευρώπης στα χρόνια μας κινείται σε δύο μόνο διαστάσεις, στο πλάτος και στο μήκος των πραγμάτων. Ή Δυτική Ευρώπη δεν γνωρίζει ούτε το βάθος, ούτε το ύψος των πραγμάτων, γνωρίζει μόνο το πλάτος, το μήκος της γης και του εδάφους. Αγωνίζεται συνεχώς για την εξάπλωση του εδάφους, για το έδαφος και μόνο το έδαφος!
Γι' αυτό το λόγο ξεσπούν οι πόλεμοι. Ό ένας πόλεμος ακολουθεί τον άλλο πόλεμο.

Ή μία φρίκη ακολουθεί την άλλη φρίκη.

Ό Θεός όμως δεν δημιούργησε τον άνθρωπο για να ψάχνει μόνο έδαφος, αντιθέτως ό Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο για να είναι το όν πού με το νου του θα κατανοεί τα μυστήρια της ζωής, και με την καρδιά του θα καταφέρει να ανεβεί στο ύψος του Θεού.
Ό πόλεμος για τα εδάφη, για περισσότερη γη είναι πόλεμος εναντίον της αλήθειας. Ό πόλεμος εναντίον της αλήθειας είναι πόλεμος εναντίον της θεϊκής και της ανθρώπινης φύσης.
Τί απογοήτευση! Πιο πικρή και από την αψίνθιο! Πόσοι άνθρωποι καταστρέφονται και θυσιάζονται για το περαστικό, το παροδικό, το προσωρινό και ψεύτικο βασίλειο της γής! Αν οι άνθρωποι επιθυμούσαν να υπομείνουν λίγα βάσανα και θυσίες για το επουράνιο βασίλειο, ό πόλεμος στη γη δεν θα υπήρχε.

Οι Δυτικοί αφιερώνουν στο Χριστό με δυσκολία δύο λεπτά ενώ στην εκκλησία του διαβόλου δίνουν ολόκληρη την περιουσία τους και όλα τα παιδιά τους!

Ή Ευρώπη ας κάνει το σταυρό της και ας επιστρέψει στο δρόμο του Χριστού. Ας προσευχηθεί στη Παναγία, ας θυμηθεί τούς δώδεκα αποστόλους και τότε τα λέπια από τα μάτια της θα πέσουν. Θα γίνει πάλι όμορφη όπως ήταν πριν από χίλια χρόνια. Θα γίνει πάλι ορθόδοξη Ευρώπη. Θα γίνει και αυτή ευτυχισμένη και εμείς μαζί της. Θα χαρούνε μαζί της οι δακρυσμένοι λαοί της Ευρώπης και θα ψάλλουνε μαζί τον αιώνιο ύμνο στο Θεό: Άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ό ουρανός και ή γη της δόξης Σου. Αμήν.


ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ