Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

ΥΙΕ ΜΟΥ ΔΟΣ ΜΟΙ ΣΗΝ ΚΑΡΔΙΑΝ» (Παροιμ. κγ´ 26)



 «Υἱέ μου», δηλαδή παιδί μου, γιέ μου...Ὄχι δοῦλε μου. Ἄλλωστε μᾶς τό δήλωσε: «οὐκέτι λέγω ὑμᾶς δούλους»( Ἰω. 15, 15)-«Δέν σᾶς ἀποκαλῶ πλέον δούλους» ἀλλά υἱούς, παιδιά μου.
«Δός μοι σήν καρδίαν» δηλ. δός μου τήν καρδιά σου...Ὄχι τά λεφτά σου...ὄχι τό τάμα σου..., ὄχι τή λαμπάδα σου...,ὄχι τά λόγια σου....Διότι πάλι μᾶς τό δήλωσε: «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε εἰσελεύσεται εἰς τήν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ' ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»(Ματθ. 7, 21).
Δός μου τήν καρδιά σου..., ὄχι τά πράγματά σου, ὄχι τά δικά σου... ἀλλά ἐσένα τόν ἴδιο.
Θέλω τήν καρδιά σου καί ὅ,τι αὐτή περιέχει· θέλω τά συναισθήματά σου, τίς ἐπιθυμίες σου, τή θέλησή σου, τή βούλησή σου γιά νά τά ἐξαγιάσω...Θέλω ἐπίσης τίς ἁμαρτίες σου γιά νά τίς ἐξαλείψω.
«Υἱέ μου δός μοι σήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´ 26)
Ὁ ἀγαθός καί πανοικτίρμων Κύριος ζητᾶ τήν καρδιά μας. Ζητᾶ τό κέντρο τῆς ψυχοσωματικῆς μας ὕπαρξης.
-Γιατί;
-Γιά νά μᾶς γεμίσει μέ τήν ἄπειρη χαρά Του. Γιά νά μᾶς κάνει θεούς κατά χάριν· κατά πάντα ὅμοιους μέ Αὐτόν «πλήν τῆς κατ’ οὐσίαν ταυτότητος», ὅπως διδάσκει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.
Ὁ Θεός θέλει τήν καρδιά μας, διότι ἐκεῖ θέλει νά ἀναπαύεται, νά βασιλεύει καί νά κυριαρχεῖ. Ὄχι γι’ Αὐτόν ἀλλά γιά ἐμᾶς, γιά τό δικό μας τό καλό...
Μᾶς ζητᾶ ὁλόκληρη τήν καρδιά μας: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου» (Λκ. 10, 27) μᾶς λέει στήν πρώτη ἐντολή. Θέλει νά Τοῦ τήν δώσουμε αὐτοπροαίρετα καί ὄχι ἀναγκαστικά. Θέλει νά Τόν θέλουμε καί νά Τόν ἀγαπᾶμε.
Διότι θέλει νά γίνει ἕνα μαζί μας διά τῆς ἀκτίστου Του δόξης. Θέλεις νά μᾶς γεμίσει μέ τήν μακαριότητα πού Ἐκεῖνος ζεῖ.
«Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω» (Ἀποκ. 3, 20). Ὁ Κύριος κρούει στήν θύρα τῆς καρδιᾶς κάθε ἀνθρώπου ζητώντας νά εἰσέλθει σ’ αὐτή, ὄχι ὡς ἕνας διαβάτης πού ζητᾶ τό δικό του συμφέρον, ἀλλ΄ ὡς εὐεργέτης πού θέλει νά μᾶς διακονήσει.
Ἐάν Τόν ἀκούσουμε καί Τοῦ ἀνοίξουμε (διότι ποτέ ἀπό μόνος Του δέν παραβιάζει τήν πόρτα-μόνο περιμένει ὑπομονητικά μία ζωή... ὅσο διαρκεῖ ἡ γήϊνη ζωή μας...περιμένει καί χτυπᾶ γιά νά Τοῦ ἀνοίξουμε) τότε θά ζωστεῖ τό λέντιο καί θά γίνει ἀπό φιλοξενούμενος φιλοξενῶν καί «ξενοδοχῶν ἡμᾶς».
Θά μᾶς καθαρίσει τήν καρδία καί θά τήν γεμίσει μέ τήν Θεία Του Χάρη. Θά δειπνήσει μαζί μας, γεμίζοντας μας μέ ἄρρητη εὐφροσύνη. «Ἐάν τις ἀκούσει τῆς φωνῆς Μου καί ἀνοίξει τήν θύραν, καί εἰσελεύσομαι καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καί αὐτός μετ’ ἐμοῦ» (Ἀποκ. 3, 20).
Ἡ καρδία μας πού ζητᾶ νά τήν εὐεργετήσει εἶναι γεμάτη μέ κάθε εἶδος ἀκαθαρσίας, εἶναι ταλαίπωρη, πονεμένη, ἀκατάστατη, χωρίς χῶρο ἐλεύθερο γιά νά χωρέσει τόν  «Ἀχώρητον παντί». Μόνον ὁ Κύριος μπορεῖ νά τήν καθαρίσει, νά τήν ἀναπαύσει, νά τήν ἡρεμίσει, νά τήν κάνει χωρητική τῆς Μεγαλωσύνης Του, θρόνο τῆς δόξης Του, θυσιαστήριο δικό Του. Γι’ αὐτό καί  μᾶς ζητάει νά Τοῦ τήν δώσουμε.
Ἡ καρδιά τοῦ ἀληθινοῦ Χριστιανοῦ πρέπει νά εἶναι Θυσιαστήριο τοῦ ζῶντος Θεοῦ μέσα στό ναό τοῦ σώματός του. Νά τί μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, τό στόμα τοῦ Χριστοῦ: «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναός τοῦ Θεοῦ ἐστε καί τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν»;(Α΄ Κορ. 3, 16).
Ἀπό τήν στιγμή τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματός μας εἴμαστε δυνάμει ναοί τοῦ Θεοῦ. Καλούμαστε νά γίνουμε καί ἐνεργεί
ᾳ τηρώντας τίς Θεῖες Ἐντολές. Ναός τοῦ Θεοῦ εἶναι τό ἀνθρώπινο σῶμα, Ἱερό Βῆμα ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί Θυσιαστήριο ὁ νοῦς του.
Ὁ ναός, τό Ἱερό Βῆμα καί τό Θυσιαστήριο πρέπει νά εἶναι ἀπόλυτα καθαρά καί ἅγια.
Ὁ Κύριος μόνο μπορεῖ νά τά καθαρίσει καί νά τά καθαγιάσει. Γιαυτό μᾶς ζητᾶ νά Τοῦ τά δώσουμε· γιά νά τά μεταβάλλει σέ ἄξιο ναό, Ἱερό Βῆμα καί Ἱερό Θυσιαστήριο Του.
«Ὁ Κύριος» μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ «ζητᾶ μία καρδιά γεμάτη ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τόν πλησίον. Αὐτή εἶναι ὁ τόπος, στόν ὁποῖον Ἐκεῖνος ἀναπαύεται καί ἐμφανίζεται μέ τήν πληρότητα τῆς ἐπουρανίου δόξης Του.
«Υἱέ, δός μοι σήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´ 26), μᾶς λέει ὁ Κύριος, κι Ἐκεῖνος ὑπόσχεται νά μᾶς δώση τό κάθε τι. Ζητᾶ τήν καρδιά μας ὁ Κύριος, γιατί μέσα σ᾿ αὐτή θέλει νά ἐγκαθιδρύση τή βασιλεία Του. «Ἐγγύς Κύριος πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν, πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν ἐν ἀληθείᾳ» (Ψαλμ. ρμδ´ 18)»[1].

Τί σημαίνει ἀγαπῶ τόν Θεό;

Σημαίνει ὅτι:
Ἀρνοῦμαι τό θέλημά μου κάθε στιγμή καί ἀναζητῶ τό δικό Του.
Ἀρνοῦμαι τή φιλαυτία μου καί τά πάθη μου καί τηρῶ τίς ἐντολές Του.
Ἀρνοῦμαι τήν καλοπέραση πού τρέφει τά πάθη καί κάνω ἄσκηση, νηστεύω, κακοπαθῶ γιά χάρη τοῦ Κυρίου.
Ἀρνοῦμαι τόν ἐγωισμό, τήν οἴηση, τήν ὑπερηφάνεια πού συνιστοῦν τό εὔκρατο κλίμα ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν παθῶν.
Ἐγκολπώνομαι τήν ταπείνωση, τήν ταπεινοφροσύνη στούς λογισμούς, τήν εὐτέλεια σ’ ὅλες μου τίς κτήσεις, τήν ἔσχατη θέση κάθε στιγμή, τήν ἀτιμία καί τήν περιφρόνηση τοῦ κόσμου γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ.
Προσεύχομαι ἀδιάλειπτα καί δίνω κάθε σκέψη μου σ’ Αὐτόν τόν Λατρευτό τῆς καρδιᾶς μου.
Ζητῶ νά βασιλεύει Αὐτός σ’ ὅλη μου τήν ὕπαρξη.
Ἐπιθυμῶ ὁ Κύριος νά κυβερνᾶ τά συναισθήματα, τό θυμό, τίς ἐπιθυμίες καί τά διανοήματά μου, τό σῶμα μου καί τήν ψυχή μου.
Προσπαθῶ κάθε μου βλέμμα νά εἶναι γι’ Αὐτόν, κάθε μου ἄκουσμα, κάθε μου λόγος, κάθε μου κίνηση, κάθε μου ἐνέργεια, κάθε κίνηση τῆς ψυχῆς μου νά εἶναι ὅλα γιά τόν Κύριο καί μόνο γι’ Αὐτόν.
Προσπαθῶ νά ἔχω ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μου διότι μόνο δι’ Αὐτοῦ θά μπορέσω νά κατορθώσω καί νά ζήσω ὅλα ὅσα ἀνέφερα προηγουμένως.
Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό δέν εἶναι ἁπλῶς μία ἀρετή, δέν εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο κατόρθωμα, ἀλλά ἕνα θεανθρώπινο ἐπίτευγμα: Εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς συνεργασίας τῆς Θείας Χάρης μέ τήν ἀνθρώπινη θέληση.
«Ὅταν λέμε ἀγάπη» μᾶς διδάσκει ὁ Γέρων Πορφύριος  «δὲν εἶναι οἱ ἀρετὲς ποὺ θ΄ ἀποκτήσουμε ἀλλὰ ἡ ἀγαπώσα καρδία πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἄλλους. Τὸ καθετὶ ἐκεῖ νὰ τὸ στρέφουμε. Βλέπουμε μία μητέρα νὰ ἔχει τὸ παιδάκι της ἀγκαλιά, νὰ τὸ φιλάει καὶ νὰ λαχταράει ἡ ψυχούλα της; Βλέπουμε νὰ λάμπει τὸ πρόσωπό της, πού κρατάει τ΄ ἀγγελούδι της; Ὅλ΄ αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τὰ βλέπει, τοῦ κάνουν ἐντύπωση καὶ μὲ δίψα λέει: «Νὰ εἶχα κι ἐγὼ αὐτὴ τὴ λαχτάρα στὸν Θεό μου, στὸν Χριστό μου, στὴν Παναγίτσα μου, στοὺς ἁγίους μας!». Νά, ἔτσι πρέπει ν΄ ἀγαπήσομε τὸν Χριστό, τὸν Θεό. Τὸ ἐπιθυμεῖς, τὸ θέλεις καὶ τὸ ἀποκτᾶς μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ».

Πῶς ἀποκτᾶται ἡ ἀγάπη αὐτή πρός τόν Θεό;

Μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Καί πῶς ἀποκτᾶται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ; Ἤ πιό σωστά πῶς ἐπανενεργοποιεῖται (ἐπανανακαλύπτεται) ἡ Θεία Χάρη τήν ὁποία ἤδη  ἔχουμε λάβει κατά τό Ἅγιο Βάπτισμά μας;
Μέ τήν ὅλη πνευματική προσπάθεια καί πρό πάντων  μέ:
 α) τήν μετάνοια- τακτική ἐξομολόγηση διά τῆς ὁποίας αἴρονται τά ἐμπόδια πού δέν μᾶς ἐπιτρέπουν νά κοινωνήσουμε μέ τόν Θεό.
β)    τήν ἀδιάλειπτη προσευχή πού συνοδεύεται μέ σωματικό κόπο,
γ)   τήν πνευματική μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Πατερικῶν καί τῶν λειτουργικῶν κειμένων.
δ)   τήν Θεία Λατρεία-Θεία Λειτουργία-Θεία Κοινωνία.

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΡΑΤΟΣ
Στὸ βίο τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, ἐπισκόπου Ἀντιοχείας, πού στεφανώθηκε μὲ τὸ φωτοστέφανο τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου στὴ Ρώμη, στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ, διαβάζουμε αὐτὰ τὰ λόγια: «Ὅταν τὸν ἔπαιρναν γιὰ νὰ τὸν καταβροχθίσουν τὰ ἄγρια θηρία καὶ ἐκεῖνος εἶχεν ἀσταμάτητα τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ στὰ χείλη του, οἱ εἰδωλολάτρες τὸν ρώτησαν γιατί θυμόταν τὸ ὄνομα ἐκεῖνο ἀδιάλειπτα. Ὁ Ἅγιος ἀπάντησε ὅτι εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γραμμένο μέσα στὴν καρδιά του κι ὅτι ὁμολογοῦσε μὲ τὰ χείλη Ἐκεῖνον πού πάντα ἔφερε μέσα στὴν καρδιά του. Ὅταν τὰ ἄγρια θηρία εἶχαν καταβροχθίσει τὸν Ἅγιο, ἡ καρδιά του, μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, διατηρήθηκε ἀνέπαφη ἀνάμεσα στὰ κόκαλά του. Οἱ ἄπιστοι τὴ βρῆκαν καὶ τότε θυμήθηκαν ὅσα εἶχε πεῖ ὁ Ἅγιος. Ἔτσι, ἔκοψαν τὴν καρδιὰ ἐκείνη στὰ δύο, θέλοντας νὰ μάθουν ἂν ἦταν ἀληθινὸ ὅ,τι τοὺς εἶχε λεχθεῖ. Στὸ ἐσωτερικὸ τῶν δύο κομματιῶν τῆς καρδίας βρῆκαν μίαν ἐπιγραφὴ γραμμένη μὲ χρυσᾶ γράμματα: ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. Ἔτσι ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ἦταν θεοφόρος καὶ στὸ ὄνομα καὶ στὴν πράξη, ἔχοντας πάντα καὶ φέροντας μέσα στὴν καρδιὰ του τὸ Θεὸ Μας Χριστό, μὲ τὸ ὄνομά Του γραμμένο μὲ τὸ λογισμὸ τοῦ νοῦ σὰν μὲ κάλαμο».
Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ἦταν μαθητὴς τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοὺ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καὶ εἶχε τὸ προνόμιο, ὄντας παιδί, νὰ δεῖ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ προσωπικά. Ἦταν τὸ εὐλογημένο ἐκεῖνο παιδί, γιὰ τὸ ὅποιο λέγεται στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι ὁ Κύριος τὸ ἔβαλε στὸ μέσο τῶν Ἀποστόλων, πού συζητοῦσαν γιὰ πρωτεῖα, τὸ πῆρε στὴν ἀγκαλιά του καὶ εἶπε: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ὅστις οὖν ταπεινώσει ἑαυτὸν ὡς τὸ παιδίον τοῦτο, οὗτος ἐστὶν ὁ μείζων ἐν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»[2].
Σίγουρα ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος διδάχτηκε τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν ἅγιο Εὐαγγελιστὴ καὶ τὴν ἐφάρμοζε κατὰ τὴν περίοδο ἐκείνη τῆς ἀκμῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι Χριστιανοί. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ μάθαιναν τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, πρῶτα γιὰ τὴ μεγάλη σημασία τῆς ἴδιας τῆς προσευχῆς, ὅπως καὶ γιὰ τὸ ὅτι σπάνιζαν τότε καὶ ἦταν πανάκριβα τὰ χειρόγραφα ἱερὰ βιβλία, γιατί λίγοι ἦταν οἱ γραμματισμένοι (οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ἦταν ἀγράμματοι) καὶ γιατί ἡ προσευχὴ τοὺ Ἰησοῦ ἦταν εὔκολη, πρόσφερε ἱκανοποίηση καὶ ἐπενεργοῦσε μὲ μία πολὺ εἰδικὴ ἐνέργεια καὶ δύναμη.
Στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία διαβάζουμε τὸ πιὸ κάτω ἐπεισόδιο: Κάποιος στρατιώτης, γέννημα τῆς Καρχηδόνας, πού ὀνομαζόταν Νεωκόρος, ὑπηρετοῦσε στὴ φρουρὰ τῆς Ἱερουσαλὴμ στὰ χρόνια πού ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ὑπέστη θεληματικὰ τὰ πάθη καὶ θανατώθηκε γιὰ ν' ἀπολυτρώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος. Σὰν εἶδε ὁ Νεωκόρος τὰ θαύματα πού τελέσθηκαν στὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, πίστεψε σ' Αὐτὸν καὶ βαφτίστηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους. Ὅταν τελείωσε τὴ θητεία του, ὁ Νεωκόρος πῆγε πίσω στὴν Καρχηδόνα καὶ μοιράστηκε τὸ θησαυρὸ τῆς πίστης μὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκογένειά του. Ἀνάμεσα σ' ἐκείνους πού δέχτηκαν τὸ Χριστιανισμὸ ἦταν καὶ ὁ Καλλίστρατος, ὁ ἐγγονὸς τοῦ Νεωκόρου. Σὰν ἔφτασε στὴν κατάλληλη ἡλικία ὁ Καλλίστρατος πῆγε στὸ στρατό. Τὸ στρατιωτικὸ ἀπόσπασμα στὸ ὅποιο τοποθετήθηκε τὸ ἀποτελοῦσαν εἰδωλολάτρες. Παρακολούθησαν τὸν Καλλίστρατο καὶ πρόσεξαν πώς αὐτὸς δὲ λάτρευε τὰ εἴδωλα, ἀλλὰ ἀφιέρωνε πολλὴν ὥρα στὴν προσευχὴ τὴ νύκτα μέσα σὲ μοναξιά. Κάποτε κρυφάκουσαν, ἐνῶ ἐκεῖνος προσευχόταν, καὶ τὸν ἄκουσαν νὰ ἐπαναλαμβάνει ἀδιάκοπα τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτὸ τὸν κατήγγειλαν στὸ διοικητή τους. Ὁ ἅγιος Καλλίστρατος, πού ὁμολογοῦσε τὸ Χριστὸ ὄντας μόνος στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, Τὸν ὁμολόγησε δημοσίως στὸ φῶς τῆς ἡμέρας καὶ ἐπισφράγισε τὴν ὁμολογία του μὲ τὸ αἷμα του»
[3].
 ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!

ερομόναχος Σάββας γιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου