Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΜΑΣ



Πολύ συχνά αναζητούμε τον Χριστό στα κενά των ποικίλων απασχολήσεών μας. Νομίζουμε πως η συνάντησή μας μαζί Του προϋποθέτει μια ζωή απαλλαγμένη απ'τη ρουτίνα της βιοπάλης κι επειδή ο ελεύθερός μας χρόνος δεν είναι πολύς,νομίζουμε πως και η πνευματική ζωή είναι δύσκολη ή και αδύνατη.
Όμως ο Χριστός πρωτοσυνάντησε και κάλεσε κοντά Του τους μαθητές Του όχι την ώρα που εκείνοι προσεύχονταν, αλλά την ώρα που εργάζονταν, την ώρα που ψάρευαν στη λίμνη. Τους συνάντησε στην πιο πεζή και τετριμμένη τους καθημερινότητα, στην πιο ανιαρή και σκληρή ρουτίνα.
Τον Χριστό Τον συναντάμε όχι στον «ελεύθερο» χρόνο μας, αλλά στην πάλη της καθημερινότητας-από εκεί γίνεται η αρχή. Αρκεί μόνο ένα πράγμα να έχουμε στην καρδιά μας: Την προσμονή της έλευσής Του...

Ο ΘΕΟΣ ΜΑΣ ΣΤΕΛΝΕΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ...



Το λάθος μας πάντα είναι ότι δεν παίρνουμε στα σοβαρά αυτό που είναι η δεδομένη, η παρεχομένη σημερινή ημέρα της ζωής μας, το ότι ζούμε στο παρελθόν ή στο μέλλον και το ότι όλο και περιμένουμε κάποιαν ιδιαίτερη μέρα, οπότε η ζωή μας θα ξεδιπλωθεί και θα αποκτήσει όλη την σημασία και σπουδαιότητά της και δεν προσέχουμε ότι η ζωή μας κυλάει και φεύγει σα νερό, που διαρρέει μέσα από τα δάκτυλα του χεριού, ή όπως τον πολύτιμο σπόρο, που διαπερνά και πέφτει από μη σφιχτοδεμένο σακί.
Συνεχώς, την κάθε μέρα και την κάθε ώρα, ο Θεός μας στέλνει ανθρώπους είτε περιστάσεις είτε καθήκοντα, που πρέπει να χρησιμεύσουν σαν αφετηρία στην αναγέννησή μας... αλλά εμείς δεν του δίνουμε προσοχή, με αποτέλεσμα την κάθε ώρα να εναντιωνόμαστε στο θέλημα Του Θεού για μας. Και πράγματι, πως μπορεί ο Θεός να μας βοηθήσει; Μόνο στέλνοντάς μας στην καθημερινή μας ζωή συγκεκριμένους ανθρώπους και συγκεκριμένες συγκυρίες περιστάσεων. Αν δε την ώρα της ζωής μας την δεχόμαστε σαν την ώρα, όπου εκδηλώνεται του Θεού το θέλημα για μας και σαν την αποφασιστική, την σπουδαιότατη και μοναδική ώρα της ζωής μας, οποίες ως την ώρα εκείνη κρυμμένες πηγές χαράς, αγάπης και δύναμης θα ξεπηδούσαν και θα ανέβλυζαν από τα βάθη της ψυχής μας!
Να δεχόμαστε, λοιπόν, με σοβαρότητα κάθε άνθρωπο, που συναπαντούμε στον δρόμο της ζωής μας και να παίρνουμε στα σοβαρά κάθε ευκαιρία και δυνατότητα να κάνουμε έργο καλό και να 'στε βέβαιοι ότι μ' αυτό τον τρόπο κάνετε αυτό που θέλει ο Θεός για σας στις συγκεκριμένες εκείνες περιστάσεις, την δεδομένη εκείνη ημέρα και ώρα.
Αν αγαπούσαμε τον Θεό περισσότερο, πόσο εύκολα θα Του εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας και τον κόσμο ολόκληρο με όλες τις αντινομίες του και τις ακατανόητες πλευρές του! Όλες οι δυσκολίες οφείλονται στο ότι οι άνθρωποι δεν αγαπούν ο ένας τον άλλον αρκετά. Εκεί όπου υπάρχει αγάπη δεν μπορούν να υπάρχουν δυσκολίες.

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ ΜΗΝΥΜΑ

ΙΕΡΟΣ  ΝΑΟΣ  ΑΓΙΟΥ  ΙΩΑΝΝΟΥ  ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ  ΓΟΜΟΣΤΟΥ
                                                              ΠΑΣΧΑ  2014





Ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς, αφού νίκησε και                   κατήργησε τον θάνατο με τον δικό Του θάνατο επάνω στο Σταυρό κι έτσι εχάρισε σ’ αυτούς που ήσαν θαμμένοι στα μνήματα την αιώνιο ζωή.

Μέσα σ’ αυτή την ευφρόσυνη χαρά της Αναστάσεως , έχουμε χρέος ώς γνήσιοι χριστιανοί να συγχωρήσουμε όλους αυτούς που μας έβλαψαν , διότι όπως λέμε στην Εκκλησία: 
‘ Συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει και ούτω βοήσωμεν Χριστός Ανέστη...’ .

Εύχομαι έκ βάθους καρδίας η Αναστάσιμη χαρά να πληρεί τις καρδιές όλων μας και η πίστη στην Ανάσταση να μας εμπνέει αισιοδοξία, δύναμη  στις δυσκολίες της ζωής και αγάπη για όλο τον κόσμο!


 Ο ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ

Π. Γεώργιος  Δημητρόπουλος


Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Πορεία προς το Πάσχα του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν



από το βιβλίο του «Μεγάλη Σαρακοστή-Πορεία προς το Πάσχα» Εκδ. Ακρίτας

Όταν κάποιος ξεκινάει για ένα ταξίδι θα πρέπει να ξέρει που πηγαίνει. Αυτό συμβαίνει και με τη Μεγάλη Σαρακοστή. Πάνω απ’ όλα η Μεγάλη Σαρακοστή είναι ένα πνευματικό ταξίδι που προορισμός του είναι το Πάσχα, «η Εορτή Εορτών». Είναι η προετοιμασία για την «πλήρωση του Πάσχα, που είναι η πραγματική Αποκάλυψη».Για το λόγο αυτό θα πρέπει να αρχίσουμε με την προσπάθεια να καταλάβουμε αυτή τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη Σαρακοστή και το Πάσχα, γιατί αυτή αποκαλύπτει κάτι πολύ ουσιαστικό και πολύ σημαντικό για τη Χριστιανική πίστη και ζωή μας.
Άραγε είναι απαραίτητο να εξηγήσουμε ότι το Πάσχα είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια γιορτή, πολύ πέρα από μια ετήσια ανάμνηση ενός γεγονότος που πέρασε; Ο καθένας που, έστω και μια μόνο φορά, έζησε αυτή τη νύχτα «τη σωτήριο, τη φωταυγή και λαμπροφόρο», που γεύτηκε εκείνη τη μοναδική χαρά, το ξέρει αυτό.
Αλλά τι είναι αυτή η χαρά; Γιατί ψέλνουμε στην αναστάσιμη λειτουργία: «νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια»; Με ποια έννοια «εορτάζομεν» - καθώς ισχυριζόμαστε ότι το κάνουμε – «θανάτου την νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν άλλης βιοτής της αιωνίου απαρχήν...»;
Σε όλες αυτές τις ερωτήσεις η απάντηση είναι: η νέα ζωή η οποία πριν από δυο χιλιάδες περίπου χρόνια «ανέτειλεν εκ του τάφου», προσφέρθηκε σε μας, σε όλους εκείνους που πιστεύουν στο Χριστό. Μάς δόθηκε τη μέρα που βαπτιστήκαμε, τη μέρα δηλαδή που όπως λέει ο Απ. Παύλος: «...συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. 6,4).[...]
Μήπως όμως δε χάνουμε πολύ συχνά και δεν προδίνουμε αυτή τη «νέα ζωή» που λάβαμε σαν δώρο, και στην πραγματικότητα ζούμε σαν να μην αναστήθηκε ο Χριστός και σαν να μην έχει νόημα για μάς αυτό το μοναδικό γεγονός; Και όλα αυτά εξαιτίας της αδυναμίας μας, της ανικανότητάς μας, και ζούμε σταθερά με «πίστη ελπίδα και αγάπη» στο επίπεδο εκείνο που μάς ανέβασε ο Χριστός όταν είπε: «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού». Απλούστατα εμείς ξεχνάμε όλα αυτά γιατί είμαστε τόσο απασχολημένοι, τόσο βυθισμένοι στις καθημερινές έγνοιες μας και ακριβώς επειδή ξεχνάμε, αποτυχαίνουμε. Μέσα σ’ αυτή τη λησμοσύνη, την αποτυχία και την αμαρτία η ζωή μας γίνεται ξανά «παλαιά», ευτελής, σκοτεινή και τελικά χωρίς σημασία, γίνεται ένα χωρίς νόημα ταξίδι για ένα χωρίς νόημα τέρμα. Καταφέρνουμε να ξεχνάμε ακόμα και το θάνατο και τελικά, εντελώς αιφνιδιαστικά, μέσα στις «απολαύσεις της ζωής» μάς έρχεται τρομακτικός, αναπόφευκτος, παράλογος. Μπορεί κατά καιρούς να παραδεχόμαστε τις ποικίλες «αμαρτίες» μας και να τις εξομολογούμαστε, όμως εξακολουθούμε να μην αναφέρουμε τη ζωή μας σ’ εκείνη τη νέα ζωή που ο Χριστός αποκάλυψε και μάς έδωσε. Πραγματικά ζούμε σαν να μην ήρθε ποτέ Εκείνος. Αυτή είναι η μόνη πραγματική αμαρτία, η αμαρτία όλων των αμαρτιών, η απύθμενη θλίψη και τραγωδία όλων των κατ’ όνομα χριστιανών.
Αν το αναγνωρίζουμε αυτό, τότε μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι το Πάσχα και γιατί χρειάζεται και προϋποθέτει τη Μεγάλη Σαρακοστή. Γιατί τότε μπορούμε να καταλάβουμε ότι η λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας και όλος ο κύκλος των ακολουθιών της υπάρχουν, πρώτα απ’ όλα, για να μάς βοηθήσουν να ξαναβρούμε το όραμα και την γεύση αυτής της νέας ζωής, που τόσο εύκολα χάνουμε και προδίνουμε, και ύστερα να μπορέσουμε να μετανοήσουμε και να ξαναγυρίσουμε στην Εκκλησία. Πώς είναι δυνατόν να αγαπάμε και να επιθυμούμε κάτι που δεν το ξέρουμε; Πώς μπορούμε να βάλουμε πάνω από καθετί άλλο στη ζωή μας κάτι που ποτέ δεν έχουμε δει και δεν έχουμε χαρεί; Με άλλα λόγια: πώς μπορούμε, πώς είναι δυνατόν να αναζητήσουμε μια Βασιλεία για την οποία δεν έχουμε ιδέα; Η λατρεία της Εκκλησίας ήταν από την αρχή και είναι ακόμα και τώρα η είσοδος και η επικοινωνία μας με τη νέα ζωή της Βασιλείας. Και στο κέντρο της λειτουργικής ζωής, σαν καρδιά της και μεσουράνημά της – σαν ήλιος που οι ακτίνες του διαπερνούν καθετί - είναι το Πάσχα. Το Πάσχα είναι η πόρτα, ανοιχτή κάθε χρόνο, που οδηγεί στην υπέρλαμπρη Βασιλεία του Χριστού, είναι η πρόγευση της αιώνιας χαράς που μάς περιμένει, είναι η δόξα της νίκης η οποία από τώρα, αν και αόρατη, πλημμυρίζει όλη την κτίση: «νικήθηκε ο θάνατος».
Ολόκληρη η λατρεία της Εκκλησίας είναι οργανωμένη γύρω από το Πάσχα, γι’ αυτό και ο λειτουργικός χρόνος, δηλαδή η διαδοχή των εποχών και των εορτών, γίνεται ένα ταξίδι, ένα προσκύνημα στο Πάσχα, που είναι το Τέλος και που ταυτόχρονα είναι η Αρχή. Είναι το τέλος όλων αυτών που αποτελούν τα «παλαιά» και η αρχή της «νέας ζωής», μια συνεχής «διάβαση» από τον «κόσμο τούτο» στην Βασιλεία που έχει αποκαλυφτεί «εν Χριστώ».
Παρ’ όλα αυτά η «παλαιά» ζωή, η ζωή της αμαρτίας και της μικρότητας, δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί και ν’ αλλάξει. Το Ευαγγέλιο περιμένει και ζητάει από τον άνθρωπο να κάνει μια προσπάθεια η οποία, στην κατάσταση που βρίσκεται τώρα ο άνθρωπος, είναι ουσιαστικά απραγματοποίητη. Αντιμετωπίζουμε μια πρόκληση. Το όραμα, ο στόχος, ο τρόπος της νέας ζωής είναι για μάς μια πρόκληση που βρίσκεται τόσο πολύ πάνω από τις δυνατότητές μας!
Γι’ αυτό, ακόμα και οι Απόστολοι, όταν άκουσαν τη διδασκαλία του Κυρίου Τον ρώτησαν απελπισμένα: «τις άρα δύναται σωθήναι;» (Ματθ. 19,26). Στ’ αλήθεια δεν είναι καθόλου εύκολο ν’ απαρνηθείς ένα ασήμαντο ιδανικό ζωής καμωμένο με τις καθημερινές φροντίδες, με την αναζήτηση των υλικών αγαθών, με την ασφάλεια και την απόλαυση και να δεχτείς ένα άλλο ιδανικό ζωής το οποίο βέβαια δεν στερείται καθόλου τελειότητας στο σκοπό του: «Γίνεσθε τέλειοι ως ο Πατήρ ημών εν ουρανοίς τέλειος εστίν». Αυτός ο κόσμος με όλα του τα «μέσα» μάς λέει: να είσαι χαρούμενος, μην ανησυχείς, ακολούθα τον «ευρύ» δρόμο. Ο Χριστός στο Ευαγγέλιο λέει: διάλεξε το στενό δρόμο, αγωνίσου και υπόφερε, γιατί αυτός είναι ο δρόμος για τη μόνη (genuine) αληθινή ευτυχία. Και αν η Εκκλησία δεν βοηθήσει πώς θα μπορέσουμε να κάνουμε αυτή τη φοβερή εκλογή; Πώς μπορούμε να μετανοήσουμε και να ξαναγυρίσουμε στην υπέροχη υπόσχεση που μας δίνεται κάθε χρόνο το Πάσχα; Ακριβώς αυτή είναι η στιγμή που εμφανίζεται η Μεγάλη Σαρακοστή. Αυτή είναι η «χείρα βοηθείας» που απλώνει σε μάς η Εκκλησία. Είναι το σχολείο της μετάνοιας που θα μάς δώσει δύναμη να δεχτούμε το Πάσχα όχι σαν μια απλή ευκαιρία να φάμε, να πιούμε, ν’ αναπαυτούμε, αλλά, βασικά, σαν το τέλος των «παλαιών» που είναι μέσα μας και σαν είσοδό μας στο «νέο».
Στην αρχαία Εκκλησία ο βασικός σκοπός της Σαρακοστής ήταν να προετοιμαστούν οι «Κατηχούμενοι», δηλαδή οι νέοι υποψήφιοι χριστιανοί, για το βάπτισμα που, εκείνο τον καιρό, γίνονταν στη διάρκεια της αναστάσιμης θείας Λειτουργίας. Αλλά ακόμα και τώρα που η Εκκλησία δεν βαφτίζει πια τους χριστιανούς σε μεγάλη ηλικία και ο θεσμός της κατήχησης δεν υπάρχει πια, το βασικό νόημα της Σαρακοστής παραμένει το ίδιο. Γιατί, αν και είμαστε βαφτισμένοι, εκείνο που συνεχώς χάνουμε και προδίνουμε είναι ακριβώς αυτό που λάβαμε στο Βάπτισμα. Έτσι το Πάσχα για μάς είναι η επιστροφή, που κάθε χρόνο κάνουμε, στο βάπτισμά μας και επομένως η Σαρακοστή είναι η προετοιμασία μας γι’ αυτή την επιστροφή – η αργή αλλά επίμονη προσπάθεια να πραγματοποιήσουμε τελικά τη δική μας «διάβαση», το «Πάσχα» μας στη νέα εν Χριστώ ζωή. Το ότι, καθώς θα δούμε, οι ακολουθίες στη σαρακοστιανή λατρεία διατηρούν ακόμα και σήμερα τον κατηχητικό και βαπτιστικό χαρακτήρα, δεν είναι γιατί διατηρούνται «αρχαιολογικά» απομεινάρια, αλλά είναι κάτι ζωντανό και ουσιαστικό για μας. Γι’ αυτό κάθε χρόνο η Μεγάλη Σαρακοστή και το Πάσχα είναι, μια ακόμη φορά, η ανακάλυψη και η συνειδητοποίηση του τι γίναμε με τον «δια βαπτίσματος» μας θάνατο και την ανάσταση.
Ένα ταξίδι, ένα προσκύνημα! Καθώς το αρχίζουμε, καθώς κάνουμε το πρώτο βήμα στη «χαρμολύπη» της Μεγάλης Σαρακοστής βλέπουμε – μακριά, πολύ μακριά - τον προορισμό. Είναι η χαρά της Λαμπρής, είναι η είσοδος στη δόξα της Βασιλείας. Είναι αυτό το όραμα, η πρόγευση του Πάσχα, που κάνει τη λύπη της Μεγάλης Σαρακοστής χαρά, Φως, και τη δική μας προσπάθεια μια «πνευματική άνοιξη». Η νύχτα μπορεί να είναι σκοτεινή και μεγάλη, αλλά σε όλο το μήκος του δρόμου μια μυστική και ακτινοβόλα αυγή φαίνεται να λάμπει στο ορίζοντα. «Μη καταισχύνης ημάς από της προσδοκίας ημών, Φιλάνθρωπε!»



Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Διήγησις από το Γεροντικό: Ένας δαίμων ερωτά εάν τον δέχεται πίσω ο Θεός!




Κάποιος Γέρων σκητς μέγας κα διορατικός εχε φθάσει ες μέτρα σκσεωςπερνω τν δαιμονικν πειρασμν, τν ποίων τν πρεια εθαρσς κατεφρόνει. Εχαν νοίξει μ τήν χάριν το Θεο τς ψυχς του τ μάτια καβλεπε φθαλμοφανς γγέλους κα δαίμονας, πς  καθένας π τν δικήν του παράταξιν γωνιζόμενος πηρεζει τν νθρώπων τν βίον. Τόσον μέγαςταν  Γέρων ατός ες τ ν περιφρον κα ν περιπαίζ μφανς τ κάθαρτα πνεύματα, στε πολλές φορές τος μέμφετο κα τος θλιβε, πενθυμίζων ες ατούς και τν κπτωσίν των π τν ορανν και το αωνίου πυρός τν κόλασιν,  ποία ς ποδίκους τούς ναμνει.
Ο δαίμονες, νας μ τν λλον, κοινολογντας τν προκοπν κα τκατορθώματα το θεοφόρου ατο Γέροντος, κατέλιξαν ες τν γνώμην ν μν τν πλησιάσ κανείς πλέον π μέρους των ες τ ξς μήτε ν τολμήσ νπαλαίσ μαζ του μήπως κα πληγωθ π ατόν, διότι μ τν χάριν το γίου Πνεύματος φθασε ες μέτρα τελειώσεως περβαίνοντα τν κοινν νθρωπίνην φύσιν.
δ περίπου ερίσκοντο πνευματικς, ν σχέσει μ τν μέγαν Γέροντα τπράγματα, ταν μίαν μέραν νας τν δαιμόνων λέγει ες να λλον συνταλαίπωρον μοιον του, Ζερέφερ τ νομα -ἐὰν χουν ο κατονόμαστοινομα.
-Ζερφερ· το λέγει, χω να λογισμόν· ραγε, ἐὰν κάποιος π μς τος δαίμονας θελε μεταμεληθ - λλάξ γνώμην, τν δέχεται ραγε ες μετάνοιαν Θεός;
Τ λέγεις; να  χι; Κα ποιός νδεχομένως θα μποροσε ν τ γνωρίζ ατό;
Περίεργον πίθανον τ ρώτημα.
Το ποκρίνεται  Ζερέφερ·
-Θέλεις, το λέγει· να πάγω ες τν μέγαν Γέροντα πο μς περιφρονε κα μς περιπαίει ν τν πειράξω μ τ ρώτημα ατό, ν λάβωμε πάντησι;
Το λέγει  πρτος·
-Πήγαινε, λλ πρόσεχε καλά, διότι  Γέροντας εναι νεβασμένος πνευματικα, εναι διορατικός κα θ γνωρίσ τν δόλον· κα δν θ πεισθ ν ρωτήσ περτο ζητήματος ατο τν Θεόν. μως πήγαινε· κα  πιτυγχάνεις τόν σκοπόν σου,  δοκιμζεις κα φεύγεις.
πγε λοιπν πρός τν μέγαν Γέροντα  Ζερέφερ, σχηματίζοντας τν αυτόν του ς νθρωπον παναμαρτωλόν, θρηνοντα κα δυρόμενον τν πλειάν του. δ Θεός, θέλων να δείξ τι οδένα μετανοημένον ποστρέφεται, λλ δέχεται τούς πάντας, ἐὰν ελικρινς ες Ατν πιστρέφουν, δν φανέρωσε ες τν Γέροντα τ σχετικ μ τν περπτωσιν ατν τς πανουργίας το δαίμονος, λλ'ς νθρωπον  Γέρων βλεπε τν πονηρν κα τίποτε περισσότερον.
Θρηνε λοιπν γοερς  πατεν.
Κα τν ρωτ  Γέρων·
 χεις, νθρωπε, κα κλαίεις κα λοφρεσαι τόσον π καρδίας, συντρίβων μ τν δυρμόν σου κα τν δικήν μου καρδίαν;
ποκρίνεται  δαίμων·
-γώ, Πάτερ γιε, δν εμαι νθρωπος, λλά διάβολος πονηρός, καθώς συμπεραίνω κ το πείρου πλήθους τν νομιν μου.
Το λέγει  Γέρων·
-Κα τ θέλεις π μ ν σο κάμω;
Διότι νόμισεν  Πατήρ τι π πολλς ταπεινώσεως πεκάλει  δυρόμενος τν αυτόν του δαίμονα·  δ Θεός, πρός τ παρόν, δν ποκαλύπτει τ γινόμενον.
Λέγει  δαίμων·
-Τίποτε λλο δν παρακαλνθρωπε το Θεο, παρ ν δεηθς π καρδίας πρός Κύριον τν Θεόν σου ν σο φανερσἐἀν δέχεται τόν διάβολον ες μετνοιαν· διότι, ἐὰν κενον ες μετάνοιαν δεχθ, δέχεται κα μένα,  ποος ες τίποτε δν διαφέρω π κενον.
-Καλά, το λέγει  Γέρων, πως θέλεις θ κάμω· Τώρα πήγαινε στ καλό σου, κα αριον λα πάλι δ να σο ναγγείλω τ θέλημα το Θεο.
φυγε  δαίμων. Κα τν νύκτα κείνην πλνει καρδίαν κα χερας εςκεσίαν  σιος Γέρων, παρακαλν τν Πανγαθον ν το φανερώσἐὰν ραγε δέχεται τν διάβολον πιστρέφοντα ες μετάνοιαν.
μέσως τότε το μφανίζεται γγελος παρ Κυρίου ξαστράπτων κα λέγων·
-Τάδε λέγει Κύριος  Θεός σου!
-Διατ παρεκάλεσες πέρ δαίμονος τν ξουσίαν μου;
Κα
 τ λθε ατός ζητν, κπειράζων σε μ δόλον;
 Γέρων μεινε κστατικός πρός τν γγελον.
-Κα πς, λέγει,  Κύριος δν μο πεκάλυψε τ νεργούμενον, λλ μο τπέκρυψε ν μν τ ννοήσω;
Καθησυχάζων ατν  γγελος το λέγει·
-Μή ταραχθς δι' ατ που γινε. Διότι κάποιαν θαυμαστν οκονομίαν μετέρχεται  Θεός ες φέλειαν τν μαρτωλν, στε να μν πελπίζωνται. Διότι κανένα κ τν προσερχομένων ες ατν ν μετανοία δν αποστρέφεται πανυπεράγαθος Κύριος· κν κα  διος  Σατανς κα Διάβολος θελε δεόντως προσέλθει· στε μέ τν δοκιμν ατν ν γίν φανερ  ξ ατν τν δίων δαιμόνων προερχομνη σκληρότης καί θανάσιμος ατν πόγνωσις. ταν λοιπν λθη αριον  πειρζων πρός σέ, μν τν ποπάρς ξ ρχς, λλ' επέ του τ ξς·
-Δι ν γνωρίζς τι εναι φιλάνθρωπος  Θεός κα δν ποστρέφεται κανέναξ κείνων ο ποοι πιστρέφουν ες Ατν ν μετανοί, καθ'οονδποτε τρόπον κα ν εχαν προηγουμένως μαρτσει, μο πεσχέθ τι κα σένα θ δεχθ·λλ ἐὰν τηρήσης κενα τ ποα δι' μο σ προστζει.
ταν δ φθάσουν τ πράγματα, κα σ ρωτήσει·
-Κα ποα ραγε εναι ατ πο μο δίνεις ντολν ν τηρσω;
Τότε ν το επς τ ξς:
-Τάδε λγει Κριος·
γώ Κύριος  Θεός σ γνωρίζω ποος εσαι κα π πο χεις λθει πειράζων. Σ εσαι ρχαον κακόν. Κα συνήθισες ν πορεύεσαι κατ τν βέβηλόν σουπερηφνειαν. Κα πς θ μπορέσς ν φιερώσς τν αυτόν σου εςληθινν μετάνοιαν; μως, δι ν μν χς πρόφασιν πολογίας τς δικαιολογίες ατές κατ τν μέραν τς κρίσεως, τι δθεν θέλησα νμετανοήσω κα  Θες δν μ δέχθη, πρόσεχε ες ατ πο σο λέγω, πςφείλεις ν νεργήσς τν τρόπον τς σωτηρίας σου.
Ατή εναι  ντολή το Κυρίου τν Δυνάμεων·
 μείνης π τρία τη ες να τόπον κίνητος. Στραμμνος κατ νατολς. Νύκτα κα μέρα θ κετεύς: « Θεός, λέησόν με τ ρχαον κακόν». Σ θ τλέγς ατ κατ φορές. Μ φωνή δυνατή.
Κα πάλιν κατ φορές: « Θεός, λέησόν με τ βδέλυγμα τς ρημώσεως».
Κα πάλιν λλες κατ φορές: « Θεός, λέησόν με τν σκοτισμένην πάτην»!
Ατ ν κρζς πρός τον Κύριον π τρία τη διαδοχικς κα διαλείπτως, τν μίαν κατοντδα μετ τν λλην. Κα ἐἀν τ κάνς ατ καθώς πρέπει μ τν ταπεινοφροσύνην πο ρμόζει, θ συναριθμηθς μ τος γγέλους Θεο τοΠαντοκράτορος.
Ατ ν το επς, λέγει  γγελος, ες τν Γέροντα. Ἐἀν λοιπν συμφωνσ ντ κάμ, δέξου ατν ες μετνοιαν.
λλ γνωρίζω, λέγει Κύριος, τι ρχαον κακν νέον καλν δν γίνεται.
Κα σα κολουθήσουν σημείωσέ τα δι τς σχατες μρες, ν μν ρχωνται ο νθρωποι ες πελπισίαν κα πόγνωσιν, φόσον π καρδίας θελήσουν νμετανοσουν. Διότι πάρα πολ θ φεληθον π τν διγησιν ατν ο βαρέωςμαρτήσαντες, πληροφορούμενοι γι τ πειρον λεος το Θεοστε ν μπελπίζωνται ες τν προσπθειαν τς μετανοίας δι τν σωτηρίαν των.
Ατ επεν  γγελος κα νέβη ες τους ορανούς.
Τν πομένην νωρίς τ πρωΐ μφανίζεται πάλιν κλαίων ς νθρωπος πμακρθεν  δαίμων, κα ρχόμενος πρς τν Γέροντα.
 Γέρων κατ' ρχς δν θεάτρισε τν πτην το προσερχομένου· μόνονλεγε π μέσα του ες τν λογισμόν του: -Κακς λθες, ρχαον κακόν, κλέπτη διάβολε, σκορπι μ τ δηλητριο, ποστάτα τς θείας δόξης, ντρτη κακότροπε, κακοσήμαντε, παραχαραγμνε, παραμορφωμένε.
Κα ταν πλησίασε, το λέγει·
 γνωρίσης τι παρεκλεσα τν Θεόν, καθώς σο πεσχέθην, κα σ δέχεται ες μετάνοιαν, ἐὰν μως κάμς ργον ατ πο σο παραγγέλει δι' μο κραταις τν Δυνάμεων Κύριος.
Λέγει  δαίμων· -Κα ποα εναι ατ πο Ατς μο ρισε ν κάμω;
Κα  Γέρων επε·
-Προστάζει  Θεός ν σταθς ες να τόπον κίνητος π τρία τη βλέπων κατνατολς καί κρζων μέρα κα νύχτα διαλείπτως ν κατ φορές: « Θεόςλησν με τ ρχαον κακόν»· κα πάλιν κατ φορές· « Θεός, λησόν με τό βδλυγμα τς ρημσεως»· κα πάλιν κατ φορές· « Θεός, λέησόν με τνσκοτισμνην πτην». Συνεχς παναλαμβανμενα ατ ν κατό, τ να μετ τ λλο, π τρία τη. ταν τά κάμς ατ καθώς πρέπει, θ δεχθ τν μετάνοιάν σου κα θ συναριθμηθς καθς σουν ξ ρχς μ τούς γγέλους Ατο.
Καθς κουσεν ατ  Ζερέφερ στραπιαίως πβαλε τ πίπλαστον τοθρνου προσωπεον του· καμε να δαιμονιώδη παίσιον καγχασμόν ες τνέρα, κα επε ες τν Γέροντα·
- σαπρόγηρε, λεειν κα θλιε, τρισάθλιε γέρον! άν γ θελα νποκαλέσω τν αυτόν μου βδέλυγμα κα ρχαον κακν κα σκοτισμένηνπτην κα ζοφωμένον κα νωφέλητον, π εθς ξ ρχς θ εχα διαλέξει ντ κάνω ατ κα θ σωζόμουν μέσως, π τότε.
λλ, τώρα γώ, ρχαον κακόν; Μ γένοιτο! Κα πς εμαι ρχαον κακόν; Τώρα μάλιστα πο χω γίνει τόσον θαυμαστός; κα λοι μο ποτσσονται καμ φοβονται κα μ τρέμουν;
Τώρα γώ ν ποκαλέσω τν αυτόν μου βδέλυγμα κα πάτην καζοκρωμένον κα νωφέλητον; χι, Γέρον! χι! χι!
Τώρα δίως πο δεσπόζω λων τν μαρτωλν, ν γίνω δι τς μετανοας γνα τίποτε, να παίγνιον, να ξεπεσμένο βουλο ν; νας δολος ταπεινός,λεεινός, ετελς κα χρεος; χι, Γέρον! χι! χι! Ποτέ! ποτέ!
Ατ επε τ κθαρτον πνεμα κα μ ένα λλόκοτον συριγμν καλαλαγμν, γινε φαντον π προσώπου το Γέροντος.
 δ Γέρων, καθώς εδε κα κουσε ατ σύναξε τν αυτόν του ες προσευχν, εχαριστν τ Θε π μπειρίας κα λέγων·
-ληθς επας, Κύριε, τι ρχαον κακόν νέον γαθν δν γίνεται!


ς πίλογος
Ατά, γαπητο δν τ κοινολογ πλς καί ς τυχε, λλ γι ν γνωρίσετε το Δεσπότου τ πολ κα νεκδιήγητον λεος κα τν πειρον Ατογαθότητα. Διότι, ἐὰν κα τν διβολον δέχεται μετανοοντα, πολ περισσότερον τος νθρώπους, πρ τν ποίων τ αμα Του χυσε, θ δεχθ πιστρέφοντας,ἐὰν τν κετεύσουν π καρδίας ν μετανοί μ ξομολόγησιν κα διόρθωσιν βίου, καθώς ρίζει  γία μας ρθόδοξος το Χριστο Καθολική κα ποστολικήκκλησία.