Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ



Από την Δευτέρα μετά την Κυριακή των Αγίων Πάντων αρχίζει η νηστεία των Αγίων Αποστόλων, η νηστεία δηλαδή που είναι αφιερωμένη στους Αγίους Αποστόλους και η διάρκειά της ποικίλει αναλόγως με την ημερομηνία τελέσεως της εορτής τού Πάσχα από την οποία εξαρτάται η έναρξή της, δηλαδή η Κυριακή των Αγίων Πάντων.
Η νηστεία αυτή είναι αρχαιοπαράδοτος στην Εκκλησία μας. Πρώτος ο Μέγας Αθανάσιος αναφέρει νηστεία μιάς εβδομάδος μετά την Πεντηκοστή. «Τη γαρ εβδομάδι μετά την αγίαν πεντηκοστήν ο λαός νηστεύσας εξήλθε περί το κοιμητήριον εύξασθαι» (εγράφη περί το 357). Αυτός μεν αναφέρει την νηστεία αυτή αμέσως μετά την Πεντηκοστή, αλλά το βιβλίο των Αποστολικών Διαταγών, το οποίο έχει γραφεί πενήντα περίπου έτη αργότερα και απηχεί αποστολοπαράδοτες εντολές και συνήθειες, την αναφέρουν μία εβδομάδα μετά την Πεντηκοστή, δηλαδή μετά την εορτή των Αγίων Πάντων. «Μετά ουν το εορτάσαι υμάς την πεντηκοστήν εορτάσατε μίαν εβδομάδα και μετ’ εκείνην νηστεύσατε μίαν, δίκαιον γαρ και ευφρανθήναι επί τη εκ Θεού δωρεά και νηστεύσαι μετά την άνεσιν». Όπως φαίνεται από το χωρίο των Αποστολικών Διαταγών, η περί ης ο λόγος νηστεία σχετιζόταν με την χαρμόσυνη περίοδο από το Πάσχα μέχρι την Πεντηκοστή, μετά την οποία έπρεπε να επέλθει κάποιας μορφής αντίδραση, ώστε να μετριασθεί η χαρμόσυνη διάθεση. Επειδή οι απόστολοι είχαν αρχίσει το κήρυγμα μετά την Πεντηκοστή, οι μετ’ αυτήν ημέρες ήσαν αφιερωμένες σ’ αυτούς. Γι’ αυτό και στις συριακές πηγές η νηστεία αυτή ονομαζόταν των Αγίων Αποστόλων αν και δεν είχε ακόμη εισαχθεί από τη Δύση στην Ανατολή η εορτή των Αγίων Αποστόλων τής 29ης Ιουνίου. Κατ’ αυτήν περίπου την περίοδο εισάγεται και η αρχικώς ολιγοήμερη νηστεία των Χριστουγέννων. Και οι δύο, κατ’ αφομοίωση τής νηστείας τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, γίνονται τεσσαρακονθήμερες αργότερα περίπου τον 6ο αι. από τους μοναχούς τής Συρίας και της Παλαιστίνης.
Πρώτη γραπτή αναφορά γι’ αυτές τις δύο νέες τεσσαρακοστές κάνει λόγο ο Άγ.Αναστάσιος ο Σιναϊτης, ηγούμενος τής Μονής τού Σινά κατά τον 7ο αι., έπειτα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος καθώς και ο Όσ.Θεόδωρος ο Στουδίτης (αμφότεροι αρχές 9ου αι.).
Η νηστεία όμως των Αγ.Αποστόλων δεν διατηρήθηκε ως τεσσαρακονθήμερος αλλά περιορίσθηκε. Η εορτή των Αγίων Αποστόλων, όπως προελέχθη, δεν υπήρχε αρχικώς στην Ανατολή. Όταν όμως εισήχθη, η νηστεία εκείνη εξελήφθη ως προπαρασκευαστική τής εορτή των. Γι’ αυτό και από τότε διαρκεί τόσες ημέρες όσες μεσολαβούν μεταξύ της εορτής των Αγίων Πάντων και της εορτής των Αγίων Αποστόλων, των οποίων ημερών ο αριθμός, ως γνωστόν κατ’ έτος είναι διαφορετικός, ανάλογα με την ημερομηνία, κατά την οποία θα εορτασθεί το Πάσχα, δεν υπερβαίνει όμως τις 30 ημέρες (σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο). Η τροποποίηση αυτή έγινε μεταξύ 7ου και 9ου αι. και κατ’ αρχάς πιθανώς στην Κωνσταντινούπολη, η οποία τον 5ο αι. πρώτη δέχθηκε από τη Ρώμη την εορτή των Αγίων Αποστόλων τής 29ης Ιουνίου και της οποίας Εκκλησίας η σημασία ενισχύθηκε μετά την κατάκτηση των άλλων πατριαρχείων από τους Άραβες, ώστε το παράδειγμά της επέδρασε σε όλη την Ορθόδοξη Ανατολή. Ο Όσ.Θεόδωρος ο Στουδίτης αναφέρει ότι όπως κατά τη νηστεία τού Πάσχα έτσι και κατά την νηστεία των Χριστουγέννων, έτρωγαν μία φορά την ημέρα, την ενάτη ώρα (3μ.μ.) «διά την σμικρότητα των ημερών», ενώ κατά την νηστεία των Αποστόλων και τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, έτρωγαν δύο φορές, την ενάτη και νωρίς το βράδυ. Επιτρέπονταν περίπου οι τροφές, οι οποίες και σήμερα επιτρέπονται. Αν κατά την νηστεία των Αποστόλων και των Χριστουγέννων συνέπιπτε εορτή, κατά την οποία δεν αναγινώσκονταν οι Ώρες, επιτρεπόταν να φάγουν ψάρι, τυρί και αυγά. Κατ’ αυτές τις εορτάσιμες ημέρες το μεσημεριανό γεύμα λαμβανόταν περί την έκτη ώρα (12μ.), το δε βραδυνό κατά την ίδια με τις υπόλοιπες περιόδους ώρα.
Προϊόντος του χρόνου όμως οι νηστείες αυτές (Χριστουγέννων και Αγ.Αποστόλων) επιβλήθηκαν σε τέτοια έκταση και ένταση, ώστε ίσχυσαν όχι μόνον για τους μοναχούς αλλά και για τους κληρικούς και λαϊκούς. Όμως αυτό έγινε μετά το τέλος τού 12ου αι. και τούτο εξαιτίας των μοναστηριακών κτητορικών τυπικών. Υπήρχαν δηλαδή Τυπικά διαφόρων Μοναστηριών, τα οποία είχαν συνταχθεί από τους ιδρυτές τους και εκεί αυτοί όριζαν την έκταση αλλά και την ποιότητα των δύο αυτών νηστειών και τις οποίες όφειλαν να τηρούν οι μοναχοί τους. Από εκεί άρχισαν να εισέρχονται, κυρίως λόγω ευσεβείας, και ανάμεσα στις τάξεις των κληρικών και λαϊκών. Βαθμηδόν επικράτησαν για όλους και έκτοτε τηρούνται από τους χριστιανούς μας.
Π. Φιλόθεος Νικολάκης.

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Θέλουμε κάτι από τον Χριστό ή θέλουμε τον ίδιο τον Χριστό;



Επισκόπου Antony Bloom

Ο Θεός είναι διατεθειμένος να μείνη τελείως έξω από την ζωή μας, είναι έτοιμος να το σηκώση αυτό σαν ένα σταυρό, αλλά δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να γίνη απλώς ένα μέρος της ζωής μας.
Έτσι όταν σκεπτόμαστε την απουσία του Θεού, δεν αξίζει να ερωτήσουμε τον εαυτό μας: ποιος φταίει γι’ αυτό;
Πάντοτε αποδίδουμε την ενοχή στον Θεό, πάντοτε κατηγορούμε Εκείνον, είτε κατ’ ευθείαν, είτε μπροστά στους ανθρώπους, ότι είναι απών, ότι ποτέ δεν είναι παρών όταν Τον χρειαζόμαστε, ποτέ δεν ανταποκρίνεται οσάκις καταφεύγουμε σ’ Αυτόν.
Είναι στιγμές που είμαστε περισσότερο «ευσεβείς» και λέμε ευλαβικά: «ο Θεός δοκιμάζει την υπομονή μου, την πίστη μου, την ταπείνωσί μου». Βρίσκομε ένα σωρό τρόπους για να μεταβάλουμε την εναντίον μας κρίσι του Θεού σε έπαινό μας. Είμαστε τόσο υπομονετικοί ώστε μπορούμε να υποφέρουμε ακόμα και τον Θεό!
Όταν πάμε να προσευχηθούμε όλες τις φορές θέλουμε ΚΑΤΙ από Εκείνον και καθόλου ΕΚΕΙΝΟΝ. Μπορεί αυτό να λεχθεί σχέση; Συμπεριφερόμαστε με τον τρόπο αυτόν στους φίλους μας; Αποβλέπουμε κυρίως σ’ αυτό που η φιλία μπορεί να μας δώση ή αγαπάμε τον φίλο; Συμβαίνει το ίδιο στις σχέσεις μας με τον Θεό;
Ας σκεφθούμε τις προσευχές μας, τις δικές σας και τις δικές μου. Σκεφθήτε την θέρμη, το βάθος και την έντασι που έχει η προσευχή σας, όταν αφορά κάποιον που αγαπάτε, ή κάτι που έχει σημασία για την ζωή σας. Τότε η καρδιά σας είναι ανοιχτή, όλος ο εσωτερικός σας εαυτός είναι προσηλωμένος στην προσευχή. Μήπως αυτό σημαίνει ότι ο Θεός έχει κάποια σημασία για σας; ΌΧΙ, καθόλου! Απλώς σημαίνει ότι το θέμα της προσευχής σάς απασχολεί.
Όταν κάνετε την γεμάτη πάθος, βαθειά και έντονη προσευχή, την σχετική με το αγαπώμενο πρόσωπο, ή την κατάστασι που σας στεναχωρεί και μετά στραφήτε στο επόμενο αίτημα, που δεν σας απασχολεί και πολύ και ξαφνικά παγώση η διάθεσί σας, τι άλλαξε; «Ψυχράθηκε» μήπως ο Θεός; Ή έχει «απομακρυνθεί»; Όχι ασφαλώς. Αυτό σημαίνει ότι όλη η έξαρσι, όλη η έντασι της προσευχής σας δεν γεννήθηκε από την παρουσία του Θεού, ούτε από την προς Αυτόν πίστι σας, την σφοδρή γι’ Αυτόν αγάπη, από την αίσθησι της παρουσίας Του. Αλλά γεννήθηκε, μόνο και μόνο, από την ανησυχία σας για κείνο το πρόσωπο ή για κείνη την υπόθεσι, και όχι για τον Θεό.
Γιατί λοιπόν μας εκπλήττει το γεγονός ότι αυτή η απουσία του Θεού μας πλήττει; Εμείς είμαστε εκείνοι που απουσιάζουμε, εμείς γινόμαστε ψυχροί, αφού δεν μας ενδιαφέρει πλέον ο Θεός. Γιατί; Διότι ο Θεός δεν έχει τόσο σημασία για εμάς.
Υπάρχουν επίσης και άλλες περιπτώσεις που ο Θεός είναι «απών». Εφόσον εμείς είμαστε πραγματικοί, δηλαδή είμαστε, αληθινά, ο εαυτός μας, ο Θεός μπορεί να είναι παρών και να κάνη κάτι για εμάς. Αλλά από την στιγμή που προσπαθούμε να γίνουμε ότι στην ουσία δεν είμαστε, τότε δεν μένει τίποτε να πούμε ή να έχουμε. Γινόμαστε μία φανταστική προσωπικότης, μία ανειλικρινής παρουσία, και την παρουσία αυτήν δεν μπορεί να την πλησιάσει ο Θεός.
Για να μπορέσουμε να προσευχηθούμε πρέπει να ζήσουμε στην κατάστασι η οποία καθορίζεται σαν Βασιλεία του Θεού. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι Αυτός είναι ο Θεός, ο Βασιλεύς, οφείλουμε να παραδοθούμε σ’ Αυτόν. Τουλάχιστον πρέπει να ενδιαφερόμαστε για το θέλημά Του, ακόμη και αν δεν είμαστε ικανοί να το εκπληρώσουμε. Αλλά αν δεν είμαστε ικανοί γι’ αυτό, αν φερόμαστε στον Θεό όπως ο πλούσιος νεανίας που δεν μπορούσε να ακολουθήση τον Χριστό γιατί ήταν πάρα πολύ πλούσιος, τότε πώς θα Τον συναντήσουμε;
Πολύ συχνά, ότι θα θέλαμε να είχαμε αποκτήσει δια της προσευχής, δια της βαθείας σχέσεως με τον Θεό, την οποίαν τόσο επιθυμούμε, είναι απλώς μια επιθυμία ευτυχίας και τίποτα παραπάνω. Δεν είμαστε προετοιμασμένοι να πουλήσουμε όλα όσα έχουμε για να αγοράσουμε τον πολύτιμο μαργαρίτη. Έτσι πώς είναι δυνατόν να κερδίσουμε αυτόν τον πολύτιμο μαργαρίτη; Είναι Αυτός η προσδοκία μας;
Τελικά θέλουμε κάτι από τον Χριστό ή θέλουμε τον ίδιο τον Χριστό;