Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

ΕΝΑ ΥΠΕΡΟΧΟ ΑΡΘΡΟ ΓΙΑ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ





Ήταν πολύ κουραστικό αυτό το ταξίδι. Είχε εξάλλου, πολύ καιρό να το κάνει. Θυμόταν τον εαυτό του στο Λύκειο, όταν πήγε να επισκεφτεί για τελευταία φορά τη γιαγιά του, την κυρα-Θοδόσαινα στα Τρόπαια της Γορτυνίας. Και τώρα, τριτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής, να που ξαναπαίρνει τον ίδιο δρόμο. Τι τον έκανε να φύγει από την Αθήνα, τη «Βαβυλώνα τη μεγάλη»; Ούτε και ο ίδιος ήξερε.
Πάντως ένα είναι σίγουρο, πως πνιγόταν. Πνιγόταν από τους φίλους, τα μαθήματα, τους γονείς, απ’ όλους. Ένιωθε πως κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν μπορούσε να γίνει κοινωνός στην αναζήτησή του για πλέρια αλήθεια και γνησιότητα. Κι αυτή ακόμη η χριστιανική του παρέα τον έπνιγε. Όλοι τους ήταν τακτοποιημένοι, όλοι τους είχαν ταμπουρωθεί πίσω από κάποιες συνταγές, κάποιες ρετσέτες σωτηρίας και δεν έλεγαν να κουνηθούν από κει. Μα αυτός… Αυτός ήταν διαφορετικός. 
Δεν βολευόταν σε σχήματα και σε κουτάκια. Ήθελε να βιώσει τον Χριστιανισμό αληθινά, όχι κίβδηλα. Να μπει στο νόημα παρευθύς και όχι να καμαρώνεται τον ευσεβή. Εξάλλου, του φαινόταν τόσο απλοϊκό και ανόητο να υιοθετήσει μια τυποκρατική και ευσεβιστική χριστιανική βιωτή τη στιγμή που η ίδια του η επιστήμη, αλλά και η έμφυτη τάση του γι’ αναζήτηση, για ψάξιμο και ψηλάφηση του αληθινού τον ωθούσε προς μια άλλη ζωή. Μα, πόσο δύσκολο ήταν, Θεέ μου! Πόσο βασανιζόταν! Κάποια στιγμή ένιωσε πως είχε φτάσει στο απροχώρητο. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει…
- Πάω στη γιαγιά μου στα Τρόπαια, φώναξε μια μέρα στο σπίτι και αφήνοντας πίσω του φωνές για μαθήματα και εξετάσεις, μήτε ο ίδιος ξέρει πότε, βρέθηκε στο λεωφορείο. 
Και να που ζύγωνε στο σπίτι της γιαγιάς του. Ντάλα ο ήλιος πάνω από το κεφάλι του κι από παντού να έρχονται χίλιες ευωδιές από την ανοιξιάτικη, αρκαδική φύση. Δεν πρόλαβε όμως ο άμοιρος να ρουφήξει λίγο βουνίσιο αέρα, όταν ακούστηκε η γνώριμη τσιριχτή φωνή της γειτόνισσας: 
- Μαριγώωωω! Τρέξε καλέ, ήρθε ο Αλέκος! Την επόμενη στιγμή είδε να ξεπροβάλλει από το πλινθόκτιστο σπιτάκι η γιαγιά του σκουπίζοντας τα παχουλά της χέρια στην ποδιά της και λέγοντας: 
- Καλώς τον πασά μου, καλώς τον γιόκα μου, καλώς ήρθες, Αλέκο μου! Κι αμέσως βρέθηκε στην αγκαλιά της. Τι ήταν αυτό; Σα να μπήκε σε λιμάνι απάνεμο, σα να του έφυγε όλη η αντάρα του μυαλού του.
Ξαφνικά άδειασε και την αγκάλιασε κι αυτός. 
- Καλώς σε βρήκα, γιαγιά. 
- Κόπιασε, γιε μου, να ξαποστάσεις. 
Μόλις μπήκε στο χαμηλοτάβανο σπιτάκι, τον συνεπήρε η μυρωδιά της σπανακόπιτας και του λιβανιού. 
Σίγουρα η γιαγιά είχε φουρνίσει από το πρωί ακόμη και είχε λιβανίσει το σπίτι τρεις- τέσσερις φορές. 
- Πάλι λιβάνι γιαγιά; 
- Α! Όλα κι όλα, άμα δεν κάνω τα θεοτικά μου τρεις φορές την ημέρα, δεν μπορώ να κοιμηθώ. 
- Και σαν τι λες; 
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Ό,τι λέει η Σύνοψη. 
- Και τα εννοείς; 
- Γιέ μου, αυτά είναι μυστήρια του Θεού, ποιος να τα εννοήσει; Αλλά μη γνοιάζεσαι, σα δεν καταλαβαίνω εγώ, νογά ο Θεός και βλέπει τον κόπο μου, νογά κι ο Διάολος και καίγεται. 
- Χμ, καλά τα λες, είπε συγκαταβατικά. 
- Στάσου, να σου φέρω λίγη σπανακόπιτα, μόλις την έβγαλα από το φούρνο. Κι έφυγε αμέσως για την κουζίνα, το βασίλειό της. Ο Αλέκος έμεινε μόνος του στο καθιστικό. Αισθανόταν άνετα και ζεστά εκεί, μολονότι ήξερε πως, εάν έκανε τη ζωή της γιαγιάς του σε τούτο το χωριό, σίγουρα θα τρελαινόταν. Η καημένη! Δεν ήξερε πολλά γράμματα, αλλά το Ευαγγέλιο δεν έλεγε να το αφήσει από τα χέρια της.
Μέρα – νύχτα το διάβαζε. Όταν λέει «γιαγιά Μαριγώ» του ‘ρχεται πάντα η ίδια εικόνα στο μυαλό: Μια γριούλα παχουλή, με σφιχτοδεμένο κότσο να κάθεται στην πολυθρόνα και να διαβάζει το Ευαγγέλιο ψιθυριστά. Δυστυχώς, η γιαγιά δεν ήξερε τίποτα από Φιλοσοφία. Θυμάται μια φορά που της ανέφερε τον Heidegger. Τον κοίταξε με τρόμο στα μάτια και είπε: 
- Παναγιά μου, οι Γερμανοί, ο Θεός να φυλάει την Ελλάδα μας! Η καημένη ήταν αδαής. Δεν αναζητούσε καμιά αλήθεια. Δεν σκοτιζόταν για καμιά ψυχολογική σχολή. Ο Αλέκος έριξε μια ματιά στον τοίχο, αμέτρητες εικόνες. Η γιαγιά είχε μαζέψει όλους τους Αγίους της οικογένειας. Κι όμως αρκούσε ένας σταυρός. 
- Γιαγιά, τι τις θες τόσες εικόνες; 
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Και πώς θα παρακαλέσω τον Αγιαλέξανδρο, σαν δεν έχω την εικόνα του; Άσε το άλλο, κάθε φορά που γιορτάζει Άγιος με εικόνα, το σπίτι έχει πανηγύρι. Άσε όμως αυτά, πες μου τα δικά σου, παλικάρι μου.
Και τότε, άγνωστο γιατί, ο Αλέκος άνοιξε την καρδιά του όπως δεν την είχε ανοίξει ποτέ, ούτε στον πνευματικό του, ούτε και στους γέροντες στο Άγιον Όρος όπου βρισκόταν συχνά – πυκνά. Της είπε για τις αγωνίες του, τη βασανιστική του πορεία για ανεύρεση της αλήθειας, την προσπάθεια ελευθερώσεως του εαυτού του από τα δεσμά της συμβατικότητας και του ηθικισμού, ώστε να ‘ρθει σε κοινωνία αληθινή με το πρόσωπο του πλησίον. Της είπε ακόμη για την αδυναμία του να σταθεί μπροστά στο Θεό χωρίς τη μάσκα του ευσεβή που τον στοιχειώνει από τα παιδικά του χρόνια. Της είπε, της είπε, της είπε… και τι δεν της είπε. Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Η κυρα-Θοδόσαινα έκανε τον σταυρό της αργά – αργά και είπε: 
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Δεν κατάλαβα γρι. Μπερδεμένα μου τα λες, ματάκια μου. Και θαρρώ πως τα ‘χεις και στο μυαλό σου μπερδεμένα. Ευαγγέλιο διαβάζεις; 
- Ορίστε; 
- Εκκλησία πας; 
- Δεν καταλαβαίνω … 
- Την προσευχή σου την κάμεις; 
- Τι εννοείς, γιαγιά; 
- Τον πλησίον σου τον συντρέχεις; 
- Θαρρώ πως δε με κατάλαβες. 
- Αχ παιδάκι μου, εσύ εννοείς να καταλάβεις πως τα πράγματα του Θεού είναι απλά. Δε χρειάζονται πολλές θεωρίες μήτε αξημέρωτες συζητήσεις. Μονάχα τούτο χρειάζεται, να ξαστερώσεις από τις φιλοσοφίες και να πιαστείς από το ρούχο του Χριστού σαν εκείνη τη γυναίκα στο Ευαγγέλιο, να δεις πως τι λένε… την ξέχασα, δεν πειράζει. Τα άλλα όλα θα τα κανονίσει ο Χριστός. Είναι δικές του δουλειές.
Άσε Τον. Ξέρει τι κάνει. 
Δεν κάθισε πολύ στα Τρόπαια, στο σπίτι της γιαγιάς του. Μια – δυο μέρες. Ήταν αρκετές. Είδε πράγματα που θα τον συνόδευαν για πολύ καιρό. Είδε τη γιαγιά του να κάνει ατελείωτες μετάνοιες. Την είδε να συντρέχει τη χήρα με τα τρία βυζανιάρικα παιδιά. Την είδε να μαζεύει στο σπίτι της κάθε λογής κουρασμένο στρατοκόπο και να αποθέτει στα χέρια των φτωχών ολάκερη τη σύνταξη του μακαρίτη. Την είδε να κοινωνά την Κυριακή και να λάμπει σαν τον ήλιο όλη τη μέρα. 
Μυστήρια του Θεού! Σαν έφυγε με το λεωφορείο για την Αθήνα στριμωγμένος σ” ένα κάθισμα κρατώντας κεφτεδάκια (πεσκέσι της γιαγιάς) σκεφτόταν όσα έζησε τούτες τις λίγες μέρες. Μια μυρωδιά λιβανιού του “ρθε στη μύτη και μια φωνή να του υπενθυμίζει: «Τα πράγματα του Θεού είναι απλά». 
- Λες να 'ναι έτσι; Μνήσθητί μου, Κύριε!

ΠΗΓΗ: ΑΗΔΟΝΙ

Η πρώτη δήλωση Ιεράρχη για την αγιοκατάταξη του Γ. Παϊσίου





Τετάρτη, 14 Ιανουάριος 2015.

Ο Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας, Υπέρτιμος και Έξαρχος Κεντρικής Μακεδονίας, κ. Ιωήλ, στο ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΙΚΟ ΒΗΜΑ για την χθεσινή ιστορική απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου που πέρασε στα δίπτυχα της Ορθόδοξης Εκκλησίας τον Αγιορείτη γέροντα Παΐσιο.

Αναλυτικά η δήλωσή του:

"O Όσιος Παΐσιος με τους υπεράνθρωπους αγώνες του και την αστείρευτη αγάπη του για τον Θεό και τους ανθρώπους απέδειξε, ότι ο Θεός δεν έπαψε να αναδεικνύει αγίους μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Γι᾿ αυτό έβαλε την σφραγίδα του στην εποχή μας, ενέπνευσε και θα συνεχίσει να εμπνέει όσους έρχονται κοντά του. Λειτούργησε και λειτουργεί ως φάρος, που δείχνει τον δρόμο στον συγχυσμένο άνθρωπο της εποχής μας και ως παρηγοριά στον πόνο του. Οι άγιες πρεσβείες του ας σκεπάζουν όλους μας και όλο τον κόσμο".

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

«Η Εκκλησία, Δόξα το Θεό, ακόμη και σήμερα και πάντοτε γεννά αγίους»


Στην αγιοκατάταξη του Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου προχώρησε η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ακολουθεί το επίσημο ανακοινωθέν του Οικουμενικού Πατριαρχείου με το οποίο επιβεβαιώνεται το αποκλειστικό ρεπορτάζ του Πρακτορείου Εκκλησιαστικών Ειδήσεων Romfea.gr.
Συνῆλθεν, ὑπό τήν προεδρίαν τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος εἰς τήν τακτικήν συνεδρίαν αὐτῆς σήμερον, Tρίτην, 13ην Ἰανουαρίου 2015, πρός ἐξέτασιν τῶν ἐν τῇ ἡμερησίᾳ διατάξει ἀναγεγραμμένων θεμάτων.
Κατ᾿ αὐτήν, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος: α) ὁμοφώνως ἀποδεχθεῖσα εἰσήγησιν τῆς Κανονικῆς Ἐπιτροπῆς ἀνέγραψεν εἰς τό Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τόν μοναχόν Παΐσιον Ἁγιορείτην καί β) προτάσει τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου, διά ψήφων κανονικῶν ἐξελέξατο παμψηφεί τόν Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτην κ. Εἰρηναῖον Ἀβραμίδην, διακονοῦντα ἐν Παρισίοις, Βοηθόν Ἐπίσκοπον παρά τῷ Σεβασμιωτάτῳ Μητροπολίτῃ Γαλλίας κυρίῳ Ἐμμανουήλ, ὑπό τόν τίτλον τῆς πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Ἐπισκοπῆς Ρηγίου.

Ἐν τοῖς Πατριαρχείοις, τῇ 13ῃ Ἰανουαρίου 2015.


Ο Πρεσβύτερος του Ιερού Ναού Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στο Γομοστό Αχαΐας, π. Γεώργιος Δημητρόπουλος με αφορμή την αγιοκατάταξη του Γέροντος Παΐσιου, σημειώνει:
«Μεγάλο γεγονός για την Ορθοδοξία, επίσης δεν είναι τυχαίο η αγιοκατάταξη του Γέροντος Παϊσίου στην συγκεκριμένη δύσκολη συγκυρία της χώρας μας, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και ο Θεός αποκαλύπτεται μέσα από τους αγίους Του, οι οποίοι τον αγάπησαν πολύ αλλά και τον άνθρωπο. Η Εκκλησία, Δόξα το Θεό, ακόμη και σήμερα και πάντοτε γεννά αγίους. Διότι οι άγιοι δεν είναι «τω καιρώ εκείνω» αλλά είναι «έν παντί καιρώ», δηλ πάντοτε! Να έχουμε την ευχή του οσίου Πατρός ημών Παϊσίου του Αγιορείτου και να πρεσβεύει στο υπερουράνιο θυσιαστήριο, υπέρ ημών των αμαρτωλών».
Πηγή: DytikaNea.gr

Στην ανατολή του νέου έτους

  

  Ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια, είναι ο χρόνος, και ο άνθρωπος προσπάθησε να τον καταλάβει με πολλούς τρόπους. Οι φιλόσοφοι, φιλοσοφικά. Οι μαθηματικοί, μαθηματικά. Οι ψυχολόγοι, ψυχολογικά και οι Άγιοι, αγιοπνευματικά. Οι μόνοι όμως που έζησαν και ζουν βαθειά την έννοια του χρόνου, είναι οι Άγιοι της Εκκλησίας. Και αυτοί μας δείχνουν τον δρόμο του Πνεύματος, τον δρόμο του Χριστού.
  Οι φιλόσοφοι, οι μαθηματικοί, οι ψυχολόγοι κ.α. μπορεί να είπαν σπουδαία πράγματα για το χρόνο, αλλά δεν μπορούν να συλλάβουν το βαθύτερο νόημά του. Οι Άγιοι δεν κάνουν προσπάθεια για να κατανοήσουν το χρόνο, αλλά για να τον ζουν. Διότι, τα μυστήρια βιώνονται και δεν ερμηνεύονται: «οὐ φέρει τό μυστήριο ἔρευναν». Οι Άγιοι και οι πιστοί ζώντας μέσα στην Εκκλησία βρίσκουν το μεγάλο μυστικό, να ζουν το μυστήριο του χρόνου. Πώς; Με το να τον υπερβαίνουν. Ο πιστός, δια των Αγίων Μυστηρίων και της λειτουργικής ζωής, ζει πέρα από το χρόνο και με τη βίωσή του ζει την αιωνιότητα.
  Ο Μέγας Βασίλειος, ο Άγιος που η Εκκλησία μας πρώτο απ’ όλους τιμά την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, υπήρξε και είναι το πρότυπο του ασκητικού ιδεώδους. Οι σκέψεις του Αγίου Βασιλείου περί χρόνου, βοηθούν στο να κατανοήσει ο κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος το μέγεθος αυτού του κορυφαίου δώρου που χάρισε ο Θεός στο πλάσμα Του, προκειμένου να το αξιοποιήσει και να το καλλιεργήσει, με σκοπό τη διαρκή του βελτίωση και την κατά το δυνατόν ομοίωση μαζί Του.
  Οι σκέψεις του Αγίου Βασιλείου περί χρόνου, είναι απάντηση στο πνεύμα του σύγχρονου κόσμου, που διακρίνεται από μια τάση επιμελούς ισοπέδωσης όλων εκείνων των στοιχείων που επιτρέπουν στον άνθρωπο, να γνωρίσει τον εαυτό του και να πλησιάσει τον Θεό. Είναι η απάντηση που διακηρύσσει, ότι ο χρόνος δεν περιορίζεται στα ευτελή και πεπερασμένα όρια αυτής της ζωής, αλλά επεκτείνεται στην αιωνιότητα, για την κατάκτηση της οποίας απαιτούνται αγώνες, εσωτερικές αναμετρήσεις, αλλά και διαρκής αντιπαράθεση με την υλικο-βιοτική αντίληψη της ανθρώπινης ζωής.
  Η πρώτη διάσταση του χρόνου κατά τον Μέγα Βασίλειο, στο περίφημο έργο του «Εις την Εξαήμερον», έχει σχέση με τον Θεό. Ο Θεός, λέει, είναι υπεράνω του χρόνου και ταυτόχρονα είναι εκτός χρόνου, από την άποψη ότι δεν έχει χρονική αρχή και δε θ’ αποκτήσει ποτέ χρονικό τέλος. Χρονική αρχή έχουν όλα τα δημιουργήματα, δεν έχουν όμως όλα, χρονικό τέλος.
  Κάποτε ο Θεός σήμανε την έναρξη του υλικού κόσμου, κάποτε θα σημάνει το τέλος του. Αυτό όμως, αφορά στα υλικά δημιουργήματά Του. Τα πνευματικά δημιουργήματα, όπως οι Άγγελοι και το ηγεμονικό - νοερό μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης, η ψυχή, δεν θα έχουν ποτέ τέλος. Δημιουργήθηκαν, αλλά δεν εξαφανίζονται, δεν πεθαίνουν.
  Η δεύτερη διάσταση του χρόνου, κατά τον Μέγα Βασίλειο, σχετίζεται με την ύλη και την παρούσα ζωή. Ο χρόνος μοιάζει με μία σφαίρα λέει, που κυλά στον κατήφορο και δεν σταματά. Ρέει ακατάπαυστα, αποκαλύπτοντας ότι και όσα σχετίζονται μαζί του, είναι ρέοντα και όχι σταθερά. Σα να ταξιδεύει κανείς με το τραίνο και βλέπει ν’ αποκαλύπτονται μπροστά του διαδοχικά υπέροχα τοπία, τα οποία όμως, δεν είναι σταθερά, εξαφανίζονται πριν καν τα συνειδητοποιήσει αφήνοντας στη θέση τους, άλλα που χάνονται με τη σειρά τους, στο απύθμενο δοχείο του χρόνου, που έχει τη μοναδική δυνατότητα να μετατρέπει αυτοστιγμεί, το παρόν σε παρελθόν.
  Αυτή η διάσταση του χρόνου αποκαλύπτει το χρέος του ανθρώπου που αφορά στην σωστή αξιοποίησή του, προκειμένου αυτός να μην πάει χαμένος. Εκείνος που τον αντιμετωπίζει με αυτή την λογική, κατά τον Μέγα Πατέρα της Εκκλησίας μας, μπορεί ν’ αντεπεξέλθει με σοφία στις θλίψεις και στα προβλήματα της ζωής. Αντιλαμβάνεται, ότι ο χρόνος είναι ευκαιρία εσωτερικής καλλιέργειας και καιρός μετανοίας. Εξαγοράζει τον καιρό του, κατά την προτροπή του Αποστόλου Παύλου, μη αφήνοντας την κάθε στιγμή να χαθεί αναξιοποίητη, για την προσωπική του βελτίωση που συνιστά την απαρχή για τη βελτίωση του κόσμου.
  Η τρίτη παράμετρος του χρόνου, κατά τον Καππαδόκη Άγιο, σχετίζεται με την αιωνιότητα. Ο χρόνος της παρούσης ζωής, είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στο ατελεύτητο της αιωνιότητας. Κι όμως, εμείς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουμε το γεγονός εντελώς διαστρεβλωμένο. Δεν καταλαβαίνουμε ότι είμαστε «πάροικοι και παρεπίδημοι» στην γήινη πραγματικότητα, είμαστε περαστικοί, ανέστιοι διαβάτες που πορεύονται προς την πραγματικότητα της αιωνιότητας, γι’ αυτό και κάνουμε το παν για να χτίσουμε και να δημιουργήσουμε σ’ αυτή τη ζωή με τα καλύτερα υλικά, ξοδεύουμε τις δυνάμεις μας στα ευτελή και πεπερασμένα, αγνοώντας τις ανάγκες του «έσω ανθρώπου», της ψυχής που θα ζήσει αιώνια όταν το φθαρτό του σαρκίο πεθάνει.
   Δεν είμαστε πλασμένοι για τη λίγη ζωή. Είμαστε πλασμένοι για την αιωνιότητα. Δεν είμαστε πλασμένοι για τη γη. Είμαστε πλασμένοι για τον ουρανό. Η γη είναι το «φυτώριο». Κάποτε θα «μεταφυτευτούμε» από το φυτώριο, στον κήπο του παραδείσου. Όσοι είναι πιστοί, όσοι έχουν το δένδρο της ζωής τους γεμάτο καρπούς, θα «μεταφυτευτούν» στον ουρανό. «Επειγόμεθα, λέει ο Μέγας Βασίλειος, ίνα έγκαρποι και πλήρεις έργων αγαθών φυτευθέντες εν τω οίκω Κυρίου, εν ταις αυλαίς του Θεού ημών εξανθήσωμεν». (Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκης, «Άγιοι μόνον τότε;», σελ. 24).
   Δεν μας έπλασε ο Θεός, απλώς, διότι θέλησε να δείξει ότι έχει την δύναμη να φτιάξει ανθρώπους, δημιουργήματα. Μας έφερε στο «είναι», δηλ. στην ύπαρξη, για να είμαστε όντα, που θα νοιώθουν την ευτυχία Του και θα απολαμβάνουν τον εαυτόν Του. Έπλασε μακάρια πλάσματα και δημιουργήματα, για να ευτυχούν... αιωνίως. Αυτή η αντίληψη του χρόνου, προσφέρει σε όλους μας τη δυνατότητα, και να τον απολαύσουμε σε αυτή τη ζωή, και να τον αξιοποιήσουμε στην προοπτική της αιωνιότητας. Απομένει σ’ εμάς η επιλογή – πρόκληση, η δυσκολότερη ίσως αυτής της ζωής.
  Ο χρόνος που ακολουθεί μετά την Γέννηση του Σωτήρος Χριστού, είναι χρόνος Σωτηρίας. Κατ' επέκταση τα έτη αθροιστικά (αφού κάθε έτος εορτάζουμε την Γέννηση του Σωτήρος) είναι χρόνια Σωτήρια, δηλαδή χρόνια αφιερωμένα και συνδεδεμένα μ’ Εκείνον. Όταν ακούμε την φράση Σωτήριον Έτος, το προσλαμβάνουμε, και υποκειμενικά και αντικειμενικά. Υποκειμενικά, διότι ο κάθε ένας από εμάς θα κάνει αγώνα (το συγκεκριμένο έτος αλλά και κάθε Σωτήριο έτος), για την προσωπική Σωτηρία και Λύτρωση. Αντικειμενικά, διότι με την Γέννηση του Χριστού και εν συνεχεία με την Σταύρωση και Ανάστασή Του, μας δόθηκε αντικειμενικά η δυνατότητα της Σωτηρίας σε κάθε άνθρωπο, που θα ενταχθεί με την βάπτισή του στην Εκκλησία, και που ελεύθερα και ειλικρινά θα παλέψει για να αλλάξει μαζί με την αλλαγή του χρόνου και τον εαυτό του από οτιδήποτε τον απομακρύνει από την αγάπη του Θεού, δηλαδή την φθορά της αμαρτίας.
  Με την Γέννηση του Χριστού, την Βάπτιση, την Σταύρωση, και την Ανάσταση, για τον πιστό, είναι γεγονότα που τα ζει ως παρόντα σε κάθε στιγμή. Ψάλλουμε την εορτή των Χριστουγέννων, «Χριστός γεννάται δοξάσατε...», σήμερα γεννάται, δεν λέμε γεννήθηκε τω καιρώ εκείνω. Άρα, μέσα στην Εκκλησία, ζούμε τα παρελθόντα και τα μελλοντικά, στα παρόντα, με την Θεία Λειτουργία. Κάποιες τομές μέσα στο ιστορικό χρόνο που τον αγκαλιάζει και τον κάνει αιωνιότητα. Όλα όσα αφορούν τον Χριστό και την Εκκλησία έχουν ένα υπερχρονικό χαρακτήρα – ο Χριστός χθες και σήμερα και αύριο, είναι ο Ίδιος, αναλλοίωτος και υπερχρονικός.
 Το νόημα των Χριστουγέννων είναι, ότι τελικά ο Θεός κάνει τρία πράγματα: Εγχρονίζεται (εισέρχεται στον χρόνο), εγχωρείται (εισέρχεται στον χώρο) και ενανθρωπίζεται (επιλέγει να εισχωρήσει στην ιστορία και στον κόσμο ως άνθρωπος). Θα μπορούσε να επιλέξει άλλο τρόπο για να εκφράσει την παρουσία Του. Ο Θεός δεν παρεμβαίνει, αλλά ο Ίδιος μπαίνει στην ιστορία, στον χώρο, στον χρόνο, στον κόσμο, ενδύεται την ανθρώπινη φύση για να μπορέσει ο άνθρωπος να βγει από τον χώρο και τον χρόνο, να εξέλθει από τον κόσμο, να απελευθερωθεί από τους περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης του. Ο Θεός γίνεται άνθρωπος για να κάνει τον άνθρωπο θεό, να τον μπολιάσει με θεοειδή στοιχεία. Να φαντασθούμε ένα άνθρωπο που ζεί τα επέκεινα από τον χρόνο, το αιώνιο, τα έξω από τον χώρο, το άπειρο, και τα πέραν από τους περιορισμούς των ανθρώπινων αδυναμιών, το τέλειο, το άγιο! Αυτή την έν Χριστώ ζωή, βιώνουν οι άγιοι εδώ στην γή. Ζούν μέσα στον κόσμο και ταυτόχρονα πέραν του κόσμου, την ζωή του Θεού, στον πνευματικό κόσμο. Επειδή ζούν την αλήθεια, ευκολότερα εισχωρούν στην γνώση του Θεού (θεογνωσία). Αυτό κάνει η πνευματική ζωή. Η πνευματική ζωή δεν σημαίνει απλώς ηθική ζωή, σημαίνει απελευθέρωση από τα πάσης φύσεως δεσμά (πάθη). Σημαίνει εκτόξευση και ταχύτητα διαφυγής στην σφαίρα του θείου.
 Ωστόσο, οι άνθρωποι είμαστε μικροί και πεπερασμένοι. Όμως, έτσι φαινόμαστε! Μπορούμε να μην είμαστε, να γίνουμε θεόμορφοι, αιώνιοι και άπειροι. Αυτή είναι η δυνατότητά μας και ο σκοπός της ύπαρξής μας, γι' αυτό και η Εκκλησία δεν υποστέλλει το μήνυμά της. Μιλά για αγιότητα, για μετά θάνατον κατάσταση, για οικείωση με τον Θεό, για αξιοποίηση από τον άνθρωπο των δυνάμεων του Θεού, δηλ. για ζωή ατελεύτητη, αιώνια με τον Θεό διά του Ιησού Χριστού. Εμείς δυστυχώς, αυτά τα αγνοούμε. Η έπαρση της επιστήμης μας κάνει να αρκούμαστε μόνο στα του φυσικού κόσμου και στα της λογικής. Για την επιστήμη ο θάνατος σημαίνει τέλος. Για την Εκκλησία και με τον Χριστό, ο θάνατος σημαίνει πέρασμα, όχι στην άλλη ζωή, αλλά στην όντως ζωή. Σημαίνει νέα αρχή. Μοιάζει σαν την γέννηση, την έξοδο από την μήτρα της μητέρας, από την εμβρυική κατάσταση στο φώς του κόσμου. Ο Χριστός στον θάνατο δίνει παρηγοριά και ελπίδα. Δίνει στον πόνο αντοχή. Κάνει τον θάνατο ζωή, μεταμορφώνει το τέλος σε αρχή. 
  Έτσι, αν υποτεθεί ότι η αρχή του χρόνου σηματοδοτεί την εποχή που κάνουμε τον απολογισμό μας, «απολογισμό ψυχής», μπορούμε να πούμε ότι η αρχή του έτους είναι συμβατική. Διότι τέτοιες αρχές υπάρχουν πολλές. Ο χρόνος όμως έχει αρχή, αλλά δεν έχει τέλος. Το ίδιο και ο κάθε άνθρωπος. Αυτό είναι το σημαντικό. Αντικρίζουμε την αρχή μας με τον σεβασμό της ύπαρξης και το μέλλον με το δέος της άληκτης προοπτικής, της αιωνιότητας. Το κάθε έτος και η κάθε στιγμή, μόνο τότε αξίζουν, όταν παραπέμπουν στον μέλλοντα αιώνα. Όταν φωτίζεται και διαποτίζεται η ζωή μας, απ' την ζωή του Χριστού.
  Συνεπώς, η χρονικότητα υπερβαίνεται με την αιωνιότητα, αρκεί να μπει μέσα στο χρόνο το στοιχείο της αιωνιότητας, ο Θεός. Και ο Θεός είναι αγάπη. Να ποιό είναι το μυστικό που μπορεί να μετατρέψει το χρόνο σε αιωνιότητα. Χωρίς την αγάπη, δεν υπάρχει Χριστός. Χωρίς αγάπη ο άνθρωπος είναι ξηρός, ένα νούμερο. Όποιος αγαπά είναι πάντα επίκαιρος, όπως ο Χριστός και οι Άγιοί του, διότι «ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκλείπει». Αιώνες τώρα, ο Μέγας Βασίλειος, που αναφέραμε και πιο πάνω, είναι και μένει αιώνιος. Επίσης, μας δίνει τις πιο αληθινές απαντήσεις σε όλα τα θέματα. Μας λέει: «Θέλετε να είστε πάντα νέοι; Έχετε αγάπη». Θέλετε να είστε ευτυχείς και να ζήσετε αιώνια; Αγαπάτε. Αντί λοιπόν της συμβατικής ευχής «καλή χρονιά» ή «χρόνια πολλά», ας ευχηθούμε εις εαυτούς και αλλήλους: Ν' αγαπάμε βαθειά και αληθινά για να ζήσουμε αιώνια. Μόνο οι σχέσεις της αληθινής αγάπης μας, περνάνε από την χρονικότητα στην αιωνιότητα.
   Ό αγώνας μας, είναι ενάντια στους εχθρούς της αιωνιότητας και της αθανασίας μας. Αυτοί είναι: οι α­μαρτίες μας, τα πάθη μας, οι πόθοι μας, τα πνευματικά της πονηρίας (Έφ. 6, 12). Κάθε αμαρτία, κλέβει και λί­γη από την αιωνιότητά μας και απονεκρώνει την αθα­νασία μας. Η φιλία με την αμαρτία είναι έχθρα με τον Θεό, έχθρα με τον Κύριο Ιησού Χρι­στό.
    O μεγαλύτερος δάσκαλος της ζωής είναι η πείρα, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά το καταστάλαγμα αυτού που πέρασε. Και αναρωτιόμαστε, αλήθεια είμαστε ικανοποιημένοι από το χρόνο που πέρασε; Βρήκαμε, πετύχαμε αυτό που ζητούσαμε; Όλο αυτό το χρόνο με το περπάτημα, με τις προσπάθειές μας, νιώθαμε πως βρισκόμασταν στο σωστό δρόμο και, μερικές φορές είχαμε την βεβαιότητα ότι ήταν ο μοναδικός. Μη βιαστούμε λοιπόν να τον διαγράψουμε και να πούμε, πέρασε. Να σκεφτούμε καλά και να ζυγίσουμε την ζωή μας.  Ύστερα να σκεφτούμε, ένας καινούργιος χρόνος έρχεται. Έχει το μυστήριο του αγνώστου. Με τη φαντασία μας τον βλέπουμε ρόδινο, ελκυστικό. Όλα θα πάνε καλά, αυτό άλλωστε το νόημα έχουν οι ευχές που δίνουμε. Να βλέπουμε την ζωή με αισιοδοξία, "γαντζωμένοι" πάντα στην Πρόνοια του Θεού. 
   Θυμόμαστε πως και πέρυσι την πρωτοχρονιά, τις ίδιες σκέψεις κάναμε και περίπου τις ίδιες ευχές δώσαμε. Αν λοιπόν περπατάμε στον ίδιο δρόμο, μπορεί η ζωή να το επαληθεύσει, τα ίδια αποτελέσματα θα έχουμε, την ίδια κατάληξη. Και βέβαια, αν δεν ήμασταν ευχαριστημένοι τον περασμένο χρόνο, γιατί πονέσαμε, χάσαμε, απελπιστήκαμε, οφείλεται στο ότι ζήσαμε αγνοώντας τον Κύριο του χρόνου, που είναι ο Ιησούς Χριστός. Λοιπόν, μη περιμένουμε τούτο το καινούργιο χρόνο, τα πράγματα να πάνε καλύτερα από τον προηγούμενο, αν εμείς πρώτα δεν αλλάξουμε, αν δεν μετανοήσουμε. Άσχετα με τις ευχές που κάνουμε και δεχόμαστε. Τα ίδια και τα ίδια. Ωστόσο, το βέβαιο είναι ότι εμείς πρέπει ν' αλλάξουμε.
  Επιπλέον, χωρίς εμείς να το θέλουμε, κάποιος πήρε το "μολύβι" και τράβηξε μια γραμμούλα πάνω στα χρόνια που κουβαλάμε επάνω μας. Όσο πάει και γεμίζει το σακούλι και θα ‘ρθει μια στιγμή που δεν θα παίρνει άλλο. Οι γραμμούλες θα τελειώσουν που σημαίνει ότι θα έχουμε φτάσει στο τέρμα. Ίσως πέρυσι δεν θελήσαμε να σκεφτούμε αυτό το τέρμα, αλλά ούτε και το σπουδαιότερο, για το μετά το τέρμα. Το αγνοήσαμε, γιατί παρασυρθήκαμε απ΄ τις ευχές, από το ελκυστικό και ρόδινο μέλλον. Είναι όμως αυτό πολύ επικίνδυνο πνευματικά. Να προσέξουμε μάλιστα, πως ερχόμαστε στο καινούργιο χρόνο. Πόλεμοι σε διάφορα μέρη της γης. Άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα. Σεισμοί, τυφώνες, πλημμύρες, εγκληματικότητα και ανασφάλεια θάβουν χιλιάδες ανθρώπους. Και, θα ευχηθούμε λοιπόν οι άνθρωποι, καθώς θα φεύγει ο παλαιός χρόνος για να ‘ρθει ο καινούργιος, «χρόνια πολλά και του χρόνου», και θα εννοούμε τί; Τα ίδια πάλι;
  Σήμερα, όλοι μας σοκαρισμένοι από την βίαιη κοινωνικο - οικονομική κρίση, κρίση αξιών, αλλά πρωτίστως πνευματική κρίση, νοιώθουμε να ακροβατούμε σε τεντωμένο σχοινί, με μεγαλύτερη την αμφιβολία, ότι δεν θα περάσουμε «απέναντι». Κοιτάμε και βλέπουμε το βλέμμα ενός πανίσχυρου εχθρού, έτοιμου να μας κατασπαράξει και νοιώθουμε τελείως ανυπεράσπιστοι. Η σωτηρία της χώρας και της κοινωνίας μας, έγκειται στην υποστήριξη και την συμμετοχή όλων μας, στην αισιοδοξία και την αλληλεγγύη. Ο ελληνικός λαός είναι «πλούσιος» στην αλληλεγγύη και στο φιλότιμο, κι αυτό το έδειξε έμπρακτα, που μας συγκινεί όλους, τις μέρες της κρίσης. Πως βοηθούσαν ο ένας τον άλλον, με οποιοδήποτε τρόπο. Άλλος με οικονομική στήριξη (από το υστέρημά του), άλλος δίνοντας τα φάρμακα που δεν τα χρειαζόταν, άλλος με εθελοντική εργασία στα συσσίτια της Εκκλησίας και των Δήμων της χώρας. Ο ΧΡΟΝΟΣ, είναι ο πιο πολύτιμος θησαυρός που έχουμε, γιατί είναι περιορισμένος. Μπορούμε να δημιουργήσουμε χρήμα, αλλά όχι περισσότερο χρόνο. Όταν όμως αφιερώνουμε χρόνο σ’ ένα πρόσωπο, του παραχωρούμε ένα μέρος από τη ζωή μας, που ποτέ δεν θα μπορέσουμε να αναπληρώσουμε.
   Η ελπίδα που πρέπει να έχουμε όλοι, προκειμένου να ξεπεραστεί κάθε είδους δυσκολία και κάθε εμπόδιο στην ζωή μας, και έν προκειμένω στο νέο έτος που ανατέλλει, είναι στο πρόσωπο του Χριστού. Η Εκκλησία ζει την ελπίδα καθημερινά στο Πανάγιο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. Αυτή η Χάρις του Χριστού, μας σκεπάζει όλους στον καθημερινό αγώνα μας. Στον καινούργιο χρόνο πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε πολλά πράγματα. Για να περάσουμε «απέναντι», προϋποθέτει βαθιά αλλαγή στη σκέψη μας και στην κρίση μας, να μετανοήσουμε, ώστε να ζυγιστούμε καλύτερα πάνω στο σχοινί για να είμαστε ασφαλείς και να μην μας πάρει από κάτω. Έχουμε τώρα την ευκαιρία να βγάλουμε από την ναφθαλίνη τους δικούς μας ξεχασμένους θεσμούς, αξίες και αρχές με επίκεντρο τον Θεάνθρωπο Χριστό. Γιατί, όταν αγαπούμε τον Χριστό, αγαπούμε ταυτόχρονα και τον άνθρωπο, τον πλησίον, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός. «Είδες τον αδελφό σου (άνθρωπο), είδες τον Θεό σου», κατά το Πατερικό.
  Λίγο πριν κοιμηθεί τον αιώνιο ύπνο, ένας μοναχός ζήτησε να γραφεί πάνω στον τάφο του, το εξής επίγραμμα: «Μοναχός Χ. Ετών 80, ζήσας έτη 3». Τα τρία χρόνια της ζωής του, ήταν τα τρία τελευταία έτη του βίου του, όταν του δωρίθηκε η υπαρξιακή βίωση της παν-αγάπης του Χριστού.... Αυτό το   βίωμα, να έχουμε όλοι τούτη την νέα χρονιά. Το βίωμα της Αγάπης του Χριστού, το βίωμα της θείας Χάρης Του.
  Είμαστε παιδιά του Θεού και δεν γνωρίζουμε ποιός είναι ο Θεός μας. Έχουμε Ουράνιο Πατέρα και δεν τον γνωρίζουμε στην πραγματικότητα. Τον πιστεύουμε ότι είναι Πατέρας μας, αλλά η καρδιά δεν το ομολογεί, δεν το έχει γευθεί, τα ψυχικά μάτια δεν τον έχουν δει αυτόν τον Πατέρα. Αν βλέπαμε ποιόν Πατέρα έχουμε, αν Τον είχαμε γνωρίσει, σαν τρελοί θα φωνάζαμε, από μια απέραντη ευτυχία για ένα εύρημα μέγιστης αξίας. Είμαστε παιδιά ενός «φοβερού» Πατέρα, υπό την έννοια ότι αυτός ο Πατέρας, είναι φοβερός στον πλούτο και στα χαρίσματα. Όσο κανείς επιχειρεί να μιλήσει γι` αυτόν τον Πατέρα, χάνει τα λόγια του. Όπως πλησιάζει ένα φως κι όσο το πλησιάζει, τα μάτια του θαμπώνουν, τυφλώνονται από το φως και δεν βλέπει τίποτε, έτσι ακριβώς, όσο πλησιάζει κανείς τον Θεό, χάνει πλέον τα λόγια του, δεν μπορεί να μιλήσει γι` Αυτόν.
Όμως, εμείς χάσαμε τον προορισμό μας με την παρακοή που του κάναμε, και φθάσαμε να παραγνωρίσουμε τελείως τον φυσικό Πατέρα και να αγαπούμε τόσα άλλα πλάσματα, πράγματα ή την κτίση, και τον Θεό να μη Τον αγαπούμε καθόλου. Εάν αγαπούσαμε τον Θεό, θα φυλάγαμε τις εντολές Τoυ και επομένως θα είμαστε ενωμένοι μαζί Του. Είναι μεγάλη δυστυχία να έχουμε έναν τέτοιον Πατέρα, κι εμείς να βρισκόμαστε σε τόση πνευματική φτώχεια, σε τόση ψυχική και πνευματική δυστυχία, να μη νοιώθουμε την αγάπη Του και την ευτυχία Του.
   Το νέο έτος και, ο χρόνος γενικά, είναι αφενός μεν ευλογία του Θεού και αφετέρου δε μία ευκαιρία μετανοίας. Ο χρόνος που μας χαρίζει ο Θεός είναι πολύτιμος πνευματικά. Να αξιοποιούμε τον χρόνο μας πνευματικά, όπως έκαναν και οι άγιοι. Και όχι να τον σπαταλούμε σε διάφορες βιοτικές μέριμνες και ανούσιες ενασχολήσεις. Γι' αυτό, τον χρόνο πρέπει να τον εκμεταλλευτούμε όσο καλύτερα στην ζωή μας, με πνευματική ανάταση, δηλ. να γίνουμε όχι απλώς καλύτεροι άνθρωποι το νέο έτος, αλλά άγιοι, αναγεννημένοι έν Χριστώ άνθρωποι. Βέβαια, αυτό επιτυγχάνεται πάντα με την Χάρη του Θεού πρωτίστως, και με την συνέργεια, όσο το δυνατόν, των ανθρωπίνων δυνάμεών μας.
  Με αυτές τις σκέψεις, εύχομαι ολόψυχα, το νέο έτος 2015, να είναι ελπιδοφόρο, ευλογημένο και σωτήριο. Γεμάτο υγεία, χαρά και αγάπη σε όλο τον κόσμο. Και κατά τον Μέγα Βασίλειο, ο Άγιος Θεός να μας χαρίζει, "αντί των φθαρτών τ' άφθαρτα, αντί των επιγείων τα επουράνια και αντί των προσκαίρων, τα αιώνια αγαθά". (Ευχή από την Θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου). Με την Χάρη του Ενανθρωπήσαντος Κυρίου Ιησού Χριστού.


Πρεσβύτερος
Γεώργιος Δημητρόπουλος