Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

"Μεγάλη Τεσσαρακοστή: Περίοδος περισυλλογής, συνάντηση Θεού και ανθρώπου"



Δημήτριος Π. Λυκούδης, πτ. Θεολογίας, πτ. Φιλολογίας, Υπ. Δρας Παν/μίου Αθηνών.

      «Έλεγον περί του αββά Αρσενίου ότι οψέ Σαββάτων, επιφασκούσης Κυριακής, ηφίει τον ήλιον οπίσω αυτού και έτεινε τας χείρας αυτού εις τον ουρανόν ευχόμενος, έως ου πάλιν έλαμψεν ο ήλιος εις το πρόσωπον αυτού και ούτως εκαθέζετο»(1). Μεγάλη Τεσσαρακοστή! Περίοδος πνευματικής προπαρασκευής και περισυλλογής. Συνάντηση Θεού και ανθρώπου, Ακτίστου και κτιστού, Ουρανού και γης, ¨ορατών τε πάντων και αοράτων¨¨. Μεγάλη Τεσσαρακοστή και ο άνθρωπος ευαγγελίζεται τη χαρμόσυνη σάλπιγγα της μετανοίας, της επανόδου, της ανανήψεως, της επιστροφής στην αρχέγονη κατάστασή του μέσω της ¨κατά φύσιν¨ κινήσεως της ψυχής¨(2), γεγονός που χαρίζει ως δωρεά στον πιστό τη δυνατότητα της καταλλαγής με τον Θεό, γεγονός, συνάμα, που καθιστά τον άνθρωπο, ¨κατ΄οικονομίαν¨ Θεού, ικανό να επαναπροσδιορίζει και αυτοβούλως, αυτοθελήτως, αενάως και ελευθέρως, άμα δε και αβιάστως, ν΄αναγνωρίζει τη σχεσιακή του κοινωνία και οντότητα, ουχί μετά του απροσώπου απολύτου, αλλά μετά του Προσώπου, του κατεξοχήν Όντος, τουτέστιν, μετά του Προσώπου του Απολύτου, τον ίδιο τον Άγιο Θεό. Δεσπόζουσα θέση μεταξύ των μέσων που δύναται να επιστρατεύσει ο πιστός για να προσεγγίσει τον Πανάγιο Θεό κατέχει η αέναος προσευχή και δη, η μονολόγιστος ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό», η οποία υποστηρίζεται δια του ιερού κομβολογίου ή κομποσχοινίου, ευχή που επιφέρει πνευματική πληρότητα στην ψυχή και καθιστά την ανθρώπινη φύση «επιτηδείαν εις το να δεχθεί και την υπερφυσικήν χάριν και την ενέργειαν του Θεού»(3).
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης αναφέρει σχετικά ότι «η προσευχή ως προς την ποιότητά της είναι συνουσία και ένωσις του ανθρώπου με τον Θεόν, και ως προς την ενέργειά της σύστασις και διατήρησις του κόσμου, συμφιλίωσις με τον Θεόν, μητέρα των δακρύων, καθώς επίσης και θυγατέρα, συγχώρησις των αμαρτημάτων, γέφυρα που σώζει από τους πειρασμούς, τοίχος που μας προστατεύει από τις θλίψεις, συντριβή των πολέμων, έργο των Αγγέλων, τροφή όλων των ασωμάτων, η μελλοντική ευφροσύνη»(4). Ερωτούν όμως σήμερα πολλοί: πώς να ξεκινήσουμε την προσευχή; πώς μπορούμε να παρεισφρήσουμε από την προσευχή των λόγων στη σιωπηρή προσευχή, από την εντατική στην αυτοενεργούμενη; Μεγάλη Τεσσαρακοστή! Περίοδος πνευματικής προετοιμασίας και περισυλλογής και ένας τρόπος για να αρχίσουμε το προσευχητικό έργο είναι μέσω της επίκλησης του Ονόματος του Ιησού. Ο εξωτερικός τύπος της προσευχής αποτελείται από τις λέξεις «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Ας σπεύσουμε, όμως, να τονίσουμε ότι δεν υπάρχει αποκλειστικός τύπος. Η φράση δύναται να συντομευθεί όπως «Κύριε Ιησού» ή να επεκταθεί με την προσθήκη «τον αμαρτωλό» στο τέλος, υπογραμμίζοντας την πλευρά της επανόδου και της μετανοίας(5). Έτσι, κάθε πιστός έχει τη δυνατότητα να προσεύχεται καθ΄όλη τη διάρκεια της νυχθημέρου, στον εργασιακό του χώρο, στην οικία του, ακόμη και καθ΄οδόν.
Η συχνή επίκληση του ονόματος του Ιησού εισάγει τον άνθρωπο στην παρουσία του Θεού, είναι λειτουργία εσωτερικευμένη. «Απαρνείται τα διαλογιστικά στοιχεία, τους λογισμούς και γίνεται μία μονάχα λέξη – μονολογία – το όνομα του Ιησού»(6). Έτσι, ο άνθρωπος μυείται με τον αμεσότερο τρόπο στην πνευματική εμπειρία του Αποστόλου Παύλου: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός»(7). Μετά τη Σάρκωση του Θεανθρώπου Κυρίου Ιησού Χριστού οποιαδήποτε ¨αναλογία¨ στην πίστη είναι χριστολογία. «Η ¨μόρφωση¨ του Χριστού μέσα στον άνθρωπο που επιτυγχάνεται μέσω της προσευχής δεν είναι ούτε μίμηση ούτε εφαρμογή στον άνθρωπο των τιμών της Σαρκώσεως, αλλά προβολή μέσα στον άνθρωπο της ίδιας της Σαρκώσεως, που ενεργείται και συνεχίζεται με το ευχαριστιακό μυστήριο»(8). Έτσι, συντελείται η βιωματική σχέση και κοινωνία Θεού και ανθρώπου που επιφέρει και την ¨κατά χάριν¨ θέωση και χριστοποίηση του τελευταίου. Ο μακαριστός γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ έξοχα παρατηρεί: «Η θαυμαστή αίσθησις της ελεύσεως του Θεού εντός ημών συνοδεύεται μεθ΄ ολοκληρωτικής συμφωνίας νου και καρδίας. Η Θεία αρμονία της πνευματικής ταύτης καταστάσεως είναι ευφροσύνη δια την καρδίαν και φως δια τον νουν. Όλος ο άνθρωπος(σώμα-πνεύμα-καρδιά, και σώμα εισέτι), αισθάνεται την ειρήνην του Θεού, την υπερέχουσαν πάντα νουν. Η ψυχή αναγνωρίζει ότι και η Αγάπη, και το φως και η Ειρήνη καταβαίνουν εκ του Υψίστου»(9).
Εισέτι, οι Πατέρες της Εκκλησίας αναφερόμενοι στην εξέχουσα σπουδαιότητα της αδιαλείπτου προσευχής(10), τονίζουν και τις προϋποθέσεις που συνοδεύουν αυτή. Η προσοχή, κυρίως κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την προσευχή, η ταπείνωση, η νηστεία, η ειλικρινής συντριβή και μετάνοια, η επιμονή(11), η εγρήγορση και η επαγρύπνηση, η ησυχία(κυρίως εδώ ως τρόπος και πνευματική κατάσταση, ουχί ως τόπος), αποτελούν απαραίτητα εφόδια, προϋποθέσεις ύψιστης και βαρύνουσας σημασίας για να δυνηθεί ο πιστός, αρχικά, να αφουγκραστεί, και, σταδιακά, να βιώσει ότι «η κλήσις του υπερκοσμίου Πατρός ελκύει ημάς. Αισθανόμεθα ότι η πλευρά εκείνη της φύσεως ημών, ήτις φέρεται προς Αυτόν, καθίσταται υπερκόσμια. Ημείς οι ίδιοι είμεθα κτίσματα, αλλά ο Κύριος Ιησούς δια της επί γης εμφανίσεως Αυτού, της διδαχής και του υποδείγματος Αυτού, απεργάζεται ημάς ομοίους προς Αυτόν. Συντελείται εν ημίν η ομοίωσις προς τον Μονογενή Υιόν δια της εν ημίν ενοικήσεως του Αγίου Πνεύματος. Κατά τον τρόπον αυτόν γινόμεθα και ημείς υιοί του Υψίστου»(12).
Η νοερά προσευχή προσελκύει αγιαστικά τη λαμπρότητα της Μεταμόρφωσης και τη διανθίζει σε κάθε κύτταρο και κρουνό της προσωπικής μας οντότητας. Αρχικά, μεταμορφώνει η σχέση του προσευχόμενου με τον υλικό κόσμο που τον περιβάλλει και, ακολούθως, με τους συνανθρώπους του. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η ευχή περιλαμβάνει τις δύο κύριες ¨στιγμές¨ της χριστιανικής λατρευτικής πράξης: τη στιγμή της προσκύνησης, της ενατένισης και δοξολογικής αποδοχής της δόξας του Θεού και της αγαπητικής αναζήτησής Του, και τη στιγμή της μετανοίας, της αίσθησης δηλαδή,  της πλήρους αναξιότητας και της αμαρτίας. «Υπάρχει μία κυκλική κίνηση μέσα στην προσευχή, μία ακολουθία ανάβασης και επιστροφής. Στο πρώτο μισό της προσευχής ανερχόμαστε προς τον Θεό ¨Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού…¨ και κατόπιν, στο δεύτερο μισό, γυρίζουμε στον εαυτό μας με συντριβή ¨…ελέησόν με τον αμαρτωλόν¨. Εκείνοι που έχουν γευθεί το δώρο του πνεύματος έχουν ταυτόχρονα συνείδηση δύο πραγμάτων: από τη μία μεριά της χαράς και της παρηγορίας και απ΄ την άλλη μεριά της ταραχής, του φόβου και του θρήνου. Τέτοια είναι η εσωτερική διαλεκτική της νοεράς προσευχής»(13).
Ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης θέτει ως προϋποθέσεις για προετοιμασία την «αμνησικακίαν και το αποίκιλον»(14), δηλαδή το ανεπιτήδευτο του ύφους. «Το ύφος και το λεκτικό της προσευχής σου ας είναι ανεπιτήδευτο, διότι ο τελώνης και ο άσωτος με έναν μόνο λόγο συμφιλιώθηκαν με τον Θεόν»(15). Εδώ, η ¨αμνησικακία¨ αναφέρεται ευθαρσώς σε ό,τι δυσχεραίνει και εμποδίζει την ¨καθαρή προσευχή¨, δηλαδή, σε κάθε λοιδορία, μέριμνα, θλίψη, οργή, κάθε λογισμό και εχθρική-πειρασμική επιβουλή. Εισέτι, το ¨αποίκιλον¨ δεν αναφέρεται μόνο στην όλη στάση του προσευχόμενου, αλλά και στους λόγους του. Ο καθηγητής Χαράλαμπος Σωτηρόπουλος, σχολιάζοντας τη θέση του συγγραφέα της ¨Κλίμακος¨, παρατηρεί: «Ο Χριστός δεν έχει ανάγκην ωραίων φράσεων, προτάσεων και λόγων κατά την προσευχήν, αλλά απλών λόγων και πολλής προσοχής. Ο Όσιος Ιωάννης αποτρέπει τους ανθρώπους από την πολυλογίαν, τονίζων ότι αυτή οδηγεί πολλάκις αυτούς εις αναζήτησιν λέξεων δια να εκφρασθούν, με αποτέλεσμα να διασπάται ο νους των. Αντ΄ αυτών, προτείνει τα απλά λόγια και την μονολογίαν, τονίζων ότι αυτά ηυχαρίστησαν και ικανοποίησαν τον Θεόν»(16).
Κάθε προσευχή για να οδηγήσει σε ¨κοινωνία¨ με τον Θεό δέον να εμφορείται από συντριβή και ταπείνωση: «Πάσα προσευχή, εν ταπεινότητι και συντριβή καρδίας γινομένη, ανυψούται εις τας υπεράνω ταύτης της γης χώρας, όθεν έπειτα κατέρχεται εφ΄ημάς ως δρόσος ευεργετική, εξομαλίζουσα και ευθείαν ποιούσα ημίν την εις την ουράνιον Πατρίδα άνοδον. Η δε ολιγωρία και λήθη της προσευχής εγκαταλείπει ημάς εις πάσαν την ξηράν και άγονον ματαιότητα της ημετέρας διανοίας, εις πάσαν την στείρωσιν και αφορίαν της πτωχής ημών φύσεως»(17). Η ταπείνωση εδώ, δεν εξαίρεται ως μία απλή αναφορά μιας τυπικής διάταξης της συμπεριφοράς του προσευχόμενου, ούτε αναφέρεται ως μία στείρα και επιδερμική εξωτερική κατάσταση ταπεινοσχημίας ή ταπεινολογίας. Προβάλλει ως βαθύτατη εσωτερική κατάσταση, ως άλλη πνευματοφόρα εμβάθυνση του ανθρώπινου νου στα μεγαλείο της σταυρικής θυσίας του Θεανθρώπου και, ειδικότερα, ως μέθεξη στη Θεία Κένωση του Απολυτρωτικού έργου του Λυτρωτού Κυρίου Ιησού Χριστού. Η ταπείνωση, δηλαδή, θα στέκει και θα μετουσιώνεται, μάλλον δε, αγιαστικά θα μεταμορφώνεται σε αληθινή ταπείνωση μόνο στην περίπτωση που ο πιστός θα συμμετέχει ¨κατά χάριν¨ στην Θεανθρωπότητα του Κυρίου Ιησού Χριστού, στο ποσοστό, δηλαδή, που ποιοτικά θα κοινωνεί στη μεταμορφωτική χάρη της Θείας Του δόξας.
Προς επίρρωσιν των ανωτέρω, ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ συμβουλεύει: «Αν αιχμαλωτισθής την ώρα της προσευχής από λογισμούς, ταπεινώσου και ζήτησε συγχώρησι λέγοντας: ¨Ημάρτησα Κύριε, με το λόγο, το νου, την πράξι και με όλες μου τις αισθήσεις¨»(18). Αυτή η παραδοχή και συντριβή του ανθρώπου ενώπιον της αμαρτωλότητός του μεταποιείται σε μέθεξη στην κοινοτική σύμπνοια του Παρακλήτου, ακριβώς, επειδή ο ίδιος ο Κύριος αναπαύεται σε ταπεινές εξαϋλωμένες καρδιές. Χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα από το γεροντικό: «Έλεγον οι Γέροντες περί τινός αδελφού, ότι ουδέποτε απέστη του εργοχείρου και η ευχή αυτού αδιαλείπτως ανήρχετο προς τον Θεόν. Ην δε και σφόδρα ταπεινός και ευκατάστατος»(19). Παράλληλα με την ταπείνωση, ο προσευχόμενος ¨ανάγκη εστίν¨ να διακατέχεται από ισχυρή και ακλόνητη πίστη, αγάπη και ελπίδα. «Αγάπη είναι ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει ο Θεός οντολογικά. Η αγάπη συνιστά το Είναι του Θεού»(20), με αποτέλεσμα ο πιστός να υπάρχει οντολογικά ως υπόσταση και ουχί οντικά, ακριβώς, επειδή μετέχει στην κοινωνία της αγάπης του Θεού και στη Ζωοποιό χάρη Του.
Μεγάλη Τεσσαρακοστή! Περίοδος πνευματικής περισυλλογής, συνάντηση Θεού και ανθρώπου. Συχνά, όσες φορές ακολουθούσαμε το μονοπάτι από την Ιερά Μονή του Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους προς το κονάκι του μακαριστού γέροντος Ιωσήφ του Βατοπαιδινού, ο γέροντας δεν παραμελούσε να μας θυμίζει τα λόγια του παπά Εφραίμ του Κατουνακιώτου: «Η ποσότητα της προσευχής θα φέρει και την ποιότητα». «Η ποσότης όμως εις την προσευχήν απαιτεί και πολύν κόπον. Φαίνεται δ΄ότι αυτός ο κόπος δεν αποβαίνει εις μάτην, εάν στηριχθή κανείς εις την άποψιν του Ιωάννου της Κλίμακος, κατά τον οποίον, η πυκνή προσευχή προκαλεί, τρόπον τινά, την εύνοια του Θεού»(21). Και συμπληρώνει εξόχως ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Η προσευχή ως Θεού ομιλία, των αοράτων θεωρία, των επιθυμούντων πληροφορία, των Αγγέλων ομοτιμία, των καλών προκοπή, των κακών ανατροπή, των αμαρτανόντων διόρθωσις, των παρόντων απόλαυσις, των μελλόντων υπόστασις»(22), είναι αναγκαία εκδήλωση και απόδειξη της σχεσιακής συνύπαρξης κτιστού και Ακτίστου. Οι προϋποθέσεις που την περιστοιχίζουν αποτελούν βακτηρία σωτηρίας για τον ίδιο τον προσευχόμενο, καθώς ως άλλη ¨οδός¨ καταδεικνύουν στον άνθρωπο την έννοια της πίστεως, όχι, όμως, ως υπόθεση πως κάτι, ίσως, είναι αλήθεια, αλλά ως τελική αποδοχή ότι «ο έσχατος σκοπός της ενανθρωπίσεως του Λόγου έγκειται ακριβώς εις το να λογοποιήση-χριστοποιήση και θεώση τον άνθρωπον εις όλον το είναι του»(23).
Μεγάλη Τεσσαρακοστή! Περίοδος πνευματικής προετοιμασίας και περισυλλογής. Και θεώρησα ως τον πλέον δόκιμο όρο να κλείνω την παρούσα εισήγησή μου με τα λόγια του μακαριστού γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη, όταν δακρύβρεχτος και ιλαρός στην όψη, πολλές φορές, μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, μάς έλεγε: «Όλα είναι ζωντανά! Νηστεύετε και προσεύχεσθε! Ζει Κύριος ο Θεός».

Παραπομπές

*Εισήγηση που πραγματοποιήθηκε κατά την διάρκεια πνευματικής εσπερίδας στον Ιερό Ναό Αγίας Ειρήνης Γαλατσίου, στις 08/03/2015, με θέμα: «Σαρακοστή: Πορεία προς την Ανάσταση».

1.Το Μέγα Γεροντικόν, τόμος Γ΄, εκδ. Ι.Ησυχαστηρίου ¨Το Γενέσιον της Θεοτόκου¨, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1997, σελ. 356.
2.Πρβλ., Σωτηρόπουλου Χ., Νηπτικοί Πατέρες των Μέσων Χρόνων, Αθήναι 2000, σελ. 20. Εκτενής αναφορά γίνεται στο Λόγο περί Ασκητικής του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού(PG 90,324). Για την έννοια της αρχεγόνου καταστάσεως του ανθρώπου βλ., σχ., Ξεξάκη Νικολάου, Ορθόδοξος Δογματική Γ΄, Η περί Δημιουργίας διδασκαλία, εκδ. Έννοια, Αθήνα 2006, σελ. 190-197, Τρεμπέλα Π., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμος Α΄, εκδ. Ζωή, Αθηναι 1959, σελ. 494-499, Ανδρούτσου Χρήστου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αστήρ, Αθήναι 1956, σελ. 136-145, Παπαδόπουλου Ιωάννου, Επίτομος Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αλεξάνδρεια 1932, σελ. 68-74.
3.Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, εκδ. Νεκ. Παναγόπουλος, Αθήναι 2001, σελ. 181.
4.Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 1998, σελ. 387. Ενδεικτικά για τη σημασία της προσευχής βλ., Σαχάρωφ Σωφρονίου(Αρχιμ), Περί Προσευχής, Ι.Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1991, Μπλούμ  Άντονι, Προσευχή και Αγιότητα (μτφρ. Βασ. Αργυριάδης), Εν πλω, Αθήνα 2011, Ware Καλλίστου, (Επισκόπου Διοκλείας), Η δύναμη του Ονόματος, η Προσευχή του Ιησού στην Ορθόδοξη Πνευματικότητα, Ακρίτας, Αθήνα 1983, Λυκούδη Δημητρίου, Η προσευχή ως επικοινωνιακός τρόπος προσέγγισης του Θείου στο χώρο του μεταμοντέρνου κόσμου, Αθήνα 2011.
5.Πρβλ., Λυκούδη Δ.,¨Η δύναμη της προσευχής¨ στο ¨Βίος Αβίωτος¨, Αθήνα 2014, σελ. 128-135.
6.Ευδοκίμωφ Παύλου, Η Ορθοδοξία, Βασ. Ρηγόπουλου, Αθήνα 1972, σελ. 155.
7.Γαλ., β΄ 20.
8.Ευδικίμωφ Π., Η Ορθοδοξία, σελ. 152-153.
9.Σαχάρωφ Σ., Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1992, σελ. 412.
10.Αναφορικά με την ¨ευχή του Ιησού¨ βλ., Ευδοκίμοφ Π., Η Ορθοδοξία, σελ. 136-137, Μωϋσέως Μοναχού, Η κοινωνία της Ερήμου και η ερημία των πόλεων, Τήνος, Αθήνα 1987, σελ. 31-67, Περιπέτειες ενός Προσκυνητού (μτφρ .πρ. Μητροπολίτου Κορινθίας Παντελεήμονα Καρανικόλα), Αστήρ, Αθήναι 1976, A monk of the Eastern Church, On the invocation of the Name of Jesus, The fellowship of St. Alban and St. Sergius, London 1950, Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Αόρατος Πόλεμος, εκδ. Νεκ. Παναγόπουλος, Αθήνα 2002, σελ. 186-190.
11.Σωτηρόπουλου Χ., Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Βίος-Έργα-Διδασκαλία, Αθήναι 2002, σελ. 124-135.
12.Σαχάρωφ Σ., Οψόμεθα τον Θεό καθώς εστί, σελ. 159.
13.Ware Καλλίστου, Η δύναμη του Ονόματος, σελ. 31-32.
14.Αγίου Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ, σελ. 388-390.
15.Αυτόθι, σελ. 388-389.
16.Σωτηρόπουλου Χ., Οι Νηπτικοί Πατέρες περί της κατά Χριστόν τελειώσεως του ανθρώπου, Αθήναι 2004, σελ. 116.
17.Η ισχύς της Προσευχής, περιοδικό ¨Ευαγγελικός Κήρυξ¨, αριθμ. 6, Ιούνιος 1861, σελ. 279.
18.Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ, εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1998, σελ. 326.
19.Το Μέγα Γεροντικόν, τόμος Γ΄, εκδ. Ι.Η. ¨Το Γενέσιον της Θεοτόκου¨, Πανόραμα Θεσσαλονίκης 1997, σελ. 376.
20.Δεληκωσταντή Κώστα, Το ήθος της Ελευθερίας, Δόμος, Αθήνα 1997, σελ. 73. Αξίζει κανείς να μελετήσει την εξαιρετική ερμηνεία και ανάλυση της οντολογίας της προσωπικότητας σε σχέση με την κοινωνία των προσώπων, του Αθανασίου Μελισσάρη και, κυρίως, τις σελ. 53-83, Melissaris G.A., Personhood Re-examined: Current Perspectives from Orthodox Anthropology and Archetypal Psychology, A Comparison of John Zizioulas and James Hillman, Epektasis, Greece 2002.
21.Σωτηρόπουλου Χ., Οι Νηπτικοί Πατέρες περί της κατά Χριστόν τελειώσεως του ανθρώπου, σελ. 121.
22.Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Α΄ εις την Προσευχήν, Migne P.G. 44, 1124B.
23.Ware Καλλίστου, Ο Ορθόδοξος δρόμος (μτφρ. Μαρίας Πάσχου), Επτάλοφος, Αθήναι 1984, σελ. 20-21.
24.Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, Αστήρ, Αθήνα 1970, σελ. 37-38.

Ὀρθοδοξία: Ἡ ἐλπίδα τῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης




Τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Γεωργίου (Καψάνη), Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους. Στὸ κείμενο αὐτὸ ἐπισημαίνεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος αὐτοσυνειδησία δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ παρακάμπτωμε τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἠμπορεῖ νὰ συναποτελῇ μαζὶ μὲ τὸν Δυτικὸ Χριστιανισμὸ μία ἑνιαία «χριστιανικὴ ταυτότητα», ἀλλὰ ἀντιθέτως μᾶς ὑποχρεώνει νὰ τονίσωμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ λησμονημένη ἀπὸ τὴν Εὐρώπη πρωτογενής της Πίστις, ἡ ὁποία πρέπει κάποτε νὰ ἀποτελέσῃ ἐκ νέου τὴν χριστιανική της ταυτότητα.

    Ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη τοῦ 21ου αἰῶνος ἀναζητεῖ τὴν ταυτότητά της. Ἡ «εὐρωπαϊκὴ ταυτότης» δὲν ἀποτελοῦσε ἀντικείμενο σοβαροῦ προβληματισμοῦ, ἐφ᾿ ὅσον τὴν διεμόρφωναν μόνον οἰκονομικοὶ καὶ πολιτικοὶ παράγοντες. Ἀφ᾿ ὅτου ὅμως πολιτισμικοὶ καὶ ἰδίως θρησκευτικοὶ παράγοντες ἔπρεπε νὰ ληφθοῦν ὑπ᾿ ὄψιν κατὰ τὴν ἀναζήτησί της, ἀναπτύχθηκαν σοβαρὲς συζητήσεις, ἔντονες διαφωνίες καὶ ὀξεῖες διαμάχες γύρω ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ ἢ μὴ τοῦ «Εὐρωπαϊκοῦ Συντάγματος» στὴν χριστιανικὴ ταυτότητα τῆς Εὐρώπης. Τί σημαίνει ὅμως «χριστιανικὴ ταυτότης τῆς Εὐρώπης» γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους λαούς μας; Πόσο χριστιανικὴ εἶναι ἡ «χριστιανικὴ ταυτότης τῆς Εὐρώπης»; Ὅσοι καλοπροαίρετα ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἐνίσχυσι τῆς χριστιανικῆς ταυτότητος τῆς Εὐρώπης ὁμιλοῦν συνήθως γι᾿ αὐτὴν ὡσὰν νὰ πρόκειται γιὰ ἕνα ἱστορικὸ δεδομένο ἢ ἕναν κώδικα χριστιανικῶν ἀρχῶν καὶ ἀξιῶν, στὶς ὁποῖες ἠμποροῦν νὰ συγκλίνουν οἱ χριστιανικοὶ λαοὶ μὲ τὴν βοήθεια τῶν οἰκουμενικῶν ἐπαφῶν καὶ διαχριστιανικῶν διαλόγων. Οἱ Χριστιανοὶ τῆς Εὐρώπης ἐπιδιώκουν νὰ τὴν ἐξασφαλίσουν θεσμικά, ἐπειδὴ φοβοῦνται τὸ ἐνδεχόμενο τοῦ θρησκευτικοῦ ἀποχρωματισμοῦ τῆς ἠπείρου των, τὴν ἀλλοίωσι τῆς χριστιανικῆς της ἰδιοπροσωπίας λόγω τῶν πληθυσμιακῶν μεταβολῶν (μετανάστευσις κ.λπ.) ἢ τὸν ἀποκλεισμὸ τῶν χριστιανικῶν «διεκκλησιαστικῶν» ὀργανισμῶν ἀπὸ τὰ κέντρα λήψεως ἀποφάσεων στὴν Εὐρώπη. Ἀκολουθώντας τὴν ἴδια λογική, καὶ οἱ προτάσεις ἐπισήμων Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων ἐπικεντρώνονται στὴν ἐνίσχυσι μιᾶς θεσμικῆς χριστιανικῆς παρουσίας στὴν Εὐρώπη.
Στὸ κείμενο αὐτὸ ἐπισημαίνεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος αὐτοσυνειδησία δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ παρακάμπτωμε τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἠμπορεῖ νὰ συναποτελῇ μαζὶ μὲ τὸν Δυτικὸ Χριστιανισμὸ μία ἑνιαία «χριστιανικὴ ταυτότητα», ἀλλὰ ἀντιθέτως μᾶς ὑποχρεώνει νὰ τονίσωμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ λησμονημένη ἀπὸ τὴν Εὐρώπη πρωτογενής της Πίστις, ἡ ὁποία πρέπει κάποτε νὰ ἀποτελέσῃ ἐκ νέου τὴν χριστιανική της ταυτότητα.
Ζῶντες στὸ περιβάλλον τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ στὴν πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα ποὺ αὐτὸ δημιουργεῖ, ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος κληρονομιά μας δὲν πρέπει νὰ μετρῆται μὲ τὰ μέτρα τοῦ κόσμου τούτου. Τὰ τελευταῖα χρόνια γινόμεθα μάρτυρες τῆς εὐλαβείας καὶ τῆς βαθειᾶς πίστεως τῶν προσκυνητῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πολλοὶ ἐκ τῶν ὁποίων ἔρχονται μὲ πολὺ κόπο καὶ μὲ μεγάλα ἔξοδα ἀπὸ τὶς ὁμόδοξες χῶρες τῆς Βαλκανικῆς καὶ ἀπὸ τὴν Ρωσσία.
Στὴν συνείδησι ὅλων αὐτῶν τῶν εὐσεβῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ ὅσων ἐκπροσωποῦν στὴν χώρα τους, ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἔχει συνήθως τὴν ἔννοια, ποὺ τῆς ἀποδίδουν ὅσοι τὴν βλέπουν ἢ τὴν ἀντιμετωπίζουν μὲ ἰδεολογικὰ ἢ κοινωνιολογικὰ κριτήρια, ὅσοι δηλαδὴ συνηθίζουν νὰ βλέπουν στὴν καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολὴ ἀντιδυτικὰ «Ὀρθόδοξα» τόξα παράλληλα πρὸς τὰ μουσουλμανικά, ἢ θεωροῦν τὴν Ὀρθοδοξία ὡς ἐθνικιστικὴ δύναμι τῶν λαῶν ποὺ τὴν ἀσπάζονται. Ὅσο καὶ ἂν οἱ Ὀρθόδοξοι δημιουργοῦμε τέτοιες ἐντυπώσεις, λόγω τῶν προσωπικῶν μας ἀτελειῶν ἢ τῶν συλλογικῶν μας ἀστοχιῶν, ἔχουμε βαθειὰ ριζωμένη στὴν συνείδησί μας τὴν πεποίθησι ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι κάτι πολὺ πιὸ οὐσιαστικό, οὐράνιο, ἀκατάλυτο: εἶναι τὸ ἀνεκτίμητο δῶρο τοῦ ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, ἡ «ἅπαξ παραδοθεῖσα τοῖς ἁγίοις πίστις» (Ἰούδ. 3), τὴν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας διασῴζει ἀκέραια, χωρὶς αἱρετικὲς παραχαράξεις, καὶ τὴν ὁποία μὲ πολλὲς θυσίες διαφυλάξαμε σὲ δύσκολους καιρούς, προκειμένου νὰ μὴ χάσουμε τὴν ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζωῆς.
Οἱ Ὀρθόδοξοι λαοὶ εἴμαστε ἠλεημένοι ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεὸ νὰ φέρωμε τὴν σφραγῖδα τοῦ Ὀρθοδόξου ἁγίου Βαπτίσματος, νὰ κοινωνοῦμε τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Εὐχαριστίας, νὰ ἀκολουθοῦμε μὲ ταπείνωσι τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὡς μοναδικὴ ὁδὸ σωτηρίας, καὶ νὰ τηροῦμε «τὴν ἑνότητα τοῦ πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης» (Ἐφ. δ´ 3). Φέρομε ὁμολογουμένως τὴν παρακαταθήκη τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως «ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσι» (Β´ Κορ. δ´ 7), ἐν τούτοις ὅμως αὐτὴ συνιστᾷ Χάριτι Θεοῦ τὸν λόγο «τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» (Α´ Πέτρ. γ´ 15).
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας δὲν εἶναι ἁπλῶς κιβωτὸς τῆς ἐθνικῆς ἱστορικῆς μας κληρονομιᾶς. Πρωτίστως καὶ κυρίως εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.
Γιὰ νὰ μὴ χάσουν τὴν ἐλπίδα τῆς ἐν Χριστῷ αἰωνίου σωτηρίας, σὲ ἐποχὲς δύσκολες οἱ Ὀρθόδοξοι λαοὶ τῶν Βαλκανίων διετήρησαν τὴν Ὀρθόδοξο Πίστι τους μὲ τὴν θυσία χιλιάδων νεομαρτύρων, ἀντιστεκόμενοι τόσο στὸν ἐξισλαμισμὸ ὅσο καὶ στὸν ἐξουνιτισμό(1). Γι᾿ αὐτὸ ἡ πρόσφατος, μετὰ τὴν κατάρρευσι τῶν ἀθεϊστικῶν καθεστώτων, ἀναζωπύρωσις τῆς Οὐνίας καὶ ἡ δραστηριότης τῶν νέο-προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν μεταξὺ Ὀρθοδόξων πληθυσμῶν ἀποτελοῦν σοβαρότατες προκλήσεις γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους. Καὶ ὡς τέτοιες πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζωνται, ἐπειδὴ γιὰ μία ἀκόμη φορᾷ θέτουν ὑπὸ διακινδύνευσι τὴν σωτηρία ἁπλοϊκῶν ψυχῶν, «ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανε» (πρβλ. Ρωμ. ιδ´ 15).
Στὶς δυτικὲς κοινωνίες ἐξάλλου, τὶς ἐκ παραδόσεως ρωμαιοκαθολικὲς καὶ προτεσταντικές, ὅπου ὑπάρχουν καὶ δραστηριοποιοῦνται Ὀρθόδοξες ἐνορίες, ἡ Ὀρθόδοξος παρουσία πρέπει νὰ εἶναι σεμνὴ μαρτυρία περὶ τοῦ αὐθεντικοῦ Χριστιανισμοῦ, τὸν ὁποῖον στερήθηκαν ἐπὶ αἰῶνες οἱ κοινωνίες αὐτές, λόγω τῶν παπικῶν καὶ προτεσταντικῶν παρεκκλίσεων ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ Πίστι. Κάθε φορὰ ποὺ ἡ νοσταλγικὴ ἀναζήτησις τῆς ἀνόθευτου χριστιανικῆς Πίστεως κορυφώνεται στὴν ἐπιστροφὴ ἑτεροδόξων Χριστιανῶν στὴν ἀγκάλη τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδόξου, ἐκφράζεται ἡ ἱεραποστολικὴ φύσις τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιστρέφοντες οἱ ἑτερόδοξοι στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, δὲν ἐγκαταλείπουν μία ἐκκλησία γιὰ νὰ ἀσπασθοῦν μία ἄλλη, ὅπως λανθασμένα θεωρεῖται. Στὴν πραγματικότητα ἀφήνουν ἕνα ἀνθρωποκεντρικὸ ἐκκλησιαστικὸ σχῆμα καὶ ἐπανευρίσκουν τὴν μία καὶ μοναδικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γίνονται μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπαναπροσανατολίζονται στὴν πορεία τῆς θεώσεως.
Δυστυχῶς, ἀντίθετη κατεύθυνσι ἀκολουθεῖ ὁ συγκρητιστικὸς Οἰκουμενισμός, τὸν ὁποῖον ἐκφράζουν θεσμικὰ ὄργανα τῆς Οἰκουμενικῆς λεγομένης Κινήσεως καὶ φορεῖς τοῦ παποκεντρικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἐπειδὴ παραθεωροῦν τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία καὶ ἀκολουθοῦν τὴν προτεσταντικὴ «θεωρία τῶν κλάδων» ἢ τὴν νεωτέρα ρωμαιοκεντρικὴ θεωρία τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», θεωροῦν ὅτι ἡ Ἀλήθεια τῆς Ἀποστολικῆς Πίστεως, ἢ μέρος αὐτῆς, διασῴζεται σὲ ὅλες τὶς Χριστιανικὲς ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες. Γι᾿ αὐτὸ κατευθύνουν τὶς προσπάθειές τους στὴν πραγματοποίησι μιᾶς ὁρατῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν, ἀνεξαρτήτως βαθυτέρας ἑνότητος στὴν Πίστι.
Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ἡ οἰκουμενιστικὴ «θεολογία» ἐξισώνει τὸ Ὀρθόδοξο Βάπτισμα (τριπλῆ κατάδυσι) μὲ τὸ ρωμαιοκαθολικὸ ράντισμα, θεωρεῖ τὴν αἵρεσι τοῦ Filioque δογματικὰ ἰσοδύναμη μὲ τὴν Ὀρθόδοξο διδασκαλία περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ μόνον τοῦ Πατρός, μεθερμηνεύει τὸ πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης ὡς πρωτεῖο διακονίας, ὀνομάζει θεολογούμενον τὴν Ὀρθόδοξο διδασκαλία περὶ διακρίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεὸ καὶ περὶ ἀκτίστου θείας Χάριτος, κ.ἄ.
Πρόκειται γιὰ ἕναν ἐπιπόλαιο οἰκουμενισμό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγραφε εὔστοχα ὁ ἀείμνηστος π. Δημήτριος Στανιλοάε: «Δημιουργεῖται κάθε τόσο, ἀπὸ τὴν μεγάλη ἐπιθυμία γιὰ ἕνωση, ἕνας εὔκολος ἐνθουσιασμός, ποὺ πιστεύει πῶς μπορεῖ μὲ τὴν συναισθηματική του θερμότητα νὰ ρευστοποίηση τὴν πραγματικότητα καὶ νὰ τὴν ξαναπλάση χωρὶς δυσκολία. Δημιουργεῖται ἀκόμα καὶ μία διπλωματικὴ συμβιβαστικὴ νοοτροπία, ποὺ νομίζει πῶς μπορεῖ νὰ συμφιλίωση μὲ ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις δογματικὲς θέσεις ἢ γενικώτερες καταστάσεις, ποὺ κρατοῦν τὶς ἐκκλησίες χωρισμένες. Οἱ δυὸ αὐτοὶ τρόποι, μὲ τοὺς ὁποίους ἀντιμετωπίζεται -ἢ παραθεωρεῖται- ἡ πραγματικότητα, φανερώνουν μία κάποια ἐλαστικότητα ἢ κάποια σχετικοποίηση τῆς ἀξίας ποὺ ἀποδίδεται σ᾿ ὡρισμένα ἄρθρα πίστεως τῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ σχετικοποίηση αὐτὴ ἀντικαθρεφτίζει ἴσως τὴν πολὺ χαμηλὴ σημασία, ποὺ ὡρισμένες χριστιανικὲς ὁμάδες -στὸ σύνολό τους ἢ σ᾿ ὡρισμένους ἀπὸ τοὺς κύκλους τους- δίνουν σ᾿ αὐτὰ τὰ ἄρθρα τῆς πίστεως. Προτείνουν πάνω σ᾿ αὐτά, ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ ἢ διπλωματικὴ νοοτροπία, συναλλαγὲς καὶ συμβιβασμούς, ἀκριβῶς γιατί δὲν ἔχουν τίποτα νὰ χάσουν μὲ αὐτὰ ποὺ προτείνουν. Οἱ συμβιβασμοὶ ὅμως αὐτοὶ παρουσιάζουν μεγάλο κίνδυνο γιὰ Ἐκκλησίες, ὅπου τὰ ἀντίστοιχα ἄρθρα ἔχουν σπουδαιότητα πρώτης γραμμῆς. Γιὰ τὶς Ἐκκλησίες αὐτὲς παρόμοιες προτάσεις συναλλαγῆς καὶ συμβιβασμοῦ ἰσοδυναμοῦν μὲ ἀπροκάλυπτες ἐπιθέσεις»(2).
Παραλλήλως οἱ προτεσταντικὲς Ὁμολογίες, οἱ ὁποῖες ἔχουν φθάσει μέχρις ἀρνήσεως θεμελιωδῶν δογμάτων Πίστεως (τῆς ἱστορικότητος τῆς Ἀναστάσεως, τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου κ.ἄ.) καὶ ἀποδοχῆς ἀντιευαγγελικῶν ἠθῶν (γάμος ὁμοφυλοφίλων κ.λπ.), ἐξισώνονται στὰ πάνελ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν μὲ τὶς ἁγιώτατες Τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἡ θεωρία τῆς «ἀπομυθεύσεως», ἡ «θεολογία» τοῦ «θανάτου τοῦ Θεοῦ», ἡ χειροτονία γυναικῶν σὲ ἱερατικοὺς βαθμούς, ἡ ἱερολογία γάμου ὁμοφυλοφίλων, ἀναμφίβολα δὲν ἀποτελοῦν στοιχεῖα τῆς χριστιανικῆς μας ταυτότητος.
Ὁ προτεσταντισμὸς περιῆλθε σὲ βαθύτατη κρίσι πίστεως. Ὁ Frank Schaeffer, ὁ ἐπώνυμος ἀμερικανὸς προτεστάντης ποὺ μετὰ ἀπὸ πολυετῆ καὶ σκληρὴ προσωπικὴ ἀναζήτησι ἔγινε Ὀρθόδοξος, στὸ βιβλίο τοῦ Dancing Alone, The Quest for Orthodox Faith in the Age of False Religion, Regina Orthodox Press, Salisburg, USA (σὲ ἑλληνικὴ μετάφρασι μὲ τίτλο: Ἀναζητώντας τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη στὸν αἰῶνα τῶν ψεύτικων θρησκειῶν (2), ἔκδ. Μακρυγιάννη, Κοζάνη 2004), δίνει πολλὰ ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα, ποὺ ἀποκαλύπτουν τὴν ἔκπτωσι τοῦ προτεσταντισμοῦ ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Προέκτασι καὶ ἀναπόφευκτη συνέπεια τοῦ διαχριστιανικοῦ συγκρητισμοῦ ἀποτελεῖ ὁ διαθρησκειακὸς συγκρητισμός, ὁ ὁποῖος ἀναγνωρίζει δυνατότητα σωτηρίας σὲ ὅσους ἀνήκουν σὲ μία ἀπὸ τὶς μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες. Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος ἔγραψε ὅτι «κατὰ βάθος, μία ἐκκλησία καὶ ἕνα τέμενος [τζαμί]... ἀποβλέπουν στὴν ἴδια πνευματικὴ καταξίωση τοῦ ἄνθρωπου»(3). Ὁ διαθρησκειακὸς συγκρητισμὸς δὲν διστάζει ἀκόμη νὰ ἀναγνωρίση σωτηριώδεις ὁδοὺς σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες τοῦ κόσμου(4). Πρὸ ὀλίγων ἐτῶν καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἔγραψε ὅτι ἠμπορεῖ νὰ ἀνάψη κερὶ μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ὅπως καὶ μπροστὰ στὸ ἄγαλμα μιᾶς ἀπὸ τὶς θεὲς τοῦ Ἰνδουισμοῦ.
Ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι, κληρικοὶ καὶ θεολόγοι ἔχουν δυστυχῶς ἐπηρεασθῆ ἀπὸ τὴν συγκρητιστικὴ αὐτὴ νοοτροπία. Μὲ τὶς θεολογικές τους ἀπόψεις, τὶς ὁποῖες οἱ ἐκκοσμικευμένοι ἄρχοντες καὶ διανοούμενοι συνήθως ἀκούουν καὶ ἀναγνωρίζουν ὡς Ὀρθόδοξες, συντελοῦν ὥστε ἡ νοοτροπία αὐτὴ νὰ ὑπερβῇ τὰ στενὰ ὅρια τῶν προσωπικῶν τοὺς ἀντιλήψεων καὶ νὰ ἀποτελέση «γραμμή» μὲ στόχους καὶ ἐπιδιώξεις. Σὲ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ ἡ ἀγάπη, χωρὶς ἀναφορὰ στὴν δογματικὴ ἀλήθεια, καθιερώνεται κριτήριο ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν, ἐνῷ ἡ ἐμμονὴ στὶς παραδοσιακὲς Ὀρθόδοξες θεολογικὲς θέσεις ἀποδοκιμάζεται ὡς μισαλλοδοξία καὶ φονταμενταλισμός.
Ὅσον ἀφορᾷ τὸ πῶς ἡ οἰκουμενιστικὴ νοοτροπία οἰκοδομεῖ τὸν τύπο μιᾶς κατ᾿ ἐπίφασιν χριστιανικῆς ταυτότητος τῆς Εὐρώπης, εἶναι χαρακτηριστικὲς οἱ «δεσμεύσεις» τῶν ἐκπροσώπων τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν ποὺ ὑπέγραψαν τὴν Οἰκουμενικὴ Χάρτα στὶς 22 Ἀπριλίου 2001(5).
Ὅμως ἡ «χριστιανική» αὐτὴ ταυτότητα τῆς Εὐρώπης πολὺ ἀπέχει ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ χριστιανικὴ ταυτότητα τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν. Πρέπει νὰ τονισθῇ μὲ κάθε ἔμφασι ὅτι ἀδικεῖται ἡ Εὐρώπη, ὅταν τῆς προσάπτωμε μία ταυτότητα ποὺ δὲν εἶναι ἀληθινὰ χριστιανικὴ ἀλλὰ μόνο κατ᾿ ἐπίφασι. Ἕνας νοσηρός, ἕνας νοθευμένος, Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι ὁ Χριστιανισμὸς τῶν κατακομβῶν τῆς Ρώμης, τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου Λουγδούνου, τῶν Ὀρθοδόξων μοναχῶν τῆς Σκωτίας καὶ τῆς Ἰρλανδίας, γενικῶς ὁ Χριστιανισμὸς τῆς πρώτης χιλιετίας. Ἕνας νοθευμένος Χριστιανισμὸς δὲν ἠμπορεῖ νὰ προστατεύσῃ τὴν Εὐρώπη ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ μὴ χριστιανικῶν ἀντιλήψεων καὶ ἠθῶν στὶς κοινωνίες της.
Εἶναι ἤδη γνωστὸ ὅτι οἱ πολλοὶ Εὐρωπαῖοι κουράσθηκαν ἀπὸ τὸν ξηρὸ ὀρθολογισμό, νοσταλγοῦν τὸν χαμένο μυστικισμό, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀσπάζονται τὸν μουσουλμανισμό, τὸν βουδισμὸ ἢ τὸν ἰνδουισμό, παραδίδονται στὸν ἐσωτερισμὸ ἢ ἐπιδιώκουν μεταφυσικὲς ἐμπειρίες σὲ νεοεποχιτικὰ κινήματα. Ἀναφέρεται ὅτι μόνο στὴν Ἰταλία λειτουργοῦν περὶ τὰ 500 μουσουλμανικὰ τεμένη, ἐνῷ στὴν Γαλλία τὸ 5% τοῦ πληθυσμοῦ εἶναι μουσουλμάνοι.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία κατέχει τὴν Ἀλήθεια. Στὸ κέντρο τῆς ἔχει τὸν Χριστό. Σὲ αὐτὴν ὅλα εἶναι θεανθρώπινα, γιατί ὅλα προσφερόμενα στὸν Θεάνθρωπο Κύριο χαριτώνονται ἀπὸ τὴν ἄκτιστο Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτὸ ἠμπορεῖ νὰ ἀναπαύση τὶς ψυχὲς ποὺ ἀναζητοῦν καλοπροαίρετα τὴν ἐλευθερία τους ἀπὸ τὸν ἀσφυκτικὸ κλοιὸ τοῦ ὀρθολογισμοῦ, τοῦ ἐπιστημονισμοῦ, τοῦ ὑλισμοῦ, τοῦ ἰδεαλισμοῦ, τῆς τεχνοκρατίας. Γι᾿ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ συρθῇ ἡ Ὀρθοδοξία μέσα στὴν συγκρητιστικὴ χοάνη, δὲν πρέπει νὰ χαθῇ ἡ ἐλπὶς τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Ὡς Ὀρθόδοξοι ποιμένες καὶ ὡς Ὀρθόδοξοι πιστοὶ ἔχουμε χρέος νὰ διαφυλάξωμε τὴν ἱερὰ παρακαταθήκη τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας. Ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν παραγγέλλει στοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου καὶ στοὺς ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας μέχρι σήμερα: «Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος» (Πράξ. κ´ 28). Καὶ ὁ ἴδιος στὸν πιστὸ λαὸ τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας: «ἀδελφοί, στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις, ἂς ἐδιδάχθητε» (Β´ Θεσ. β´ 15).
Ἡ Γηραιὰ Ἤπειρος στὸν τομέα τῆς Πίστεως ἔχει ἀστοχήσει. Ἡ Νέα Ἐποχὴ ἀπειλεῖ ἀνοικτὰ πλέον τὶς εὐρωπαϊκὲς κοινωνίες μὲ ἀποχριστιανισμό. Δὲν εἶναι παράδοξο. Ἡ Εὐρώπη ἔστρεψε τὰ νῶτα στὸν Χριστό, κάποτε τὸν ἔδιωξε, ὅπως εὔστοχα παρατηροῦν ὁ Ντοστογιέφσκυ στὸν Μέγα Ἱεροεξεταστῆ(6) καὶ ὁ ἅγιος Νικόλαος ἐπίσκοπος Ζίτσης(7).
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ ἐκδηλώση τὸ χάρισμα καὶ τὴν ἀποστολή της, νὰ διακηρύξη στοὺς λαοὺς τῆς Εὐρώπης ὅτι, ἐὰν ὑπάρχη κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ σώσῃ τὴν Εὐρώπη σὲ αὐτὴ τὴν κρίσιμη φάσι τῆς ἱστορίας της, εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Ἂς μὴ στερήσουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας τὴν δυνατότητα νὰ δώση αὐτὸ τὸ σωτήριο μήνυμα στοὺς λαοὺς τῆς Εὐρώπης, ἐξισώνοντας τὴν Ὀρθόδοξο Πίστι μὲ τὴν αἵρεσι στὴν συγκεχυμένη προοπτικὴ καὶ τὸ ἀσαφὲς ὅραμα τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Μποροῦμε νὰ συντελέσουμε σὲ ἕναν ὑγιῆ, ἀπολύτως Ὀρθόδοξο, Οἰκουμενισμό, ἀποκαλύπτοντας στοὺς ἑτεροδόξους Χριστιανοὺς τὸ Μυστήριο τοῦ Θεανθρώπου καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, καὶ διακηρύσσοντας μαζὶ μὲ τὸν μακαριστὸ καὶ ὁμολογητὴ Γέροντα Ἰουστίνο Πόποβιτς: «Ἡ ἔξοδος ἀπὸ ὅλα τὰ ἀδιέξοδα, ἀνθρωπιστικά, οἰκουμενιστικά, παπιστικά, εἶναι ὁ ἱστορικὸς Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ τὸ ἱστορικὸν θεανθρώπινον οἰκοδόμημά Του, ἡ Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας Αὐτὸς εἶναι ἡ αἰωνία Κεφαλὴ καὶ ἡ ὁποία εἶναι τὸ αἰώνιον Αὐτοῦ Σῶμα. Ἡ Ἀποστολική, Ἁγιοπατερική, Ἁγιοπαραδοσιακή, Ἁγιοσυνοδική, Καθολικὴ Ὀρθόδοξος Πίστις εἶναι τὸ φάρμακον τῆς ἀναστάσεως ἀπὸ ὅλας τὰς αἱρέσεις, ὅπως καὶ ἂν αὗται ὀνομάζωνται. Εἰς τελευταίαν ἀνάλυσιν, κάθε αἵρεσις εἶναι ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον καὶ «κατ᾿ ἄνθρωπον»· κάθε μία ἀπὸ αὐτὰς τοποθετεῖ τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν θέσιν τοῦ Θεανθρώπου, ἀντικαθιστᾷ τὸν Θεάνθρωπον διὰ τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ τοῦτο ἀρνεῖται καὶ ἀπορρίπτει τὴν Ἐκκλησίαν... Ἡ μόνη σωτηρία ἀπὸ αὐτὸ εἶναι ἡ ἀποστολικὴ θεανθρωπίνη πίστις, δηλαδὴ ὁλικὴ ἐπιστροφὴ εἰς τὴν θεανθρωπίνην ὁδὸν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων. Τοῦτο δὲ σημαίνει ἐπιστροφὴν εἰς τὴν ἄμωμον ὀρθόδοξον πίστιν τῶν καὶ εἰς τὸν Θεάνθρωπον Χριστόν, εἰς τὴν κεχαριτωμένην θεανθρωπίνην ζωὴν τῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰς τὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερίαν τῶν... Ἄλλως, χωρὶς τὴν ἀποστολικὴν καὶ ἁγιοπατερικὴν ὁδόν, χωρὶς τὴν ἀποστολικὴν καὶ ἁγιοπατερικὴν ἀκολούθησιν ὄπισθεν τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ εἰς ὅλους τοὺς κόσμους, καὶ τὴν λατρείαν τοῦ μόνου ἀληθινοῦ καὶ Ἀειζώου Θεοῦ, τοῦ Θεανθρώπου καὶ Σωτῆρος Χριστοῦ, εἶναι βέβαιον ὅτι ὁ ἄνθρωπος θὰ καταποντισθῇ εἰς τὴν νεκρὰν θάλασσαν τῆς εὐρωπαϊκῆς πολιτισμένης εἰδωλολατρίας καὶ ἀντὶ τοῦ Ζῶντος καὶ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, θὰ λατρεύσῃ τὰ ψευδοείδωλα τοῦ αἰῶνος τούτου, εἰς τὰ ὁποῖα δὲν ὑπάρχει σωτηρία, οὔτε ἀνάστασις, οὔτε θέωσις διὰ τὸ θλιμμένον ὄν, τὸ ὀνομαζόμενον ἄνθρωπος(8).

ΠΑΡΑΠΟΜΠΑΙ
(1) Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, «Ἡ Ἐκκλησιολογικὴ Αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων ἀπὸ τῆς Ἁλώσεως μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος», στὸν συλλογικὸ τόμο «ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΑΕΤΗΡΙΚΟΝ» (ἀφιέρωμα στὸν Μητροπολίτη Νεαπόλεως καὶ Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιο), Θεσσαλονίκη 1999, σ. 124. Βλ. ἐπίσης Ἀθανασίου Γιέφτιτς, ἐπισκόπου Βανάτου (νῦν πρώην Ζαχουμίου καὶ Ἐρζεγοβίνης), «Ἡ Οὐνία ἐναντίον τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδοξίας», στὸν συλλογικὸ τόμο «Η ΟΥΝΙΑ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ», ἔκδ. Ἁρμός, Ἀθήναι 1992. Περὶ τῆς δραστηριότητος τῆς Οὐνίας στὴν Τρανσυλβανία, βλ. «30 Βίοι Ρουμάνων Ἁγίων», ἔκδ. Ὀρθοδόξου Κυψέλης, Θεσ/νίκη 1992, σ. 123.
(2) Dimitru Staniloae, «Γιὰ ἕνα Ὀρθόδοξο Οἰκουμενισμό», ἔκδ. Ἄθως, Πειραιεὺς 1976, σ. 19-20.
(3) «Ὀρθοδοξία καὶ Ἰσλάμ», ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου 1997, σ. 16.
(4) Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σ. 9-11.
(5) Βλ. Περιοδ. «Ἀπόστολος Βαρνάβας», Λευκωσία Κύπρου, τ.10/2001, σ. 411-423.
(6) Φ. Ντοστογιέβσκη, «Ἀδελφοὶ Καραμάζωφ», ἔκδ. Γκοβόστη, Ἀθήναι, σ. 99-121.
(7) Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός», ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 238 καὶ 251-252.
(8) Ἔνθ᾿ ἀνωτ. σ. 256-257.

“Αν βλέπαμε με ποια δόξα λειτουργεί ο Ιερέας, θα πέφταμε καταγής”!





   «Αν θα έβλεπαν οι άνθρωποι με ποια δόξα λειτουργεί ο ιερεύς, θα έπεφταν καταγής μπροστά στο όραμα αυτό. Κι αν ο ίδιος ο ιερέας έβλεπε τον εαυτό του, σε ποιά ουράνια δόξα βρίσκεται κατά την τέλεση του λειτουργήματός του, τότε θα γινόταν μεγάλος ασκητής και θα αγωνιζόταν να μή θλίψη με τίποτε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος που ζή μέσα του». Με αυτά τα λόγια ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης περιγράφει το πρόσωπο του κληρικού και την ιερή διακονία του στο θυσιαστήριο της Εκκλησίας μας.
Τόση μεγάλη τιμή επιφυλάσσει η αγάπη του Θεού στον άνθρωπο εκείνον, ο οποίος ελεύθερα και αβίαστα λέγει το δικό του «ναι» στο κάλεσμα του Θεού και στην πρόσκληση εκείνη που απευθύνει σ’αυτόν ο Μέγας Αρχιερεύς Ιησούς Χριστός, διότι κατά τον άγ. μάρτυρα Ιουστίνο: «πηγή της ιερωσύνης όλων των ιερωμένων είναι ο Χριστός. Αυτό σημαίνει ότι και οι απόστολοι που πήραν την ιερωσύνη από Αυτόν, και οι σημερινοί ιερείς που χρονικά απέχουν τόσα χρόνια από την παρουσία του Χριστού στη γή, έχουν όλοι την ίδια σχέση με το Χριστό και έχουν όλοι εξ ίσου πλήρη και εξ ίσου τέλεια την ιερωσύνη του Χριστού».
Ο δε Αγ. Νικόλαος Επίσκοπος Αχρίδος, σημειώνει ότι: «Όταν ασπάζεστε το χέρι του ιερέα σας, ασπάζεστε όλη την αλυσίδα των όσιων και αγίων ιερέων και ιεραρχών, από τους αποστόλους μέχρι σήμερα… Ασπάζεσθε όλους τους επίγειους Αγγέλους και ουρανίους ανθρώπους, που όταν ήταν στη γή κοσμούσαν την Εκκλησία και τώρα στολίζουν τον ουρανό!». Εφόσον, λοιπόν, έτσι έχουν τα πράγματα, άραγε ποιός είναι ο τέλειος, ποιός ο καθαρός, ποιός ο άμεμπτος, προκειμένου να στολισθεί με το χάρισμα της ιερωσύνης; Η Εκκλησία μας λέγει ότι κανείς δεν είναι άξιος για να λάβει ένα τέτοιο μεγάλο δώρο και μια τέτοια ουράνια προσφορά! Όσο άξιος και αν είναι! Όση καλωσύνη και αν έχει! Όσες γνώσεις και ικανότητες και αν διαθέτει! Μόνο, λοιπόν, με τη φιλαθρωπία, την αγάπη και τη συγκατάβαση του Θεού καθίσταται άξιος, όσο γίνεται ανθρωπίνως!
Λέγει κάπου ένας άγιος της Εκκλησίας μας ότι «δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως στην ιερωσύνη είμαστε όλοι μας ανάξιοι. Γι’αυτό, λοιπόν, ιερέα μου πρόσεχε. Περιφρούρισε τον εαυτό σου. Εκείνος που τολμάει και λέγει, ότι είναι άξιος να γίνει ιερεύς, δεν έχει τα λογικά του καλά! Κάθε φορά, λοιπόν, που λειτουργείς, τον εαυτό να ελεεινολογείς. Και να λες: Ιλάσθητοί μοι τω αμαρτωλώ».
Πόσο συγκλονιστικά είναι αυτά τα λόγια του αγίου, τα οποία μας οδηγούν στη διαπίστωση ότι χωρίς τη Θεία Χάρη κανένας δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο κάλεσμα αυτής της υψηλής τιμής, που προέρχεται από την Θεάνθρωπο Κύριό μας, που ήλθε στον κόσμο για να καταργήσει το κράτος του θανάτου! Να ανακαινίσει και να μεταμορφώσει τον πληγώμενο από τα πάθη και τις αμαρτίες άνθρωπο! Να τον οδηγήσει στην αιώνια ζωή και να τον κάμει τελικά συμμέτοχο στην ανέσπερη Βασιλεία Του!
Ιδού, λοιπόν, τι λαμβάνει ο κτιστός από τα χέρια του Ακτίστου. Την ιερωσύνη!!! Είναι λίγο; Είναι ελάχιστο; Είναι ασήμαντο; Είναι δευτερεύον και τριτεύον; Φυσικά όχι και σε καμμία περίπτωση. Αντιθέτως είναι τό σπουδαιότερο πνευματικό αξίωμα και υπούργημα που μπορεί να δώσει ο Πολυέλεος Θεός στον χοϊκό άνθρωπο, διότι τον κάμει σύνεργό στο σωτηριώδες έργο Του.
Λέγει κάπου ο αγ. Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης: «Σαν άλλο λύχνο ανάβει ο Θεός τον ιερέα και τον τοποθετεί επάνω στο λυχνοστάτη της ολόφωτης ιερατικής διακονίας. Τον θέλει να φεγγοβολά, να φωτίζει την ΕκκλησίαΤου. Η πίστη του, η δίδασκαλία και η ζωή του να μην έχουν καμμιά κηλίδα πλάνης και αμαρτίας. Γιατί; Για να βλέπουν τα πλήθη των πιστών το αστραποβόλημα της αγίας προσωπικότητάς του, να κατευθύνονται στην αρετή και να δοξάζουν τον μεγάλο Θεό».
Είναι τέτοιο το ύψος της ιερωσύνης, ώστε εκείνος που το κατέχει αξιώνεται «να δίδει την Άκτιστη Χάρη του Θεού μέσα από τα μυστήρια της Εκκλησίας μας κυρίως δε με τη Θεία Ευχαριστία.
Να λαμβάνει θέση μεγαλύτερη από τους αγγέλους. Να γίνεται μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Να διακονεί τις ανάγκες των πιστών. Να ασκεί τη φιλανθρωπία».
Να θυσιάζει τον εαυτό του για τον πλησίον. Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του. Και των δώδεκα μαθητών Του χωρίς να εξαιρέσει τον Ιούδα.
Ο κληρικός καλείται σε κάθε στιγμή της ζωής του τον Κύριο Του να μιμείται. Να θυσιάζεται για το λαό του Θεού. Στην καρδιά του πρέπει να χωράνε οι πάντες χωρίς καμμιά εξαίρεση!

Να καίγεται, όπως η λαμπάδα, για να φωτίζονται και να ζεσταίνονται οι καρδιές των πονεμένων ανθρώπων, διότι στις εξοχές της ανοιχτής καρδιάς βρίσκει ο άνθρωπος την ανάπαυση και τη γαλήνη. Να φωτίζει με τα λόγια και έργα του το σκοτάδι που επικρατεί στις μέρες μας εξαιτίας πρωτίστως της πνευματικής και ηθικής κρίσεως, η οποία προέρχεται από την απροθυμία των ανθρώπων να ζήσουν την εν Χριστώ ζωή.