Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

Ο ΘΕΟΣ ΜΑΣ ΕΥΕΡΓΕΤΕΙ!

Του Αρχιμ.  Καλλίστρατος Λυράκη
Πώς μας ευεργετεί ο Θεός; Μας παραδίδει σε χρήση τα δημιουργήματά Του, τα οποία είναι απαραίτητα για τη συντήρησή μας και τα οποία εμείς χρησιμοποιούμε για να Τον υβρίζουμε. Ίσως μας φαίνεται βαρύ αυτό που γράφουμε, και όμως έτσι έχουν τα πράγματα και θα το αποδείξουμε.

Είναι δυνατόν να ζήσουμε χωρίς αέρα; Αι, αυτόν που μας δίδει ο Θεός για να παραχθεί η φωνή στον λάρυγγα – διότι είναι απαραίτητος – εμείς τον χρησιμοποιούμε για να προσφέρουμε αισχρές ύβρεις εναντίον άλλων. Κατακρίνουμε, συκοφαντούμε, τραγουδούμε αισχρά τραγούδια και εκστομίζουμε φρικτές βλασφημίες εναντίον του Θεού! Και όμως ο Θεός δεν αφαιρεί τον αέρα. Τι θα γινόταν, εάν τον αφαιρούσε; Θα μέναμε άφωνοι και νεκροί. Επίσης ευδόκησε να μας δώσει την άμπελο από την οποία προέρχεται ο οίνος, ο οποίος χρησιμοποιούμενος με μέτρο «ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου». Και όμως την ευεργεσία αυτή ο άνθρωπος την μεταβάλλει για το κακό του. Πότε; Όταν κάνει κατάχρηση. Διότι τότε πράττει και λέει ό,τι αισχρό. Άλλη ευεργεσία του Θεού είναι ο πλούτος, το χρήμα, που δίδει ο Θεός ευλογώντας τα έργα του ανθρώπου – την τέχνη του, την παραγωγή του. Την ευεργεσία αυτή ο άνθρωπος την χρησιμοποιεί για τη διαφθορά τη δική του και των συνανθρώπων του. Στην σημερινή κοινωνία το χρήμα διαφθείρει πολλές φορές ψυχικά και ηθικά τον άνθρωπο. Επομένως το χρησιμοποιούμε σε βλασφημία του Θεού. Διότι τα σπαταλούμε σε έργα αμαρτωλά. Παρουσιάζουμε έτσι του θέαμα φιδιού του Αισώπου, το οποίο ο γεωργός βρήκε σε καιρό χειμώνα παγωμένο και το θέρμανε. Και το φίδι βρήκε την ευκαιρία και τον δάγκωσε. Θερμαινόμαστε και εμείς και ζωογονούμαστε με τα πνευματικά και υλικά αγαθά που μας παρέχει η αγάπη του Θεού καθημερινά, για να στρέψουμε έπειτα γλώσσα ασεβή. Και Εκείνος εξακολουθεί να μας αγαπά. Όχι μόνο, λοιπόν, μακροθυμεί και ανέχεται, αλλά και ευεργετεί. Γιατί; Διότι είναι Θεός αγάπης.

Θα πρέπει να εξετάσουμε τον εαυτό μας, μήπως και εμείς βρισκόμαστε μεταξύ των αχαρίστων. Αν συμβαίνει αυτό και το συναισθανόμαστε, είναι ευχάριστο δείγμα. Διότι ο έλεγχος εκείνος θα γίνει αφορμή να μη τολμήσουμε στο εξής με τα μέσα που μας δίδει ο Θεός για τη συντήρησή μας να  Τον προκαλούμε και να φερόμαστε με ασέβεια απέναντί Του.

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2012

Γέροντος Γερμανού Σταυροβουνιώτη-πνευματικές συμβουλές




Στα έργα μας, στα λόγια μας, στους λογισμούς μας να φαίνεται η πίστη μας. Για να καρποφορήσει η προσευχή πρέπει να στηρίζεται στην πίστη. Με την ελπίδα στον θεό φεύγουν οι λογισμοί της απογνώσεως. Οσο περισσότερο αγωνίζεσαι να αγαπάς τον Θεό, τόσο περισσότερο Αυτός σου αποκαλύπτεται! Οταν φοβούμεθα τον Θεό, τότε ακριβώς είναι που δεν φοβούμεθα, ούτε ανθρώπους, ούτε δαίμονες! Η προσευχή σου να πηγάζη μέσα από την καρδιά σου. Ψυχρή προσευχή σημαίνει υπερηφάνεια. Να ζητής με επιμονή από τον Θεό, να σου δωρήση το χάρισμα της εσωτερικής αυτομεμψίας και ταπείνωσης. Συνεχής μετάνοια είναι ο τρόπος της ζωής των Αγίων. Οι φιλήδονοι καταντούν και αιρετικοί! Η φιληδονία και η φιλοσαρκία ψυχραίνει και εξαφανίζει την αγάπη στον Θεό.
«Δός μου, Χριστέ ταπείνωσιν και καθαράν καρδίαν να όψωμαι την δόξαν σου ως την άνω βασιλείαν».
«Μέσα στο γάμο πρέπει να ανέχεται ο ένας σύζυγος τον άλλο. Να αγαπά ο ένας τον άλλο, ακόμη και με τα ελαττώματά του. Διαφορετικά θα δηλητηριάζεται η συζυγική ζωή».
«Ο κυριότερος σκοπός του εν Χριστώ εγγάμου βίου είναι η σωτηρία των μελών της οικογενείας».
«Ο Θεός δεν έδωσε δύο Ευαγγέλια, ένα για τους εγγάμους και άλλο για τους μοναχούς. Το Ευαγγέλιο είναι το ίδιο για όλους. Ο ΄Αγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης σε μια από τις Κατηχήσεις του γράφει ότι οι μόνες διαφορές στον τρόπο ζωής του εγγάμου πιστού από εκείνον του μοναχού είναι η συζυγική σχέση και η κρεωφαγία. ΄Ολα τα άλλα, όπως η αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, η πίστη και ελπίδα στον Θεό, η υπομονή στις θλίψεις, η ταπεινοφροσύνη, η ελεημοσύνη, η προσευχή, η ανεξικακία, η μετάνοια, η νηστεία, η εγκράτεια κτλ., είναι εντολές του Θεού για όλους ανεξαιρέτως, μοναχούς και λαϊκούς, που επιθυμούν τη σωτηρία τους».
«Ένας μαρτυρικός γάμος μπορεί να μετατραπεί σε δρόμο σωτηρίας για το μέλος που πάσχει..».
«Η αγία μας Εκκλησία, σαν φιλόστοργος μητέρα, παιδαγωγεί με αγάπη τα παιδιά της στην πνευματική ζωή. Γι' αυτό και καθορίζει κάποιες ημέρες και περιόδους μέσα στο εκκλησιαστικό έτος, που οι χριστιανοί σύζυγοι με κοινή μεταξύ τους συμφωνία θα πρέπει να ζούν με περισσότερη προσευχή και νηστεία, ακόμη και με εγκράτεια και αποχή από τις συζυγικές σχέσεις. Τέτοιες ημέρες είναι αυτές των μεγάλων εκκλησιαστικών εορτών, οι μέρες των καθιερωμένων νηστειών, όπως επίσης όταν υπάρχει προετοιμασία για εκκλησιασμό και για θεία Κοινωνία. Ο Απόστολος Παύλος γράφει ότι σε περιόδους νηστειών και προσευχής θα πρέπει να τηρείται εγκράτεια και αποχή μεταξύ των συζύγων».
«Όταν πρόκειται να περάσεις, είτε από πυκνό δάσος, είτε από καλαμιώνα, είναι ανάγκη να παραμερίζης με τα χέρια σου τα κλαδιά, τους θάμνους και τα ξύλα, όλα τα εμπόδια, για να κάνης μονοπάτι, και να μπορέσης να προχωρήσης. Έτσι πρέπει να γίνεται και μέσα στην ψυχή μας, με τους αμαρτωλούς λογισμούς: Να τους παραμερίζουμε, και να προχωρούμε».
«Οι νηστείες, τα δάκρυα και οι προσευχές της Αγίας Μόνικας χάρισαν στην Εκκλησία έναν Άγιο Αυγουστίνο! Οι σημερινές μητέρες ζουν εν κυρίω; Νηστεύουν και προσεύχονται; ...;»
«Πολλοί είναι αυτοί, που αρρώστησαν βαριά ή και πέθαναν από την πολυποσία και την πολυφαγία. Κανένας όμως δεν έπαθε κακό, τηρώντας τις νηστείες της Εκκλησίας. Απεναντίας μάλιστα η νηστεία φέρνει υγεία, όχι μόνο στην ψυχή, αλλά και στο σώμα».
«Η ειλικρινής μετάνοια μετατρέπει το σκοτάδι και τη σύγχυση της ψυχής σε φώς πνευματικό».
«Παραπονιέσαι ότι δεν σου συμπεριφέρονται καλά αυτοί, με τους οποίους συναναστρέφεσαι. Άκου τη συμβουλή μου: Εάν κάποιος δεν σου συμπεριφέρεται καλά, εσύ να του συμπεριφέρεσαι με καλωσύνη. Όλη η υπόθεση θέλει ταπείνωση. Άς πούμε ένα παράδειγμα: Σού λέγει κάποιος πως η δουλειά σου δεν είναι καλή. Να του πής: « Ευχαριστώ, που με συμβουλεύεις. Βοήθησέ με να γίνω καλύτερος. Λέγε μου τα λάθη μου, για να τα διορθώσω.» Να δέχεσαι απ' όλους συμβουλές, από ταπείνωση όμως και όχι από δειλία. Έτσι θα διατηρής στην ψυχή σου την ουράνια χαρά και την ειρήνη».
«Ο Κύριος μακαρίζει τους πραείς. Λέγει ότι «αυτοί κληρονομήσουσι την γήν» (Ματθ. 5,5). Αυτός, που είναι πραγματικά πράος, όχι μόνο εξωτερικά δεν οργίζεται, αλλ' ούτε και μέσα στην ψυχή του. Την ώρα του παροξυσμού να προτιμάς τη σιωπή, την προσευχή και τη φυγή, και ποτέ σου δεν θα το μετανοιώσης ».
«Ο πράος, και με μόνη τη θέα του, σκορπίζει ειρήνη και χάρη».
« ...; Επομένως πόσο μεγαλύτερη ουράνια δόξα θ' απολαύση εκείνος, που υπομένει, όχι μόνο μικρές, αλλά και μεγάλες θλίψεις!»
«Λέγει ο Προφήτης Δαβίδ: «Εμνήσθην του Θεού και ευφράνθην» (Ψαλμ. 76,4). Η χαρά δεν βρίσκεται, ούτε στο φαγητό, ούτε στο γέλιο, ούτε και στα άλλα, που νομίζει ο κόσμος. Η χαρά βρίσκεται μόνο στην ενθύμηση του Θεού! Όταν έχης την εσωτερική γαλήνη, που χαρίζει του Θεού η ενθύμηση, τότε νοιώθεις ευτυχισμένος».
«.. με τον ένα λογισμό, τον καλό, εκδιώκεται και εκβάλλεται ο άλλος λογισμός, ο κακός». (ωραίο πρόσωπο.. κομμάτι άσχημη σάρκα στον τάφο).
«Η φιληδονία και η φιλοσαρκία ψυχραίνει και εξαφανίζει την αγάπη στον Θεό».
«Η νηστεία και η εγκράτεια στα φαγητά είναι στοιχείο μετανοίας. Να τρώμε όσο χρειάζεται, για να ζούμε, για ν' αντέχουμε στις εργασίες μας. Να αποστρεφώμαστε τα εξεζητημένα φαγητά. Εξ άλλου αυτοί, που τρώνε τέτοια φαγητά, αρρωστούν ευκολώτερα και πεθαίνουν γρηγορώτερα».
«Όποιος δεν μπορεί να δαμάση τη γαστριμαργία, αυτός υποδουλώνεται κατά συνέπεια και σε πολλά άλλα πάθη».
(Σκανδαλίζει η μυρωδιά φαγητών ...; δυσωδία αποχωρητηρίου..κατάληξη).
Ο μακαριστός ηγούμενος της Μονής μας Βαρνάβας συνήθιζε να λέη: «Η υπακοή είναι ζωή και η παρακοή είναι θάνατος».
«Όπως υπάρχει η καλή σιωπή, υπάρχει και η κακή. Όπως υπάρχει η καλή ομιλία, υπάρχει και η κακή. Καλή σιωπή είναι η ταπεινή, η εσωτερική, αυτή, που συνοδεύεται με προσευχή, και γεμίζει την ψυχή με χαρά. Κακή σιωπή είναι εκείνη, που την συνοδεύει η δειλία, η εσωτερική κατάκριση, η ολιγοπιστία, η θλίψη, η απόγνωση. Καλή ομιλία είναι εκείνη, που λέγει τα σωστά και αναγκαία. Κακή ομιλία είναι η αργολογία, η ευτραπελία, η κολακεία, η υποκρισία, ο θυμός, η οργή, η αισχρολογία, η κατάκριση, η συκοφαντία και όλα τα παρόμοια. Πρέπει λοιπόν να αποκτήσουμε «νούν Χριστού» (Α' Κορ. 2,16), ώστε να μπορούμε να διακρίνουμε πότε θα πρέπει να μιλήσουμε και πότε θα πρέπει να σιωπήσουμε».
«Να γνωρίζης για ποιό σκοπό σιωπάς. Άν π.χ. με τη γλώσσα σιωπάς και με τον λογισμό σου κατακρίνης, δεν σε ωφελεί μια τέτοια σιωπή. Ούτε πάλιν ωφελεί να σιωπάς και στην καρδία σου να βασιλεύη μελαγχολία και απόγνωση».
«Έχεις στενοχώρια; Πάρε κι άνοιξε ένα βιβλίο πνευματικό. Να βρής εκείνο, που αρμόζει στην περίπτωσή σου και να διαβάσης. Λέγεις πως δεν μπορείς να περιοριστής στο σπίτι; Πάρε τότε το βιβλίο και βγές έξω στο Ύπαιθρο. Κάθισε κάπου και διάβασε. Και να 'χης την αίσθηση ότι νοερώς σε παρακολουθεί ο Άγιος, του οποίου διαβάζεις, είτε τον βίο, είτε τις διδαχές».
«Για τούτο γράφτηκαν οι βίοι των Αγίων: Για να τους μελετούμε, και να μας εμπνέουν. Για να μαθαίνουμε πως ζούσαν οι Άγιοι, τι μας συμβουλεύουν, και να πράττουμε κι εμείς ομοίως».
«Μόλις προσβάλη αισχρός λογισμός τον νού σου, αμέσως να ανοιγοκλείσης τα μάτια σου και να αρχίσης το «Κύριε ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Με τον τρόπο αυτό δεν αμαρτάνεις. Η προσβολή της αμαρτίας, που τη διώχνεις αμέσως, δεν είναι αμαρτία. Η αμαρτία αρχίζει από τη στιγμή, που θα δεχθής με εμπάθεια μέσα σου τον κακό λογισμό, και θα αρχίσης τις φιλήδονες φαντασιώσεις».
«Μη μολύνης το σώμα σου με πράξεις αισχρές και την ψυχή σου με λογισμούς πονηρούς, και τότε έρχεται σ' εσένα η ειρήνη του θεού. Τότε θα καταλάβης ότι μέσα στην ψυχή σου κατοικεί ο ίδιος ο Θεός».
«Το άν κάποιος λογισμός σου είναι καλός ή κακός, μη το κρίνης από μόνος σου. Να παίρνης τη γνώμη του πνευματικού σου. Κι άν ο Πνευματικός σου βρίσκεται εκείνη την κρίσιμη στιγμή μακριά, να ζητήσης τη γνώμη κάποιου πνευματικού και έμπιστου αδελφού σου. Και ταυτόχρονα να παρακαλής τον Θεό να σε φωτίση και να σε πληροφορήση για την ορθότητα ή όχι της κρίσεως σου. Εγώ όταν βρεθώ σε αδιέξοδο, και δεν έχω την δυνατότητα να εμπιστευθώ εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή κάπου το πρόβλημά μου, τότε σταματώ και λέω: «Θεέ μου, κάμε όπως ξέρεις!» Και δεν ενεργώ, μέχρις ότου με πληροφορήση ο Θεός μέσα στην καρδία μου».
«Η φυγή δεν λύνει πάντα το πρόβλημα των θλίψεων. Διότι, όπου και να πάς, θα βρής τά ίδια ή παρόμοια. Προσπάθησε να λύσης το πρόβλημα μέσα σου, και μη αναζητής λύσεις απ' έξω».
«Κι όταν ακόμη όλοι στον κόσμο σε εγκαταλείψουν, και δεν έχης πού να σταθής και που να ακουμπήσης, και πάλιν μη απελπισθής! Να λές με πίστη: «Ζή Κύριος, γι' αυτό και δεν μπορώ να απελπισθώ!».»
« ...;Οι αιτίες της απόγνωσης και της απελπισίας να φύγουν με την ενθύμηση της Αναστάσεως του Κυρίου μας, που έφερε και τη δική μας ανάσταση από τις πτώσεις και αμαρτίες και που μας χάρισε την προσδοκία της αναστάσεως των νεκρών και της αιωνίου απολαύσεως».
«Η κενοδοξία γεννά την υπερηφάνεια. Υπάρχουν δύο είδη κενοδοξίας: Η μία, η λεγόμενη κοσμική, και η άλλη, η λεγόμενη μοναχική κενοδοξία. Η κοσμική κενοδοξία συνιστάται στο να φαντάζεται και να καυχάται ο άνθρωπος για τα πλούτη του, την ομορφιά του, τη δύναμή του, τις γνώσεις του, τις υψηλές του γνωριμίες, και να θέλη να τον επαινούν οι άνθρωποι γι' αυτά. Η δε μοναχική κενοδοξία συνιστάται στο να καυχάται εσωτερικά ο άνθρωπος ότι νηστεύει, αγρυπνεί, προσεύχεται για τους άλλους κλπ».
«Να μην κρίνουμε τους άλλους. Διότι το να κρίνουμε σημαίνει ότι έχουμε υπερηφάνεια, και να αναλαμβάνουμε εμείς την Κρίση, που δεν είναι δική μας, αλλά του Θεού υπόθεση. Όταν κατακρίνουμε, σφετεριζόμαστε την εξουσία του Θεού».
«Μου έγραψες ότι νυστάζεις μέσα στην εκκλησία. Άν πηγαίνεις στην Ακολουθία, και δεν στέκεσαι ευθυτενής επάνω στο στασίδι, αλλά γέρνης το κεφάλι σου πότε δεξιά και πότε αριστερά, και στηρίζεσαι άλλοτε στο ένα πόδι και άλλοτε στο άλλο, τότε πρόκειται πράγματι περί ακηδίας. Όταν παρακολουθής την Ακολουθία στην εκκλησία, να στέκεσαι ευθυτενής, σαν τον στρατιώτη στην παράταξη. Θα σε βοηθήση να διώξης την απροθυμία το να κοιτάς προσεκτικά μια Εικόνα στο εικονοστάσι, είτε του Χριστού, είτε της Παναγίας. Να την κοιτάς συνέχεια συνέχεια, και τίποτε να μην σκέπτεσαι. Να διώχνης από τον νου σου κάθε φαντασία, και να αρχίσης να επαναλαμβάνης με επιμονή το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
« ...; η ακηδία φεύγει με την εργασία και την προσευχή ...;.».
«Πολλοί εγκαταλείπουν τον Πνευματικό τους και προστρέχουν σε άλλο, ο οποίος όπως λέγουν, τους «αναπαύει» καλύτερα. Χρειάζεται όμως πολλή προσοχή στο θέμα αυτό, διότι όπως δυστυχώς υπάρχει «καλή ανάπαυση», υπάρχει και «κακή ανάπαυση». Άν κάποιος Πνευματικός εξασθενίζη στη συνείδηση του εξομολογουμένου τη σοβαρότητα κάποιων πτώσεων του ή του επιτρέπει να κοινωνή των Αχράντων Μυστηρίων, παρ' ότι πέφτει σε σοβαρά αμαρτήματα, τέτοιου είδους «ανάπαυση καταποντίζει, όχι μόνο τον εξομολογούμενο, αλλά και τον Πνευματικό».
«Μη νομίζετε ότι είστε μόνοι στον αγώνα σας. Ο Γέροντας σας βρίσκεται δίπλα σας, μαζί σας».
«Όταν οι σύζυγοι δεν αφήνουν τον Θεό να αποφασίζει για τον αριθμό των παιδιών, αλλά εφαρμόζουν διάφορα αμαρτωλά εφευρήματα, για να αποφεύγουν τα παιδιά, η πείρα διδάσκει ότι υπάρχουν δυσάρεστες επιπτώσεις και στην παρούσα ζωή. Όταν οι γονείς μένουν σκόπιμα (και όχι γιατί ο Θεός έτσι το θέλησε) στο ένα παιδί, αυτό συνήθως γίνεται ιδιαίτερα εγωϊστικό και απαιτητικό, γιατί οι γονείς του τού κάνουν όλα τα θελήματα και καταντούν σκλάβοι του. Στην περίπτωση δε, που οι γονείς μένουν σκόπιμα στα δύο παιδιά, τότε συνήθως τα παιδιά ζηλεύουν αφάνταστα το ένα το άλλο. Στα τρία παιδιά αρχίζει να καλλιεργείται μεταξύ τους η αγάπη και η αλληλοβοήθεια. Κι όσο το ανδρόγυνο αφήνει τον Θεό να αποφασίζη για τον αριθμό των παιδιών, τόσο περισσότερο αυξάνεται και η ευλογία Του στο σπίτι εκείνο!»
«Ο Μοναχισμός είναι η σπουδαιότερη και τελειότερη παράταξη στο σώμα της Εκκλησίας».
«Δεν χαίρεται με τίποτε άλλο περισσότερο ο σατανάς, όσο με το να πείση τον Μοναχό να κάνη το θέλημά του, να ενεργή κατά τη σκέψη του. Άν σε κατάφερε ο πειρασμός, και δεν ερωτάς τον Γέροντά σου, για να λάβης τη γνώμη του άν τα έργα σου και οι σκέψεις σου είναι κατά Θεόν, τότε σίγουρα ο διάβολος χαίρεται πολύ».
«..Τους δε κανόνες, που παραλείπουμε, τους χρεωστούμε. Όποτε έχουμε καιρό, να συμπληρώνουμε τυχόν κανόνα, που παραλείψαμε. Όχι όμως να αφήνουμε το διακόνημά μας ατελείωτο και αφρόντιστο, συμπληρώνοντας τον κανόνα μας».
«Άν και καθημερινά επιτελούμε τη Θεία Λειτουργία, θα πρέπει όμως κάθε φορά να νοιώθουμε σαν νά' ναι η πρώτη φορά! Δεν θα υπάρχη οποιαδήποτε ανία ή εθισμός. Τότε νέα μυστήρια και νέες εμπειρίες αποκαλύπτει ο Θεός κάθε φορά, που τελείται η Θεία Λειτουργία!» (Ιερείς)
«Η λύπη, που γεννά χαρά, είναι από τον Θεό. Η λύπη, που γεννά μελαγχολία και απόγνωση, είναι του σατανά. Κι όταν ο σατανάς σου φέρνη εκείνη τη λύπη της απόγνωσης, να φροντίζης να ψάλλης, να προσεύχεσαι, να τη διώχνης».
«Λές ότι προσευχήθηκες και δεν εισακούστηκες. Μα πώς προσευχήθηκες; Επέμεινες στην προσευχή; Ζεστάθηκε η καρδία σου; Ήλθε κατάνυξη; Πρέπει να προσευχώμαστε όχι επιπόλαια, αλλά κατανυκτικά, γαι να εισακουσθούμε».
«Άν η προσευχή δεν καταλαμβάνει το κύριο μέρος της ζωής μας, ο πνευματικός μας θάνατος είναι βέβαιος».
«Ψυχρή προσευχή σημαίνει υπερηφάνεια».
«Δεν είναι δυνατόν να γίνη καθαρή προσευχή, άν ο άνθρωπος είναι κυριευμένος από σαρκικά πάθη κι άν μέσα του έχη μνησικακία εναντίον οποιουδήποτε».
« Ο Θεός απαντά στην προσευχή μας με πολλούς τρόπους . Κάποτε απαντά και με γεγονότα, που τα νομίζουμε συμπτώσεις, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι συμπτώσεις, αλλά έργο της θείας Του Πρόνοιας. Απαντά άλλες φορές και με μιά αναπάντεχη έκβαση των γεγονότων. Απαντά ακόμα και με τη σιωπή Του, αν τούτο είναι το συμφέρον στην ψυχή μας ».
«Και μόνη η αναφορά στην προσευχή μας του Παναγίου Ονόματος του Θεού, της Υπεραγίας Θεοτόκου, των Μαρτύρων, των οσίων και των Αγίων προξενεί σε μας μεγάλη χαρά, απερίγραπτη παρηγορία, ειρήνη στην καρδία».
«Στα έργα μας, στα λόγια μας, στους λογισμούς μας να φαίνεται η πίστη μας».
«Σε τι μπορούν να μας βλάψουν οι άνθρωποι, όταν μας αγαπά ο Θεός και προνοεί για μάς;»
«Ο αθεόφοβος καταντά παίγνιο των δαιμόνων. Κυλίεται στα πάθη του και κατρακυλά σε κάθε είδους κακία. Θα φοβηθή όμως τον Θεό την ώρα της Κρίσεως! Αλλά τότε δυστυχώς θά' ναι πια πολύ αργά».
« Όσο περισσότερο αγωνίζεσαι να αγαπάς τον Θεό, τόσο περισσότερο Αυτός σου αποκαλύπτεται !»
« Αυτός, που αγαπά τον πλησίον του με την αληθινή, τη σύμφωνη με το θέλημα του Θεού αγάπη, νοιώθει μέσα του απέραντη ειρήνη και χαρά . Αυτός, που «αγαπά» με την ψεύτικη, την επιφανειακή, την υποκριτική, τη σαρκική, τη φιλήδονη «αγάπη», νοιώθει μέσα του σύγχιση και ταραχή».
«Η αληθινή αγάπη είναι συνυφασμένη με πνεύμα ταπείνωσης, θυσίας και προσφοράς. Αυτός, που αγαπά σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, θυσιάζει τις επιθυμίες του και την ανάπαυσή του χάριν αυτού που αγαπά. Η αγάπη, που δεν είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, συνδέεται με πνεύμα εγωϊσμού. Και αυτός που έχει τέτοια «αγάπη». Αντί να θυσιάζεται για τον άλλο, όλο ζητά να θυσιάζεται ο άλλος γι' αυτόν».
«Η αγάπη προς τον πλησίον μας δεν πρέπει να μένη μόνο στα λόγια, αλλά κυρίως να προχωρά στα έργα. Η αληθινή αγάπη φωτίζει με υπερφυσικό φως το πρόσωπο αυτού, ο οποίος αγαπά. Το πρόσωπο εκείνου, ο οποίος μισεί, είναι συνωφρυωμένο και συννεφιασμένο, μέχρι και σκοτεινό».
Στιχουργήματα
Όταν σου έλθουν δάκρυα, θάρσει και μη φοβάσαι,
είναι το δώρον του Θεού. φαίνεται, αγαπά σε.
Άν έχης την υπομονήν και 'ς τον χριστόν την πίστη,
ο πειρασμός εχάθηκε τελείως ηφανίσθη.
Δός μου, Χριστέ, ταπείνωσιν, τον νούν μου ν' ανυψώνω
Εκεί ψηλά 'ς τον ουρανόν. ποτέ να μή θυμώνω ...;
Ταπείνωσις, ταπείνωσις, ειρήνη και αγάπη,
Καρδία νά ' ναι καθαρά, όλο χαράν γεμάτη.

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Η μάνα μου η Λογγοβάρδα



Αναμνήσεις του Ηγουμένου
της Ι. Μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους
Αρχιμ. Γρηγορίου Ζουμή
03.bmp

Προηγούμενα: (1) και (2)

Αυτοί που μου δίδαξαν την αγία βία
Τις μέρες πού έκανα τοποτηρητής στην Λογγοβάρδα πήγα μια μέρα στην κατοικία του Μοναστηρίου, πού μόνιμα έμενε ένα γεροντάκι, πού είχε την ευθύνη των ζωντανών της Μονής. Πλησιά­ζοντας, βλέπω τον γέροντα Γαβριήλ, 92 χρόνων, να μεταφέρει τροφή για τα γουρουνάκια. Από το ένα του χέρι βα στούσε το μπαστουνάκι του και από το άλλο τον γκαζοτενεκέ με την τροφή, πού 'τανε αλεύρι και πί τουρο, αναμεμιγμένο με νερό. Πήγαινε βήμα-βήμα.
-Τί κάνεις αυτού, γερο-Γαβριήλ; Αν πέσεις, Θα σε φάνε κ' εσένα τα γουρούνια.
-Γέροντα μου, το Μοναστήρι είναι αγροτικό. Φέτος τίποτα δεν θα πάρουν από τα κριθάρια. Αν δεν έχουν ένα ζώο να πουλήσουν, πώς θα πορευθούνε;
Κι ο πολυθρύλητος οικονόμος της Μονής, ό παπα-Δαμιανός, με το νερό πού έπλενε τα πόδια του, μέχρι τα 90 του χρόνια σφουγγάριζε την σκάλα πού ανέβαινε στα κελιά. Κι όχι, με κάποια σφουγγα ρίστρα με κοντάρι, άλλα γονατιστός από σκαλί σε σκαλί καθάριζε την σκάλα.
Η βία είναι χαρακτηριστικό των αγίων και των προοδευτικών ανθρώπων. Εκείνοι πού καταβάλλουν βία στα υλικά, έχουνε βία και στα πνευματικά.
-Γερο-Γαβριήλ, προφθάνεις να κάνεις τον κα νόνα σου, πού όλη την ήμερα βολοδέρνεσαι στα χω ράφια και φροντίζεις τα ζώα, για να έχει το Μοναστήρι γάλα και αυγά;
-Ναι, Γέροντα και τον κανόνα μου και τις ακολουθίες κάνω.


Ο μπάρμπα-Νικόλας στην Μονή Λογγοβάρδας της Πάρου

Ο μπάρμπα-Νικόλας πολύ νωρίς πήγε κοπέλι στο Μοναστήρι. Δόθηκε αμισθί στην υπηρεσία των Γερόντων. Μετά την στρατιωτική του θητεία, γύρισε στα παλιά του λημέρια στο Μοναστήρι της Πα­ναγίας. Ανέλαβε την πιο ταπεινή διακονία.
Περιποιόταν τα μεταγωγικά ζώα και τα ετοίμαζε για την μεταφορά των Γερόντων στις διάφορες απο στολές. Όταν μεγάλωσε, μου εκμυστηρεύτηκε τους καημούς του.
-Αχ παιδί μου, φοβάμαι πώς άνθρωπος δεν θα βρεθεί να φροντίζει τα ζώα για τους παπάδες μας. Θα πιάνουνε τα βρωμισμένα και κατουρημένα σχοι νιά κι έπειτα θα λειτουργούνε. Δύστυχα χρόνια σας περιμένουν. Μόνον καλαμάρια θα βαστούνε και ο εαυτός τους πάνω απ' όλους. Θα απουσιάζει τέλεια από την καρδιά τους η αγάπη, ο σεβασμός και προ-πάντων το πνεύμα της αυτοθυσίας. Τα χέρια θα τα θέλουν τρυφερά σαν των κοπελούδων. Τα ρούχα κα θαρά, ατσαλάκωτα. Λουσάτοι θα περπατούν σκόλη-καθημερινή. Κάθε τι πού βρωμίζει τα χέρια θα το αποφεύγουν, αλλά της ψυχής την βρωμιά θα την στοιβάζουν όπως τα' αλώνια τα στάχυα στην θημωνιά. Τις μυρωδιές από μακριά θα τις οσφραίνεσαι. «Έρχεται άνθρωπος θα λες περιποιημένος». Άλλα στο πρόσωπο του δεν θα σημειώνεται το φως του Χριστού. Θα είναι απεχθής, αποκρουστικός, και θα λες: «Καλύτερα να συναντούσα θηρίο, παρά άνθρωπο». Γιατί και τα ζώα, αν δεν τα τρομάξεις με αγριάδες, έχουν και αυτά χάρη μέσα στον δικό τους χώρο. Εδώ πού κάθομαι, βλέπω και ακούω τα παιχνίδια των πουλιών στον ευκάλυπτο και ευφραί νομαι. Και τα αποκρουστικά ποντίκια έχουνε χαρούμενα παιχνίδια μεταξύ τους».
Συνέχισε για πολλή ώρα να αράδιαζε τα σκιρ τήματα των ζώων μέσα στην φύση και έλαμπε το πρόσωπο του σαν να χοροπήδαγε και αυτός μαζί τους.
Ο γερο-Νικόλας είχε το πάθος του καπνίσμα τος.
-Δυστυχώς -μου έλεγε- μου έμεινε αυτό το πάθος, για να είμαι αφ' εαυτού μου παραγκωνισμένος και από τον Θεό και από τους ανθρώπους. «Άφησε τον -λέγει ό πειράζουν- δικός μου είναι, αφού φουμέρνει».
Τον ρώτησα αν κάπνισε εντός του Μοναστη ρίου.
-Ποτέ, παιδί μου. Πάντα βγαίνω έξω στην άκρια της πεζούλας, γιατί η Παναγία πάνω από την εξώθυρα πολλές φορές με παρηγόρησε. Ο καπνός του τσιγάρου μακριά από τους θησαυρούς της πίστεως μας.
Ο γέροντας Φιλόθεος πολλές φορές του πρότει νε το μοναχικό σχήμα.
-Όχι, δεν συμβαδίζει στον δρόμο της αφιέρω σης τσιγάρο και μοναχισμός. Στο χέρι του μοναχού πάντα το κομποσχοίνι και ο Σταυρός υπάρχει. Θα σας πω εγώ πότε θα είμαι έτοιμος για τα ενδύμα τα των μοναχών.
Σαν διάβηκαν τα χρόνια και κόντυναν οι μέρες της ζωής του, τον αμείβει ο Θεός, προβλέποντας τον θάνατο του. Καλεί τον ηγούμενο στο κελλί του.
-Γέροντα, σε σαράντα μέρες φεύγω. Τελείωσε με μοναχό. Να μη σας αποχωριστώ ούτε στην άλλη ζωή, γιατί άκουσα από τους παλαιούς πατέρες, πώς άλλος ο τόπος των μοναχών στην αιώνια ζωή και άλλος των λαϊκών.
Έγινε μοναχός μέσα σε μια βαθειά κατάνυξη. Κανείς δεν πίστεψε την πρόρρησή του. Όμως σε τεσσαράκοντα μέρες μετέστη, για να λάβει τα γέ ρα των κόπων του. Στην ταφή του ευωδίασε άρρη τη μυρωδιά. Οι άνθρωποι πού κατέβασαν το σώμα στον τάφο έλεγαν
-Αν δεν μας πιστεύετε, μυρίστε τα χέρια μας.
Ό Γέρων πρόσταξε να γονατίσουν όλοι προς ανατολάς. Όταν τελείωσαν την προσευχή, κάλυ ψαν τον τάφο. Σ' όλους έμεινε ή βεβαιότητα: «Ο Κύριος τον συγκαταρίθμησε μετά των απ' αιώνος Οσίων».
Η ευχή του να μας κρατήσει στην ταπείνωση και την αγία αφανή διακονία. Αμήν.


Το τέλος του μονάχου Δανιήλ του Κρικελλιώτου
Μεσουρανεί η γερμανική Κατοχή. Η πείνα και η αρρώστια σαρώνει κάθε ηλικία. Ο ένας κατόπιν του άλλου επιστρέφει στην γήν εξ ης ελήφθη. Είναι τόσο απεχθή τα πρόσωπα των νεκρών, πού ακόμη και η μάνα δυσκολεύεται, να δώσει το στερνό φιλί στο παιδί της. Τα νησάκια γονάτισαν από τον απο κλεισμό και τον περιορισμό. Και ο κατακτητής έγι νε δυστυχέστερος των κατακτημένων. Μουλάρια και γαϊδούρια αποσυντεθειμένα και σκουληκιασμένα μα­γειρεύουν στο καζάνι τους, για να ικανοποιήσουν την πείνα τους. Η Μονή Λογγοβάρδας περιορίζει την σί τιση των μοναχών στο ελάχιστο, για να προσφέρει φαγητό στους κατοίκους του νησιού. Κάθε δύστυχος και πεινασμένος εκεί καταφεύγει. Ξέρει πώς ή Ζωοδόχος Πηγή αστείρευτα πηγάζει ιάματα.
Εκείνον τον καιρό ένας από τους ασκητικότε ρους μοναχούς της Αδελφότητος πλησιάζει στην δύ ση της ζωής. Αυτός είναι ο Δανιήλ από το Κρίκελλο της Ευρυτανίας. Μοναχός σπουδαίος. Στόχευε πάν τα την αιώνια ζωή. Έβλεπε πατρίδα μόνιμη τον ουρανό.
Χτύπησε ή καμπάνα μετά τον Εσπερινό με τον χαρακτηριστικό ήχο του στερνού αποχαιρετισμού. Όλοι οι μοναχοί συγκεντρώθηκαν έξω από το μικρό του κελλί. Στάθηκαν σε δυο σειρές, φέροντες όλη την μοναχική πανοπλία, μέγα σχήμα, ράσο και κου κούλι. Σαν να γινότανε Λειτουργία. Όχι με βαριεστιμάρα και προχειρότητα «Δεν βαριέσαι μεταξύ μας είμαστε. Μήπως υπάρχει κόσμος να μας δει;». Οι φέροντες ιεροσύνη εισήλθαν στο κελλί του ετοιμοθάνατου. Άρχισε το άγιο Ευχέλαιο. Όλοι γονά τισαν στην συγχωρητική ευχή. Όλοι μυρώθηκαν από το ίδιο βαμβάκι που σταύρωσε το μέτωπο τού Δανιήλ. Σε λίγο έρχεται ό αρραβώνας της αιώνιας ζωής. Όλοι με ξέσκεπη την κεφαλή σιγά ψιθυρί ζουν: «Σώμα Χριστού μεταλάβετε, πηγής αθανάτου γεύσασθε. Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύ­ριος». Και κατόπιν ό αποχαιρετισμός, κατά τον όποιον ό Δανιήλ με τον δικό του τρόπο πλήρωσε τις καρδιές των μοναχών με την ελπίδα της κοινής ανα στάσεως. Ο μισονεκρωμένος Δανιήλ, ανακαθισμένος στο κρεβάτι του, σηκώνει αποχαιρετιστικά τα χέρια, και στον κάθε μοναχό πού υποκλίνεται μπροστά στην κλίνη του κράζει και βοά
-Αδελφοί μου, αναχωρώ για την άνω Ιερουσα λήμ, αναχωρώ για την άνω Ιερουσαλήμ...
Και τα γερασμένα χέρια επιστρέφουν στο σώμα γεμάτα θεία χάρη, μετά τον τελευταίο υποκλιθέντα μοναχό. Και ή ψυχή αποχωρεί για τα άνω δώμα τα, για την κατοικία των πρωτοτόκων, για την χώρα των ζώντων, χωρίς ρόγχο και αγωνία θανά του. Άφησε βεβαία σε όλους τους μοναχούς την ελπί δα της αιώνιας ζωής. Έτσι, φεύγοντας για τα κελιά τους, έλεγαν
-Από σήμερα ό αδελφός μας Δανιήλ βρίσκεται στον παράδεισο του ουρανού.

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Η ανάγνωση των ευχών της Θείας Λειτουργίας



του αρχιμ. Νικόδημου Μπαρούση







Εις προσφάτως εκδοθέν βιβλίον(1) γίνεται εκτενής αναφορά εις τον τρόπον, κατά τον οποίον πρέπει να αναγινώσκωνται οι ευχές της θείας Λειτουργίας, και, επειδή κατ' επανάληψιν αναφέρεται εκεί το όνομά μου, αισθάνομαι την υποχρέωσι να δώσω κάποιες απαντήσεις. Εξ άλλου ο τρόπος αναγνώσεως των ευχών, δεν συνιστά παρωνυχίδα, αλλ' «έκφρασι της θεολογίας της λατρείας», ως ανέφερε προσφάτως πανεπιστημιακός διδάσκαλος της Λειτουργικής, η, ως γράφει ο αιδεσιμολογιώτατος συγγραφεύς του εν λόγω βιβλίου, (εις το εξής ο π.), το θέμα αυτό «αποτελεί κλειδί της εκκλησιολογικής μας κατανοήσεως»(2), εφ' όσον «πάσι τοις υπό του ιερέως δια πάσης της τελετής πραττομένοις, η οικονομία του Σωτήρος σημαίνεται»(3).
Από την ιστοσελίδα "Η άλλη όψις"
Αναφερόμενος εις την ανάγνωσι των ευχών, ο π. αναδημοσιεύει εν πολλοίς σχετικά άρθρα του περιοδικού «Σύναξη» και άλλων συγχρόνων μελετητών του θέματος, και προσπαθεί να υπερασπισθή την «εις επήκοον του λαού» ανάγνωσι των ευχών. Κατανοών, όμως, ότι η εκκλησιαστική τάξις δεν υπαγορεύεται υπό των προσωπικών εκάστου εκτιμήσεων, και αντιλαμβανόμενος ότι η εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία εκφράζεται δια των Αγίων Πατέρων, προσπαθεί να εύρη πατερικά ερείσματα δια να στηρίξη τις απόψεις του.
Κατ' αρχάς, ο αναγνώστης εντυπωσιάζεται από το πλήθος των αναφορών του π. εις τους Πατέρας. Όμως, μετ' ολίγον οι εντυπώσεις αλλάζουν. Ο π. χρησιμοποιεί πατερικά κείμενα, όχι όμως εκείνα τα οποία αναφέρονται εις την τάξι της λατρείας, αλλά εκείνα οπού γενικώς αναφέρονται εις την θεολογία της Εκκλησίας. Ασφαλώς, ουδείς αντιλέγει ότι τα κείμενα αυτά είναι υψηλής εμπνεύσεως, αλλά δι' αυτόν ακριβώς τον λόγον, τόσον αυτά όσον και η Αγία Γραφή, χρήζουν ερμηνείας υπό της Εκκλησίας, δια των Αγίων Πατέρων Αυτής, ώστε να καταφανή πως η Θεολογία εκφράζεται εις αυτήν η την άλλην περίστασιν, ει δ' άλλως, ολίγον κατ' ολίγον, εξομοιούμεθα προς την Προτεσταντική περί της Θεολογίας αντίληψι, φιλοσοφούντες μάλλον και όχι θεολογούντες. Επί παραδείγματι, η περί «βασιλείου ιερατεύματος» διδασκαλία του αποστόλου Πέτρου(4) έχει ανάγκη της πατερικής ερμηνείας, ίνα μη, υπό των αφελών διαστρεβλουμένη, οδηγήση τους Χριστιανούς εις τον Προτεσταντισμό. Καθώς επίσης, η περί «δημιουργικού λόγου» διδαχή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου(5), έχει ανάγκη της εξηγήσεως του αγίου Νικολάου του Καβάσιλα, δια να μη οδηγηθούμε εις τον Ρωμαιοκαθολικισμό.
Άλλωστε, δια την προσέγγισι των θεμελιακών κειμένων, όχι μόνον των εκκλησιαστικών αλλά και των θύραθεν, έχομεν ανάγκη του αυθεντικού ερμηνευτού. Ένα Σύνταγμα λ.χ., δια να τεθή εις εφαρμογήν, έχει ανάγκη μιας νομοθεσίας, η οποία θα συνοδεύεται υπό σχετικών διατάξεων, μιας ολοκλήρου ερμηνευτικής νομολογίας, όπου και θα αποδεικνύεται πως ακριβώς εφαρμόζεται το Σύνταγμα εις αυτήν η την άλλην περίπτωσιν. Έτσι λοιπόν, και εις την περίπτωσι της θεολογίας, οι άγιοι Πατέρες, δια των λειτουργιολογικών έργων αυτών, υπέδειξαν ποία είναι η ορθόδοξος έκφρασις της θεολογίας εις κάθε μία πράξι της λατρευτικής τάξεως, και μάλιστα οι μεταγενέστεροι ερμηνεύουν αυθεντικώς ο,τι υπό των προγενεστέρων παρελήφθη ως αυτονόητον, δια να μη εμπίπτωμεν εις καινοτομίας, οπού αλλοιώνουν την ορθόδοξο έκφρασι της πίστεως.
Κατόπιν αυτών, φρονώ ότι ο π. ουδέν προσφέρει δια της παρουσιάσεως τόσων πατερικών κειμένων, διότι αυτά, αφ' ενός μεν δεν αναφέρονται εις τον τρόπον αναγνώσεως των ευχών της θείας Λειτουργίας και συνεπώς χρήζουν ερμηνείας, αφ' ετέρου δε οι άγιοι Πατέρες, οι οποίοι έγραψαν κείμενα αναφερόμενα εις τον τρόπον αναγνώσεως των ευχών αυτών, και οι οποίοι εγνώριζαν τα κείμενα της γενικής αυτής δογματικής θεολογίας, εις την οποίαν αναφέρονται οι παραπομπαί του π., μας διδάσκουν σαφώς ότι οι ευχές της θείας Λειτουργίας αναγινώσκονται «μυστικώς», δηλαδή όχι εις επήκοον του λαού(6) .
Εις το κείμενόν του ο π., εκτός των πατερικών αναφορών, παραπέμπει συχνά και εις κάποια προβλήματα της λειτουργικής πρακτικής, και, με το δεδομένον μιας υποθέσεως αναποδείκτου και ατεκμηριώτου, προσπαθεί να οικοδομήση ολόκληρον θεωρία. Επί παραδείγματι, εις την μία πρότασι παρουσιάζει κάποιαν υπόθεσιν, ότι δήθεν η μυστική ανάγνωσις των ευχών επεβλήθη δια λόγους τεχνικούς, επειδή δηλαδή οι ισχνόφωνοι ιερείς δεν ημπορούσαν να γίνουν ακουστοί, κ.τ.λ. Εις την επομένη πρότασιν, η υπόθεσις αυτή, ευθύς αμέσως άνευ άλλης αποδείξεως, μεταβάλλεται εις επιστημονική θέσιν, επί της οποίας στηρίζεται ήδη το εν σκέλος των επιχειρημάτων του.
Ακόμη και η στάσις του ιερέως εντός η εκτός του ιερού βήματος καθορίζει, δια τεχνικούς πάντοτε λόγους, τον τρόπον αναγνώσεως των ευχών, γράφει ο π. (7), και φέρει ως παράδειγμα τις ευχές του (εξαψάλμου του) όρθρου. Δυστυχώς όμως, ως φαίνεται, ο π. αγνοεί την τάξι και δια τούτο οδηγείται εις συμπεράσματα άτοπα. Οι ευχές του όρθρου αναγινώσκονται εντός του ιερού βήματος μόνον έως του τρίτου ψαλμού του εξαψάλμου, δηλαδή εξ περίπου ευχές, οι δε υπόλοιπες αναγινώσκονται εκτός του βήματος, όλες όμως αναγινώσκονται μυστικώς, γεγονός το οποίον ενισχύει την ημετέραν άποψιν ότι ο π., δι' αναποδείκτων υποθέσεων, προχωρεί εις άτοπα συμπεράσματα, ασφαλώς όχι λόγω κακής προθέσεως, αλλά λόγω σχετικής αγνοίας του συγκεκριμένου θέματος.
Ακόμη και η ιστορική προέλευσις των ευχών αυτών φανερώνει ότι ανεγινώσκοντο μυστικώς, εφ' όσον προέρχονται εκ του ασματικού λεγομένου Τυπικού, συμφώνως προς το οποίον μεταξύ των αντιφώνων παρεμβάλοντο μικραί συναπταί μετά των ευχών και εκφωνήσεων, κατά τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης(8) . Δηλαδή, «εν όσω δε των αιτήσεων ο διάκονος εξηγείται ... ο ιερεύς ένδον ευχήν ποιείται ησυχή και καθ' εαυτόν ... (και) την ευχήν τελέσας, την αιτιολογίαν ταύτην, ότι και ακροτελεύτιος ούσα και δοξολογία εστίν, εις επήκοον πάντων αναγινώσκει», όπως εξηγεί εις ανάλογον περίπτωσιν ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας(9).
Αλλά το επόμενο βήμα του π. είναι έτι πλέον αυθαίρετον. Υποστηρίζει ότι, η μυστική ανάγνωσις των ευχών υπηγορεύθη από πρακτικούς λόγους, οι δε θεωρητικοί λόγοι, δηλαδή η θεολογία των Πατέρων περί της μυστικής αναγνώσεως των ευχών, «εκ των υστέρων έρχονται να δικαιώσουν τα γενόμενα»(10) . Δηλαδή ο,τι υποστηρίζουν κάποιοι «αδιάβαστοι» εις την περίπτωσι του Σχίσματος, λέγοντες ότι τούτο είναι καρπός προσωπικών, κοινωνικών και πολιτιστικών συνθηκών, η δε θεολογία περί των καινοφανών και αιρετικών διδασκαλιών των Λατίνων είναι μεταγενέστερον εφεύρημα των Αγίων Πατέρων, προς δικαιολογίαν της ήδη δημιουργηθείσης καταστάσεως.
Εν ολίγοις, οι Πατέρες συκοφαντούνται, εμμέσως πλην σαφώς, ως ανέντιμοι, εφ' όσον με θεωρίας, οπού συνέθεσαν, έρχονται όχι να ερμηνεύσουν το μυστήριον της θεολογίας, όπως οι ίδιοι διατείνονται, αλλά σπεύδουν να καλύψουν θεωρητικώς τις ήδη δημιουργημένες καταστάσεις. Η τακτική αυτή ίσως να απαντάται εις κάποιους εξ ημών, όχι όμως και εις τους αγίους Πατέρας, διότι αυτοί «ουκ εισι ευτελείς, ώσπερ εισίν ένδοξοι, ούτε δε ελάχιστοι, καθώς εισιν έντιμοι, ούτε πάλιν αμαθείς, διδάσκαλοι δε εισι πάντων, διδάσκαλοι δε εισι πάντων των ανθρώπων έργοις αγαθοίς· αυτοί γαρ διδάσκονται εξ ιδίου Δεσπότου ... Τέλειοι υπάρχουσι, πλήρεις δικαιοσύνης ...»(11).
«Τα τελούμενα ... γίνεται μεν έκαστον της χρείας ένεκα της επισταμένης, σημαίνει δε και τι των του Χριστού έργων η πράξεων η παθών»(12), (όπως τα ενδύματα μας σκεπάζουν και μας θερμαίνουν ταυτοχρόνως), και δεν επενοήθησαν «εκ των υστέρων για να δικαιώσουν τα γενόμενα», όπως γράφει ο π. Μάλιστα, «εισί και των τελουμένων ένια χρείαν μεν ουδεμίαν πληρούντα, σημασίας δε τινος ένεκα μόνον τελούμενα», ενώ όλως ιδιαιτέρως «τα εν τη τελετή των δώρων γινόμενα εις την του Σωτήρος οικονομίαν αναφέρεται πάντα»(13).
«Η προσπάθεια να αποσιωπηθούν οι ευχές οδηγεί σε κακοποίησι της δομής της θείας Λειτουργίας ... ειδικά όταν δεν υπάρχει διάκονος»(14) , γράφει ο π. Επομένως η δυσκολία αρχίζει να δημιουργήται εκ της απουσίας του διακόνου, δηλαδή εκ του συγχρόνου φαινομένου της παρουσίας εις ένα ενοριακό ναό δύο η πέντε η εξ ιερέων, συνήθως μετά προϊσταμένου φέροντος το οφφίκιον του αρχιμανδρίτου, αλλ' ουδενός διακόνου.
Ασφαλώς η συμμετοχή του διακόνου εις την θείαν Λειτουργία διευκολύνει την «μυστικήν» ανάγνωσι των ευχών, εφ' όσον, «εν όσω των αιτήσεων ο διάκονος εξηγείται», (προφανώς δια φωνής λαμπράς εξακουομένης υπό του λαού), «και ο ιερός λαός εύχεται, ο ιερεύς ένδον ευχήν ποιείται ησυχή και καθ ?­αυ­τ?ν...», (δηλαδή μυστικώς). Και «την ευχήν τελέσας», (δίχως να την ακούη ο λαός), «την αιτιολογίαν ταύτην, ότι και ακροτελεύτιος ούσα και δοξολογία εστίν, εις επήκοον πάντων αναγινώσκει, ίνα του ύμνου κοινωνούς άπαντας λάβη, και υπό πάσης της εκκλησίας ο Θεός υμνηθή. Και τοίνυν ακούοντες κοινωνούσιν αυτώ του ύμνου. Ειπόντος γαρ εκείνου και δοξολογήσαντος, οι πιστοί πάντες το “αμήν” επιλέγουσι», (όχι επειδή ήκουσαν την ευχήν, αλλά μόνον την δοξολογική κατάληξί της). «Και τούτο το ρήμα βοήσαντες οικειούνται πάσας τας εκείνου φωνάς», (τας οποίας δεν ήκουσαν, επειδή ανεγνώσθησαν μυστικώς), όπως ευκρινώς και κατ' επανάληψιν σημειώνει ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας(15) .
Όμως, ως θεραπεία της δυσχερείας εκ της απουσίας του διακόνου, δεν προβλέπεται, υπό του π., η μέριμνα όπως παρίσταται διάκονος, κατά την τάξιν της Εκκλησίας, αλλά η κάλυψις του χρόνου δια της καινοφανούς αναγνώσεως των ευχών εις επήκοον του λαού ... Καίτοι ολίγον ανωτέρω εις το βιβλίον του, εις την περίπτωσι της «συμψαλμωδίας», ακολουθών ο π. αντίθετον λογικήν, υποστηρίζει ενθέρμως και ανυπερθέτως την «παρουσία υπευθύνου και καταλλήλου ψάλτου», ανταξία «της πολιτισμικής ανόδου που έχει φθάσει και στο πιο μικρό χωριό της πατρίδος μας»(16) .
Αναντιρρήτως η ψαλμωδία καταλαμβάνει σημαντικήν θέσιν εις την λατρείαν, κάτι το οποίον ήταν γνωστό και εις τους αγίους Πατέρας, οι οποίοι συνέγραψαν λειτουργιολογικά έργα. Ο π., υπερεξαίροντας ίσως τον ρόλο της μουσικής κατά την τέλεσι της θείας Λειτουργίας, υποθέτει ότι, ο εις τον ιερέα αναφερόμενος όρος «εκφώνως» είναι «ένα είδος μουσικού όρου»(17) . Όμως οι Πατέρες και εν προκειμένω είναι σαφείς.
Έτσι, ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας συχνά αποδίδει τον όρον «εκφώνως» δια των όρων: «“εις επήκοον πάντων αναγινώσκει”, “βοήσας”, “εις επήκοον πάντων ειπών”, ...»(18) , ενώ αναφερόμενος εις την ψαλμωδία σημειώνει: «“των ιερών ψαλμωδιών απάρχεται”, “εν όσω η ψαλμωδία ετελείτο”, “ης (ψαλμωδίας) αδομένης το Ευαγγέλιον εισάγεται”, ...»(19) . Κάποτε μάλιστα, εις την αυτήν πρότασιν, εναργέστατα, αντιδιαστέλλει την εκφώνησι της μουσικής απαγγελίας: «Και ταύτην την αιτιολογίαν ως δοξολογίαν ούσαν βοήσας (ο ιερεύς) ... αύθις των ψαλμωδιών άρχεται και οι πιστοί συμπληρούσιν»(20) .
Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης αναφερόμενος εις την περίπτωσι του εφυμνίου του κοντακίου, το οποίον απαγγέλλεται υπό του ψάλτου παραπλησίως προς τον τρόπον απαγγελίας των εκφωνήσεων του ιερέως, σημειώνει: «εν μικρώ μελωδήματι»(21) , και έτσι το διαστέλλει ευκρινώς της φράσεως: «εις επήκοον εκφωνεί»(22) , την οποίαν χρησιμοποιεί δια τις ιερατικές εκφωνήσεις των «μυστικώς ... και εν σιγή ... (και) μετά σιγής»(23) αναγνωσθέντων ευχών.
Οι ευχές δεν είναι το κήρυγμα της Εκκλησίας, γι' αυτό και «εν όσω η ψαλμωδία ετελείτο», ο ιερεύς «εφ' εαυτού προς τον Θεόν εποιήσατο (την ευχήν) ...»(24) . Μάλιστα, εις την περίπτωσιν της θείας Ευχαριστίας η ευχή ονομάζεται «τελεστική» — (κάτι το οποίον βεβαίως εγνώριζεν ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, γι' αυτό και δεν έσφαλεν, ως ενόμισεν ο π.(25) ) : «Και αυτός (ο ιερεύς) προ της τελεστικής ευχής, καθ' ην ιερουργεί τα άγια, την ευχαριστίαν ταύτην ποιείται προς τον Θεόν και Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· “Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω”. Και πάντων συνθεμένων και “Άξιον και δίκαιον” ανειπόντων, αυτός εφ' εαυτού την ευχαριστίαν προσφέρει τω Θεώ ... και η θυσία τελείται πάσα ...»(26) , γνωρίζων καλώς «των μυστηρίων το σεμνόν σιωπή διασώζεσθαι»(27) , κατά τον Μέγα Βασίλειον, και αναγινώσκειν «ανεκφωνήτως» τας «επικλήσεις εις την μετουσίωσιν του άρτου και του οίνου», κατά τον άγιον Αθανάσιον τον Πάριον(28), διότι «αύτη η της ιερωσύνης δύναμις, ούτος ο ιερεύς ... Δια τούτο ουδεμία τοις πιστοίς περί του αγιασμού των δώρων αμφιβολία, ουδέ περί των άλλων τελετών, ει κατά την πρόθεσιν και τας ευχάς των ιερέων αποτελούνται», κατά τον αγιον Νικόλαο τον Καβάσιλα(29) .
Κατόπιν πολλών περιπλανήσεων εις τον χώρο της εκκλησιαστικής γραμματείας, ο π. ανακαλύπτει κάποιον υποστηρικτή της εις επήκοον του λαού αναγνώσεως των ευχών της θείας Λειτουργίας: αυτός είναι ο Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης(30) . Όμως ο π., αγνοών ασφαλώς ποίος ήταν ο Νεόφυτος, τον εχρησιμοποίησεν ως συνήγορο, νομίζων αφελώς ότι είναι κάποιος από τους μακαρίους Κολλυβάδες, τους γνωστούς εκείνους «εναρέτους άνδρας», οι οποίοι «εν τοις εσχάτοις καιροίς ώφθησαν ... διατελούντες άσιτοι καθ' όλην την εβδομάδα και ούτω κοινωνούντες των αχράντων Μυστηρίων εν εκάστη εβδομάδι ...»(31) .
Αναμφιβόλως, ο εκ Πατρών Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης (†1784) είναι ο πρώτος, ο οποίος ανεμίχθη εις την έριδα των μνημοσύνων το 1754. Όμως μετ' ολίγον, το 1760, έφυγεν από το Άγιον Όρος και, εγκατασταθείς από το 1768 εις την Βλαχίαν, ουδεμία πλέον σχέσιν είχε σχεδόν προς τον «Φιλοκαλισμόν», και προς τους στερρώς εχομένους των πατρικών παραδόσεων αγίους Κολλυβάδας, Μακάριον τον Κορίνθου, Νικόδημον τον Αγιορείτην και Αθανάσιον τον Πάριον, οι οποίοι και υπεραμύνθησαν δια «τας ανεκφωνήτους επικλήσεις εις την μετουσίωσιν του άρτου και του οίνου»(32) , της αείποτε αυτής πράξεως της Εκκλησίας, η οποία «μυστικώς, και ουχί εκφώνως, ως τα Κυριακά λόγια, αναγινώσκουσα τας ευχάς» διετήρησε «την σιωπημένην και άγραφον και μυστικήν ταύτην παράδοσιν»(33) .
Ο Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης, γνωστός δια τις σαφώς αιρετικές αυτού διδασκαλίες περί την θείαν Ευχαριστίαν, τις οποίες διετύπωσεν εις το βιβλίον του «Επιτομή»(34) , το οποίον ως συνήγορο χρησιμοποιεί ο π., έτυχε της αποδοκιμασίας των Κολλυβάδων, επειδή «ανεζωοποίησε» την παλαιάν αίρεσι του Σικυδίτου, «ήτις και συνοδικώς κατεκρίθη»(35) .
Μάλιστα, ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος έγραφε περί αυτού: «Ου μόνον εν τοις δογματικοίς τούτοις ισχυρογνωμονών ώφθη (ο Νεόφυτος), αλλά καν τη γραμματική αυτού, ην ταις ξέναις παρενθήκαις και ταις πάνυ περιτταίς προσθήκαις εις το άμετρον εξογκώσας και συγκαλύψας τα χρήσιμα δια των αχρήστων, αμετάπειστος ώφθη τη σοφή του κυρού Ευγενίου αξιώσει ...»(36). Επίσης: «Αυτός (ο Νεόφυτος) εαυτόν έβλαψεν, αλλά και πολλούς άλλους των απλουστέρων, δι' ων κατέλιπεν εναντίων μεν όντων του ευσεβούς της Εκκλησίας φρονήματος, την συγκρότησιν δε δοκούντων έχειν εκ τε των θείων Γραφών και των συνοδικών αποφάσεων, ως εποίουν πάλαι, καθά και προείρηται, οι τε των αιρέσεων αρχηγοί και οι τούτων συνήγοροι»(37).
Επί πλέον, ο Νεόφυτος δεν εδίστασε να στραφή «κατά του Μάρκου εκείνου του προέδρου της Εφέσου, ταυτόν ειπείν του στύλου της αγίας ημών Εκκλησίας, του φωστήρος της ορθοδόξου πίστεως, του απλανούς οδηγού της αληθείας ... κατά του θειοτάτου εκείνου διδασκάλου γλώσσαν ακόλαστον και αχάλινον επαφήκε ...»(38) . Αλλά και «τον ορθοδοξώτατον και τα πάντα άριστον Μελέτιον τον Πηγάν», δια πλαστογραφήσεως «Χριστεμπαιξίαν αυτώ εγκαλών, ... απόβλητον εις μαρτυρίαν και βεβαίωσιν κρίνει»(39) . «Αλλά μετά τον Πηγάν, και Συμεών τον Θεσσαλονίκης απορραπίζει» ο Νεόφυτος, ο συνήγορος του π., «... μετά τούτον και Δοσίθεον απορραπίζει τον Ιεροσολύμων, και Κορέσιον τον θεολογικώτατον, και Μελέτιον τον Συρίγον»(40) . Αυτός, λοιπόν, είναι ο Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης, δι' ο υπό των Κολλυβάδων χαρεκτηρίσθη όχι ως «συνάδελφος», αλλά ως αιρετικός, ο οποίος κατέπεσεν «εις μέγαν βόθυνον»(41) , και κατεκρίθη υπό του Ευγενίου Βουλγάρεως, του Νικηφόρου Θεοτόκη, του Κωνσταντίνου Οικονόμου ...
Τέλος ο π. αναγκάζεται να ομολογήση ότι, η μυστική ανάγνωσις των ευχών μαρτυρείται σαφώς ως επικρατούσα εις την Εκκλησία, το ολιγώτερον από του Ε α??νος μέχρι των ημερών μας(42) . Δηλαδή η μυστική ανάγνωσις των ευχών, και υπό των πολεμίων αυτής, αναγνωρίζεται ότι είναι το «έθος το κεκρατηκός» εις την Εκκλησία, τουλάχιστον κατά την διάρκεια των 3/4 της ιστορίας της! Είναι η πράξις της Εκκλησίας της εποχής των Πατέρων και Διδασκάλων αυτής, της εποχής των Οικουμενικών Συνόδων, της περιόδου του ευαγγελισμού των Σλαύων, του θεολογικωτάτου αιώνος του Ησυχασμού, των μαρτυρικών χρόνων της Τουρκοκρατίας, του Φιλοκαλισμού, κ.τ.λ. Η μυστική ανάγνωσις των ευχών είναι η τάξις της Εκκλησίας, η οποία πανταχού, πάντοτε και υπό πάντων ανεγνωρίσθη, η τάξις με την οποία λειτουργούν σήμερα όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, η τάξις η οποία εξασφαλίζει την λειτουργικήν ομοιομορφία των Ορθοδόξων, δηλαδή εν εκ των πλέον ουσιαστικών στοιχείων δια την φανέρωσι της ενότητος της Εκκλησίας(43).
Τόσον η ετεροχρονική ανάγνωσις των ευχών, όσον και η εις επήκοον του λαού απαγγελία τους, συνιστά καινοτομία αντιστρατευομένη την επί 15 ολοκλήρους αιώνας — τουλάχιστον, κατά την εκτίμησι του π. — παράδοσι της Εκκλησίας. Διερωτώμαι: Αν, καθ' υπόθεσιν, απεφάσιζε σήμερα η Εκκλησία να αθετήση την παράδοσιν αυτήν, τι θα την εμπόδιζε μετ' ολίγον να αθετήση λ.χ. τον «Τρισάγιον Ύμνον», εφ' όσον και αυτός δεν είναι αρχαιότερος του Ε α??νος ; Η τι θα την εμπόδιζε να αθετήση την προσκύνησι των αγίων εικόνων, εφ' όσον και αυτή διετυπώθη μετά τον Ε α??να; Η τι θα την εμπόδιζε να αλλοιώση το Ευχολόγιον, εφ' όσον πολλά εξ όσων αναγράφονται εκεί είναι νεώτερα του Ε α??­νος; Η τι θα την εμπόδιζε να προσθέση νέες λειτουργίες, είτε δανειζομένη εκ των αιρέσεων, είτε υπό το πρόσχημα της δήθεν θεολογικής ακμής των ημερών μας, — μία δικαιολογία, η οποία μας μεταφέρει ασφαλώς εις το αίσθημα αυταρεσκείας της Β Βατικαν?ς Συνόδου ...
Έτσι και πάλιν εξασφαλίζεται εις τον τόπο μας μία νέα λατινική κυριαρχία, αντίθετος τώρα εκείνης την οποίαν εμάχετο ο Χίος ιατροφιλόσοφος και θεολόγος Ευστράτιος Αργέντης(44) , εφ' όσον, μετά την αναγνώρισι της «Λειτουργικής Κινήσεως» υπό του Βατικανού, προπαγανδίζεται πλέον, για λόγους εντυπωσιασμού(45) , αφ' ενός μεν η έντονος συμμετοχή των λαϊκών εις την τέλεσι της Λειτουργίας, αφ' ετέρου δε η έκτακτος ανθρωπαρέσκεια και θεατρικότης των κληρικών ...(46)
Την επικρατήσασα και, υπό των αγίων Πατέρων, αναγνωρισθείσαν και καταγραφείσαν εκκλησιαστικήν πράξι της μυστικής αναγνώσεως των ευχών ομολογεί και ο π., αλλά δυστυχώς δεν την αποδέχεται, ως δήθεν πεπλανημένη. Και πάλιν, κατά την γνωστήν μέθοδόν του, καταφεύγει εις μίαν τελείως αυθαίρετον υπόθεσιν ότι, δηλαδή, όσοι Πατέρες έγραψαν περί της μυστικής αναγνώσεως των ευχών, έπραξαν τούτο όχι επειδή ανεγνώριζαν τον τρόπον αυτόν της αναγνώσεως, αλλ' επειδή αυτό ήταν «το έθος το κεκρατηκός»(47) . Δηλαδή, εμμέσως πλην σαφώς, ως μη ώφειλε, μέμφεται τους αγίους Πατέρας ως δειλούς και ανεντίμους, οι οποίοι επλάνησαν την Εκκλησίαν χάριν της αυταρεσκείας των.
Ατυχώς ο π., αγνοών ως φαίνεται την ιστορία, καταλήγει εις συμπεράσματα τα οποία και εις ερευνητήν άσχετον προς την Εκκλησία και την αυτοσυνειδησία των Αγίων της, είναι απαράδεκτα. Διότι λ.χ. ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας, και ως απλούς άνθρωπος εξεταζόμενος, «τι θα είχε να χάση» μειώνοντας την έννοια της ιερωσύνης και εξυψώνοντας την θέσι των λαϊκών, απευθυνόμενος εις το πλήρες «ζηλωτών» εκκλησίασμα της Θεσσαλονίκης; Οι Άγιοι Πατέρες δεν εδέχθησαν απλώς το έθος της μυστικής αναγνώσεως «ως κεκρατηκός», αν και τούτο θα ήτο καθοριστικής σημασίας δια την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, αλλά, ως αναφέρει ο π. εις άλλο σημείον της εργασίας του(48) , και θεωρίαν ανέπτυξαν περί της μυστικής αυτής αναγνώσεως, διότι είχαν την συνείδησιν ότι, ο τρόπος αναγνώσεως των ευχών είναι «έκφρασις της θεολογίας της λατρείας».
Προκειμένου να αντιστρατευθή την μυστικήν ανάγνωσι των ευχών ο π. επικαλείται μαρτυρίες κάποιων συγχρόνων θεολόγων. Ασφαλώς, σεβόμεθα τους ανθρώπους αυτούς, αλλ' αδυνατούμε να θέσωμε τις απόψεις των υπεράνω της διδασκαλίας των Αγίων Πατέρων, καίτοι είναι λόγοι κατά κόσμον φιλοσοφημένοι, «κνήθοντες την ακοήν»(49) , επειδή συνετέθησαν «κατά την παράδοσι των ανθρώπων»(50) . Δι' ημάς τους αγροίκους, αρκεί:
1). Η «Θεωρία» του ομολογητού αγίου Γερμανού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (†733), περί «των υποψιθυριζομένων ευχών»(51) , ότι «ο ιερεύς, (ως τύπος του Χριστού) ... απαγγέλλων τω Θεώ και συλλαλών μόνος αυτώ ... ως ποτε Μωσής, (ο τύπος του Χριστού εις την Παλαιάν Διαθήκην) ... Καθώς γαρ ελάλησεν ο Θεός τω Μωσή αοράτως, και ο Μωσής προς τον Θεόν, ούτω και ο ιερεύς ...»(52) .
2). Η «Ερμηνεία» του θεολόγου της θείας Ευχαριστίας αγίου Νικολάου του Καβάσιλα (†1391), ότι ο ιερεύς, «το της ευχής ακροτελεύτιον, ην εφ' εαυτού προς τον Θεόν εποιήσατο εις επήκοον πάντων βοήσας ... και δοξολογήσας, και αυτούς (τους πιστούς) λαβών της δοξολογίας κοινωνούς», «ένδον του θυσιαστηρίου και εφ' εαυτού, μηδενός ακούοντος, και προς τον Θεόν αποτεινόμενος εύχεται», διότι «αύτη της ιερωσύνης η δύναμις, ούτος ο ιερεύς»(53) .
3). Οι «Αποκρίσεις» του αγίου Συμεών αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (†1429), ότι, «ο δεύτερος των ιερέων ... έξωθεν του ιερού βήματος εις επήκοον εκφωνεί ... όμως και ο αρχιερεύς ταύτην (την ευχήν) ένδον μυστικώς προς τον Θεόν αναφέρει»(54).
4). Το «Πηδάλιον» του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου (†1809), ότι, «η πράξις της Εκκλησίας αείποτε μυστικώς, και ουχί εκφώνως ως τα Κυριακά λόγια, αναγινώσκουσα τας ευχάς ταύτας, την σιωπημένην και άγραφον και μυστικήν ταύτην παράδοσιν αινίττεται»(55) .
5). Η «Εξήγησις» του στύλου της Ορθοδοξίας αγίου Μάρκου μητροπολίτου Εφέσου του Ευγενικού (†1444), ότι, «αι του ιερέως εκφωνήσεις ... τα μεν ουν αιτήματα κοινή συν τοις άλλοις η μόνος υπέρ των άλλων εκείνων αδόντων είωθεν εκτελείν»(56) , (δηλαδή, εύχεται ο ιερεύς «δι' εκείνους τους άλλους, οι οποίοι τότε ψάλλουσιν»(57) , ερμηνεύει ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων), «επί δε τοις ακροτελευτίοις αυτός ανακρούεται μόνος μεγάλη φωνή, προς Θεόν μεν αποτεινόμενος, εις ον δήπου και η ευχή, διδάσκων δε ημάς τας αιτίας, εξ ων ακουσθήναι μέλλομεν ... Απόκρισιν ουν τινα θείαν εικονίζει τοις αιτουμένοις η του ιερέως φωνή, και πληροφορίαν εμβάλλει ταις των νοούντων ψυχαίς, άμα δε και κοινωνεί τρόπον τινά των ημετέρων ωδών, δι' ων εκφωνεί· και ημείς αύθις αυτώ των ευχών, εν οις υπέχομεν εκφωνούντι τα ώτα σιγή, και προσεπιφωνούμέν γε το, Αμήν»(58) , (δηλαδή, «κοινωνεί τρόπον τινά εις τον ίδιον καιρόν ο ιερεύς των ωδών και δεήσεων ημών δια της εκφωνήσεως, και ημείς ομοίως κοινωνούμεν των ευχών αυτού διδόντες ακρόασιν με σιγήν εις τας εκφωνήσεις, και προσεπιφωνούντες και ημείς καν το, Αμήν»(59) , ερμηνεύει ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων).
Υποσημειώσεις:
1.«Το ξεχασμένο Μυστήριο. (Εκκλησιολογικές συνέπειες του αγίου Χρίσματος)», εκδ. «Γρηγόρη», Αθήναι 2003.
2. «Το ξεχασμένο Μυστήριο», ε.α., σ. 134.
3. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, «Εις την θείαν Λειτουργίαν», εκδ. «Sources Chretiennes», Παρίσι 1967, τ . 4, σ . 60.
4. Πρβλ . Α Πέτρ . β , 5.
5. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου , P.G. 49, 380
6. Πρβλ . εκτενές άρθρον υπό τον τίτλον : « Η ανάγνωσις των ευχών της θείας Λειτουργίας », ( περιοδ . «Θεοδρομία», ετ. Δ/, τ. 1-3, Ιαν.-Σεπτ. 2002, Θεσσ/κη, σ. 156-200).
7. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 142.
8. Αγίου Συμεών Θεσσ/κης, P.G. 155, 636-642.
9. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 122-124.
10. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 142.
11. Αγίου Εφραίμ Σύρου, «Έργα», εκδ. «Του περιβολιού της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1989, τ. Β , σ. 18.
12. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 62.
13. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 64.
14. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 146.
15. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 122-124.
16. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 119, 133.
17. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 143.
18. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 122-126.
19. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 124-126.
20. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 126.
21. Αγίου Συμεών Θεσσ/κης, P . G . 155, 572.
22. Αγίου Συμεών Θεσσ/κης, P . G . 155, 301.
23. Αγίου Συμεών Θεσσ/κης, P . G . 155, 661, 608, 612.
24. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 124, 166.
25. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 200-203.
26. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 174.
27. Μεγάλου Βασιλείου, ΒΕΠΕΣ 52, 287.
28. Αγίου Αθανασίου Παρίου, «Περί Παραδόσεως», (όρα: Π. Πασχου, «Εν ασκήσει και μαρτυρίω», εκδ. «Αρμού», Αθήναι 1996, σ. 87).
29. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 178.
30. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 145.
31. Στ. Παπαδοπούλου, «Άγιος Μακάριος Κορίνθου», εκδ. «Ακρίτα», Αθήναι 2000, σ. 76.
32. Αγίου Αθανασίου Παρίου, «Περί Παραδόσεως», ε.α.
33. Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», σ. 645.
34. Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου, «Επιτομή Ιερών Κανόνων», (εκδ. «Αστέρος», Αθήναι 2002, επιμελεία Θεοδωρήτου Μαύρου ιερομονάχου).
35. Αγίου Αθανασίου Παρίου, «Επιστολή αντιρρητική», (όρα: Κ. Μανάφη, «Αθανασίου του Παρίου, Ανέκδοτος επιστολή αντιρρητική», εις τα «Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου: Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος», Πάρος 2000, σ. 221).
36. Αγίου Αθανασίου Παρίου, «Επιστολή», ε.α., σ. 225.
37. Αγίου Αθανασίου Παρίου, «Επιστολή», ε.α., σ. 226.
38. Αγίου Αθανασίου Παρίου, «Επιστολή», ε.α., σ. 228.
39. Αγίου Αθανασίου Παρίου, «Επιστολή», ε.α., σ. 231.
40. Αγίου Αθανασίου Παρίου, «Επιστολή», ε.α., σ. 233.
41. Αγίου Αθανασίου Παρίου, «Επιστολή», ε.α., σ. 228.
42. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 159-160.
43. Χάριν αυτής της λειτουργικής ενότητος της Εκκλησίας συνεκροτήθησαν Σύνοδοι πανορθοδόξου κύρους, ακόμη και κατ' αυτά τα δυσχερή χρόνια της Τουρκοκρατίας, εις την Κωνσταντινούπολιν, τα Ιεροσόλυμα, την Μόσχαν ... Πρβλ.: «...Κι αφόντης τέλος έλαβε προβίβασις η θεία, καθ' ένας τότες έλαβε την θείαν λειτουργίαν, αρχιερείς και ιερείς κ' οι δύο πατριάρχαι, ομοίως και ηγούμενοι και οι αρχιμανδρίται. Και μυστικώς ελέγασι πάντες ευχάς αγίας· ο πατριάρχης έλεγεν εκφώνησεις αγίας. Αφόντης ετελείωσαν την θείαν λειτουργίαν οι πάντες εμετάλαβαν την θείαν κοινωνίαν...». («Καθίδρυσις Πατριαρχείου εν Ρωσσία», υπό Σπ. Ζαμπελίου, εν Αθήναις 1859, σ. 40).
44. Πρβλ. την υπό έκδοσιν διατριβήν του θεοφιλεστάτου Διοκλείας Καλλίστου Γουέαρ: «Ευστράτιος Αργέντης. (Σπουδή της Ορθοδόξου Εκκλησίας υπό τον Τουρκικό ζυγό)», Οξφόρδη 1964.
45. Διότι έχουν αντιληφθή ότι πάντες τους αποστρέφονται και προσπαθούν, δημιουργώντας νέες εντυπώσεις, να κερδίσουν την εκτίμησι του κόσμου.
46. Πρβλ. το γεγονός ότι, ένα από τα θέματα των γυναικείων «Κύκλων», των απ' ευθείας εξαρτωμένων εκ της αρχαιοτέρας χριστιανικής «Κινήσεως» του τόπου μας, είναι και η από στήθους εκμάθησις της ιερατικής «ευχής του Ευαγγελίου» υπό κάθε μιας κυρίας, ώστε αύτη να την απαγγέλλη «καθ' εαυτήν» προ της αναγνώσεως του ιερού Ευαγελίου, κατά την θείαν Λειτουργίαν ...
 
47. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 205.
48. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 142.
49. Πρβλ . Β Τιμ . δ , 3.
50. Κολ . β , 8.
51. Αγίου Γερμανού Κων/πόλεως, P . G . 98, 452.
52. Αγίου Γερμανού Κων/πόλεως, P . G . 98, 429.
53. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ε.α., σ. 166, 304, 178.
54. Αγίου Συμεών Θεσσ/κης, P . G . 155, 301.
55. «Το ξεχασμένο M υστήριο», ε.α., σ. 645.
56. Αγίου Μάρκου Ευγενικού, P . G . 160, 1189.
57. Αγίου Μάρκου Ευγενικού, «Εξήγησις της εκκλησιαστικής ακολουθίας», (όρα: Αγίου Συμεών αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, «Άπαντα», εκδ. «Ρηγοπούλου», Θεσσαλονίκη α.χ., σ. 459).
58. Αγίου Μάρκου Ευγενικού, P . G . 160, 1189.
59. Αγίου Μάρκου Ευγενικού, «Εξήγησις», ε.α.