Κυριακή 15 Απριλίου 2018

ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ


       
ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ

       «Ο ήλιος της δικαιοσύνης τριήμερος ανέτειλε σήμερα και εφώτισε ολόκληρη την κτίση… Οι πύλες του Άδη ανοίχθησαν από τον Χριστό και οι νεκροί σηκώθησαν σαν από ύπνο. Ανέστη ο Χριστός, η ανάσταση των πεσμένων και ανέστησε μαζί Του τον Αδάμ· ανέστη ο Χριστός, η πάντων ανάσταση και ελευθέρωσε την Εύα από την κατάρα… ανέστη και χάρισε χαρά σε ολόκληρη την κτίση· ανέστη και η φυλακή του Άδη κενώθηκε· ανέστη και την φθορά της φύσεως μετέτρεψε σε αφθαρσία… Αυτήν την ημέρα που έκανε για εμάς ο Κύριος ας σκιρτήσουμε από χαρά πνευματική κι ας χαρούμε με ευφροσύνη θεάρεστη. Αυτή είναι η εορτή που είναι πάνω από όλες τις εορτές… Το Πάσχα το δικό μας, το Πάσχα το αληθινό είναι το ότι θυσιάστηκε ο Χριστός για χάρη μας· κι όσοι είναι μαζί με τον Χριστό είναι μια καινούργια δημιουργία… Αναστήθηκε ο Χριστός, και αποκατέστησε τον Αδάμ στην παλιά δόξα της αθανασίας… Η νέα κτίση, που φέρνει ο Χριστός με την Ανάστασή Του, ανανεώνεται. Με τη νέα ομορφιά (κάλλος) του Χριστού ας στολισθούμε· η Εκκλησία του Χριστού ο καινούριος ουρανός γίνεται σήμερα, ένας ουρανός πιο λαμπρός από τον ουρανό που αντικρίζουμε… Ανανεωθείτε σήμερα και φρόνημα νέο, σταθερό βάλετε μέσα στις καρδιές σας, για να δεχθείτε τα μυστήρια της νέας εορτής, της αληθινής και να γευθείτε σήμερα αληθινή, ουράνια απόλαυση»[1], αναφωνεί θεοπρεπώς ευφραινόμενος ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου, στον βαθύ θεολογικό του λόγο, αφιερωμένο στην Ανάσταση του Χριστού.

       Η Ανάσταση του Κυρίου είναι η κατεξοχήν φανέρωση της Θεότητάς Του. Η Ανάσταση είναι ο θρίαμβος της αγάπης του Θεού. Ο Χριστός με την είς Άδου κάθοδο και την εκ νεκρών έγερσή Του έδειξε ότι δεν είναι απλός άνθρωπος, υποκείμενος στον νόμο της φθοράς και του θανάτου. Ως ο Θεός που έγινε άνθρωπος παραχωρεί βέβαια στην ανθρώπινη φύση Του να πεθάνει πάνω στον Σταυρό και να ταφεί όπως όλοι οι άνθρωποι, αλλά ο θάνατος δεν την κυριεύει. Διοχετεύει θα λέγαμε στην ανθρώπινη φύση Του την παντοδύναμη θεϊκή χάρη Του και νικά τον θάνατο. Κι αυτό, διότι ως και Θεός είναι ο χορηγός της ζωής[2]. Της όντως ζωής! Η θεϊκή εξουσία του Χριστού ωστόσο δεν εκφράστηκε μόνο στην Ανάστασή Του, αλλά και στην κάθοδό Του στο βασίλειο του Άδη, με την οποία κήρυξε και στα πνεύματα που ήταν εν φυλακή[3], δηλ. στις κεκοιμημένες ψυχές – οπότε όσοι Τον πίστεψαν σώθηκαν μαζί Του – κι έτσι διέλυσε το βασίλειο του Άδη και το γέμισε με την θεϊκή Του παρουσία. Επομένως, ο θάνατος που ήταν μέχρι τότε τρομακτικός, τώρα με την Ανάσταση του Χριστού γίνεται χαρμόσυνος τόπος συνάντησης με τον Χριστό. Γίνεται η καθαρή απαρχή της αιώνιας ζωής, ως «πρόσωπον προς πρόσωπον» σχέση με Εκείνον. «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γή και τα καταχθόνια»[4]. Η Ανάσταση του Χριστού είναι η άλλη όψη του Σταυρού Του. Υπάρχει στενότατη σύνδεση της Σταυρικής θυσίας του Χριστού με την Ανάστασή Του. Έτσι, ούτε μόνος ο Σταυρός μπορεί να κατανοηθεί χωρίς την Ανάστασή Του, αλλά ούτε και η Ανάσταση χωρίς την Σταυρική θυσία. Και τα δύο υπερφυή γεγονότα αποτελούν τις δύο όψεις της μίας απολυτρωτικής ενέργειας του Χριστού. Είναι σαν το Ευαγγέλιο που βρίσκεται πάνω από κάθε αγία Τράπεζα στην Εκκλησία: η μία όψη του έχει την Σταύρωση, η άλλη την Ανάσταση. Όμως, πρόκειται για ένα Ευαγγέλιο. Αιτία αυτής της άρρηκτης σχέσης είναι το γεγονός της αμαρτίας του ανθρώπου. Έπρεπε δηλαδή, κατά τις προφητείες, να πάθει ο Χριστός, να σηκώσει όλη την διαφθορά (αμαρτία) της ανθρώπινης φύσης με τις συνέπειες του θανάτου, για να την οδηγήσει στο φώς της Ανάστασης και, κατά συνέπεια αυτής, να καταργήσει τον θάνατο. Αν ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός, Σωτήρας του κόσμου και του ανθρώπου, είναι γιατί δεν αποστράφηκε την βρωμιά και την κατάντια μας, αλλά έσκυψε πάνω μας (ταπεινώθηκε), έγινε ένας από εμάς, έπαθε για εμάς και μας λύτρωσε. Η Ανάσταση του Χριστού υπάρχει, γιατί υπήρξε η Σταύρωση. Η Σταύρωση οδηγεί στην Ανάσταση. Κι αν καυχιόμαστε ως Ορθόδοξη Εκκλησία ότι είμαστε η Εκκλησία της Ανάστασης, είναι διότι η Εκκλησία μας πορεύεται πάντοτε στον κόσμο αυτό σταυρωμένη και πονεμένη. Ο Σταυρός της αποτελεί την δόξα της[5].

       Ο Χριστός προσέφερε το έσχατο τίμημα, που είναι το πολύτιμό του αίμα. Τι έμεινε, λοιπόν, τώρα να πληρώσουμε εμείς; Τίποτα! Αφού ο ίδιος διακήρυξε πως όλα τώρα «τελείωσαν»[6], δεν υπάρχει πια τίποτα να προσφέρουμε εμείς. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως έχουμε την άδεια να αμαρτάνουμε, υπολογίζοντας πάντα στη συγχώρηση του Θεού. Αντίθετα, ο ίδιος ο Σταυρός του Χριστού, που είναι η βάση της δωρεάν σωτηρίας, είναι συνάμα και το ίδιο το κίνητρο για μια ζωή αγιότητας[7]. Δεν έχει αξία ο Σταυρός γιατί ήταν Δίκαιος, Αθώος, Σοφός, Μέγας, αλλά γιατί είναι ο ίδιος ο Θεός. Εκείνος που ανέβηκε στον Σταυρό και έπαθε χάριν του κόσμου και αυτό είναι το μεγαλείο Του, αυτή είναι η Δόξα Του. Πτώχευσε ο Θεός όντας πλούσιος, για να πλουτίσει τον πτωχεύσαντα άνθρωπο[8]. Ο στόχος, λοιπόν, κάθε χριστιανού είναι να μπεί μέσα και να ζήσει την χαρά και την ευλογία της παρουσίας του Θεού. Το Πάσχα είναι μια χαρά πνευματική, που δεν πρέπει να την χάσουμε κανένας μας και για κανέναν λόγο. Θα το κάνουμε όμως το λάθος! Θα το χάσουμε! Την Δευτέρα του Πάσχα το πιθανότερο είναι να ασχολούμαστε αν είναι καλός ο καιρός… Θα είναι κρίμα, θα είναι μεγάλο λάθος που δεν πρέπει να το επιτρέψουμε στον εαυτό μας[9]. Ο Θεός έρχεται στην γη. Γίνεται άνθρωπος. Διδάσκει. Θαυματουργεί. Προδίδεται. Οδηγείται στον Σταυρό. Η όντως Ζωή εκούσια πεθαίνει. Ο Θεός θανατώνεται. Μετά από τρεις ημέρες ανασταίνεται. Τί είναι πιο παράδοξο; Η ανάσταση ή ο θάνατος του Θεού; Θα λέγαμε ο θάνατος. Διότι ο Θεός είναι η Ζωή. Δεν μπορεί να πεθάνει, δεν μπορεί να θανατωθεί. Και όμως, για χάριν του ανθρώπου το κάνει. Πεθαίνει ο Θεός για να ζήσει ο άνθρωπος. Πεθαίνει η Ζωή για να δώσει ζωή δια του θανάτου. Φοβερό και παράδοξο θέαμα να βλέπεις τον Θεό γεμάτο πληγές, νεκρό, άπνου να μπαίνει στον τάφο. Η Πνοή χωρίς πνοή, η Ζωή χωρίς ζωή, ο Θεός νικημένος από ένα μάτσο ανθρώπους που πόθησαν με μανία την δόξα και την εξουσία. Και όμως «Άδου μεν ταφείς, τα βασίλεια Χριστέ συντρίβεις, θάνατον θανάτω δε θανατοίς, και φθοράς λυτρούσαι τους γηγενείς»[10]. Ο Θεάνθρωπος νεκρός ζωοποιεί τον Άδη. Γι’ αυτό και όταν λέμε ότι ο Θεός πέθανε στο Σταυρό, είναι σαν να λέμε Ανέστη ο άνθρωπος... Χριστός Ανέστη![11] O σπουδαιότερος Άνθρωπος στην ιστορία, δεν είχε υπηρέτες, αλλά τον αποκαλούσαν Κύριο. Δεν είχε πτυχία, αλλά τον αποκαλούσαν Δάσκαλο. Δεν ήταν γιατρός, αλλά τον θεωρούσαν θεραπευτή. Δεν είχε στρατό, αλλά ακόμα και οι βασιλείς τον φοβόντουσαν. Δεν κέρδισε καμία στρατιωτική μάχη, αλλά κατέκτησε τον κόσμο. Τον κατέκτησε με μοναδικό «όπλο» την αγάπη. Δεν διέπραξε κανένα έγκλημα, αλλά, παρόλα αυτά, τον βασάνισαν και τον σταύρωσαν. Ο φθόνος, η αχαριστία, η υποκρισία, η προδοσία και η ψευτιά των ανθρώπων. Γεννήθηκε (ως Θε-άνθρωπος), σταυρώθηκε, αναστήθηκε. Έδωσε τη δυνατότητα να λυτρωθούμε, να σωθούμε. Θα μπορούσε να πιέσει, να προστάξει, να καθορίσει, να απειλήσει, ή ακόμα να μας πλάσει άβουλους πανομοιότυπους, όντα χωρίς επιλογές, αξιοθρήνητα, υποταγμένα πλάσματα στη δική Του θέληση. Έδωσε τη δυνατότητα να επιλέξουμε, από σεβασμό στην ελευθερία μας, για να έχει αξία ο αγώνας και οι προσπάθειές μας. Έπλασε τον κόσμο «καλό λίαν» και μας άφησε διαχειριστές του. Και περιμένει να μεταμορφώσουμε τον πλανήτη μας, να τον γεμίσουμε Αγάπη, να πάλλεται η Γη από την Αγάπη, Αγάπη για όλους, Αγάπη για τα παιδιά, αυτά που (πρέπει να) κρύβουμε μέσα μας και αυτά που έχουμε χρέος να προστατεύουμε. Αγάπη για τούς συνανθρώπους μας. Αγάπη για όλα τα πλάσματα της Γής[12].

       Η Ανάσταση του Χριστού, επίσης, είναι το πιο χαρμόσυνο γεγονός του ανθρώπου. Από τα παραπάνω είναι ευνόητο γιατί η Ανάσταση συνιστά το πιο χαρμόσυνο γεγονός για όλη την ανθρωπότητα. Διότι ο Χριστός ήρθε για τον άνθρωπο. Ο θάνατος καταργήθηκε οριστικά με τον Χριστό, όπως βεβαίως και η αιτία του θανάτου, η αμαρτία. Συνεπώς, καταργείται και για τον άνθρωπο. Ο Χριστός ανασταίνεται και, μαζί με Αυτόν, και σύμπασα η ανθρωπότητα. Στην ορθόδοξη εικόνα της Ανάστασης, της είς Άδου καθόδου, ο Κύριος αναστημένος μέσα σε υπέρλαμπρο φώς κρατάει τους εκπροσώπους της ανθρωπότητας, τον Αδάμ και την Εύα. Η Ανάστασή Του είναι και ανάσταση του ανθρώπου. Ωστόσο, αν η Ανάσταση του Χριστού λυτρώνει όλη την ανθρωπότητα, αυτό δεν σημαίνει ότι γίνεται με μαγικό τρόπο. Απαιτείται η ενεργοποίηση της θέλησης και του ανθρώπου, προκειμένου από δυνάμει λύτρωση να γίνει και ενεργεία. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος αν δεν πιστέψει στον Χριστό και δεν ενταχθεί στο ζωντανό σώμα Του, την Εκκλησία, δεν προσαρμόσει τα χνάρια της ζωής του στα χνάρια του Χριστού, τότε η Ανάστασή Του θα μένει πάντα ένα γεγονός ξένο προς αυτόν. Υπ’ αυτή την άποψη, η εκκλησιοποίηση του ανθρώπου, ως πορεία συσταύρωσης με τον Χριστό, είναι ο απαράβατος όρος και η προϋπόθεση για να νιώσει ο άνθρωπος την δύναμη της Ανάστασης. Φυσικά, συσταύρωση με τον Χριστό σημαίνει ζωή αγάπης. Όσο αγαπάμε με την αγάπη του Χριστού, τόσο και (πνευματικά) ανασταινόμαστε. Δηλαδή, τόσο εμπειρικά νιώθουμε την ζωή του Χριστού να εισέρχεται στην δική μας ζωή. Αυτό βέβαια είναι και η βίωση της θεϊκής βασιλικής εξουσίας Του, ίσως στα δικά μας όρια ζωής[13]. Όπως πολύ ωραία τονίζουν οι άγιοι πατέρες, η Εκκλησία είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός παρατεινόμενος σε όλους τους αιώνες και σε όλη την αιωνιότητα. Αλλά κατά τον ίδιο τρόπο, η εκκλησία είναι και ο άνθρωπος «εκτεινόμενος» μαζί με τον Θεάνθρωπο Χριστό σε όλους τους αιώνες και σε όλη την αιωνιότητα. Αλλά μαζί με τον άνθρωπο και για τον άνθρωπο, ανήκει στην εκκλησία και ολόκληρη η κτίση του Θεού, δηλαδή κάθε τι που δημιουργήθηκε από τον Θεό Λόγο στον Ουρανό και στη γη. Όλα αυτά αποτελούν την εκκλησία σαν το σώμα της, του οποίου η κεφαλή είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός[14]. Ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς τονίζει με θεολογική εμβρίθεια, ότι ο θαυμαστός και γλυκύτατος Κύριος Ιησούς, ο Αναστημένος Θεάνθρωπος, είναι η μόνη Ύπαρξη κάτω από τον ουρανό, με την οποία μπορεί ο άνθρωπος εδώ στη γη να νικήσει και το θάνατο και την αμαρτία και τον διάβολο, και να κατασταθεί μακάριος και αθάνατος, συμμέτοχος στην Αιώνια Βασιλεία της Αγάπης του Χριστού... Γι’ αυτό, για την ανθρώπινη ύπαρξη ο Αναστημένος Κύριος είναι τα πάντα, μέσα στα πάντα, για όλους τους κόσμους: Ό,τι το Ωραίο, το Καλό, το Αληθινό, το Προσφιλές, το Χαρμόσυνο, το Θείο, το Σοφό, το Αιώνιο. Αυτός είναι όλη η Αγάπη μας, όλη η Αλήθεια μας, όλη η Χαρά μας, όλο το Αγαθό μας, όλη η Ζωή μας, η Αιώνια Ζωή σε όλες τις θείες αιωνιότητες και απεραντοσύνες. Γι’ αυτό και «πάλι και πολλάκις», και αναρίθμητες φορές: Χριστός Ανέστη! Εάν υπάρχει μία αλήθεια στην οποία θα μπορούσαν να συνοψισθούν όλες οι Ευαγγελικές αλήθειες, η αλήθεια αυτή θα ήταν η Ανάσταση του Χριστού. Και ακόμη, εάν υπάρχει μία πραγματικότητα στην οποία θα μπορούσαν να συνοψισθούν όλες οι καινοδιαθηκικές πραγματικότητες, η πραγματικότητα αυτή θα ήταν η Ανάσταση του Χριστού. Μόνο στην Ανάσταση του Χριστού εξηγούνται όλα τα θαύματα Του, όλες οι αλήθειες Του, όλα τα λόγια Του, όλα τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης. Μέχρι την Ανάσταση Του ο Κύριος δίδασκε για την αιώνια ζωή, αλλά με την Ανάσταση Του έδειξε ότι ο ίδιος όντως είναι η αιώνια ζωή. Μέχρι την Ανάσταση Του δίδασκε για την ανάσταση των νεκρών, αλλά με την Ανάσταση Του έδειξε ότι ο ίδιος είναι η ανάσταση των νεκρών. Μέχρι την Ανάσταση Του δίδασκε ότι η πίστη σ' Αυτόν μεταφέρει εκ του θανάτου είς την ζωήν, αλλά με την Ανάσταση Του έδειξε ότι ο ίδιος νίκησε τον θάνατο και έτσι εξασφάλισε στους θανατωμένους ανθρώπους την μετάβαση εκ του θανάτου στην ανάσταση. Με την αμαρτία ο άνθρωπος έγινε θνητός και πεπερασμένος, με την Ανάσταση του Θεανθρώπου γίνεται αθάνατος και αιώνιος. Σ' αυτό δε ακριβώς έγκειται η δύναμη και το κράτος και η παντοδυναμία της του Χριστού Αναστάσεως. Και για αυτό χωρίς την Ανάσταση του Χριστού δεν θα υπήρχε καν ο Χριστιανισμός[15].

       Αυτές τις ημέρες, τις οποίες η Εκκλησία ονομάζει Μεγάλες και Άγιες, έχουν μέσα στο λειτουργικό κύκλο της Μεγάλης Εβδομάδας, έναν καθοριστικό σκοπό. Τοποθετούν όλες τις ιερές ακολουθίες στην προοπτική του Τέλους· μας υπενθυμίζουν το εσχατολογικό νόημα του Πάσχα. Συχνά η Μεγάλη Εβδομάδα χαρακτηρίζεται σαν περίοδος γεμάτη με «ωραιότατες παραδόσεις» και «έθιμα», σαν ξεχωριστό τμήμα του εορτολογίου μας. Τα ζούμε όλα αυτά από την παιδική μας ηλικία σαν ένα ελπιδοφόρο γεγονός που γιορτάζουμε κάθε χρόνο, θαυμάζουμε την ομορφιά των ακολουθιών, τις επιβλητικές πομπές και προσβλέπουμε με κάποια ανυπομονησία στο Πασχαλινό τραπέζι… Και ύστερα, όταν όλα αυτά τελειώσουν, ξαναρχίζουμε την κανονική μας ζωή. Αλλά άραγε καταλαβαίνουμε πως όταν ο κόσμος αρνήθηκε τον Σωτήρα του, όταν ο Ιησούς «ήρξατο αδημονείν» και έλεγε: «περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου»[16], και όταν πέθανε στο Σταυρό, τότε η «κανονική ζωή» σταμάτησε; Δεν είναι πια δυνατόν να υπάρξει «κανονική ζωή» γιατί ακριβώς αυτοί που φώναζαν «Σταύρωσον Αυτόν!», αυτοί που Τον έφτυναν και Τον κάρφωναν στο Σταυρό ήταν… «κανονικοί άνθρωποι». Τον μισούσαν και Τον σκότωσαν ακριβώς γιατί τους τάραξε, τους χάλασε την «κανονική» ζωή τους. Και ήταν πραγματικά ένας τέλεια «κανονικός» κόσμος αυτός που προτίμησε το σκοτάδι και το θάνατο από το φως και τη ζωή… Με το θάνατο όμως του Χριστού ο «κανονικός» κόσμος και η «κανονική » ζωή καταδικάστηκαν αμετάκλητα. Ή μάλλον, θα λέγαμε ότι αποκαλύφθηκε η αληθινή, η ανώμαλη φύση τους, η ανικανότητα τους να δεχθούν το Φως· αποκαλύφθηκε η τρομερή δύναμη του κακού μέσα τους. «Νυν κρίσις εστίν του κόσμου τούτου· νυν ο άρχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω»[17]. Το Πάσχα σημαίνει το τέλος «αυτού του κόσμου». Με το Θάνατο και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού συντελέστηκε αυτό το τέλος, που μπορεί να διαρκέσει εκατοντάδες αιώνες, χωρίς να αλλοιώνει τη φύση του χρόνου τον οποίο ζούμε σαν «έσχατο καιρό». «Και οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω ως μη καταχρώμενοι· παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου»[18]. Η λέξη Πάσχα[19] σημαίνει πέρασμα, διάβαση. Η γιορτή της Διάβασης (Πάσχα) ήταν για τους Εβραίους η ετήσια ανάμνηση όλης της ιστορίας της σωτηρίας τους· της σωτηρίας σαν πέρασμα από τη σκλαβιά των Αιγυπτίων στην ελευθερία, από την εξορία στη γη της επαγγελίας[20]. Ήταν επίσης η προσδοκία της τελικής διάβασης στη Βασιλεία του Θεού. Και ο Ιησούς Χριστός έγινε η εκπλήρωση αυτού του Πάσχα, έγινε το Πέρασμα. Αυτός πραγματοποίησε την τελική διάβαση από το θάνατο στη ζωή, από τούτο τον «παλαιό κόσμο» στον «καινό κόσμο», στον «καινό χρόνο» της Βασιλείας του Θεού. Ο Χριστός έδωσε και σε μας την δυνατότητα για μια τέτοια διάβαση. Ζώντας «εν τω κόσμω τούτω» μπορούμε ταυτόχρονα να μην είμαστε «εκ του κόσμου τούτου», δηλαδή να ελευθερωθούμε από τη σκλαβιά στο θάνατο και την αμαρτία και να συμμετέχουμε στον «επερχόμενο αιώνα». Για να γίνει αυτό θα πρέπει και εμείς επίσης να πραγματοποιήσουμε τη δική μας, την προσωπική διάβαση· να καταδικάσουμε τον παλαιό Αδάμ μέσα μας, να «ενδυθούμε» τον Χριστό – αυτό δηλαδή που γίνεται στο βάπτισμα με την τριπλή κατάδυση και που είναι σύμβολο θανάτου – και να ζήσουμε την αληθινή ζωή εν Θεώ… Μόνον έτσι το Πάσχα δεν γίνεται μια ετήσια ανάμνηση – ιεροπρεπής και ωραία – γεγονότων του παρελθόντος. Αλλά είναι το Γεγονός που μας προσφέρθηκε και αποτελεσματικά μας αποκαλύπτει ότι ο παρών κόσμος μας, ο χρόνος μας, η ζωή μας έφτασαν στο Τέλος τους και ταυτόχρονα μας αναγγέλλει την Αρχή της νέας ζωής… Με τους ύμνους της Μεγάλης Σαρακοστής, βρισκόμαστε ακόμα στην περίοδο της μετανοίας, γιατί μόνο η μετάνοια μας εξασφαλίζει τη συμμετοχή μας στο Πάσχα του Κυρίου μας και μας ανοίγει τις θύρες στο Πασχάλιο δείπνο[21].

       Μέσα στο ζοφερό σκοτάδι που αγκαλιάζει την ανθρώπινη ύπαρξη, η Εκκλησία προσκαλεί: «Δεύτε λάβετε φώς εκ του ανεσπέρου φωτός»[22]. Όσο κι αν φαίνονται παράλογα και οδυνηρά όσα συμβαίνουν γύρω μας και μέσα μας, ωστόσο, υπάρχει νόημα στην ανθρώπινη ζωή. Η δικαιοσύνη και η αγάπη του Θεού πήραν την πιο θριαμβευτική έκφρασή τους με την ανάσταση του Χριστού, καταργώντας την δεσποτεία του μίσους και του θανάτου. Εδώ κορυφώνεται το αιώνια πασχαλινό μήνυμα του Ευαγγελίου. Ο Θεός «εγείρας αυτόν (τον Χριστό) εκ νεκρών», «εκάθισεν εν δεξιά αυτού εν τοις επουρανίοις, υπεράνω πάσης αρχής και εξουσίας και δυνάμεως και κυριότητος και παντός ονόματος ονομαζομένου ού μόνον εν τω αιώνι τούτω, αλλά και εν τω μέλλοντι, και πάντα υπέταξεν υπό τους πόδας αυτού»[23]. Όλες οι άλλες κοσμικές εξουσίες και αρχές, όσο κι αν παρουσιάζονται κατά καιρούς σκληρές και ακαταγώνιστες, τελικά είναι εύθραυστες και εφήμερες. Στον αναστάντα Κύριο λοιπόν πρέπει να στηριχθούμε με απόλυτη (πίστη) εμπιστοσύνη. Να ενωθούμε με Αυτόν σε μυστηριακή κοινωνία διά μέσου του βαπτίσματος και της θείας Ευχαριστίας, γινόμενοι συμμέτοχοι στον θάνατο, την ταφή και την ανάστασή Του. Αυτό το λυτρωτικό μυστήριο του Πάσχα ζούμε με χαρά οι πιστοί και προγευόμαστε την αιώνια ζωή που μας χάρισε με το Πάθος και την Ανάστασή του ο Χριστός. Το πασχαλινό φώς αποκαλύπτει τη σταθερή σχέση Ανάστασης και Σταύρωσης και μας προσκαλεί να αποδεχθούμε τη λογική της εκούσιας θυσίας, ως μορφή ζωής, που νικά κάθε είδους θάνατο. Επομένως, κάθε ειλικρινή θυσία που γίνεται με ανιδιοτελή αγάπη, αποκτά νόημα αναστάσιμο. Δίνει και χαρίζει πασχαλινό νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη. Η ανάσταση δεν είναι κάτι που έρχεται μετά τον σταυρό, αλλά βρίσκεται μάλλον μέσα στον σταυρό· όταν δεχόμαστε ελεύθερα, όπως ο Χριστός, από αγάπη για τον Θεό και τους συνανθρώπους μας. Γι’ αυτό και όλοι, οι άγιοι άνθρωποι, όσοι Τον ακολούθησαν με συνέπεια και αφοσίωση, έζησαν τις μεγαλύτερες δυσκολίες, συμφορές και στερήσεις, ακόμη και το μαρτύριο, μέσα σε αυτή την σταυροαναστάσιμη ευφροσύνη. Αυτή την (πραγματική) χαρά που καμιά στέρηση, κανείς διωγμός και καμιά συκοφαντία και κατατρεγμός, δεν μπόρεσε να τους την αφαιρέσει, καθώς εκείνη την στιγμή αγκάλιαζαν τον σταυρό τους με το βλέμμα τους στραμμένο στον αναστάντα Χριστό. «Φώς εκ του ανεσπέρου φωτός». Ένα φώς που δεν προορίζεται αποκλειστικά για μερικούς εκλεκτούς ανθρώπους ή λαούς, αλλά που θα πρέπει να αγκαλιάσει τους πάντες, χωρίς διακρίσεις εθνών, φυλών, χρωμάτων ή καταγωγής. Ο Χριστός ο αναστάς εκ νεκρών, Αυτός που είναι το ανέσπερο φώς, που «φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον είς τον κόσμον»[24], μεταμορφώνει τα πάντα, κάθε μορφή ζωής, σχέσης και εξέλιξης. Με την εκ νεκρών έγερσή Του, «το ανθρώπινον σύμπαν των του Άδου απάρας πυθμένων είς ουρανούς ανεβίβασεν»[25]. Συνεπώς, όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα στη νίκη κατά του θανάτου, στην αγάπη, στη χαρά της Αναστάσεως. Και η Εκκλησία, εκστατική μπροστά στις παγκόσμιες διαστάσεις του γεγονότος, ψάλλει: «Η ανάστασίς σου, Χριστέ Σωτήρ, άπασαν εφώτισεν την οικουμένην»[26], και «πεφώτισται τα σύμπαντα τη Αναστάσει σου, Κύριε»[27]. Ολόκληρη η κτίση (κόσμος) αποκτά νέο φώς: «Νύν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γή και τα καταχθόνια»![28]   

             Η Ανάσταση του Χριστού είναι δική μας ανάσταση, διατείνεται ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Και πάλι, ήρθε το Πάσχα, η χαρμόσυνη μέρα της Αναστάσεως του Χριστού, η αιτία κάθε ευφροσύνης και αγαλλιάσεως, που έρχεται μια φορά το χρόνο, μάλλον έρχεται καθημερινά και συνεχώς σ’ εκείνους που κατανοούν το μυστικό της νόημα. Ήρθε και γέμισε τις καρδιές μας χαρά και αγαλλίαση λύνοντας τον κόπο της πάνσεπτης νηστείας και τελειοποιώντας και παρηγορώντας τις ψυχές μας. Ας ευχαριστήσουμε λοιπόν τον Κύριο, που μάς πέρασε μέσα από το πέλαγος της νηστείας και μάς οδήγησε με ευφροσύνη στο λιμάνι της Αναστάσεώς του. Ας τον ευχαριστήσουμε και όσοι διανύσαμε τον δρόμο της νηστείας πρόθυμα, με ζέουσα προαίρεση και αγώνες για την αρετή, και όσοι υστερήσαμε από ολιγωρία και μικροψυχία, επειδή Αυτός είναι που χαρίζει γενναιόδωρα στους αγωνιστές τα στεφάνια και τους άξιους μισθούς των έργων τους και στους ασθενέστερους πάλι ως ελεήμων και φιλάνθρωπος χαρίζει τη συγγνώμη. Γιατί βέβαια υπολογίζει πιο πολύ την προαίρεση των ψυχών μας παρά τους σωματικούς κόπους, και αναλόγως ανταποδίδει τα έπαθλα και τα χαρίσματα του Πνεύματος: Η αναδεικνύοντας περίφημο και ένδοξο τον αγωνιστή ή αφήνοντας τον ακόμη στην αφάνεια, επειδή έχει ανάγκη από πιο επίπονη κάθαρση. Το μυστήριο της Αναστάσεως και Θεού μας, που συντελείται μυστικώς σε όσους το ποθούμε, πώς δηλαδή θάπτεται ο Χριστός μέσα μας σαν σε μνήμα και πώς ενώνεται με τις ψυχές μας και ανασταίνεται συνανασταίνοντας μαζί του κι εμάς. Ο Χριστός, αφού κρεμάσθηκε στον σταυρό, σταύρωσε επάνω σ' αυτόν την αμαρτία του κόσμου, κι αφού γεύθηκε τον θάνατο, κατέβηκε στα κατώτατα του άδη. Όπως λοιπόν τότε ανεβαίνοντας από τον άδη επέστρεψε στο άχραντο σώμα του – από το οποίο δεν αποχωρίστηκε καθόλου – κι αμέσως αναστήθηκε και μετά ανήλθε στους ουρανούς με δόξα πολλή και δύναμη, έτσι ακριβώς και τώρα, όταν εμείς εξερχόμεθα από τον κόσμο και εισερχόμεθα με την εξομοίωση των παθημάτων του Κυρίου στον τάφο της μετανοίας και της ταπεινώσεως, αυτός ο ίδιος κατεβαίνει από τους ουρανούς, εισέρχεται στο σώμα μας σαν σε τάφο, ενώνεται με τις νεκρωμένες πνευματικά ψυχές μας και τις ανασταίνει. Έτσι παρέχει την δυνατότητα σ' εκείνον που αναστήθηκε μαζί του να βλέπει την δόξα της μυστικής του αναστάσεως[29].

       Χωρίς τον Σταυρό η δόξα της Αναστάσεως δεν μπορεί να γίνει δική μας. Εντούτοις, ο Σωτήρας οικονομεί την αδυναμία των μαθητών Του. Τους χαρίζει σήμερα την χαρά του Πάσχα, παρότι είναι τόσο λίγο προετοιμασμένοι γι’ αυτή. Αργότερα, αύριο, θα τους μυήσει και στο Πάθος[30]. Οι απόστολοι θα μετάσχουν κι αυτοί, με το μαρτύριό τους, στο Πάθος του Διδασκάλου τους, αλλά μόνον αφότου γίνουν κοινωνοί της ενεργητικής και ζωποιητικής δυνάμεως της Αναστάσεως. Κατά τον ίδιο τρόπο θα λέγαμε, λειτουργεί ο Κύριός μας και με εμάς. Μπορεί ωστόσο να απέχουμε πολύ από του να έχουμε πιεί το ποτήρι του Πάθους και να μην βοηθήσαμε τον Ιησού να σηκώσει τον Σταυρό Του. Δηλαδή, δεν συσταυρωθήκαμε μαζί Του. Αλλά, ακόμα και την ώρα της αγωνίας Του κοιμόμασταν. Τον εγκαταλείψαμε, Τον αρνηθήκαμε με τις ποικίλες αμαρτίες μας. Κι όμως, παρά την ελάχιστη ενδεχομένως πνευματική ετοιμασία μας, ο Ιησούς μας προσκαλεί να εισέλθουμε στην Πασχάλια χαρά. Αν ειλικρινά ανοίξουμε την καρδιά μας[31] στη συγγνώμη που ανέτειλε από τον Τάφο Του, αν αφήσουμε να την πλημμυρίσει το υπέρλαμπρο φώς της Ανάστασης, αν τέλος προσκυνήσουμε την παρουσία του Αναστάντος Χριστού, τότε θα δεχθούμε κι εμείς την δύναμη της Αναστάσεως, την οποία το δώρο της Πεντηκοστής θα τελειοποιήσει. Μόνο τότε θα καταλάβουμε, όσο γίνεται βέβαια στη πεπερασμένη κτιστότητα της ύπαρξής μας, το νόημα του Σταυρού και θα μπορέσουμε να διεισδύσουμε, σύμφωνα με τις φτωχές μας δυνάμεις, στο Μυστήριο του Πάθους και της Ανάστασης[32].

       Ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς, μας κάνει γνωστή μία θεολογικο-φιλοσοφική θεώρηση του Πάσχα. «Το Πάσχα ως μοναδικότητα σχέσης με τον Θεό». Η γλώσσα για να «πούμε» την Aνάσταση, να μιλήσουμε για το Πάσχα, μοιάζει ασύμβατη με τη λογική μας και την εμπειρία μας. Τέτοιες λέξεις και νοήματα τα καταχωρούμε στο πεδίο της «πίστης», και την πίστη την ταυτίζουμε με ατομικές πεποιθήσεις. Τις πεποιθήσεις τις θέλουμε για ψυχολογική κατανάλωση, δεν είναι λογική ή εμπειρική η επιλογή τους. H παραδοχή ότι «υπάρχει Θεός» δεν είναι παράλογη. H έννοια «Θεός» ανήκει στις προϋποθετικές «σταθερές» με τις οποίες ο νους «υποδέχεται» τις παραστάσεις-εικόνες των αισθητών και τις συντάσσει λογικά, δηλαδή τις οργανώνει σε συσχετισμούς αιτίας και αποτελέσματος, αιτίας και σκοπού, αρχής και τέλους, ολότητας και μέρους, κ.λπ. Kατα-νοούνται τα υπαρκτά, επειδή λογο-ποιούνται (εντάσσονται σε λόγους-σχέσεις) από τον νου. H σύνδεση των «όντων» και των «γιγνομένων» με μιαν αρχική αιτία (τον Θεό) και έναν τελικό σκοπό, είναι μέσα στη λειτουργία κατα-νόησης της πραγματικότητας, έστω κι αν κάποια στιγμή απορρίψουμε τον συσχετισμό. Όμως, το να κατανοούμε τον Θεό ως Aιτιώδη Aρχή της ύπαρξης και των υπαρκτών, δεν σημαίνει ότι τον γνωρίζουμε, ότι έχουμε εμπειρική πιστοποίηση της ύπαρξής του, ότι τη γνώση την προσπορίζει η αμεσότητα της «σχέσης» μας μαζί του. O Πασκάλ[33] ξεχώριζε τον «Θεό» που είναι παράγωγο της διάνοιας[34] από τον Θεό του Aβραάμ, του Iσαάκ, του Iακώβ (τον Θεό που τον βεβαιώνει η ιστορική εμπειρία)[35]. Πώς γίνεται να γνωρίσει ο άνθρωπος τον Θεό όχι διανοητικά αλλά εμπειρικά, να έχει «σχέση» πραγματική μαζί του; H μαρτυρία των έμπειρων λέει: γίνεται, σε δύο πεδία. Όπως γίνεται να γνωρίσει κανείς τον ζωγράφο μέσα από τη ζωγραφιά του, τον μουσουργό μέσα από τη μουσική του, τον ποιητή μέσα από το ποίημα. Γνωρίζουμε τον ενεργούντα χάρη στο προσωπικό του ενέργημα, την ετερότητα του δημιουργού (το μοναδικό, ανόμοιο και ανεπανάληπτο της ύπαρξης και της δημιουργίας του) μέσα από τον λόγο-τρόπο των έργων του. Ακούμε ή βλέπουμε ή ακούμε το «ποίημα», και λέμε: «αυτό είναι Kαβάφης», «είναι Bαν Γκογκ», «είναι Mότσαρτ». Δεν λέμε: είναι «του» τάδε, λέμε: «είναι» ο τάδε. O ρεαλισμός της γνώσης γεννιέται από τη δυναμική της «σχέσης». Που σημαίνει: Το πέρασμα από τον λόγο του τεχνήματος στον λόγο - φανέρωση της υπαρκτικής μοναδικότητας του τεχνίτη δεν είναι υποχρεωτικό, δεν το κάνουν όλοι. Είναι κατόρθωμα «σχέσης», δηλαδή ελευθερίας από τις αναγκαιότητες του ενστίκτου, τη δουλεία στον εγωκεντρισμό. O ρεαλισμός της «σχέσης» κατακτιέται (ή χαρίζεται) όπως κάθε αληθινός έρωτας – δεν αγοράζεται, δεν εκβιάζεται, δεν είναι καταναλωτικό προϊόν. O εγωκεντρικός χρήστης - καταναλωτής που ξέρει μόνο να κατέχει και όχι να μετέχει, όχι να μοιράζεται, να σχετίζεται, να κοινωνεί, δεν θα συναντήσει ποτέ στο καλλιτέχνημα τον καλλιτέχνη, δεν θα συλλαβίσει ποτέ προσωπική υπαρκτική ετερότητα στην Τέχνη. H έξοδος από την αισθητική, νοητική, ερωτική και μεταφυσική υπανάπτυξη είναι, σίγουρα, συνάρτηση ενηλικίωσης. Ωρίμασης στην ερωτική (αγαπητική) προπάντων ευαισθησία. H λέξη «πάσχα», λοιπόν, σημαίνει πέρασμα: διάβαση από τη θνητότητα της φύσης στην υπαρκτική ελευθερία της σχέσης. Φύση σημαίνει την προκαθορισμένη ύπαρξη, σχέση σημαίνει την ελευθερία να υπάρχεις επειδή αγαπάς. Δεν διαλέξαμε να υπάρχουμε, βρεθήκαμε να υπάρχουμε προσωρινά, εφήμερα. Οι έμπειροι του χριστιανικού ευ-αγγελίου, οι άγιοι, βεβαιώνουν ότι γεννιόμαστε με φύση προκαθορισμένη, περιορισμένη, θνητή, αλλά με την ελευθερία της επιλογής (προαίρεσης): Να επιμείνουμε στη φύση ή να αποδυθούμε στο άθλημα της σχέσης. H αγάπη στο εκκλησιαστικό ευ-αγγέλιο δεν συνιστά τρόπο συμπεριφοράς, συνιστά τρόπο ύπαρξης: Nα υπάρχεις, επειδή ελεύθερα θέλεις να υπάρχεις, και να θέλεις να υπάρχεις επειδή αγαπάς. Όχι να υπάρχεις πρώτα και στη συνέχεια να αγαπάς, αλλά να υπάρχεις επειδή αγαπάς, η ύπαρξή σου να είναι έρωτας, αγάπη[36]. Kαι ο «τρόπος» είναι η «κένωση»: το άδειασμα από κάθε αξίωση υπαρκτικής αυτονομίας, η εκούσια αποδοχή του θανάτου. Nα γίνει ο θάνατος «σχέση», όπως γίνεται «σχέση» η «γέννηση» και η «εκπόρευση». O σταυρός πραγματώνει την ύπαρξη ως ερωτική ελευθερία, είναι γεγονός Ανάστασης. Mοιάζει να λιγοστεύουν ραγδαία οι άνθρωποι που μπορούν να υποψιαστούν (μέσα από λέξεις όπως: Πάσχα, Σταυρός, Ανάσταση) τον «τρόπο» ελευθερίας του έρωτα, τη Γιορτή της χαράς για τη νίκη καταπάνω στη μοναξιά, στο παράλογο, στο απέραντο σήμερα φρενοκομείο της πολιτικής και της οικονομίας. Ορισμός της Εκκλησίας είναι το «μικρό ποίμνιο», ο ασήμαντος «κόκκος σινάπεως», η «ελάχιστη ζύμη» στο νεκρό φύραμα του κόσμου[37].

       Ο αναστάσιμος χαιρετισμός «Χριστός Ανέστη» που ανταλλάσσουμε οι πιστοί για σαράντα ημέρες μετά την Ανάσταση του Κυρίου, που περιέχει πολύ βαθύτερα νοήματα από το επιφανειακό και εφήμερο «Χρόνια Πολλά», λέγοντας «Χαίρετε» οποιαδήποτε στιγμή, είναι σαν να λέμε «Χριστός Ανέστη» ολόκληρο τον χρόνο! Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, ο πρώτος λόγος που είπε ο αναστημένος Χριστός στις Μυροφόρες γυναίκες που πήγαν στο «κενό μνημείο[38], ήταν το «Χαίρετε», και στους αποστόλους το «Ειρήνη»[39]. Δηλαδή, με αυτό τον χαιρετισμό του ο Χριστός τους έλεγε να έχουν την χαρά της Αναστάσεως. Έτσι λοιπόν, ο αναστάσιμος χαιρετισμός που διαμορφώθηκε στην Ελληνική γλώσσα και μεταδόθηκε σε όλους τους Ορθόδοξους σε όλο τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, είναι το «Χριστός Ανέστη»! Δεν πρόκειται για λόγο ευχής, αλλά για χαιρετισμό και διακήρυξη της πίστης στο ζωντανό γεγονός της Ανάστασης του Χριστού, το οποίο βίωναν εμπειρικά οι πιστοί, και με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον πιστό άνθρωπο στον Χριστό. Με αυτό τον αναστάσιμο χαιρετισμό ταυτίζεται και ο Ελληνικός λόγος «χαίρετε», απευθυνόμενος στις Μυροφόρες ο Αναστάς Χριστός. Η συνήθης αυτή ελληνική προσφώνηση, από την εποχή ακόμη των Ομηρικών χρόνων, αποκτά μια ιδιαίτερη πνευματική και χριστιανική σημασία. Η λέξη ανα-νοηματοδοτείται, εντασσόμενη σε ένα καθαρά αγιοπνευματικό πλαίσιο, και γίνεται έτσι το πρώτο «Χριστός Ανέστη» της χριστιανικής ιστορίας. Από το μνημείο του Χριστού στο οποίο πήγαν οι Μυροφόρες για να τελέσουν τα συνήθη στη παράδοσή τους νεκρικά έθιμα, με ανάμικτα συναισθήματα «φόβου και χαράς»[40], κάτι βέβαια που ήταν φυσιολογικό ύστερα από την συνταρακτική εμπειρία που έζησαν ακούγοντας τον λόγο του Άγγελου ότι ο Κύριός τους «ηγέρθη από των νεκρών»[41]. Ο λόγος λοιπόν του Χριστού προς αυτές «Χαίρετε», αποκτά αμέσως ειδική σημασία, που μπορεί να προσδιορισθεί με τους λόγους: «Μη φοβείσθαι, αλλά χαίρετε[42]! Να αισθάνεσθε χαρά, διότι η Ανάσταση, ως έκφραση της αγάπης του Θεού, νικά τον φόβο[43], αλλά και τον θάνατο, και κάθε είδους θανάτου ακόμη, διότι είναι πηγή ζωής, ζωής αιωνίου. Έκ του τάφου ανέτειλε ζωή και ελπίδα». Επομένως, η Ανάσταση του Χριστού είναι πηγή χαράς, και δεν μπορεί να εκφρασθεί αποδοτικότερα παρά με τον (Ελληνικό) χαιρετισμό «Χαίρετε»! Αυτή η λέξη δέχεται χριστιανικά μια υπέροχη υπέρβαση. Δεν μένει στην ενδοϊστορική πραγματικότητα, σχετιζόμενη πάντα σχεδόν με πρόσκαιρα αγαθά, αλλά συνδεόμενη με υπερφυσικές εμπειρίες, όπως η μετοχή στην Ανάσταση του Χριστού και η βεβαιότητα για την νίκη πάνω στο θάνατο και συνάμα την εξουσία του στον φθαρτό αυτό κόσμο. Ο πιστός άνθρωπος, ειδικά ο Έλληνας, έχει σαφή γνώση ότι με την προσφώνηση «Χαίρετε», που επαναλαμβάνει πολλές φορές την ημέρα, προσφωνεί τους συνανθρώπους του με τον αναστάσιμο λόγο του Χριστού καλώντας τους στη μετοχή του ζωντανού γεγονότος της Ανάστασης. Λέγοντας «Χαίρετε», πρέπει να γνωρίζουμε ότι λέμε «Χριστός Ανέστη» με έναν άλλο τρόπο[44]. Ο πασχαλινός αυτός ύμνος δονεί τον λογισμό μας, συνεπαίρνοντας μυστικά την ύπαρξη και την ψυχή μας. Ο πόθος για ζωή μάς διακατέχει. Συγχρόνως, όμως, και ο φόβος του θανάτου μας συνέχει. Η Ανάσταση του Χριστού έρχεται να μας θυμίσει ότι στην γιγαντιαία πάλη ανάμεσα στην ζωή και στον θάνατο που κυριαρχεί στην ανθρώπινη ιστορία, ο Ιησούς Χριστός κατατρόπωσε τον θάνατο με την ανάστασή Του. Η Ανάσταση του Χριστού δώρισε στον άνθρωπο αποδέσμευση από τον θάνατο, ελευθερία από τον φόβο και το άγχος που προκαλεί. Πλέον ο θάνατος για τον άνθρωπο δεν είναι «μαυρίλα», δεν είναι άδης, αλλά πρόξενος αθάνατης και αιώνιας ζωής. Με το Πάσχα αρχίζει ο καινούριος αιώνας που εισβάλλει στον χρόνο και τον ανακαινίζει. Συνεπώς, η Ανάσταση έχει γίνει πηγή ανανεώσεως του κόσμου. Ύστερα από την Ανάσταση λάμπει πλέον η ζωή και στον χρόνο ακτινοβολεί η αιωνιότητα. Αυτή η βεβαιότητα, ήδη από τους χρόνους των Αποστόλων, οι οποίοι υπήρξαν μάρτυρες του μοναδικού γεγονότος της Αναστάσεως, μέχρι και στις μέρες μας, συναρπάζει την Εκκλησία και καθορίζει την ταυτότητά της. Η Ανάσταση στην Εκκλησία υπό το φως των κεριών αποτελεί πραγματική μυσταγωγία και κατανυκτική ατμόσφαιρα. Η Εκκλησία γνωρίζει και γιορτάζει την εμπειρία της Αναστάσεως, της νίκης πάνω στον θάνατο. Και, μ’ αυτή την αλήθεια ζωογονεί και μεταμορφώνει την ζωή όλης της οικουμένης με ελευθερία και αγάπη. Το παντοτινό μήνυμα της Εκκλησίας είναι ότι δεν κατεξουσιάζει ο θάνατος όταν είμαστε σε κοινωνία με τον Χριστό. Διότι Αυτός είναι η ζωή και η Ανάσταση[45], που ως Θεός την μεταγγίζει σε όσους συνδέονται μαζί Του. Και η κοινωνία αυτή με τον Θεό είναι αρχικά δωρεά, «Χάρις». Μια Χάρη που όμως δεν επιβάλλεται, αλλά που θα πρέπει να γίνει ελεύθερα αποδεκτή από την συνείδηση του ανθρώπου. Συνδέεται με την θεογνωσία, την πίστη (εμπιστοσύνη), την αγάπη, μέσω των μυστηρίων της Εκκλησίας όπου μετέχουμε στο αναστημένο Σώμα του Χριστού. Η βίωση της αλήθειας της Αναστάσεως με την πίστη και με ολόκληρη την ύπαρξή μας, είναι το αντίδοτο στις δηλητηριώδες πνοές που μεταφέρουν την ανάσα του άδη στην καθημερινότητα της ζωής μας. Το αναστάσιμο ήθος μεταμορφώνει το σκληρό πρόσωπο της καθημερινότητας και, μας βοηθάει να βλέπουμε μέσα και από τις πιο μελαγχολικές συνθήκες ένα Πάσχα, δηλαδή μια «διάβαση», ένα πέρασμα στο φώς. Άνθρωποι που πίστεψαν στον Αναστάντα Χριστό, μπόρεσαν με την δύναμή Του να μεταμορφώσουν την έχθρα σε συμφιλίωση, το μίσος σε αγάπη, τον πόνο σε χαρά, την ταπείνωση σε θρίαμβο. Καθότι, μέσα στην ακτινοβολία της Αναστάσεως, όλοι και όλα μπορούν να μεταμορφώνονται και να πλημμυρίζουν φώς. «Δεύτε λάβετε φώς εκ του ανεσπέρου φωτός» και μεταδώστε αυτό το πασχαλινό φώς σε κοντινούς και μακρινούς. Φώς, πασχαλινό φώς στην καρδιά μας, στα πρόσωπά μας! Περισσότερο πασχαλινό φώς στις σχέσεις μας με τους άλλους. Ανέσπερο φώς που χαρίζει νόημα, ελπίδα, πλούτο θεϊκής αγάπης και δύναμη Θεού[46].

       Πάσχα: Από τον πόνο των παθών… στην Ανάσταση των ψυχών. Η λαμπρότερη γιορτή της Χριστιανοσύνης που κλείνει μέσα της όλα τα συναισθήματα, περνά από τον πόνο και την θλίψη των Παθών και της Σταύρωσης, στην Ανάσταση που πλημμυρίζει την ελπίδα, την αγαλλίαση και την αισιοδοξία στον κόσμο! Ένα διαρκές πέρασμα… από τα επίγεια προς τα ουράνια![47] Την αγία και μεγάλη Κυριακή του Πάσχα, λοιπόν, η Εκκλησία μας εορτάζει την ζωηφόρο Ανάσταση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Την Πασχάλια ευφροσύνη[48]. Η εμπειρία της Ανάστασης του Χριστού βεβαιώνεται μυστικά και διαχρονικά μέσα στην Εκκλησία. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ανάστασης και των ζώντων αγίων. Η Ανάσταση του Χριστού είναι το θαύμα των θαυμάτων στον χώρο της πίστης μας. Είναι η κορυφαία αλήθεια και το θεμέλιο του Χριστιανισμού. Η Ανάσταση του Χριστού είναι η νίκη επί του θανάτου. Είναι η αστείρευτη πηγή από την οποία πηγάζει η ζωή εκ του ζωοδόχου Τάφου και χαρίζει την σωτηρία μας των Χριστιανών. Διότι, η Ανάσταση του Χριστού είναι το εχέγγυο της ανάστασης και του ανθρώπου. Επομένως, η Ανάσταση του Χριστού είναι το πλήρωμα της χαράς των Χριστιανών. Και την πληρότητα αυτή της χαράς της Ανάστασης την βιώνουμε ως αγάπη στη ζωή μας. Φώς ο Χριστός, και φώς απρόσιτο και η ένδοξη Ανάστασή Του. Γι’ αυτό, δεν μπορούμε να πλησιάσουμε τον αναστημένο Κύριο και να ατενίσουμε το λαμπροφόρο φώς της Ανάστασής Του χωρίς την κατάλληλη πνευματική προετοιμασία. Χωρίς την αναγκαία καθαρότητα της ψυχής. Όπως ο θεόπτης Μωϋσής όταν είδε την φλεγόμενη βάτο στο όρος Χωρήβ και χρειάστηκε να προσεγγίσει την παρουσία του Θεού ξυπόλυτος[49]. Έτσι, με πολύ περισσότερο δέος καλούμαστε οι Χριστιανοί να πλησιάσουμε τον ίδιο τον Κύριο και να ατενίσουμε το φώς της Ανάστασής Του. Να εορτάσουμε μαζί Του το αιώνιο Πάσχα και την ουράνια ευφροσύνη. Γιατί η Ανάσταση του Χριστού μας εγκαινιάζει ένα καινούργιο τρόπο ζωής· την πνευματική και πασχάλια βιοτή με τον Θεό. Συνεπώς, προετοιμασμένοι πνευματικά, να αξιωθούμε και να την αισθανθούμε εσωτερικά, στην βαθύτερη καρδία μας και στη ψυχή μας, αυτή την εμπειρία της Ανάστασης του Χριστού. Ώστε, το αιώνιο, το άκτιστο και ανέσπερο φώς της Ανάστασής Του, που είναι πηγή της αιώνιας και αληθινής ζωής, να μας χαριτώνει (αγιάζει) και να φωτίζει τα βήματα της ζωής μας[50]. Διότι, ως γνωστόν, η ανάσταση της ψυχής είναι η ένωσή της με την ζωή, με τον Αναστάντα Χριστό[51].


Πρεσβύτερος
Γεώργιος Δημητρόπουλος
Υπ. Μa Θεολογίας του Πανεπιστημίου ΑθηνώνHYPERLINK "https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEie30iJ-0yj40L52_4T4WX-rIU0YtnZJb_JrxYG4nw1wYFmWerM24028-CgNmcLwqUpSnP6_n6hk9OTQZiF8ty2Lxgx_NV9_2vzlKxG6AkUuDDDtNaub3e_zC2U2yjJ0LYb2k-ynHp00T8S/s1600/%CE%BD%CF%85%CE%BC%CF%86%CE%AF%CE%BF%CF%82.jpg"


[1] Επιφάνιου Κύπρου, λόγος είς την αγίαν του Χριστού ανάστασιν, PG 43, 465-477.
[2] Βλ. Α’ Κορ. 15, 54-55.
[3] Πρβλ. Α’ Πέτρ. 3, 19.
[4] Από τον Αναστάσιμο Κανόνα (Ιωάννη Δαμασκηνού).
[5]  π. Γεώργιου Δορμπαράκη, Του Πάθους και της Ανάστασης, εκδ. Αρχονταρίκι, Αθήνα 2014, σελ. 203-208.
[6] Ιωάν. 19, 30. Λίγο πριν εκπνεύσει ο Χριστός, αναφώνησε τον φοβερό και ασύλληπτο έκτο λόγο του: «Τετέλεσται». Αν οι κτιστές φράσεις των κοινών θνητών έχουν πολλές φορές μία τόσο πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη πολυσημία, μπορούμε κάπως να φανταστούμε την αντίστοιχη απειρότητα μιας φράσης που εκπέμπεται από τον Θεάνθρωπο Βασιλέα του παντός. Ήρεμος μέσα στην εκούσια αδυναμία του, ειρηνικός μέσα στον πόνο του, νικητής μέσα στη φαινομενική του ήττα, εκστομίζει με τη θεϊκή αυθεντία και την τετελειωμένη ανθρώπινη διάσταση της μυστηριακής του υπάρξεως το απλό μεν εκ πρώτης, ακατάληπτο δε στο απύθμενο βάθος του ρήμα τούτο. Το τέλος είναι μια βαθιά απαίτηση της ακόρεστης επιθυμητικής φύσης των λογικών όντων. Το αναζητούσε, το ποθούσε, το ονειρευόταν ο Αριστοτέλης, μίλησε για αυτό, το ανέλυσε, το κατοχύρωσε φιλοσοφικά. Η απάντηση ήρθε μετά από πολλά χρόνια και από μέρος που ο τεράστιος αυτός ελληνικός φιλόσοφος νους  ποτέ δεν θα περίμενε: από τη μωρία του σταυρού (Α’ Κορ. 1, 18). Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος του κόσμου (Αποκ. 21, 6), η αιτία και ο σκοπός του, η αφετηρία, η βάση και ο προορισμός παντός τού κτιστού είναι, η ζωή η αληθινή και αιώνια, η πηγή της όντως ζωής και ο χορηγός παντός αγαθού, τελειώνει, τελειοί, τελειοποιεί το σχέδιο της προαιώνιας και υπεράρρητης θείας οικονομίας για τη σωτηρία της κτίσης εν Τριάδι. Ο Κύριος είναι, άλλωστε, η σωτηριώδης ανακεφαλαίωση των πάντων (Εφεσ. 1, 10). Ο Κύριος της ζωής και του θανάτου με την άκτιστη αυθεντία και ελευθερία του, μέσα στην παντοδύναμη κυριότητά του και στην πάντα νουν υπερέχουσαν αδιάπτωτη και υπέρνοη ειρήνη του, δια των λογίων εκείνων εννοούσε και εξέφρασε άλλα: «ολοκλήρωσα και τελειοποίησα τον Αδάμ – Άνθρωπο και δι’ αυτού τη σύνολη δημιουργία μου. Το προαιώνιο σχέδιο της αγάπης μου για τη σωτηρία σας ολοκληρώθηκε σε κάθε πτυχή του, εν προκειμένω και τη χρονική. Δεν υπάρχει κάτι άλλο που έχω να σας δώσω. Σας έδωσα τον ίδιο μου τον εαυτό, έγινα ένας από σας, σήκωσα τις αμαρτίες σας, σας έδωσα την ίδια μου τη ζωή, τα πάντα. Έχουν τελεστεί εδώ και τώρα τα πάντα επάνω στο Σταυρό, ώστε να δυνηθώ και ως άνθρωπος, για σας τα αδέρφια μου, να σας στείλω τον άλλο Παράκλητο, να σας τελειώσει Εκείνος. Έχει ολοκληρωθεί το έργο της ενανθρώπησης, ώστε να ανεβάσω τη φύση σας δίπλα στη Θεότητα. Έφτασα στο τέλος του σχεδίου της Σάρκωσής μου, ώστε να μπορείτε να τρώτε την Σάρκα μου και να πίνετε το Αίμα μου, για να γίνετε θεοί σαν και μένα και να ευφραίνεσθε αιωνίως μαζί μου στην ερχόμενη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Είναι ίσως το μοναδικό «Τετέλεσται» στην ιστορία, που σηματοδοτεί την αρχή της όντως ζωής, της εν Χριστώ καινής κτίσης, της μέλλουσας εν Πνεύματι μακαριότητας. Μια φράση που παραπέμπει σ’ αυτήν την άρρητη και μυστηριακή Εσχατολογία που ζούμε μονάχα μέσα στην Εκκλησία Του, από δω και τώρα ζώντας και προγευόμενοι την ερχόμενη Βασιλεία τού εν Τριάδι Θεού. Ίσως με τη φράση τούτη ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Πατρός, επισφράγισε επίσημα και αμετάκλητα, κάτι σαν βασιλική διακήρυξη προς όλο το απέραντο σύμπαν, που ο ίδιος κάποτε θεμελίωσε, ένα κάποτε χαμένο στα βάθη των αιώνων, με φωνή όχι τόσο ανθρώπινη, όσο άκτιστη, αΐδια, αδιάψευστη, τελεστική, την ανατολή της νέας αυτής εποχής Του, της αιώνιας, της ατελεύτητης, της τελειωτικής. Βλ. Κ. Νούση, Τετέλεσται, άρθρο στο διαδίκτυο, Pemptousia.gr, 18/04/2014.
[7] John Stott, O Σταυρός του Χριστού, εκδ. «ο Λόγος», p. 84.
[8] Πρβλ. Β’ Κορ. 8, 9. Θεοκλήτου Μητρ. Ιερισσού, Ερχόμενος ο Κύριος, Ομιλία στην Μ. Εβδομάδα, στην Ι. Μητρόπολη Ιερισσού.
[9] Νικολάου Μητρ. Μεσογαίας, Πρέπει να ζήσουμε πραγματικά το Πάσχα, http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/. 17/04/2015.
[10] Βλ. Εγκώμια, Στάση Δεύτερη, Μέγα Σάββατο πρωί στο Τριώδιο.
[11] Αρχιμ. Παύλου Παπαδόπουλου, Τι είναι πιο παράδοξο, ο θάνατος ή η ανάσταση του Χριστού;, http://imverias.blogspot.gr/. 19/04/2017.
[12] Βλ. άρθρο στο Διαδίκτυο https://www.inewsgr.com/135/O-spoudaioteros-anthropos-.htm. 2/05/2013.
[13] π. Γεώργιου Δορμπαράκη, όπ. παρ., σελ. 208.
[14] Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Προς Εφεσίους Επιστολή Απ. Παύλου, εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσ/κη, σελ. 64-66.
[15] Ιουστίνου Πόποβιτς, Εγώ είμαι η Ανάσταση και η Ζωή, http://www.pemptousia.gr/. 08/04/2018.
[16] Ματθ. 26, 38.
[17] Ιωάν. 12, 31.
[18] Α’ Κορ. 7, 31.
[19] Εβραϊκά: פסחא = Πεσάχ.
[20] Πρβλ. Έξ. 12, 37 κ.εξ. Έξ. 14, 1-30.
[21] Πρωτοπρ. Αλέξανδρου Σμέμαν, Η Μεγάλη Εβδομάδα, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1990.
[22] Τροπάριο της Κυριακής του Πάσχα, ήχος πλ. α’, στο Πεντηκοστάριο.
[23] Εφεσ. 1, 20-22.
[24] Βλ. Ευχή της Ά Ώρας, Ακολουθία των Ωρών στο Ωρολόγιο.
[25] Βλ. Ακολουθία Κυριακής του Πάσχα στο Πεντηκοστάριο.
[26] Στιχηρό Αναστάσιμο των Αποστίχων, ήχ. Β’, στην ακολουθία της Κυριακής του Πάσχα Εσπέρας.
[27] Στιχηρό Αναστάσιμο της Οκτωήχου, ήχ. Γ’, στον Μικρό Εσπερινό της Κυριακής του Γ’ Ήχου.
[28] Αναστασίου Αρχιεπ. Τιράνων, Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, εκδ. Μαΐστρος, Αθήνα 32007, σελ. 53-56.
[29] Συμεών Ν. Θεολόγου, Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, εκδ. Ι. Μ. Οσίου Συμεών Ν. Θεολόγου, Κάλαμος Αττικής 32007, σελ. 15-21. Βλ. επίσης, π. Αλέξανδρου Σμέμαν, Η Μεγάλη Εβδομάδα (Από τον Σταυρό στην Ανάσταση), Αθήνα 1990.
[30] Βλ. Ιωάν. 14, 1-14. Ιωάν. 15, 1-27. Ιωάν. 16, 1-33.
[31] Πρβλ. πλατυσμό ψυχής. Ο R. Assiagoli διακρίνει τον εαυτό από το όλο πρόσωπο· διαιρεί δε τον εαυτό σε «μικρό» και «μεγάλο» ή «υψηλό» (πνευματικό). Ο «μικρός εαυτός» είναι απλά αυτός που έχει επίγνωση της διαφορετικότητάς του ως ατόμου με το αίσθημα της μόνωσης και του αποχωρισμού. Ο «μέγας» ή πνευματικός εαυτός, ή ακόμα και το υψηλότερο κέντρο στον άνθρωπο (δηλ. πνεύμα ή νούς), διαθέτει ένα αίσθημα ελευθερίας, ευρύτητας, άνεσης, μεγαλοκαρδίας, «αρχοντιάς» (βλ. άγιο Παΐσιο Αγιορείτη), ψυχικής ηρεμίας (γαλήνης, Ψαλμ. 117, 5), μακαριότητας (Ψαλμ. 118, 45. Σ. Σειρ. 47, 12), πλατυσμού, διεπικοινωνίας με άλλους εαυτούς, αλλά και την όλη πραγματικότητα. Ένας εαυτός, που σαν την πνευματική μήτρα του απ. Παύλου, συν-χωρεί όλη την οικουμένη: «πάντας ένδον έχομεν· και ουδέ τούτο απλώς, αλλά μετ’ ευρυχωρίας πολλής». Στην αγία Γραφή γίνεται λόγος για – με την βοήθεια του Θεού – πλάτυνση (επέκταση) των ορίων (Έξ. 34, 24) ή αυθυπέρβαση και πνευματική αύξηση μέσω της αγάπης (Β’ Κορ. 6, 13) και όλων των αρετών (Ωριγένης). Ομοίως, στην Ορθόδοξη ανατολική Υμνογραφία, ο νούς ή η καρδία (ή/και η διάνοια ή όλη ψυχή) των Αγίων, των Μαρτύρων και των Οσίων αναφέρεται ότι με την Θεία Χάρη «πλατύνονται», «καταπλατύνονται», «εμπλατύνονται» ή «προσπλατύνονται» όσον αφορά στην «θεωρία» (Θεού, φωτισμός, αγιασμός και Θεία θέα). Αρχέτυπο, βέβαια, Πλατυτέρας παραμένει αιώνια η «γαστήρ» της Υπεραγίας Θεοτόκου. (Από προσωπικό/ιδιωτικό υλικό του καθηγητή μου Σπύρου Τσιτσίγκου, στις σπουδές μου στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, στο μάθημα «Γνωσιακή Ψυχολογία της Θρησκείας»).  Βλ. Ιω. Χρυσόστομου, Ομιλία ΙΓ’, προς Κορ. Επ., PG 61, 624: «Η καρδία ημών πεπλάτυνται. Καθάπερ γαρ το θερμαίνον ευρύνειν είωθεν· ούτω και της αγάπης έργον το πλατύνειν εστί. Αύτη και το στόμα ανεπέτασε Παύλου, και την καρδίαν επλάτυνεν. Ουδέ γαρ τω στόματι μόνον φιλώ, φησίν, αλλά και την καρδίαν συνάδουσαν έχω… Ουδέν γαρ της  Παύλου καρδίας πλατύτερον, ή τους πιστούς άπαντας, καθάπερ αν τις ερώμενον, ούτω σφοδρώς ηγάπα,… Και τι θαυμαστόν επί πιστών, όπου γε και επί των απίστων την οικουμένην πάσαν εδέχετο η καρδία Παύλου; Διά τούτο ούκ είπε, φιλώ υμάς, αλλ’ εμφαντικώτερον, Το στόμα ημών ανέωγεν, η καρδία ημών πεπλάτυνται· πάντας ένδον έχομεν· και ουδέ τούτο απλώς, αλλά μετ’ ευρυχωρίας πολλής» (βλ. Β’ Κορ. 6, 11).
[32] Lev Gillet, Πασχαλινή κατάνυξη, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2009, σελ. 111-112.
[33] «Είναι η καρδιά (ψυχή) που αισθάνεται τον Θεό και όχι η λογική», υποστήριζε ο φιλόσοφος B. Pascal (†1662).
[34] Dieu des philosophes et des savants. (Θεός των φιλοσόφων και των μελετητών).
[35] Kαι ο Xάιντεγγερ δικαίωνε τον Nίτσε για το κήρυγμα «θανάτου του Θεού», ο οποίος ήταν απλώς ένα είδωλο της διάνοιας – «στον Θεό της νοησιαρχίας ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσευχηθεί, ούτε να τον λατρέψει».
[36] Πρβλ. άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη, ο οποίος βίωνε την αγάπη του Χριστού: «Ο Χριστός είναι έρωτας αναφαίρετος, είναι η αγάπη μας, είναι τα πάντα μας…» (Βίος και Λόγοι, εκδ. Ι. Μ. Χρυσοπηγής, Χανιά 2015).
[37] Χρ. Γιανναρά, «Το Πάσχα ως μοναδικότητα σχέσης με τον Θεό», Καθημερινή, Κυριακή του Πάσχα 19/04/2014.  
[38] Ματθ. 28, 8-9.
[39] Ιωάν. 20, 19.
[40] Ματθ. 28, 8.
[41] Ματθ. 28, 7.
[42] Ματθ. 28, 5.
[43] Α’ Ιωάν. 1, 18.
[44] π. Γεώργιου Μεταλληνού, «Χαίρεται-Χριστός Ανέστη!», Περιοδικό «ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ», τ. 118, Απρ. 2012.
[45] Ιωάν. 11, 25.
[46] Βλ. Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, εκδ. Μαΐστρος, Αθήνα 32007.
[47] Χρήστου Χ. Καναρόπουλου, Πάσχα: από τον πόνο των παθών στην ανάσταση των ψυχών, Romfea.gr. 04/04/2017.
[48] Ευφροσύνη, μακαριότητα, είναι η Βασιλεία του Θεού, ο Παράδεισος, ο ίδιος ο Θεός. Τονίζει χαρακτηριστικά ο Γέροντας Κλεόπας, περί του Παραδείσου, ότι πρέπει να σκεφθούμε κάτι άξιο της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο, κάποια απόλαυση που ταιριάζει μόνο στους αγίους. Είχαν θεοπτία ο Αδάμ και η Εύα μέσα στο Παράδεισο. Άκουσε αυτό που λέει: «Κατατρύφησον τω Κυρίω και δώσει σοι τα αιτήματα της καρδίας σου» (Ψαλμ. 36, 4). «Ποταμός ευφροσύνης» ονομάζεται αυτός που τρέφει και αναπτύσσει την ωραιότητα των φυτευμένων λογισμών. «Ποταμός εκπορεύεται εξ Εδέμ και ποτίζει τον παράδεισο» (Γέν. 2, 10). Ο Σωτήρας μας Χριστός υπόσχεται, στον συσταυρωθέντα με Αυτόν μετανοήσαντα ληστή, τον παράδεισο (Λουκ. 23, 43). Ο απ. Παύλος γνωρίζουμε ότι ανέβηκε μέχρι τρίτου ουρανού, πήγε στον παράδεισο και άκουσε άρρητα ρήματα. Στον παράδεισο η χαρά και η ευφροσύνη είναι πάντοτε, αιωνίως. Να τι λέγει ο ψαλμωδός: «Ευφρανθείησαν πάντες οι ελπίζοντες επί σε· εις αιώνα αγαλλιάσονται» (Ψαλμ. 5, 12). Οι άγιοι πατέρες της Εκκλησίας λέγουν ότι ο παράδεισος είναι διπλός, αισθητός και νοητός, και ορατός και αόρατος. Όπως και ο άνθρωπος έχει ένα μέρος ορατό κι ένα αόρατο, δηλαδή σώμα και ψυχή. Από την διδασκαλία του αποστόλου Παύλου, μαθαίνουμε ότι: Τα σώματα των δικαίων μετά από την κοινήν ανάσταση, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, θα στολισθούν – στην Βασιλεία του Θεού – από τον Πανάγαθο, με τέσσερα χαρίσματα. Την αφθαρσία, την δύναμη, την πνευματικότητα και την δόξα (Α’ Κορ. 15, 42-44). Στον παράδεισο έχουν ανεκλάλητη δόξα και χαρά αυτοί που αξιώθηκαν και θ' αξιωθούν αυτής της ζωής με την χάρη του Θεού. Βλ. Μανώλη Μεληνού, ΑΘΩΝΙΤΑΙ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ, Ροή χαρισμάτων Σέρβων και Ρουμάνων Αγιορειτών Πατέρων, εκδ. 19/10/2004.
[49] Βλ. Έξ. 3, 1-6.
[50] Βλ. Συμεών Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης, Προς τους αδελφούς μου, εκδ. Εν πλώ, Αθήνα 2012, σελ. 174-194.
[51] Πρβλ. Μάξιμου Ομολογητού, Εκατοντάς (περί Θεολογίας) 1, 66, Φιλοκαλία τόμ. 2, σελ. 61-62. Γρηγορίου Παλαμά, Κεφάλαια κλπ 67, Φιλοκαλία, τόμ. 4, σελ. 158.