Παρασκευή 1 Απριλίου 2022

Κατάπαυση του (πνευματικού) πολέμου

 


Με αφορμή τα σύγχρονα γεγονότα, τώρα που διάγουμε την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, σκέφτηκα να αντιπαραβάλλω τον πόλεμο στην Ουκρανία με τον πνευματικό (νοερό) πόλεμο που διεξάγεται μέσα (ψυχή) μας, στο νού του ανθρώπου μέσω των εφάμαρτων λογισμών. Εξάλλου, ο ιερός Χρυσόστομος μνημονεύει τρία είδη πολέμου (υλικού, κοινωνικού και ψυχικού), όπως αντίστοιχα τρία είδη ειρήνης (στρατιωτικής, κοινωνικής και ψυχικής)[i].

Κατά αρχάς, προσευχόμαστε με θέρμη ψυχής να σταματήσει άμεσα αυτός ο δεινός πόλεμος στην Ουκρανία και, κάθε πόλεμος επάνω στη γή, διότι ένας πόλεμος μόνο καταστροφή επιφέρει στον άνθρωπο και γενικά στην κοινωνία και το περιβάλλον. Διότι, ως γνωστό, οι συνέπειες ενός πολέμου σε όλα τα επίπεδα (ψυχολογικό, κοινωνικοπολιτικό, οικονομικό κ.ά), δύσκολα και μακροπρόθεσμα επουλώνονται. Όπως θα έλεγε ο ποιητής: «Ἄγγελος ἄφθογγος πόλεμον πολύδακρυν ἐγείρει»[ii].

Επιπλέον, από ψυχολογικής επόψεως, υφέρπει το γεγονός με τις συνεχιζόμενες εχθροπραξίες να τείνει η ανθρωπότητα να «συνηθίσει» αυτήν την φοβερή κατάσταση, που έχει συγκλονίσει όλο τον πλανήτη, αφού μέσω των ψυχολογικών μηχανισμών άμυνας από το σοκ που υπέστη, επιστρατεύει την «άρνηση», προκειμένου να αντιμετωπίσει τα αρνητικά συναισθήματα, προσπαθώντας να διατηρήσει την αισιοδοξία της, που θα την ωφελήσει να ξεπεράσει τις οδυνηρές αντιξοότητες.

Σε αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά μας για πάνω από ένα μήνα, με τις σκηνές του φρικτού πολέμου, αναρωτιόμαστε πως είναι τραγικό και αναμφισβήτητα παράλογο αυτό που συμβαίνει στους αδελφούς μας, αφού ως Χριστιανοί πονάμε για οποιοδήποτε άνθρωπο, που υποφέρει και πάσχει[iii]. Φυσικά, με θεολογικούς όρους, η αμαρτία (κακία) εντάσσεται στο πλαίσιο του παρά-λογου. Ενώ αντίθετα η μετάνοια είναι η αποξένωση από την αμαρτία και την πνευματική ζόφωση (σκοτισμός νοός)[iv].

Οι άγιοι Πατέρες μίλησαν για τον νοητό πόλεμο της ψυχής και τα στάδια που διέρχεται. Το πρώτο στάδιο είναι η προσβολή του λογισμού στο νου, κατόπιν ο συνδυασμός, μετά η συγκατάθεση, ύστερα η αιχμαλωσία και τέλος το πάθος. Η προσβολή είναι έ­νας απλός λογισμός, η παρουσία μιας εντύπωσης που εισέρχεται στην καρδιά και εκδηλώνεται στο νου. Η προσβολή εί­ναι μία ενθύμηση και γενικά οποιαδήποτε σκέψη, που γίνεται στον ανθρώπινο νου από τον διάβολο. Αυτό το είδος πολέμου δεν συνιστά αμαρτία για τον άνθρωπο, διότι είναι μία νοερά προσβολή του εχθρού της σωτηρίας μας και δεν προέρχεται από εμάς. Ειρήσθω εν παρόδω, με αυτό τον τρόπο προσέβαλε ο διάβολος τους πρωτοπλάστους και τους εξεδίωξε από τον παράδεισο. Ο συνδυασμός είναι η εμπαθής ή απαθής συνομιλία με τον λογισμό, που εμφανίζεται όπως την δέχεται ο νους από τον νοητό εχθρό, δηλαδή η εκούσια απασχόληση με αυτόν. Αυτή η εκδήλωση του λογισμού δεν είναι τελείως αναμάρτητη, γι’ αυτό είναι αξιέπαινος αυτός που θα διορθώσει τον κακό λογι­σμό με την βοήθεια του Θεού.

Η συγκατάθεση, είναι η κάμψη της ψυχής, λόγω ηδονής, στον εμφανισθέντα λογισμό (μορφή), που σχηματίσθηκε στο νου. Αυτό συμβαίνει εάν δεχθούμε την φαντασία ή την πονηρή ενθύμηση του εχθρού και υποχωρήσουμε στις προτροπές του. Αυτό, συνήθως, συμβαίνει σ’ αυτούς που δεν ασκούνται στην πνευματική εργασία. Συνεπώς, εάν ο άνθρωπος δεν αγωνίζεται στην άσκηση της εργασίας των αρετών και ζει με ακηδία, ενώ έλαβε πλήρως από τον Θεό την βοήθεια για την αποδίωξη των κακών λογισμών, δεν είναι απαλλαγμένος της αμαρτίας, λόγω της αδιαφορίας του στην απόκρουση των κακών (πονηρών) λογισμών. Επομένως, όντας αδύναμος πνευματικά ο άνθρωπος σε αυτή την κατάσταση, να τρέχει κράζοντας προς τον Κύριο με ταπείνωση (εξουθένωση) να τον βοηθήσει: «Εξομολογείσθε τω Κυρίω και επικαλείσθε το όνομα το άγιον αυτού»[v]. Και ο Θεός κατά το μέγα του έλεός θα τον συγχωρήσει γι’ αυτή την αδυναμία του. Η αιχμαλωσία είναι η υποχώρηση στο πάθος. Ο άνθρωπος δέχεται με την θέλησή του τις πονηρές προτροπές του νοητού εχθρού και συγκαταβαίνει σ’ αυτές, αφού νικήθηκε πλέον, δεν αντιδρά στην αμαρτία και επιθυμεί να την πράξει ακόμη και όταν δεν είναι ο κατάλληλος καιρός ή ο τόπος. Αυτή η εκούσια προσχώρηση στο κακό είναι πολύ εφάμαρτη αιχμαλωσία.

Ενώ το πάθος, λένε τέλος οι Πατέρες, είναι αυτό το οποίο πολυχρόνια φωλιάζει στην ψυχή και την ταράζει πάντοτε με τους εμπαθείς λογισμούς, που σπείρει ο νοη­τός εχθρός. Έτσι, από την συχνή και αλλεπάλληλη υποχώρηση στο κακό, γιγαντώνεται και γίνεται συνήθεια η αμαρτία, που ενισχύεται ακόμη από την φαντασία και επανάληψη του κακού. Αυτό συμβαίνει, διότι ο διάβολος παρουσιάζει ενώπιον του ανθρώπου κάθε είδους εμπαθή έργα και του ανάβει την φλόγα να τα απολαύσει. Περισσότερο όμως οφείλεται αυτό, όταν ο ίδιος ο άνθρωπος συνομιλεί με τον λογισμό του και από απροσεξία συγκατατίθεται σ’ αυτόν ή με την θέλησή του σκέπτεται το πα­ράνομο έργο, αφού πλέον δεν έχει τον φόβο των αιωνίων βασάνων και αδιαφορεί για την μετάνοια· δηλαδή δεν του φαίνεται κακό και δεν προσεύχεται για να λυτρωθεί από το πάθος. Άρα, αυτοί που κυριεύθηκαν από πάθη, πρέπει να τα καταπολεμήσουν κατόπιν με πολλή άσκηση[vi]. Φυσικά, όλη η ψυχοσωματική ύπαρξη επηρεάζεται από τα βέλη της αμαρτίας[vii]. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη και η (πνευματική) νηστεία[viii], αφού δεν μολύνεται ο βιολογικός μας οργανισμός μόνο από τα μικρόβια ή τα ρυπογόνα απόβλητα[ix], αλλά και από τα ηθικά, ψυχικά, νοητικά, υπεραισθητά και πνευματικά αμαρτήματα[x].

Εξάλλου, η Εκκλησία του Χριστού διαχρονικώς διδάσκει σε παρόμοιες περιστάσεις, αυτό που λέει ο Μέγας Αθανάσιος: «(Δεῦτε καὶ ἴδετε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, ἃ ἔθετο τέρατα ἐπὶ τῆς γῆς. Ανταναιρών πολέμους μέχρι των περάτων της γης[xi]). Τὴν γενομένην διὰ τοῦ κηρύγματος εἰρήνην κατασημαίνει, διὰ τοῦ πάντα πόλεμον λέγειν πεπαῦσθαι ἀπὸ τῆς γῆς»[xii]. Άλλωστε, ο λόγος του Θεού είναι φώς, που φωτίζει τα μάτια της ψυχής[xiii]. Ο άνθρωπος με την Χάρη του Χριστού – ιδιαιτέρως αυτή την ευλογημένη περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής με τον έντονο πνευματικό αγώνα –, καταπαύει τον κάθε είδους πόλεμο, τόσο τον ψυχοπνευματικό (εσωτερικό) πόλεμο στη καρδιά του, όσο και τον σωματικό (εξωτερικό) με τους συνανθρώπους του και το περιβάλλον. Κι έτσι, «εὰν γὰρ ἀκούσῃ φωνὴν Κυρίου ψυχὴ λογικὴ, σαλεύεται μεταβαίνουσα ἀπὸ κακίας εἰς ἀρετὴν, καὶ ἀπὸ ἀγνωσίας εἰς ἐπίγνωσιν Θεοῦ»[xiv].

Προκειμένου όμως να έρθουμε σε επίγνωση Θεού, όπως λέει χαρακτηριστικά ο άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, «δεν φτάνει μόνο να βγαίνει η προσευχή από τα χείλη μας, αλλά έχει πολύ μεγάλη σημασία να αγαπάμε Εκείνον που επικαλούμαστε. Γι’ αυτό, όταν επικαλούμαστε το όνομα του Κυρίου, πρέπει να έχουμε επίγνωση όχι μόνο της παρουσίας του ζώντος Θεού, αλλά και της αληθινής σοφίας Του. Τώρα, όταν ακούμε να κατηγορούν τον Θεό για όλους τους πολέμους, τις αδικίες και τα προβλήματα στον κόσμο…, ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει: αντί να σταυρώνει ο άνθρωπος τον εαυτό του, μαζί με όλες τις αμαρτίες του, ξανασταυρώνει τον Χριστό. Και όμως, χάρη στον πολυεύσπλαχνο Κύριο ο άνθρωπος μπορεί να ελευθερωθεί από το αίσθημα ενοχής, που του δημιουργούν οι αμαρτίες του. Εδώ έγκειται η τραγωδία της εποχής μας: από τη μια μεριά η ανθρωπότητα καταλογίζει ευθύνες στο Θεό για τα κακά που μαστίζουν τον κόσμο και από την άλλη, ο χριστιανός ξεκινά να γνωρίσει τον Θεό, θέλοντας να βγάλει ο ίδιος απόφαση για το αν τελικά το φταίξιμο ανήκει σ’ Εκείνον ή στην καρδιά των ανθρώπων»[xv].

Βέβαια, αυτά ενεργούνται από το Άγιο Πνεύμα, που οδηγεί στο φωτισμό του νού, κατά τον απόστολο Παύλο: «Ο Θεός δώη υμίν πνεύμα σοφίας και αποκαλύψεως, εν επιγνώσει αυτού, πεφωτισμένους τους οφθαλμούς της καρδίας υμών εις το ειδέναι υμάς τις εστίν η ελπίς της κλήσεως αυτού, τις ο πλούτος της δόξης της κληρονομίας αυτού εν τοις αγίοις»[xvi]. Αυτός είναι, λοιπόν, ο απώτερος σκοπός της πνευματικής μας άσκησης με την συνεργία της θείας Χάριτος, να «μεταμορφωθεί» η πνευματική μας ζωή, να μεταβούμε μέσω της μετάνοιας από την αμαρτία (κακία) στην αγιότητα (αρετή), από τον (εσωτερικό της ψυχής) πόλεμο στην ειρήνη, και από την αγνωσία (πνευματικό σκότος) στην επίγνωση Θεού[xvii].

 

π. Γεώργιος Β. Δημητρόπουλος

Υπ. ΜΑ Θεολογίας

 

 



[i] Ιωάννη Χρυσόστομου, Είς Α’ Τιμόθεον 7, 1, PG 62, 533. Βλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, «Ο “εμφύλιος” πόλεμος της ψυχής κατά τον Ι. Χρυσόστομο», Περιοδικό Γρηγόριος ο Παλαμάς 802, (2004), σελ. 199-221.

[ii] Theognis, Elegiae, Leipzig 1971, p. 549.

[iii] Βλ. Α' Κορ. 12, 26.

[iv] Βλ. «Τοις εν σκότει αμαρτημάτων», Δοξαστικό των Αίνων, Β’ Κυριακής των Νηστειών.

[v] Ψαλμ. 84, 1.

[vi] Οσίου Νείλου Σόρσκυ, Περί νοεράς εργασίας, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», σ. 29-33.

[vii] Βλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Ο “εμφύλιος” πόλεμος της ψυχής κατά τον Ι. Χρυσόστομο, όπ. παρ.

[viii] Βλ. «αληθής νηστεία η των κακών αλοτρίωσις». Ιδιόμελο Αποστίχων Δευτέρας της Α’ Εβδομάδας των Νηστειών. Μ. Βασίλειος: «Νηστεία αληθής η των κακών απολύτρωσις».

[ix] Ματθ. 15, 11.

[x] Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Στοιχεία Γνωσιακής Ψυχολογίας της Θρησκείας, Αθήνα 2018, σ. 226.

[xi] Ψαλμ. 45, 9-10.

[xii] Αθανασίου Αλεξανδρείας, Στους Ψαλμούς, PG 27, 216.

[xiii] Ψαλμ. 18, 9.

[xiv] Αθανασίου Αλεξανδρείας, όπ. παρ.

[xv] Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, «Η δύναμη της καρδιακής προσευχής», http://www.diakonima.gr, 25/09/2014.

[xvi] Εφεσ. 1, 17-18.

[xvii] Βλ. Κολοσ. 3, 10. Εφεσ. 4, 12-15. Α' Τιμ. 2, 4. Α' Κορ. 13, 8-12.