Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Χρόνος: Το προοίμιο της αιωνιότητος


Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος

3 Ιανουαρίου 2021, https://www.pemptousia.gr/

Εισήλθαμε ήδη με τη χάρη του Τριαδικού Θεού στο νέο έτος. Μαζί με τις ελπίδες και τις προσδοκίες μας για τη νέα χρονιά, γεμίζει αυτές τις ημέρες την ψυχή μας εύλογος προβληματισμός για την έννοια της ροής του χρόνου. Κι’ αυτό διότι ο χρόνος μαζί με τον «δίδυμο αδελφό του τον χώρο», κατά το αείμνηστο νεοφανή άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς, αποτελούν τους δύο βαρείς ζυγούς του ανθρώπου σε όλη την επί γης ζωή του, οι οποίοι του περιορίζουν τον διακαή του πόθο για την απολυτότητα.

Η έννοια του χρόνου είναι μια παμπάλαια μυστηριώδης υπόθεση για τον άνθρωπο. Κανένα άλλο ον δεν έχει την αίσθηση της ροής του χρόνου, πολλώ δε μάλλον δεν έχει την ικανότητα της μέτρησής του, εκτός από τον άνθρωπο, ο οποίος μόνος αυτός προικίσθηκε από το Θεό Δημιουργό με λογική, χάρις στην οποία υπερβαίνει την ενστικτώδη κατάσταση, κοινή σε όλα τα έμβια πλάσματα, και ανάγεται έτσι στη σφαίρα του φιλοσοφικού στοχασμού.

Αυτός, από πολύ παλιά, με βάση την αέναη κινητικότητα και τις μεταβολές του φυσικού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο ζούσε, συνέλαβε την έννοια της χρονικής ροής. Ο χώρος και η κίνηση των υλικών υπάρξεων τον προβλημάτιζαν και γέμιζαν την ψυχή του από θαυμασμό και πολλά ερωτηματικά. Το σπουδαιότερο φαινόμενο, που τον συνέπαιρνε ήταν η εναλλαγή του ημερονυκτίου, το οποίο έγινε η πρωταρχική μέτρηση του χρόνου. Το διάστημα της ημέρας χρονομετρήθηκε επίσης με βάση την κίνηση του ηλίου. Ανάλογα με τη θέση του στο ουράνιο στερέωμα, καθοριζόταν και ο χρόνος της ημέρας. Το σύνολο των ημερονυκτίων και σε σχέση με τον ετήσιο ηλιακό κύκλο καθόρισε το χρονικό έτος.

Η σύλληψη και ο καθορισμός της έννοιας του χρόνου είναι λοιπόν στενά συνυφασμένη με τη θέση και την κίνηση του υλικού περιβάλλοντος κόσμου και έχει επίσης άμεση σχέση και με το ευμετάβλητο της υλικής δημιουργίας. Αυτό το είχε συλλάβει πρώτος ο μεγάλος αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Ηράκλειτος (580-490 π. Χ.), ο οποίος είχε συνοψίσει ολόκληρη την σκέψη του για το χρόνο στην παροιμιώδη φράση του «τα πάντα ρει». Ο κόσμος τάχθηκε από το Θεό Δημιουργό του να μην είναι στατικός, αλλά να βρίσκεται σε συνεχή μεταβολή και κίνηση, σε μια αδιάκοπη ροή, η οποία τον οδηγεί στο τελεολογικό του σκοπό.

Ο άνθρωπος είναι αναπόσπαστο μέρος της θείας δημιουργίας. Όπως εκείνη, έτσι και αυτός υπόκειται στην κοσμική ροή, την οποία ο ίδιος ονόμασε χρόνο. Για να μπορεί να εκφράσει καλύτερα αυτή την λεπτή έννοια την ενέταξε μέσα στις μυθολογικές του συμβολικές παραστάσεις. Στους Ινδούς ο χρόνος αναπαριστάται με τον αέναο κυκλικό κοσμικό χορό του καταστροφέα και δημιουργού ινδουιστικού «θεού» Σίβα. Στους αρχαίους Αιγυπτίους η «θεά» του νυκτερινού ουρανού Νουτ κάθε βράδυ κατάπινε τον ήλιο, των χώνευε και σιμά το πρωί ξέρναγε στην ανατολή, αυτή ήταν η αδιάκοπη διαδικασία του χρονικού κύκλου. Οι ινδιάνοι της φυλής Micmac της προκολομβιανής Αμερικής η έννοια του χρόνου είχε μαγικό χαρακτήρα, τον αντιλαμβάνονταν σαν ένα συνεχές παρόν.

Οι αρχαίοι Έλληνες αναπαριστούσαν τον αδυσώπητο χρόνο με τον Τιτάνα Κρόνο (=Χρόνο), ο οποίος έτρωγε τα παιδιά του, θέλοντας να δηλώσουν τον άτεγκτο νόμο της γέννησης και της φθοράς των όντων. Ο Πυθαγόρας θεωρούσε τον χρόνο ως σφαίρα η οποία περιβάλλει τα πάντα και τίποτε δε μπορούσε να μείνει έξω από τον άτεγκτο χρονικό νόμο. Ο Πλάτων επεκτείνοντας την ηράκλεια φιλοσοφία συνέδεσε την μεταβλητότητα του υλικού κόσμου με το χρόνο (Τίμ. 37D). Ο Αριστοτέλης θεώρησε την έννοια του χρόνου ως την κύρια όψη της αέναης κινήσεως των υλικών σωμάτων σε ολόκληρο το σύμπαν. Οι Στωικοί τέλος θεωρούσαν τον χρόνο ως ασώματο ον, ενδιάμεσο της κινήσεως του σύμπαντος (Διογ. Λαέρτ. Ζ΄1,141).

Οι Εβραίοι, έχοντας ως οδηγό την Παλαιά Διαθήκη, πίστευαν πως ο Θεός είναι ο δημιουργός των πάντων, ακόμα και του χρόνου. Αυτός οδηγεί τον κόσμο μέσω της χρονικότητας προς τον σκοπό για τον οποίο τον έπλασε. Ο χρόνος είναι ενταγμένος και αυτός σε αυτή την σκοπιμότητα. Τίποτε δεν υπάρχει έξω από τη θεία πρόνοια και τη θέληση. Χρόνος είναι η πορεία του κόσμου στην τελείωσή του.

Στον Χριστιανισμό ο χρόνος πήρε μια εντελώς διαφορετική θεώρηση. Ενέχει βαθύτατες θεολογικές, ανθρωπολογικές και ηθικές διαστάσεις. Ο χρόνος έχει αρχή και θα έχει τέλος. Αυτό εκφράζεται ξεκάθαρα από την πρώτη και την τελευταία φράση της Αγίας Γραφής. «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην» (Γεν.1,1) και «ναι έρχομαι ταχύ» (Αποκ. 22, 20). Ο πρώτος στίχος εκφράζει την γένεση του χρόνου και ο δεύτερος δηλώνει το τέλος του, μαζί με το τέλος της σημερινής μορφής του κόσμου. Αυτή είναι μια από τις θεμελιώδεις θέσεις της χριστιανικής διδασκαλίας, εκ διαμέτρου αντίθετη με τις διάφορες πανθεϊστικές πίστεις, οι οποίες δέχονται το αυθύπαρκτο και την αιωνιότητα του κόσμου. Ο λόγος του Θεού τονίζει κατηγορηματικά πως μετά τον τελικό θρίαμβο του Χριστού και τη δεύτερη και ένδοξη παρουσία Του, η νοητή ουράνια Ιερουσαλήμ «ου χρείαν (θα) έχει του ηλίου ουδέ της σελήνης ίνα φαίνωσιν αυτή΄ η γαρ δόξα του Θεού εφώτισεν αυτήν, και ο λύχνος αυτής το αρνίον … οι πυλώνες αυτής ου μη κλεισθώσιν ημέρας΄ νύξ γαρ ουκ έσται εκεί» (Αποκ. 21, 23-25). Είναι φανερό πως εφ’ όσον υπάρξει η αναδημιουργία της υλικής κτίσεως και η αφθαρτοποίησή της, θα πάψει να υπάρχει και μεταβολή και άρα θα πάψει να υπάρχει και ο χρονικός συσχετισμός.

Υπάρχει και μια άλλη σημαντική παράμετρος της θεωρήσεως του χρόνου. Αυτός είναι πλέον καθαγιασμένος αφότου ο Θεός Λόγος αποφάσισε να εισέλθει σε αυτόν, να γίνει άνθρωπος και να υποστεί τους χωροχρονικούς περιορισμούς των δημιουργημάτων Του (Ιωάν. 1, 14). Μετά την Ενανθρώπηση του Θεού ο χρόνος και ο χώρος, τα δύο αυτά βασικά ιδιώματα της υλικής κτίσεως, έλαβαν διαφορετικό ρόλο μέσα στην τελεολογική κοσμική προοπτική.

Πριν από τη σάρκωση του Θεού ο χωροχρόνος υπηρετούσε το κακό, το οποίο είχε εισέλθει ως μια αφύσικη κατάσταση στη δημιουργία του Θεού. Το διάβα των αιώνων της προχριστιανικής εποχής ήταν στην ουσία η διαιώνιση του κακού στον κόσμο. Μετά τον ερχομό του Χριστού στον κόσμο η έννοια του χρόνου εντάχθηκε στο έργο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Τώρα ο χρόνος υπηρετεί το θείο έργο της σωτηρίας του κόσμου. Υπηρετεί τη σωτηρία του ανθρώπου. Ο χρόνος δεν είναι απλά μια μηχανιστική πορεία προς το τέλος του κόσμου, αλλά η κάθε χρονική στιγμή είναι πολύτιμη για την σωτήρια ουρανοδρόμο πορεία του ανθρώπου προς το Θεό. Είναι ένας αδιάκοπος «καιρός ευπρόσδεκτος» και συνεχής «ημέρα σωτηρίας» κατά τον απόστολο Παύλο (Β΄ Κορ. 10, 11). Ο χρόνος της επίγειας ζωής μας πρέπει να είναι αξιοποιήσιμος στο έπακρο. Κάθε στιγμή χαμένη μπορεί να αποβεί μοιραία για την μελλοντική μας θέση στην αιωνιότητα. Ο μέγας απόστολος των εθνών σε άλλο λόγιό του μας προτρέπει: «νυν γαρ εγγύτερον η σωτηρία η ότε επιστεύσαμεν, η νυξ προέκοψεν η δε ημέρα ήγγικεν» (Ρωμ. 13, 11). Ο αιώνιος Θεός θα έλθει ξαφνικά «ως κλέπτης εν νυκτί» (Ματθ. 24, 43. Α΄ Θεσ. 5, 2. Αποκ. 3, 3) και αλλοίμονο σε όποιον βρεθεί να καθεύδει.

Έξω από αυτή τη θεώρηση η έννοια του χρόνου είναι χωρίς νόημα, ανώφελη για τον άνθρωπο και ίσως αρκετά ανιαρή. Αυτή η ανιαρότητα είναι δραματικά αποτυπωμένη στα διάφορα μηδενιστικά φιλοσοφικά συστήματα, τα οποία δοξάζουν ότι τα πάντα προήλθαν, τυχαία, από το μηδέν και καταλήγουν στο μηδέν. Για μας τους πιστούς ο επίγειος βίος μας, ως η προετοιμασία μας για την ατέρμονη αιωνιότητα, δίνει πραγματικό νόημα στη ζωή μας, ορμή και δύναμη να υπερβούμε όλα τα εμπόδια και να πραγματοποιήσουμε τον υψηλό σκοπό μας. Ο χρόνος είναι, πρέπει να είναι, ο προθάλαμος, το προοίμιο της αιωνιότητας.

Ο περιορισμένος χώρος της στήλης δε μας επιτρέπει να επεκτείνουμε τον φιλοσοφικό μας στοχασμό για την έννοια του χρόνου, η οποία είναι όντως ανεξάντλητη. Αρκούμαστε να υπενθυμίσουμε την προσωπική υποχρέωση κάθε νοήμονα ανθρώπου να αξιοποιεί θετικά κάθε χρονική στιγμή της επίγειας ζωής του, για την προσωπική και κοινωνική προκοπή. Η πρόοδος και ο πολιτισμός είναι κατακτήσεις και αποτελέσματα μόχθου και πολλής προσπάθειας, αξιοποίηση στο έπακρο της χρονικής ροής. Ως πρόσωπα, κοινωνία, έθνος και παγκόσμια κοινότητα, βιώνουμε τα τελευταία χρόνια μια άνευ προηγουμένου γενική κατάπτωση. Τα καθημερινά τραγικά συμβαίνοντα δεν μας τιμούν ως ανθρώπινα όντα, το αντίθετο: μας υποβιβάζουν στην κατηγορία των αγελαίων κτηνών, αφού η ζωή μας είναι μα διαρκής πάλη, όχι άμιλλας και συναγωνισμού στο καλό, αλλά ανταγωνισμού και εξοντώσεως. Η επιβίωσή μας στηρίζεται στην εκμετάλλευση και την καταστροφή των άλλων. Δεν κατορθώσαμε ακόμα να βρούμε τον τρόπο να ζούμε αρμονικά και να προχωράμε συμφιλιωμένοι και αγαπημένοι. Να ορίσουμε τα δικαιώματά τας με εφαπτόμενους μυριάδες κύκλους, όσοι και οι συνάνθρωποί μας. Να κάνουμε την ανθρώπινη κοινωνία, όντως ανθρώπινη!

Η νέα χρονιά ας είναι για όλους μας μια ακόμα πρόκληση και ευκαιρία να δώσουμε το δικό μας ευγενή αγώνα σε όλους τους τομείς της ζωής μας, ο οποίος θα μας καταξιώσει και θα μας αναδείξει εν τέλει θεοειδείς προσωπικότητες. 

Καλό και ευλογημένο νέο έτος!

 


Η απλότητα των Χριστουγέννων



Ο Χριστός γεννήθηκε με απλότητα! Και απλότητα, σημαίνει «άπλωμα» υπαρξιακό και προσωπικό. Να κινείσαι δηλαδή με άνεση. Και με άνεση κινούμαστε στην Εκκλησία. Ο Πλάτων έλεγε ότι: «Η ωραιότητα του ύφους, η αρμονία, η χάρη και ο ρυθμός απορρέουν από την απλότητα». Ουσιαστικά, η απλότητα είναι μία ψυχική κατάσταση, μια συμπεριφορά που αναπτύσσεται μέσα από την συνήθειά μας να απλοποιούμε τα πράγματα. Εν τέλει, απλός είναι ο άνθρωπος, που δεν υποκρίνεται κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι στην πραγματικότητα, και ο οποίος δεν αλλοιώνει τον εαυτό του[1]. Αυτή την απλότητα είχαν και οι ποιμένες, που φυλούσαν νύκτα τα ποίμνια τους, γι’ αυτό τους εμφανίσθηκε Άγγελος Κυρίου και τους ευαγγελίστηκε την Γέννηση του Χριστού[2].

Χριστούγεννα είναι η Εκκλησία, κατά τους αγίους Πατέρες, εφόσον ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και την θέωσε. Επομένως, η Παναγία δεν γέννησε απλώς έναν άνθρωπο, αλλά τον Θεάνθρωπο Χριστό, το αΐδιο δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τον Λόγο του Θεού. Γέννησε Θεό ενανθρωπήσαντα η Παναγία. Έτσι, ο Χριστός έγινε ένα μ’ εμάς, χωρίς όμως την αμαρτία. «Ο Λόγος του Θεού καθίσταται υιός ανθρώπου, χωρίς βέβαια να αλλάζει τίποτε ως προς την θεότητά Του, μένοντας όμως ακηλίδωτος ως προς την ανθρώπινη ιδιότητά Του»[3], θα πεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. «Πρόκειται περί Θεού και σαρκός, που εμίχθηκαν διά νού ασυγχύτως προς συγκρότηση μιας θεανδρικής υποστάσεως… Εγεννήθηκε απαθώς, όπως συνελήφθηκε απαθώς… Και γέννησε (η Παναγία) σαρκικώς τον προαιώνιο Λόγο, του οποίου όχι μόνο η θεότης είναι ανεξιχνίαστη, αλλά και ο τρόπος της ενώσεως με την σάρκα είναι απερινόητος και η συγκατάβαση ανυπέρβλητη και το θείο και απόρρητο ύψος του προσλήμματος υπεροχικό κάθε νού και κάθε λόγου, ώστε ούτε αυτό να μη μπορεί να δεχθεί καμία σύγκριση με την κτίση»[4].  

Αυτό είναι το αποκεκκρυμμένο Μυστήριο[5], που πήρε «σάρκα και οστά» την συγκεκριμένη χρονική στιγμή μέσα στην Ιστορία: «Του δε Ιησού γεννηθέντος εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας εν ημέραις Ηρώδου του βασιλέως»[6]. Γεννήθηκε ο Χριστός με ταπείνωση, χωρίς τυμπανοκρουσίες, μέσα σ’ ένα σπήλαιο: «Εκένωσεν εαυτόν μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν»[7], όπου έλαμψε ο πλούτος της Θεότητός Του[8]! Η ταπείνωση, μάλιστα, ως η επιτομή τής απλότητας είναι η στολή της θεότητας, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος. «Ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται»[9], δηλ. ο απλός απλώνεται, μεγαλύνεται. Έτσι, φανέρωσε την ταπείνωσή Του ο Θεός με την ενανθρώπησή Του. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, θεολογικώτατα γράφει: «Ο ίδιος ο Θεός Λόγος (Χριστός), που κένωσε εαυτόν απορρήτως και κατέβηκε από άνω στην ανθρώπινη εσχατιά, που ταπεινώθηκε και πτώχευσε σαν εμάς, έκανε τα κάτω πάνω ή μάλλον συνήγαγε τα δύο σ’ ένα, αναμιγνύοντας την ανθρωπότητα με την θεότητα. Κι έτσι υπέδειξε σε όλους την ταπείνωση ως οδό που φέρει προς τα άνω, παρουσιάζοντας σήμερα (με την Γέννησή Του) τον εαυτό Του για παράδειγμα σε ανθρώπους και σε αγίους αγγέλους… και διά της ταπεινώσεως αποκτούν την υπερκόσμιο ύψωσι»[10]. Η ταπείνωση τώρα είναι εκείνη που μας σώζει. Ο προφητάναξ Δαβίδ τονίζει: «Θεέ μου με ταπείνωσες και με έσωσες»[11]. «Αγαθόν μοι ότι εταπείνωσάς με»[12], λέει αλλού, και «Κύριε, ίδε την ταπείνωσίν μου και σώσον με»[13]! Όποιος ντυθεί λοιπόν την ταπεινοφροσύνη, πραγματικά γίνεται όμοιος με τον Λόγο του Θεού, που κατέβηκε από το δικό Του ύψος και σκέπασε με την ταπείνωση την μεγαλοσύνη και την δόξα Του, για να μη καταφλεχθεί η κτίση βλέποντας την θεότητά Του[14].

Ο Θεός γεννιέται ανάμεσά μας, όπως κάθε άνθρωπος, με την μορφή του νεογέννητου βρέφους: «ώφθη επί γής ως άνθρωπος δι’ ημάς»[15]. «Βλέπεται αισθητώς και υποπίπτει στους σαρκικούς οφθαλμούς, αφού έγινε σάρκα»[16], θα πεί πάλι ο άγιος Γρηγόριος. Ο Θεός εισέρχεται στη ζωή του ανθρώπου, δίχως να στηρίζεται στη δύναμη της ακαταμάχητης εξουσίας Του, διότι η ενανθρώπηση του Θεού είναι προϊόν της Θείας αγάπης και αγαθότητος. «Παιδίον νέον ο προαιώνων Θεός», ψάλλει η Εκκλησία στην εορτή των Χριστουγέννων. Εμείς αντιθέτως οι άνθρωποι, στηριζόμαστε στο κύρος της όποιας εξουσίας μας και επιδιώκουμε την κάθε μορφής εξουσία, για να κυριαρχήσουμε στον συνάνθρωπό μας ή να τον υπονομεύσουμε. Ο Θεός, όμως, δεν υπερασπίζεται την εξουσία Του, αλλά από άκρα συγκατάβαση «κένωσε» τον εαυτόν Του, προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, προκειμένου να την ανακαινίσει πνευματικά με την θεότητά Του.

Ο άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, τονίζει εμφατικά: «Ο Θεός παιδί μου δεν κρύβεται στους θάμνους. Ούτε χρειάζεται να σκαρφαλώσεις στα βουνά για να Τον συναντήσεις. Αλλά έρχεται Αυτός και σε βρίσκει κάθε φορά που συγχωρείς κάποιον, ο οποίος σ’ έβλαψε. Κάθε φορά που βοηθάς κάποιον που βρίσκεται σε ανάγκη. Έλκεται η Θεία Χάρις, παιδί μου, δεν εκβιάζεται…»[17]. Τα Χριστούγεννα, λοιπόν, είναι μία ευκαιρία υπαρξιακής συνάντησης με τον Θεό, με το Θείο Βρέφος, δηλ. ευκαιρία να γίνουμε παιδιά κατά το ηθικο-πνευματικό φρόνημα[18]. Καιρός ταπείνωσης, αφού ο Θεός γεννήθηκε σε μία ταπεινή φάτνη αλόγων ζώων. Ευ-καιρία περισυλλογής και μετάνοιας. Ευκαιρία προσφοράς αγάπης, αφού ο Θεός αγάπησε όλο τον κόσμο και έδωσε τον Μονογενή του Υιό, για να σώσει τον κόσμο από την φθορά και τον θάνατο. Επομένως, ο ερχομός του Χριστού στον κόσμο, «το απ’ αιώνος μυστήριον»,  δεν σχετίζεται με την εγκόσμια δόξα, αλλά αποτελεί αφετηρία για μια νέα ζωή, ανώτερο ήθος και κατάσταση αγία.

Τα Χριστούγεννα φαίνονται όλα πολύ ειδυλλιακά, αλλά, στην πραγματικότητα, ήταν και είναι δοκιμασία, θλίψη, πόνος, αγώνας… Ήταν, βέβαια, δοξολογικά με τους αγίους Αγγέλους να ανεβοκατεβαίνουν (δήλωση του συνεχούς σταυροαναστάσιμου βίου μας) από τον ουρανό, ψάλλοντας το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γής ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία». Όμως, ήταν αγώνας, δοκιμασία και ταλαιπωρία η «απάτωρ» δεύτερη αυτή γέννηση του Χριστού, αφού δεν υπήρχε κατάλυμα, θέρμανση, τροφή, για να γεννήσει η Παναγία στη Βηθλεέμ. Εκτός, λοιπόν, από ειδυλλιακά, τα Χριστούγεννα, ήταν και βάσανος… Μετά από αυτή την βάσανο, που υπέστη η Παναγία, αλλά και το Θείο Βρέφος, είναι δυνατόν να μην συμπονεί ο Θεός και η Παναγία, τα βάσανα των ανθρώπων; Μας συμπονά ο Χριστός, μας κατανοεί και μας αγαπά, γιατί και Αυτός ως άνθρωπος δοκίμασε την βάσανο της ζωής. Και η αγάπη, η συμπόνια του Θεού, αναπαύει τον «κουρασμένο»[19] άνθρωπο. Τον πνευματικά κουρασμένο άνθρωπο από την αμαρτία. Βέβαια, γνωρίζει ο Χριστός ότι η αμαρτία είναι αδυναμία. Είναι αστοχία από τον στόχο μας, που είναι η αγιότητα. Γι’ αυτό, ο Χριστός έκανε παρέα με όλους τους αμαρτωλούς, όλους αυτούς που περιφρονούσαν οι άνθρωποι. Αντιθέτως, ο Χριστός τους ανάπαυε από το βαρύ φορτίο της αμαρτίας, καθότι, ως αγαθός Θεός και φιλάνθρωπος, τους συμπονούσε. Συμπονούσε τον κάθε «κουρασμένο» άνθρωπο. Και οι άνθρωποι τον ακολουθούσαν, γιατί ξεκουράζονταν πνευματικά και ένιωθαν την αγάπη Του. Την ευεργετική Θεία παρουσία Του.

Εύστοχα έχει ειπωθεί από τον Αμερικανό σκηνοθέτη και σεναριογράφο George White: «Το λάθος με τα Χριστούγεννα, είναι πως όλοι προσπαθούν να φωτίσουν τους δρόμους και τα σπίτια τους, ενώ το νόημα θα ήταν να φωτίσουν τις ψυχές τους…». Εξάλλου, ο Χριστός δεν τύφλωσε τον άνθρωπο με το φώς της θεότητάς Του, αλλά γεννήθηκε μέσα στη νύχτα, «εν σιγή», ήσυχα, ταπεινά και ανάπαυσε τον άνθρωπο. Κατέβηκε ο Θεός στη γή με απλότητα. Ήρθε ο Χριστός, το Φώς του κόσμου, για να φωτίσει τα σκοτάδια του κόσμου[20]. Να φωτίσει το σκοτάδι της ψυχής μας από την αμαρτία. Τότε, λοιπόν, αξίζει περισσότερο η εορτή των Χριστουγέννων, όταν γίνεται ευκαιρία συνάντησης με τον Θεό. Τότε τα Χριστούγεννα λαμβάνουν το αυθεντικό νόημα για τη ζωή μας. Η εν Χριστώ ανακαίνιση της ψυχοσωματικής μας οντότητας και η πραγμάτωση (σκοπός) της ζωής μας: «άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα Θεόν τον Αδάμ απεργάσηται»[21]. Το μεγαλείο της χαρισματικής θεώσεως του ανθρώπου.

Τα Χριστούγεννα μας καλεί η Εκκλησία να τα βιώσουμε εσωτερικά (ένδον) στην ύπαρξή μας. Μας υποβάλλει την ανάγκη να προσκυνήσουμε το Θείο Μυστήριο της Γέννησης του Κυρίου με άγιο γιορτασμό, με ταπείνωση, μετάνοια και απλότητα. Εκείνο τον γιορτασμό, που μεταμορφώνει την οσμή θανάτου, την ασθένειά μας, σε πνευματική χαρά, σε ελπίδα υπέρβασης όλων των αρνητικών της καθημερινότητάς μας. Την μεταμορφώνει σε γεύση μιας άλλης βιοτής. Ζωής αγίας. «Διότι ο Θεός που παρήγαγε τα πάντα εκ μη όντων, επίγεια και επουράνια, όταν είδε τα λογικά κτίσματά Του να αχρειώνονται, τους χαρίζει τον εαυτό Του, του οποίου τίποτε μεγαλύτερο ούτε ίσο ούτε πλησίον δεν υπάρχει και προβάλλεται για μέθεξι από τους επιθυμούντας»[22]. Γι’ αυτό, θεοπρεπώς «Άγγελοι και άνθρωποι πνευματικώς πανηγυρίσωμεν, ότι Θεός εν σαρκί επέφανε»[23], «όθεν θεογνωσίας προς φώς οδηγηθέντες»[24].

 

π. Γεώργιος Δημητρόπουλος

ΜΑ Th.

 

 

 

 



[1] Ν. Τάχατου, «Η έννοια της απλότητας», https://www.eleftheria.gr/, 30/01/2019.

[2] Βλ. Λουκ. 2, 3-4.

[3] Γρηγόριου Παλαμά, Ομιλία 58 στην κατά σάρκα σωτηριώδη Γέννηση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, Ε.Π.Ε., τομ. 11, σελ. 457-459.

[4] Γρηγόριου Παλαμά, όπ. παρ., σελ. 457-459.

[5] Κολ. 1, 26. Ματθ. 1, 23: «Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν, και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ο εστί μεθερμηνευόμενον μεθ’ ημών ο Θεός». (Ησ. 7, 14).

[6] Ματθ. 2, 1.

[7] Φιλιπ. 2, 7-8.

[8] Μηναίον, Υπακοή, Εορτής των Χριστουγέννων.

[9] Λουκ. 14, 11.

[10] Γρηγορίου Παλαμά, όπ. παρ., σελ. 461-463.

[11] Ψαλμ. 118, 71.

[12] Όπ. παρ.

[13] Παρακλητικός Κανών είς τον Κύριον ημών Ιησού Χριστό διά την Ειρήνη.

[14] Κ. Χ. Καρακόλη, Ανθολόγιο από την ασκητική εμπειρία του Αγίου Ισαάκ του Σύρου, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, 2014.

[15] Τροπάριο Εσπερινού των Χριστουγέννων.

[16] Γρηγορίου Παλαμά, όπ. παρ., σελ. 463.

[17] «Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ», https://megalipanagiathivon.gr, /2022/11/29/.

[18] Βλ. Ματθ. 18, 3.

[19] Πρβλ. Ματθ. 11, 28: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς»

[20] Ιωάν. 8, 12.

[21] Μηναίον, Δοξαστικό των Αίνων, Εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.

[22] Γρηγορίου Παλαμά, όπ. παρ., σελ. 459-461.

[23] Ιωάννου Μοναχού, Στιχηρό της Λιτής των Χριστουγέννων. Μηναίον.

[24] Μηναίον, Ωδή ε’, Κανόνα των Χριστουγέννων.