Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

«Τα ανθρώπινα πάθη όχι μόνο συντηρούνται, αλλά εξαγιάζονται»




Γέροντας Χριστόδουλος, Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου

        Δεν αρκεί να εφησυχάζεις, και να λες: «εγώ δεν έχω πειράξει κανένα». Αυτό δεν σε σώζει, δεν σε αναδεικνύει άνθρωπο, ούτε σε φέρνει κοντά στον Χριστό. Το ζητούμενο είναι να πλησιάζεις, να σκύβεις στο πρόβλημα του άλλου, να του προσφέρεις από την δική σου περιουσία, είτε χρήμα είτε χάρισμα είτε χαμόγελο από το περίσσευμα της καρδίας σου. Δεν χρειάζεται πάντα υλικά ο πλησίον σου, κάποτε χρειάζεται τον καλό λόγο, το ειλικρινές ενδιαφέρον, την ευγενική συμπεριφορά. Η υψηλότερη έκφραση της αγάπης είναι ο κόπος και πόνος για την ανάπαυση και αύξηση και προκοπή του αδελφού. Αυτή η αύξηση και προκοπή δεν σημαίνει μόνο κάλυψη υλικών αναγκών, αλλά αύξηση και προκοπή εν Χριστώ. Με το να υπηρετώ την σχέση του με τον Χριστό, γίνομαι μητέρα και πατέρας και αδελφός. Αλλά και σε υλικό επίπεδο, αυτό που περισσεύει από την δική σου άσκηση και εγκράτεια, να μην συσσωρεύεται στις αποθήκες σου -διότι μπορεί και ο φιλάργυρος να κάνει άσκηση από τσιγγουνιά- αλλά να προσφέρεται για τις ανάγκες των δεομένων και αδυνάτων. Έτσι το περίσσευμά σου θα καλύψει το υστέρημα του ελάχιστου αδελφού σου. Αλλά και το προσωπικό σου χάρισμα να διατίθεται στη θεραπεία των αναγκών των άλλων. Ώστε χρήματα και χαρίσματα να μην κατέχονται, αλλά να διανέμονται. Γιατί δεν είναι δικά σου, είναι δώρα του Θεού. Κι αν σου τα δίνει, είναι για να γίνεις πέρα για πέρα άνθρωπος με την μετάδοσή τους.
Αυτή είναι η πρόταση των Αγίων και η ζωή των Αγίων: η αγάπη, η συναλληλία, η φιλανθρωπία, η ευαισθησία για τον πλησίον και για όλη την κτίση. Κατά τον απόστολο Παύλο, κοινωνία σημαίνει μετάδοση. Χωρίς μετάδοση, καμιά κοινωνία μεταξύ μας, καμιά κοινωνία με τους Άγιους. Το προσωπικό αυτό ήθος το συναντάμε μέσα στην ιστορία και σε πολιτικά πρόσωπα. Πρέπει να αναφέρουμε, σαν ένα διαχρονικό μνημείο πολιτικού και κοινωνικού φρονήματος, τον λόγο του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας, του φονευθέντος Ιωάννη Καποδίστρια: «Ελπίζω ότι όσοι εξ' υμών συμμετάσχουν εις την Κυβέρνησιν, θέλουν γνωρίσει μετ' εμού, ότι εις τας παρούσας περιπτώσεις, όσοι ευρίσκονται εις δημόσια υπουργήματα, δεν είναι δυνατόν να λαμβάνουν μισθούς αναλόγως με τον βαθμόν του υψηλού υπουργήματός των, αλλ’ ότι οι μισθοί ούτοι πρέπει να αναλογούν ακριβώς με τα χρηματικά μέσα, τα οποία έχει η κυβέρνησις εις την εξουσίαν της». Εν συνεχεία ο αληθινός αυτός Έλληνας, με μια προσωπική δέσμευση, εκφράζει εμπράκτως το ήθος του σεβασμού και της ανιδιοτέλειας. Λέγει λοιπόν: «Εφ’ όσον τα ιδιαίτερα εισοδήματά μου αρκούν διά να ζήσω, αρνούμαι να εγγίσω μέχρι και του οβολού τα δημόσια χρήματα, ενώ ευρισκόμεθα εις το μέσον ερειπίων, και ανθρώπων βυθισμένων εις εσχάτην πενίαν». Το φρόνημα αυτό βέβαια έρχεται σε αντίθεση με την συνήθεια που επικράτησε και καθαγιάσθηκε στη συνέχεια και μέχρι σήμερα.
Σήμερα διαδίδεται παντού το ευαγγέλιο της λεγόμενης "νέας εποχής". Ένας ψευτοανθρωπισμός, που λέει στον καθένα «είσαι Θεός», αλλά στην πραγματικότητα τον υποτάσσει ολοκληρωτικά σε μια παγκόσμια τάξη πραγμάτων, που ανοίγει τον δρόμο για την έλευση ενός άλλου Μεσσία και Σωτήρα. Όμως, το μυστήριο της ανομίας ενεργείται από την στιγμή της έλευσης του Χριστού στον κόσμο. Από την στιγμή που ο Χριστός σαρκώνεται, η νέα εποχή κάνει την αναδίπλωσή της. Το ψευδευαγγέλιο του πονηρού επαναλαμβάνεται. Γι’ αυτό και τα ανθρώπινα πάθη όχι μόνο συντηρούνται, αλλά και εξαγιάζονται. Εμείς όμως δεν γνωρίζουμε νέα εποχή. Γνωρίζουμε την καινή κτίση: είναι ο ίδιος ο Χριστός, οι άγιοί του, οι αρετές, η ελευθερία του Πνεύματος. Αν θέλουμε να πολεμήσουμε το κακό, ας το κάνουμε με το να εφαρμόζουμε το ευαγγέλιο, με το να αγαπάμε τον Θεό και όλη την δημιουργία, με το να καταπολεμούμε τα πάθη μας και να εργαζόμεθα τις αρετές. Μέχρι το τέλος της μικρής εδώ ζωής μας, που θα γίνει ζωή μεγάλη και άφθαρτη. Κι αν επιδιώκουν να μας εξαθλιώσουν, ας γνωρίζουμε ότι κανένας άνθρωπος και κανένας λαός δεν εξαθλιώνεται, αν ζει μέσα στο φως και στον πλούτο του Χριστού.

Πηγή: http://www.pemptousia.gr

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Έθνος, πατρίδα, σημαία…



    Έθνος, πατρίδα, σημαία. Αιώνια ευγνωμοσύνη στις νηπιαγωγούς και στους δασκάλους που μάς φύτεψαν αυτά τα ιδανικά, αυτά τα σύμβολα. Και μπαίνεις στην εφηβεία και αναποδογυρίζουν όλα. Φτάνεις και σε ακρότητες, και όλα σού φταίνε. Και παθιάζεσαι και παρασύρεσαι και έντονα αισθάνεσαι. Και μπαίνεις στα 20 και αγωνίζεσαι. Σπουδές, μέλλον, αποκατάσταση. Η Ελλάδα που αρχίζει και σε πληγώνει. Αρχίζεις και μαθαίνεις το σύστημα. Κατεβαίνεις από τα συννεφάκια. Πολιτικοί, συστημικοί, βολεμένοι. Τσαλαπατούν το έθνος, εκπορνεύουν την πατρίδα, εκμεταλλεύονται τη σημαία. Για να φτιάξουν καριέρα, όνομα, λεφτά. Τι να κάνεις; Σιωπάς. Δεν γίνεται αλλιώς… Και να που είσαι στα 30. Ακούς καθαρότερα τώρα. Το διάγγελμα βγήκε: «Όποιος μιλάει για έθνος, πατρίδα και σημαία είναι φασίστας». Δεν σού φτάνουν οι «πατριδοκάπηλοι», έχεις και τους «μπουρδολόγους». Βούτυρο στο ψωμί όσων ανεγκέφαλων νομίζουν ότι ιερό χρέος του γνησίου Έλληνος είναι να χτυπάει με το κοντάρι της σημαίας όσους δεν ταιριάζουν με τη γνησιότητα. Να μιλήσεις; Να πεις τα αυτονόητα; Κι αν σε πουν οι άλλοι φασίστα; Τι να κάνεις; Σιωπάς. Δεν γίνεται αλλιώς… Μπήκες στα 40 πλέον. Αρκετά έχουν ξεθωριάσει πια. Συνήθισες. Δε λέω, καλά τα ιδανικά και οι αξίες, αλλά πιο βολικός είναι ο πολτός. Πού χρόνος και διάθεση για συναισθηματισμούς... Πάει καιρός από τότε που συγκινήθηκες στη θέα της σημαίας ή στο άκουσμα του Εθνικού Ύμνου. Πάει καιρός από τότε που διάβασες, είδες, άκουσες κάτι για την ιστορία του τόπου σου, για την πατρίδα, για το έθνος. Λογαριασμοί τρέχουν, υποχρεώσεις περισσεύουν, εκκρεμότητες περιμένουν. Τι να κάνεις; Σιωπάς. Δεν γίνεται αλλιώς… Επέτειος 28ης Οκτωβρίου. Σταμάτα για λίγο. Για λίγο μόνο. Κοίτα! Και κάπου εκεί βλέπεις πλέον καθαρά. Βλέπεις πίσω, στον κόσμο της αθωότητας, των οραμάτων, της απλότητας. Βλέπεις εκείνο το πεντάχρονο τσολιαδάκι από το παρελθόν σου, με τρεμάμενο βήμα και χαμηλό βλέμμα να ανεβαίνει πάνω στη μαθητική καρέκλα για να πει το ποίημα. Γιατί βλέπεις λίγο θολά; Δεν είναι τίποτα. Τα δάκρυά σου είναι που ποτίζουν αυτά που σού φύτεψαν οι νηπιαγωγοί και οι δάσκαλοι.
Αχ, πώς θα ήθελες πάλι να πεις:
Πάντα κι ὅπου σ᾿ ἀντικρίζω, μὲ λαχτάρα σταματῶ, ὑπερήφανα δακρύζω, ταπεινὰ σὲ χαιρετῶ. Κι ἀπ᾿ τὰ στήθη μου ἀνεβαίνει μία χαρούμενη φωνή:«Νἆσαι πάντα δοξασμένη, ὦ Σημαία γαλανή!»
Κι ας μην είναι εκεί η μαμά και η γιαγιά να σου δώσουν ένα γλυκό φιλί. Ας μην είναι εκεί ο μπαμπάς και ο παππούς να σου στείλουν ένα ζεστό βλέμμα. Ας μην είναι εκεί η αγαπημένη σου δασκάλα να σου χαϊδέψει τρυφερά τα μαλλιά…
Παναγιώτης Ασημακόπουλος, Θεολόγος καθηγητής



Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ, ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ



         



     Ζούμε σ' ένα κόσμο πραγμάτων που αποσπούν την προσοχή μας και μας επιβάλλονται. Δεν είναι ανάγκη εμείς να τα προσέξουμε. Εκείνα από μόνα τους στέκονται μπροστά μας! Τα μη ορατά (θεία) όμως δεν επιβάλλονται μόνα τους, πρέπει εμείς να τα αναζητήσουμε και να τα ανακαλύψουμε. Ο γύρω κόσμος απαιτεί την προσοχή μας, ο Θεός όμως, μας προσκαλεί διακριτικά. Αβίαστα και ελεύθερα! Θυμάμαι κάτι που ένας γέροντας μοναχός μου είπε κάποτε: «Το Άγιο Πνεύμα μοιάζει σαν ένα μεγάλο δισταχτικό πουλί που κατέβηκε κάπου κει κοντά μας. Όταν το βλέπεις να έρχεται πιο κοντά μη κουνιέσαι για να μην το  τρομάξεις. Άφησε το να ‘ρθεί δίπλα σου». Αυτό ίσως μπορεί να μας θυμίσει την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, «εν είδει περιστεράς»[1]. Αυτή η εικόνα ενός πουλιού που κατεβαίνει δισταχτικό και ταυτόχρονα έτοιμο να προσφερθεί, είναι μια βιβλική εικόνα γεμάτη βαθιά νοήματα. Ο Θεός στέκεται μακριά και ταυτόχρονα κοντά στον άνθρωπο με διακριτικότητα. Δεν παραβιάζει την ελευθερία του ανθρώπου, αλλά περιμένει με υπομονή, διάκριση και αγάπη να του ανοίξουμε την καρδιά μας και να μπεί μέσα. Και, τότε, θα δούμε την αγάπη, την παρθενική σεμνότητα, την διακριτικότητα που προσφέρεται, αλλά δεν εξευτελίζεται. Ο Θεός δεν δέχεται μια γλοιώδη, αβασάνιστη σχέση, ούτε επιβάλλει την παρουσία Του, αλλά την προσφέρει (ελεύθερα). Και η προσφορά Του αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, παρά μόνο με ίσους όρους. Δηλαδή με την αντίστοιχη προσφορά από μέρους μας, μιας ταπεινής, γεμάτης αγάπη καρδιάς. Μιας προσφοράς κι απ' τους δύο που σεμνά και διακριτικά θ' αναζητούν ο ένας τον άλλον με βαθύ και αμοιβαίο σεβασμό και με επίγνωση της αγιότητας και της άφατης ομορφιάς που χαρίζει η αμοιβαία αγάπη. Ο εξωτερικός κόσμος μάς επιβάλλεται. Ό εσωτερικός κόσμος (της καρδιάς) μπορεί να γίνεται αντιληπτός, αλλά δεν εκλιπαρεί την προσοχή μας: πρέπει να προχωρούμε σιγά και προσεκτικά. Να καιροφυλαχτούμε για τον εσωτερικό μας κόσμο, σαν τον θαυμαστή των πουλιών που για να τα παρατηρήσει παίρνει μια θέση στο δάσος ή στους αγρούς και κάθεται σιωπηλός, αλλά γεμάτος ένταση. Στέκει ακίνητος, αλ' όμως άγρυπνος και παρατηρητικός. Αυτή την ένταση της προσοχής που μας επιτρέπει ν' αντιληφθούμε όσα αλλιώτικα μας διαφεύγουν, την αποδίδουν τα λόγια αυτού του παιδικού τραγουδιού: "Μια γέρικη σοφή κουκουβάγια ζούσε σε μια βελανιδιά. Όσο έβλεπε περισσότερο, τόσο μιλούσε λιγότερο. Κι όσο μιλούσε λιγότερο, τόσο άκουγε περισσότερο". Να μοιάζαμε και μείς της γέρικης της κουκουβάγιας της σοφής!

Τυφλωμένοι από τον κόσμο των γύρω πραγμάτων, ξεχνάμε ότι αυτός δεν φτάνει το βάθος στο οποίο ο άνθρωπος είναι ικανός να διεισδύσει. Όταν αναλογιζόμαστε τον εαυτό μας μέσα στο σύμπαν που συνεχώς απλώνεται — αμέτρητα μεγάλο ή άπειρα μικρό — τον βλέπουμε σαν έναν κόκκο σκόνης παροδικό, εύθραυστο και χωρίς σημασία. Αλλά όταν στραφούμε προς τα μέσα μας, ανακαλύπτουμε ότι τίποτε σ' αυτή την απεραντοσύνη δεν είναι αρκετά μεγάλο για να μας γεμίσει εντελώς. Όλη η δημιουργία είναι σαν ένας κόκκος άμμου στα βάθη του "είναι" μας. Είμαστε απέραντα μεγάλοι για να μας γεμίσει ή να μας ικανοποιήσει ο κόσμος αυτός. Μόνο ο Θεός που μας έπλασε για να γίνουμε «κοινωνοί θείας φύσεως»[2], όπως λέει ο απ. Πέτρος, μπορεί να μας γεμίσει. Να μας πληρώσει με την Ζωή Του και την Αγάπη Του. Ο υλικός κόσμος έχει αδιαφάνεια, πυκνότητα, βάρος και όγκο, αλλά δεν έχει βάθος. Μπορούμε να διεισδύσουμε στην καρδιά των πραγμάτων και όταν φτάσουμε στο πιο βαθύ σημείο τους — που είναι το τελικό σημείο — δεν βρίσκουμε δρόμο προς το άπειρο. Η Αγία Γραφή, όμως, μιλάει για το βάθος της ανθρώπινης καρδιάς, (το κέντρο της ψυχής, κατά τους αγίους Πατέρες). Πρόκειται για ένα βάθος που είναι αμέτρητο από την φύση του. Είναι απέραντο και ξεπερνάει κάθε όριο μέτρησης. Το βάθος αυτό είναι ριζωμένο στην απεραντοσύνη του ίδιου του Θεού, διότι προερχόμαστε από τον Θεό. Πότε άραγε μπορούμε να αρχίσουμε την έρευνα για να γνωρίσουμε μέχρι ποιο σημείο είμαστε τυφλοί, τυφλωμένοι δηλαδή από τα ορατά που μας εμποδίζουν να συλλάβουμε τ' αόρατα; Μόνο όταν καταλάβουμε την διαφορά ανάμεσα σε μια παρουσία που επιβάλλεται (κοσμική) και σε μια άλλη (θεϊκή παρουσία) που πρέπει να την αναζητήσουμε, επειδή τη νιώσαμε στην καρδιά μας. Ακόμα, όταν καταλάβουμε την διαφορά ανάμεσα στο βάρος, την αδιαφάνεια και την πυκνότητα των αντικειμένων του κόσμου γύρω μας, και στο ανθρώπινο βάθος (ψυχή-καρδιά) που μόνο ο ίδιος ο Θεός μπορεί να γεμίσει, διότι, «της μεγαλωσύνης αυτού ούκ έστι πέρας»[3]. Δεν υπάρχει όριο στη μεγαλοσύνη του Θεού, στο ύψος Του, στην αγαθότητά Του. Επομένως, και η πρόνοια, και η αγάπη και η χάρις του Θεού, κατά τον Ψαλμωδό, είναι κι αυτή ασύλληπτη, άπειρη. Ο Θεός δεν κωφεύει στις προσευχές μας, αλλά εμείς είμαστε συχνά ανίκανοι να εννοήσουμε την σιωπή του Θεού σαν απάντηση στις κραυγές μας. Αν αναγνωρίζαμε ότι βρισκόμαστε έξω από μια κλειστή πόρτα, τότε θα ήταν δυνατό να μετρήσουμε την ανθρώπινη μοναξιά καθώς επίσης και το πόσο απέχουμε ακόμα από τη χαρά για την οποία έχουμε κληθεί, πόσο μακριά είμαστε από την πληρότητα που μας προσφέρει ο Θεός. Ταυτόχρονα θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε – και αυτό είναι πολύ σπουδαίο – πόσο πλούσιοι είμαστε παρά την απέραντη φτώχια μας. Γνωρίζουμε τόσο λίγο τον Θεό, ζούμε τόσο ελάχιστα "εν Χριστώ" και όμως, τι πλούτος υπάρχει για μας σ' αυτή τη σπίθα της θείας παρουσίας, της γνώσης, της επι-κοινωνίας! Αυτή η σπίθα που λάμπει στο βαθύ πνευματικό σκοτάδι στο οποίο βρισκόμαστε. Γιατί αυτή η σπίθα της παρουσίας του Θεού, στο σκοτάδι είναι τόσο πλούσια σε φως, στην απουσία είναι τόσο πλούσια σε παρουσία, στην ζωή που χαράζει είναι τόσο γεμάτη με ελπίδα, με απέραντη χαρά· τότε μπορούμε να στεκόμαστε μπροστά σ' αυτή την κλειστή πόρτα έχοντας τη γλυκιά προσδοκία ότι μια μέρα θ' ανοίξει! Και όταν ανοίξει θα γνωρίσουμε μια τέτοια έκρηξη (θεϊκής) ζωής, που όμοιά της δεν μπορεί σήμερα να χωρέσει μέσα μας![4].

Ο Θεός προαιωνίως θέλησε να φέρει στην ύπαρξη τον κάθε άνθρωπο· το θέλησε ελεύθερα και από αγαθότητα ανεξιχνίαστη· με προορισμό, αν ανταποκριθεί ελεύθερα ο άνθρωπος, να τον καταστήσει κοινωνό της Βασιλείας Του[5], να τον αναδείξει θεό κατά Χάριν. Δικαιώνεται, απόλυτα, ο λόγος του σπουδαίου Ρουμάνου ποιητή Ντανιέλ Τουρτσέα: Εκείνους, που κανείς δεν αγαπά, με ταπεινή αγάπη Εσύ (Θεέ) τους αγάπησες…![6] Ο Χριστός μάς αποκαλύπτει στην Εκκλησία το μεγάλο μυστήριο που τελείται μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, όταν αυτή γίνεται κοινωνός της Βασιλείας των Ουρανών. Επομένως, στο σύντομο πέρασμα του ανθρώπου από την γή, όλα υπηρετούν αυτό τον μεγαλειώδη σκοπό· του αγιασμού και της θέωσής του διά της θείας Χάριτος. Ο άνθρωπος είναι μικρός και ταυτόχρονα μεγάλος, όπως το λέει ο προφήτης Δαβίδ: «βραχύ τι παρ’ αγγέλους ηλαττωμένος»[7] είναι και «ωσεί χόρτος έχων τας ημέρας αυτού»[8], διότι «έν τιμή ών, ού συνήκεν, παρά συνεβλήθη τοις κτήνεσιν τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς»[9]. Ο άνθρωπος είναι μικρός και μεγάλος ταυτόχρονα. Ενώ είναι πλασμένος λίγο πιο κάτω από τους ασώματους αγγέλους, ταυτόχρονα προικισμένος με την εικόνα του Θεού, είναι στεφανωμένος με δόξα και τιμή, αλλά είναι και οι μέρες του σαν το χορτάρι που ανθίζει για λίγο, διότι, ενώ έχει τόσο μεγάλη αξία, αφού δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσιν» Θεού[10], δεν το κατάλαβε αυτό. Ξέπεσε και εξίσωσε τον εαυτό του με τα ζώα, που δεν έχουν λογικό όπως ο άνθρωπος, κι έγινε όμοιος με αυτά, ζώντας και πεθαίνοντας σαν κτήνος. Ενώ πρέπει να λέει με το στόμα του προφητάνακτος Δαβίδ: «Ετοίμη η καρδία μου, ο Θεός, ετοίμη η καρδία μου»[11]. Είναι μακάριος όποιος μπο­ρεί να πει αυτά τα λόγια στον Θεό! Είναι ευτυχισμένος εκείνος που η καρδιά του είναι εντελώς έτοιμη, να ακολουθήσει το θέλημα του Θεού! Είναι ευτυχισμένος εκείνος που είναι ακλόνητη η καρδιά του και στηριγμένη ασάλευτα πάνω στον Θεό. «Έτοιμη καρδία» σημαίνει: καρδιά καθαρή από την υπερηφάνεια, ταπεινωμένη μπροστά στη μεγαλειώδη δύναμη και σοφία του Θεού. «Έτοιμη καρδία» σημαίνει, καρδιά που έχει αδειάσει απ’ όλες τις κοσμικές επιθυμίες και είναι στραμμένη μόνο προς τον Θεό και στην αγάπη προς Αυτόν. «Έτοιμη καρδία» σημαίνει, καρδιά θεραπευμένη από κάθε ανησυχία, φόβο και βιο­τική μέριμνα, καθησυχασμένη και ενδυναμωμένη από την παρουσία της Χάριτος του Θεού. Οι άγιοι που βίωσαν αυτή την παρουσία, όσο περισσότερο προσεύχονταν στον Θεό και ενώνονταν με Αυτόν μέσω της προσευχής, τόσο πιο πολύ έβλεπαν και ένιωθαν την ζωντανή παρουσία Του, γεύονταν στη ζωή τους την θεία Χάρη Του, γι' αυτό και σιωπούσαν, βλέποντας ταυτόχρονα το πνευματικό σκότος της ψυχής τους· μένοντας έκθαμβοι μπροστά στο Μυστήριο! Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα της παρουσίας του Θεού. Στα ιερά βάθη της καρδιάς, η Χάρις του Θεού θερμαίνει πνευματικά το αίσθημα του ανθρώπου, τον αλλοιώνει και τον αγιάζει! Άρα, είναι ο άνθρωπος βαθύς και ευρύς ταυτόχρονα. Είναι μυστήριο ανεξιχνίαστο ο ίδιος, αλλά και χωρητικός όλων. Γι’ αυτό και κατανοεί τις αδυναμίες των άλλων και τις δυνατότητες τις δικές του. Η ζωή του έχει αλήθεια, αγάπη, έχει την ελευθερία του να δέχεται και την ελευθερία του να προσφέρεται. Γι’ αυτό και είναι πολύ φιλάνθρωπος και κοινωνικός. Δεν σώζεται μόνος, κοινωνεί την σωτηρία. Μπορεί να κενώνεται από τον εγωϊσμό του, γι’ αυτό και να ενώνεται με τον Θεό και τους αδελφούς του. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις Αυτού»[12]. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστος ο Θεός για την προστασία και την Χάρη, που χαρίζει στους αγίους Του! Η αγιότητα είναι η απόδειξη της γνησιότητας της Εκκλησίας. Είναι η δικαίωση της ύπαρξής της[13]. Οι άγιοι, λοιπόν, είναι οι εκλαμπρυσμένοι άνθρωποι, οι φωτεινοί· οι φωτεινοί οδοδείκτες που οδηγούν τους ανθρώπους στον Χριστό. Διότι, όπως διατείνεται ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: «Η Εκκλησία είναι ένα εργαστήριο αγιοποιήσεως». Κατά τους θεολόγους και αγίους πατέρες, η θεοπνευστία, η έμπνευση, το χάρισμα, η πείρα, η προφητεία, η όραση, η θεοπτία· όλα αυτά είναι ο δρόμος της αγιότητας. Τα πραγματώνουν οι χαρισματικοί φωτοδότες που διαχέουν το φώς σε όλο το σώμα της κοινότητας, που ζεί στο κλίμα των μυστηριακών και λατρευτικών πράξεων[14]. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Η Εκκλησία είναι κοινωνία θεώσεως»[15]. Επομένως, το μεγαλείο του «καινού» (εν Χριστώ) ανθρώπου είναι το αυθεντικό βίωμα της Χάριτος του Θεού το οποίο χρειαζόμαστε, όπως και ο κάθε χριστιανός στην ιστορία της Εκκλησίας. Απλά στις μέρες μας, η δυσκολία να το αποκτήσουμε φαντάζει μεγαλύτερη. Αυτό το βίωμα απεργάζεται το μεγαλείο του «καινού» ανθρώπου, αυτού δηλαδή που έχει μετέλθει σε μία κατάσταση που παραμένοντας άνθρωπος δεν είναι… άνθρωπος. Είναι θεοειδής, θεόμορφος, θεανθρώπινος άνθρωπος. Ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός, ήταν τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. «Οι ενάρετοι (άγιοι) ανα-γνωρίζουν τον Θεό, και όχι οι έξυπνοι, οι αμαρτωλοί και ασεβείς»[16]. Επομένως, αυθεντικός είναι αυτός στον οποίο μπορεί να αποκαλύπτεται ο Θεός. Αυθεντικός είναι ο άγιος, ο εν Χριστώ άνθρωπος. Αυτός που (ανα)γνωρίζει τον Θεό. Κατά συνέπεια, έχουμε ανάγκη και από τον Θεό και από τους αγίους ανθρώπους, που είναι οι μάρτυρες της παρουσίας του Θεού μέσα στη ζωή μας, μέσα στο χρόνο, στο χώρο και στην ιστορία. Συνεπώς, η Εκκλησία μάς καλεί να γνωρίσουμε το «είναι» μας, την ύπαρξή μας, το βάθος της καρδίας (ψυχής) μας, να συναντήσουμε την αρχή μας ως ανθρώπων, ως προσώπων, ως χριστιανών, να ξαναγίνουμε ακατέργαστοι σαν τους πρωτοπλάστους, αθώοι σαν τα μικρά παιδιά και αυθόρμητοι σαν τους μαθητές του Χριστού[17]. Καλούμαστε για την αγιότητα και την θέωση. Τον μεγαλειώδη και ύψιστο σκοπό της ύπαρξής μας για τον οποίο πλασθήκαμε «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσιν» Θεού.




[1] Βλ. Μτθ. 3, 13-17. Μκ. 1, 9-11. Λκ. 3, 21-22. Πράξ. 2, 1-13.
[2] Β’ Πέτρ. 1, 4.
[3] Ψλμ. 144, 3.
[4] Μητροπολίτη Σουρόζ Anthony Bloom, Πορεία και συνάντηση, μτφ. Ελένη Γκανούρη, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1998.
[5] Βλ. Θ’ Ωδή, β’ Ήχου, Παρακλητική. Πρβλ. Μρκ. 10, 35-45. Βλ. Θεοφύλακτου Βουλγαρίας, Ερμηνεία είς τα τέσσαρα ιερά Ευαγγέλια, Λιψία 1761 (αψξά), σελ. 86.
[6] Πρβλ. Ιω. 3, 16. «Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε έδωσε τον Μονογενή Του Υιό, έτσι ώστε όποιος πιστεύει σ΄ Αυτόν να μην χαθεί, αλλά να έχει ζωή αιώνιο».
[7] Ψλμ. 8, 6.
[8] Ψλμ. 102, 15.
[9] Ψλμ. 48, 13.
[10] Γέν. 1, 26.
[11] Ψλμ. 56, 8.
[12] Ψλμ. 67, 36.
[13] Ιγνατίου Μητρ. Κεντρώας Αφρικής, Η αγία Παρασκευή, εκδ. «Ο Σωτήρ», Αθήναι 2005, σελ. 70-75.
[14] Νίκου Ματσούκα, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 42.
[15] Γρηγορίου Παλαμά, Αποδεικτικός λόγος, 2, 78.
[16] Ωσηέ 5, 4.
[17] Αρχιμ. Νικόλαου Χατζηνικολάου, (νύν Μητροπολίτη Μεσογαίας),  Ὁμιλία στὸν Τομέα Ἐπιστημόνων τοῦ Συλ. ἱεραπ. Δράσης Ὁ Μ. Βασίλειος, 12-10-2003. Περιοδικό Ἡ δράσις μας, τ. 416-7, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕΘΟΡΙΟΣ, εκδ. ΕΝ ΠΛΩ, Αθήνα 2005.