Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΥΛΕΙΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΔΙΔΑΧΗΣ



Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν  κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

          Δοξολογία καί αἶνον πρέπει νά ἀναπέμπωμε ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες πρός τόν Θεό, διότι τόσο μᾶς ἀγάπησε καί ἀπέστειλε στήν χώρα μας Ἀποστόλους καί κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου Του, γιά νά γνωρίσουν οἱ προπάτορές μας τήν ἀλήθεια καί νά ἀφήσουν τήν πλάνη τῶν εἰδώλων. Σέ ποιά κατάσταση θά εὑρίσκετο ἄραγε ἡ Ἑλλάς χωρίς τήν καινή, τήν καινούρια δηλαδή διδαχή, τήν ἀποκάλυψη τῆς ἀληθείας περί τοῦ ἑνός καί μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ καί Λόγου καί περί τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου;
          Θά σταθοῦμε γιά λίγο, χωρίς νά ἀναφερθοῦμε σέ λεπτομέρειες, στό τελευταῖο τμῆμα ἀπό τήν διδαχή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στήν Ἀθήνα, ὅπως περιγράφεται στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων:
          «Ἀκούσαντες δέ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μέν ἐχλεύαζον, οἱ δέ εἶπον∙ ἀκουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου. Καί οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν. Τινές δέ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καί Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καί γυνή ὀνόματι Δάμαρις καί ἕτεροι σύν αὐτοῖς» (Πραξ. ιζ’. 32-34).
          Μελετῶντας τό ἱερό κείμενο, διαπιστώνομε ὅτι ἡ διδασκαλία περί Ἀναστάσεως προξένησε πολύ μεγάλη ἀπορία στούς ἀκροατάς τοῦ Παύλου καί ἐνέσπειρε σ’ αὐτούς μεγάλο καί βαθύτατο προβληματισμό.  Δέν ἦτο  ἁπλῶς γι’ αὐτούς    «καινή  διδαχή», ἀλλά ἀνέτρεπε ἐκ θεμελίων ὅσα μέχρι τήν στιγμή ἐκείνη ἐγνώριζαν καί τά εἶχαν κάνει τρόπο ζωῆς τους.
          Ἔτσι λοιπόν, οἱ Ἀθηναῖοι χωρίζονται σέ τρεῖς κατηγορίες, σέ τρεῖς ὁμάδες. α) Ὅσοι δέν ἄντεξαν αὐτό τό ἰσχυρό φῶς καί ἀντέδρασαν προκλητικά καί ὑποτιμητικά, ἀφοῦ ἐχλεύασαν τόν ὁμιλητή, τόν ὁποῖο, σημειωτέον, οἱ ἴδιοι ὡδήγησαν στό βῆμα τοῦ Ἀρείου Πάγου γιά νά τόν ἀκούσουν.    
       β) Ὅσοι ἀδιαφόρησαν γιά τήν εἰς βάθος ἐξέταση τοῦ σοβαροῦ αὐτοῦ ζητήματος, καί μή θέλοντας νά ἀφήσουν τήν πνευματική ραστώνη, στήν ὁποία εὑρίσκοντο, μέ χαρακτηριστικό τρόπο εἶπαν στόν Παῦλο τό, «ἀκουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου». Δηλαδή, πήγαινε τώρα, καί μιά ἄλλη φορά πού θά περάσῃς ἀπό τά μέρη μας καί τήν πόλη μας, θά μᾶς τά ξαναπῇς καί μεῖς θά σέ ἀκούσωμε.
γ) Καί ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχοντας «ἀγαθήν γῆν» ἐν τῇ καρδίᾳ των, ἔπαθαν τήν καλή ἀλλοίωση ἀπό ὅσα ἤκουσαν, καί ἠκολούθησαν τόν Ἀπόστολο Παῦλο, πιστεύσαντες εἰς ὅσα ἐκεῖνος ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐκήρυξε στόν ἐπίσημο ἐκεῖνο τόπο τῶν Ἀθηνῶν, τοῦ κλεινοῦ ἄστεως τῆς Ἑλλάδος. Αὐτοί ἀπετέλεσαν τήν «μικράν ζύμην», ἡ ὁποία μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ «ὅλον τό φύραμα ἐζύμωσε» καί ἐδημιουργήθη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἐσφαγμένου Ἀρνίου, ἡ Ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ μάνα καί ἡ ἀπαντοχή  αὐτοῦ τοῦ Λαοῦ διαχρονικά.
·        Ἄν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος βρισκόταν καί πάλι σωματικῶς στήν «κατείδωλον» Ἀθήνα καί ἀπό τόπο ἐπίσημο ἐδίδασκε τούς Ἀθηναίους, κατ’ ἐπέκταση δέ καί τούς παρεπιδημοῦντας ἐν Ἀθήναις, θεωρῶ ὅτι τίς ἴδιες ἀπαντήσεις θά ἤκουε  καί τῆς ἰδίας ἀντιμετωπίσεως θά ἐτύγχανε.
          Τό πρόβλημα τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας, εἶναι τό ὅτι δέν ἔχουν ἐμπεδώσει μέσα τους τήν ἀλήθεια περί τῆς Ἀναστάσεως. Ὁπότε ἀρκετοί θά ἦταν ἐκεῖνοι πού θά ἐχλεύαζαν σήμερα τό κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἡ ζωή χωρίς τήν πίστη στόν Ἀναστάντα Κύριο καί τήν Ἀνάσταση, εἶναι ὀδύνη, εἶναι μαρτύριο, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ξεκινάει ἀπό τό τίποτα  καί βαδίζει πρός τό πουθενά. Χάνει ἡ πορεία τό νόημά της, χάνει ὁ βίος τήν ὀμορφιά του καί καταντᾶ βοσκηματώδης, μέ τούς ἀνθρώπους τραγικούς στρατοκόπους ἀποσταμένων καί σβησμένων ἐλπίδων. Ἕνας τέτοιος νεκρός κόσμος, πού στίς μεταφυσικές ἀνησυχίες τοῦ ἀνθρώπου προσφέρει μονάχα σκοτάδια καί ἀδιέξοδα, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνα ἀπαίσιο θλιβερό πέπλο, πού καλύπτει τό «εἶναι» καί ἐμποδίζει τόν ἄνθρωπο νά φτάσῃ στό «δυνάμει εἶναι», δηλαδή στήν θέωση. Ἡ θέωση ἀποτελεῖ, ὡς οἱ πάντες γνωρίζομε, τόν σκοπό καί τελικό προορισμό τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ χλεύη λοιπόν ἐναντίον τοῦ κηρύγματος τῆς Ἀναστάσεως, εἶναι ὕβρις ὄχι μόνο ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί αὐτοῦ τούτου τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου.
          Ἀλλά καί μιά δεύτερη κατηγορία, κατ’ ἀντιστοιχίαν τῶν ἀνθρώπων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, θά ἤκουε σήμερα μέ ἀδιαφορία τήν διδαχή τοῦ ἱερωτάτου Ἀποστόλου Παύλου. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἐπίπλαστου ἐνδιαφέροντος, οἱ «ψυχικοί», ὡς θά τούς ὀνόμαζαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ «κουλτουριάρηδες», ὅπως θά τούς ἀποκαλούσαμε, οἱ ὁποῖοι νοιάζονται μόνο γιά τό «φαίνεσθαι» καί ὄχι γιά τό «εἶναι». Δέν  ἐνδιαφέρονται γιά τήν οὐσία τῶν πραγμάτων. Αὐτοί δέν ἐπιθυμοῦν νά πράξουν τό ἀγαθό, διότι χρειάζεται πρός τοῦτο κόπος. Ἐπειδή δέ, δέν εἶναι διατεθειμένοι νά προβοῦν σέ ὁποιαδήποτε θυσία, περιορίζονται στήν πεζότητα τῆς καθημερινότητος, παραμένοντας πνευματικά ἀνεπρόκοποι. «Νά σπρώχνωμε τόν καιρό μας», ὅπως χαρακτηριστικά λέγει ὁ Λαός. Ἴσως καί τό κακό νά ἀποφεύγουν, μονάχα γιά νά ἔχουν μιά καλή πρός τά ἔξω εἰκόνα. Εἶναι οἱ χλιαροί, οἱ ὁποῖοι καί τά τάλαντα κρύπτουν, ὅσα τούς ἔχει δώσει ὁ Θεός, ἀλλά καί τροχοπέδη τῆς κοινωνίας ἀποβαίνουν, μέ τήν ὅλη συμπεριφορά καί πολιτεία τους.
          Ὑπάρχει ὅμως καί τό «μικρόν λῆμμα». Οἱ χαριτωμένοι ἄνθρωποι. Οἱ ἔχοντες ἔντονες πνευματικές ἐφέσεις καί ἀναζητήσεις. Ὅμοιοι μέ τούς ἐκλεκτούς τῶν Ἀθηνῶν, οἱ ὁποῖοι συγκινοῦνται μέ τόν Λόγο τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, καλλιεργοῦν τίς ἐσωτερικές αἰσθήσεις καί ἀξιοποιοῦν ὅλα ὅσα προσλαμβάνουν μέ τά ἐξωτερικά τους αἰσθητήρια. Προσλαμβάνουν τό «καινό», τό καινούργιο δηλαδή, τό οὐράνιο μήνυμα, καί ἀφήνουν τήν θεοειδῆ ψυχή τους νά καλλιεργήσῃ τήν χάρη, ἡ ὁποία ὡς δωρεά τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐπί τούς ἀνθρώπους. Βλέπουν πέρα ἀπό τά πεζά, τά γήινα, τά πεπερασμένα, αἰσθάνονται τήν φθαρτότητα τοῦ σαρκίου, καί μέ τήν βεβαιότητα τῆς συναντήσεως μέ τόν Οὐράνιο Πατέρα  πορεύονται ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει, ζῶντας τήν Ἀνάσταση ἀπό αὐτήν ἐδῶ τήν ζωή.
          Αὐτοί εἶναι τά στηρίγματα τῆς κοινωνίας, πού δίνουν ἐλπίδα στόν κουρασμένο κόσμο. Εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν ἀναλάβει στούς ὤμους τους τό βαρύ φορτίο, τόν βαρύ σταυρό, τοῦ εὐαγγελισμοῦ καί τῆς σωτηρίας τῶν συνανθρώπων τους. Ζοῦν ἐν τῷ φωτί τῆς δόξης τοῦ Κυρίου, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, καί ἀναδεικνύονται καθ’ ἡμέραν «τό φῶς καί τό ἁλάτι τοῦ κόσμου».
          Χωρίς αὐτούς ὁ κόσμος θά ἦταν σκοτεινός καί ἀνιαρός, «ἀνάλατος», ἄγευστος δηλαδή χαρᾶς, «ἄνοστος» πνευματικά. Θά εἶχε ἀλλοιωθῆ, ὅπως τό φαγητό πού δέν μπορεῖ νά διατηρηθῇ χωρίς τό ἁλάτι.
          Ἄραγε, σέ ποιά κατηγορία ἀνήκει ὁ καθένας ἀπό μᾶς; Μήπως στήν πρώτη, πού χλευάζει τό κήρυγμα τῆς Ἀναστάσεως; Μήπως στήν δεύτερη, πού ἀδιαφορεῖ γιά τά πνευματικά θέματα; Ἤ μήπως στήν τρίτη, πού μοιάζει μέ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι «κολληθέντες τῷ Παύλῳ ἐπίστευσαν»;
          Μακάρι νά ἀνήκωμε στήν τρίτη ὁμάδα ἀνθρώπων, διότι ἀπό υἱούς τῆς Ἀναστάσεως ἔχει ἀνάγκη σήμερα ὁ κόσμος.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου