Γιάννης Πλεξίδας
Η εννοιολογική αποσαφήνιση των όρων «φύση» και «πρόσωπο», ειδικότερα δε η α-ντιομωνυμιακή περιχαράκωσή τους, δηλαδή η εννοιολογική μονοσήμανσή τους, υπήρξε η μεγαλύτερη μέριμνα των εκκλησιαστικών συγγραφέων2. Σε αυτήν την προοπτική της μονοσήμανσης των εννοιών θα κινηθεί και ο Βοήθιος, αντιδιαστέλλοντας μάλιστα τους δύο όρους. Θα επιχειρήσει να οριοθετήσει εννοιολογικά τους όρους «φύση» και «πρόσωπο», ακολουθώντας τη «via media»3 των εκκλησιαστικών συγγραφέων, στην προσπάθειά του να ανατρέψει τις ακραίες ερμηνείες του Νεστόριου και του Ευτύχιου4.
Σε ό,τι αφορά στην έννοια της «φύσης» δεν θα δυσκολευτεί ιδιαίτερα. Θα παραθέσει μια σειρά από ορισμούς5, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στη σημασία εκείνη σύμφωνα με την οποία η φύση ή η ουσία είναι δηλωτική ενός συγκεκριμένου είδους, είναι η ειδοποιός διαφορά του είδους, είναι εκείνη με την οποία κατορθώνεται το πέρασμα από το γένος, δηλαδή από το γενικό, στο είδος, δηλαδή στο ειδικό 6. Προκειμένου να καταστήσει εύληπτα τα όσα αναφέρει, χρησιμοποιεί το παράδειγμα της φυσικής διαφοράς του χρυσού από το ασήμι7. Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η φυσική αυτή διαφοροποίηση που αναφέρει ο Βοήθιος υπάρχει στην περίφημη «Εισαγωγή» του Πορφυρίου, όπου κατορθώνεται ένας εννοιολογικός συγχρωτισμός των δέκα λογικών «Κατηγοριών» του Αριστοτέλη με τη φιλοσοφική σκέψη του Πλάτωνα και τις πέντε νεοπλατωνικές φωνές8. Αυτός ο ορισμός της φύσης, ο οποίος παρατίθεται από τον Βοήθιο τελευταίος στη σειρά των ορισμών, υιοθετείται τόσο από τους Καθολικούς όσο και από τον Νεστόριο.
Αν η εννοιολογική οριοθέτηση της φύσης υπήρξε μια σχετικά ανώδυνη υπόθεση, τα πράγματα γίνονται ιδιαίτερα πολύπλοκα αναφορικά με την έννοια του προσώπου9. Δεδομένου ότι κάθε φύση έχει και πρόσωπο10, φαίνεται να είναι ασαφή τα όρια της διάκρισής τους. Ο Βοήθιος, μέσα από μια σειρά συλλογισμών θα καταλήξει σε δύο βασικά συμπεράσματα: η έννοια του «προσώπου» [persona] αποδίδεται στις επιμέρους υπαρκτικές φανερώσεις της κοινής φύσης και μόνο στα έλλογα όντα. Γι’ αυτό θα ορίσει το πρόσωπο ως: «... naturae rawonabilis individua substanwa»11. Ο Βοήθιος δεν θα παραλείψει να αναφερθεί και στη χρήση του όρου «πρόσωπο» από τους Ελληνες. Οι Ελληνες, θα πει, χρησιμοποιούν τον όρο «υπόσταση» προκειμένου να περιγράψουν αυτό που οι Λατίνοι ορίζουν ως «πρόσωπο» [persona]. Θα επιχειρήσει μια ετυμολογική ανάλυση του όρου «πρόσωπο»12 στην προσπάθειά του να συνδέσει τη σημασία του όρου «πρόσωπο» [persona] με την έννοια της «υπόστασης»13, όπως αυτή εμφανίζεται αρχικά στον Αριστοτέλη και στη συνέχεια υιοθετείται από τους Ελληνες Πατέρες της Εκκλησίας14. Είναι ξεκάθαρο, σύμφωνα με όσα προαναφέραμε, ότι ο Boethius επιθυμεί να κινηθεί, και κατά την άποψή μας το κατορθώνει, στο πλαίσιο της αριστοτελικής φιλοσοφίας, όπως αυτό νοείται στο λογικό σύγγραμμα του Αριστοτέλη «Κατηγορίες», μέσα από την οπτική του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πορφύριου, όπως αυτή διαμορφώνεται στην περίφημη «Εισαγωγή» του15. Θεωρεί ότι η ελληνική γλώσσα με το πλουσιότερο λεξιλόγιό της16 μπορεί να αποδώσει τα σημαινόμενα των εκάστοτε θεολογικών όρων και μπορεί, επιπροσθέτως, με τη χρήση των λογικών κατηγοριών ως θεωνυμικών εργαλείων, να άρει τις φιλοσοφικές προϋποθέσεις του θεολογικού οικοδομήματος των δύο αιρετικών συγγραφέων. Η χρήση του όρου «υπόσταση» από τους Ελληνες, θα πει ο Boethius, γίνεται επειδή οι υποστάσεις βρίσκονται κάτω από τα είδη στη λογική αλυσίδα17 των γενών-‐ειδών. Οι υποστάσεις είναι τα έσχατα σκαλοπάτια αυτής της λογικής αλυσίδας. Για τον λόγο αυτό ονομάζονται και «άτομα», επειδή δεν είναι επιπλέον τμητά18. Πρέπει να επισημάνουμε, σε ό,τι έχει να κάνει με τους Ελληνες εκκλησιαστικούς συγγραφείς, ότι αποφεύχθηκε αρχικά η χρήση του όρου «πρόσωπο» διότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε αιρετικές αποκλίσεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Σαβέλλιου ο οποίος χρησιμοποιώντας τον όρο «πρόσωπο», με την αρχαιοελληνική σημασία του «προσωπείου», αναφέρθηκε στους τρεις ρόλους του Θεού, εννοώντας τα τρία πρόσωπα19. Στη συνέχεια, οι Καππαδόκες Πατέρες ταύτισαν τις έννοιες «υπόσταση» και «πρόσωπο»20. Αυτή η εννοιολογική μονοσήμανση αποτέλεσε κοινό τόπο για όλους τους μετέπειτα εκκλησιαστικούς συγγραφείς21. Η έννοια του «προσώπου» θεωρήθηκε μερικότερη της έννοιας της «υπόστασης». Κάθε πρόσωπο είναι και υπόσταση, αλλά κάθε υπόσταση δεν είναι απαραίτητα και πρόσωπο. Το πρόσωπο προϋποθέτει την καθ’ αυτή ύπαρξη, δηλαδή την υπόσταση, δεδομένου ότι ο προσωπικός τρόπος δράσης προϋποθέτει τον χωροχρονικό εντοπισμό. Η έννοια του προσώπου, τελικά, συνδέεται με την ιδιωματική ενέργεια, την ιδιαίρετη και ιδιότροπη κίνηση, την υποστατική εκφορά των φυσικών ενεργειών και θελημάτων22. Η ιδιοσυστασία της ατομικής ύπαρξης, η οποία διαφοροποιεί το συγκεκριμένο από το καθολικό και συγχρόνως εκφράζει την ανομοιότητα και τη μοναδικότητα του συγκεκριμένου ανθρώπου σε σχέση με όλους τους άλλους, συνίσταται στον προσωπικό τρόπο δράσης, στην υποστατική φανέρωση των φυσικών ιδιοτήτων, γι’ αυτό και «... υπόστασις απρόσωπος ουκ έστι»23. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε αντίστιξη με τη σύγχρονη θεολογική σκέψη όπου η υπόσταση κατανοείται σε αντιθετική διαστολή με το άτομο, αντίληψη προφανώς επηρεασμένη από σύγχρονα υπαρξιστικά και ανθρωπολογικά ρεύματα, για τους Πατέρες της Εκκλησίας η υπόσταση και το άτομο ταυτίζονται. Το άτομο, όπως προαναφέραμε, δηλώνει το έσχατο, άτμητο μέρος μιας σειράς συνεχών, λογικών τμήσεων. Στον τριαδικό τρόπο ύπαρξης, τώρα, η χρήση του όρου «άτομο» αποφεύγεται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς γιατί εκεί η διαίρεση των υποστάσεων κατανοείται «επινοία» και όχι «πράγματι»24.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου