ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΙΕΡΑΠΥΤΝΗΣ ΚΑΙ ΣΗΤΕΙΑΣ κυρού ΕΥΓΕΝΙΟΥ
Το Άγιον Όρος, ο Άθως, είναι τόπος κατοικίας χιλιάδων μοναχών, Κοινοβιατών, Ησυχαστών, Κελλιωτών και Ερημιτών, τόπος αγίων και ασκητών, συνύπαρξη ανθρώπων και Θεού μ’ έναν και μόνον προορισμό: μέσα από τον προσωπικό τους αγώνα, την άσκηση και την προσευχή να συναντήσουν κάποτε τον Θεό στη ζωή τους, να μιλήσουν μαζί Του, να ζήσουν για πάντα μαζί Του. Ο Άθως είναι μια εξέχουσα Μοναστική Πολιτεία με μακραίωνη παράδοση. Η υπερχιλιετής ζωή του έχει διαμορφώσει τη φυσιογνωμία του σημερινού Μοναχισμού με μορφές τόσες και τέτοιες που να βρίσκει ανάπαυση και σιγουριά κάθε τύπος ανθρώπου, που σκέπτεται λογικά και προβληματίζεται για τη σωτηρία του και για σωτηρία των συνανθρώπων του και όλου του κόσμου
Η ιερότητα και η μοναδικότητα του τόπου απαιτεί αυτόν τον προβληματισμό και προκαλεί απορία και περιέργεια που συχνά διαπιστώνει κανείς στους εκατοντάδες επισκέπτες του καθ’ ὅλη τη διάρκεια του χρόνου. Έτσι από το επίθετο που είναι τόσο χαρακτηριστικό ή μάλλον μοναδικό -Άγιον Όρος- διαισθάνεται ο καλοπροαίρετος επισκέπτης την ιερότητα του χώρου, αλλά προπαντός την ιερότητα της μορφής, της παραμονής και διαβίωσης αυτών των προσώπων που επέλεξαν ως κύριο μέλημα και μελέτη τους «τον Θεόν των Πατέρων ημών». Είναι σε όλους γνωστές οι τόσο συναρπαστικές και εντυπωσιακές διηγήσεις των επισκεπτών αυτού του ιερού χώρου, που από περιηγητές η επισκέπτες γρήγορα μεταβάλλονται σε προσκυνητές αναδυόμενοι και αυτοί στο έργο, αρκετά προτότυπο και εντυπωσιακό, που είναι «το κυνήγι του Θεού».
Κι αφού το έργο είναι ιερό, ασφαλώς και η όλη μορφή της ζωής είναι δομημένη με ιερότητα, που εκπηγάζει μέσα από την ιστορία του, τη διδασκαλία του, την αγιότητα του. «Επόμενοι τοις αγίοις πατράσιν» βρίσκομε μια ζωή όχι απλά καλά δομημένη, αλλά και καθ ὅλα ιεροπρεπή και λειτουργική, δηλαδή αποτελεσματική. Αυτό ματρυρείται από τις διαπιστώσεις των πρσοσκυνητών, που κι οι ίδιοι απορούν, πώς αντέχουν τις νηστείες, τις αγρυπνίες, τις οδοιπορίες και τόσα άλλα άγνωστα και πρωτόγνωρα σ’ αὐτούς. Δεν πιστεύουν στα μάτια τους ούτε κάνουν κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια, αφού βρίσκουν έναν αδιαμφισβήτητο και επιβεβλημένο τρόπο και μορφή ζωής. Δεν έχουν παρά να αποδεχτούν, να σκύψουν, να ταπεινωθούν και να κουρασθούν, αν θέλουν να καταλάβουν το μυστικό της κρυμμένης στο μαύρο ράσο μοναχικής ζωής, που σκεπάζει από πάνω μέχρι κάτω την ανθρώπινη ασθένεια κι ατέλεια, αλλά συγχρόνως μαρτυρεί συνοχή, ενότητα, σεβασμό, οντότητα και υπερβατικότητα. Δεν είναι όλα μαύρα, αλλά ταπεινά, απέριττα, όπως όλοι οι μονοχίτωνες που φέρουν το ένδυμα της μετανοίας και τιμής.
Αλήθεια, πόσες διακρίσεις και τιμές έχουμε επιτύχει στη ζωή μας η πόσα επιδιώκουμε και ξεχάσαμε μια τιμή υψηλή, ανεκτίμητη, υπέρτιμη, αθάνατη, και αναφαίρετη: νάσαι «υιός και κληρονόμος» του Θεού. Υιός του Θεού, όχι κατά φύση, που ήταν ένας «ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού», ο οποίος είχε «την τιμήν» να γίνει άνθρωπος, αλλά ο άνθρωπος να γίνεται υιός «κατά χάριν» του Ουρανίου Πατέρα και Θεού. Αυτά όλα τα συναισθήματα που κατακλύζουν τους επισκέπτες-προσκυνητές του Άθω, τι άλλο είναι παρά Θεού βρεφοπρεπή σκιρτήματα μιας νέας γέννησης και αναγέννησης του ανθρώπου που θέλει να γνωρίσει τον Θεό; Τι άλλα συναισθήματα για τη Χριστού Γέννα από τοκετό θεογνωσίας να γεννηθούν μέσα μας, αφού αυτό μας έλειπε μέχρι σήμερα; Όλα τα άλλα καθημερινά και ασφυκτικά τ ἀπολαμβάνει ο άνθρωπος ζώντας σε κάθε βήμα όχι τη γέννηση αλλά το θάνατο του, που άλλοι επιδιώκουν, συσκέπτονται και αποφασίζουν γι’ αὐτόν χωρίς αυτόν. Πώς λοιπόν να μην επιδιώξει «το Άγιον Όρος» της καρδιάς του για να κλεισθεί για λίγο εκεί; Να ξεφύγει απ’ τήν αυτονομημένη καθημερινότητα, το κυνηγητό των άλλων και όχι του Θεού, να τυλιχθεί στις σκέψεις του, στον προβληματισμό του, να βρει σπάργανα τις ο,ποιες πράξεις του, να περισώσει έστω σπαργανούμενη την αξιοπρέπειά του, την ιερότητά του; Αυτό είναι έργο πρώτης γέννησης, ανάνηψης πνευματικής για να έλθει άνωθεν η αναγέννηση, η ευλογία και η συγκατάβαση.
Αυτές τις σκέψεις αναπόφευκτα συναντά κανείς στο Άγιον Όρος που παραμένει τόπος κατοικίας προσώπων ιερών που αγωνίζονται και προσπαθούν την υπέρβαση, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα. Στο Άγιον Όρος που είναι θεσμός ιερός και πράξη και ζωή υπερχιλιετής, διαχρονική, υπέρχρονη, όπως είναι η Εκκλησία του Χριστού. Γι’ αὐτό κάθε διαβάτης, που γίνεται προσκυνητής σ’ αυτή τη ζωή και περιμένει να βιώσει προσωπικά τη Γέννα του Χριστού, προσπαθεί την υπέρβαση για να γνωρίσει την συγκατάβαση του Θεού. Εμείς θέλουμε οι άλλοι να μας καταλαβαίνουν, οι άλλοι να υποχωρούν, οι άλλοι να ενεργούν για μας κι όχι εμείς για τους άλλους. Τότε τα προβλήματα αυξάνονται, μπερδεύονται, αυτονομούνται γιατί όλα είναι για τον εαυτό μας και τίποτα για τους άλλους. Σήμερα απορρούμε και διερωτώμαστε όχι για ποιό λόγο εμείς δεν αγαπούμε τους άλλους, ακόμα και τους εχθρούς μας, αλλά για ποιό λόγο οι άλλοι ενδιαφέρονται από αγάπη για μας, όπως γράφει ο Ιερός Χρυσόστομος σε λόγο του περί αγάπης.
Χριστούγεννα σημαίνει συγκατάβαση του Θεού προς τον πληγωμένο από την αμαρτία άνθρωπο, σημαίνει συμπόνοια και συμπάθεια. Αυτό γίνεται μετά βεβαιότητας μέχρι σήμερα στο Άγιον Όρος. Όχι μονάχα γιατί οι Αγιορείτες Πατέρες φιλοξενούν χιλιάδες προσκυνητές κάθε χρόνο εντελώς δωρεάν, αλλά γιατί, όπως έλεγε κάποιος Ιερομόναχος πνευματικός: «Δεν ξέρω τι να πω στους μορφωμένους. Έρχονται κι εξομολογούνται σε μένα τον αγράμματο. Κι εγώ τι να τους πω; Ο,τι με φωτίσει ο Θεός. Κλαίνε αυτοί, κλαίω κι εγώ. Γελούν αυτοί γελώ κι εγώ». Μα αυτό λέει κι ο Απόστολος Παύλος: «Να κλαίετε μετά κλαιόντων και να χαίρετε μετά χαιρόντων (Ρωμ. 12,15)», δηλαδή να μετέχετε στη χαρά όσων χαίρονται και στη λύπη όσων λυπούνται. Είναι άπειρα και συγκινητικά τα παραδείγματα ανθρώπων που εξομολογήθηκαν για πρώτη φορά στο Άγιον Όρος. Δεν μπορούν να περιγράψουν πόσο όμορφα αισθάνονται, πόσο ανάλαφρα, πόσο δυνατά. Διερωτώνται: «πού ήταν αυτή η ομορφιά κρυμμένη; Γιατί έπρεπε να πάθω όλα αὐτά για να ‘ρθω εδώ, να βρω αυτό που κανείς δεν μούπε, δε με δίδαξε, κι ύστερα από τόσα χρόνια;» Κι ένας άλλος επισκέπτης έλεγε: «Νομίζω ότι στο Άγιον Όρος τα βλέπει όλα ο Θεός» «Συγκαταβαίνων ο σωτήρ τω γένει των ανθρώπων» ψάλλουμε τώρα τις άγιες μέρες. Τι άλλο είναι λοιπόν από συγκατάβαση η συμπόνοια των Πατέρων και Μοναχών. Και μήπως αυτή η πτυχή της ζωής είναι άγνωστη στην ενδοκοσμικότητα των καιρών μας; Κι όπως έλεγε κάποιος σήμερα «ζούμε στην εποχή της ταχύτητας, αλλά δεν υπάρχει κατεύθυνση. Υπάρχει πόνος αλλά δεν υπάρχει συμπόνοια».
Ο Θεός ήταν αυτός που στο πρόσωπο του Χριστού συμφιλίωσε τον κόσμο μαζί Του, χωρίς να καταλογίζει στους ανθρώπους τα παραπτώματά τους «...Ότι ο Θεός ην εν Χριστώ, κόσμον καταλάσσων εν εαυτώ μη λογιζόμενος αυτοίς τα παραπτώματα αυτών...» (Β’ Κορ. 5,19). Ύστερα από την υπέρβαση της χρονικότητας του ανθρώπου και των ενεργειών του με την αίσθηση της θεϊκής συγκαταβάσεως στη ζωή του, ο πιστός στο Άγιον Όρος αντιλαμβάνεται μέσα από τις συνεχείς καθόλο το εικοσιτετράωρο πολύωρες ασματικές ακολουθίες ότι οι λειτουργίες του πιστού κόσμου μεταποιούνται «τη του Κυρίου παρουσία». Η υπερβατικότητα του χώρου και του χρόνου καταργεί το δυσδιάκριτο του περελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, γιατί προσφέρεται η δυνατότητα προσωπικής προσεγγίσεως σε αλήθειες υπερβατικές και αιώνιες, αφού η αισθητική, η λογοτεχνική, η ποιητική, η κατανυκτική απαγγελία των ψαλλομένων ύμνων δίδουν τη δυνατότητα βαθύτατης βιωματικής προσεγγίσεως στις υπαρξιακές ανάγκές μας. Και αυτό γιατί ο άνθρωπος για πρώτη φορά με τη Γέννηση του Χριστού αντιλαμβάνεται τα γεγονότα της Θείας Οικονομίας ως συνέπεια και ακολουθία της σαρκώσεως. Ο Θεός και πατέρας δεν είναι πλέον κάτι το αφηρημένο και πέραν του κόσμου, αλλά εντός του κόσμου, «σαρξ εκ της σαρκός μου», ψηλαφούμενος, σπαργανούμενος, προστατευόμενος, παραγενόμενος ανάμεσά μας «Δια γαρ τούτο παραγέγονε εν δούλου μορφή ου φάσμασιν ημάς εκδειματούμενος» (Ακολουθία Μικρού Αγιασμού). Η ένωση αυτή του ακτίστου Θεού με τον κτιστό άνθρωπο γίνεται εφικτή με τη σάρκωση του Θεού Λόγου. Η θέωση του ανθρώπου διασφαλίζει τον αγιασμό της φύσεώς μας, που και αυτή τώρα έχει τις συνέπειες της τόσο στον ίδιο τον εαυτό της, όσο και σ’ ὅλο τον κόσμο, στην υλική κτίση που ανήκει στο Θεό. Ο άνθρωπος, δηλαδή, αποτελεί σύνθεση ύλης και πνεύματος, σώματος και σάρκας αισθητικής και ψυχής νοητής. Έτσι δια της προσλήψεως επέρχεται η θεραπεία, η σωτηρία, ο αγιασμός του νοητού κάι αισθητού στοιχείου μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο, «το γαρ απρόσληπτον και αθεράπευτον» κατά τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο.
Συνεπώς, στο Άγιο Όρος, με τη διαχρονική συγκατάβαση Θεού και ανθρώπων, οι μοναχοί που εγκαταβιούν εκεί γνωρίζουν καλά όχι μόνο την αξία του Θεού αλλά και την αξία του ανθρώπου. Καθένας μας είναι ζωντανή εικόνα «του Θεού του αοράτου» και έχει πολύτιμη και ανεκτίμητη αξία για τον Χριστό. Ίσως κάποτε «εις καιρόν ευπρόσδεκτον και εις ημέραν σωτηρίας» κάτω από την πίεση προσωπικών περιπλανήσεων να συναντήσουμε τον Ι. Χριστό και να γίνουμε κι εμείς «φως εκ φωτός». Να ζήσουμε μια πραγματική επιφάνεια και Θεοφάνεια Χριστού μέσα στο γνόφο της αγνωσίας του Αγίου Όρους. Αξίζει τέλος να παρατηρήσουμε ότι στον τόπο μας, στην Κρήτη ολόκληρη, το όνομα Εμμανουήλ είναι το πλέον διαδεδομένο, το πιο συχνά επαναλαμβανόμενο, το πιο προσφιλές και σε προσφιλή μας πρόσωπα αποδιδόμενο όνομα. «Γύρω-γύρω όλοι και στη μέση ο Μανώλης» τραγουδούν ακόμη και τα παιδιά. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μέσα μας η πίστη στον Εμμανουήλ που ερμηνεύεται «μεθ’ ημῶν ο Θεός». Μαζί μ’ Αὐτόν επιτυγχάνεται η μεταμόρφωση του κτιστού κόσμου σε κόσμο που δεν καταστρέφει τον κόσμο και η μεταμόρφωση του ανθρώπου χωρίς να καταστρέφεται το ανθρώπινο πρόσωπο. Κτιστό και άκτιστο, χώρος και χρόνος, φυσικό και υπερφυσικό, κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, δεν διχοτομούνται, ούτε καταργούνται, αλλά προσλαμβάνονται και αξιοποιούνται «τη του Κυρίου παρουσία». Αυτός ο Κύριος μάς διαβεβαιώνει ότι «τα άνω τοις κάτω συνεορτάζει και τα κάτω τοις άνω συνομιλεί».
Ας προσεγγίσουμε, λοιπόν, το Άγιον Όρος ως ευκαιρία πνευματικής αναγέννησης με ταπείνωση και επίγνωση ότι η ανθρώπινη μορφή ζωής και γνώσης είναι ανεπαρκής μπροστά στα μεγάλα, διαχρονικά και αιώνια μηνύματα του Ουρανού. Ας απελευθερωθούμε από την απολυταρχία του ανθρωπίνου λόγου, τον ορθολογισμό και την κοσμικότητα, που κατεξουσιάζουν τον σύγχρονο άνθρωπο. Ας ψηλασίσουμε το μυστήριο με πίστη, όχι ως ερευνητές, αλλ’ ως προσκυνητές του νεογέννητου Βρέφους. Νήπιοι στην ανθρώπινη λογική, νήπιοι στην ανθρώπινη γνώση, νήπιοι στην κακία, νήπιοι εμείς μπροστά στο νηπιάσαντα για μας Χριστό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου