Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΔΕΝΤΡΩΝ

                                   




Ήταν μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα όμορφο δάσος τρία όμορφα και πανύψηλα δέντρα. Ήταν πολύ αγαπημένα μεταξύ τους και θαύμαζαν πολύ την ομορφιά της φύσης, λάτρευαν το κελάηδημα των πουλιών, το θρόισμα των φύλλων, τον ήχο του ρυακιού και τα πανέμορφα ζωάκια που κατοικούσαν εκεί. Μια μέρα θαυμάζοντας το μεγαλείο της πλάσης του Θεού, έβγαλάν ένας βαθύ αναστεναγμό κάνοντας μια ευχή για το μέλλον τους.
Το πρώτο δέντρο πήρε το θάρρος και έκανε την ευχή του :
« Θεέ μου, θα ήθελα να γίνω ένα πολύ όμορφο ξυλόγλυπτο μπαούλο στολισμένο με πολλές και πολύτιμες πέτρες και μέσα μου να δεχθώ το μεγαλύτερο θησαυρό του κόσμου».
Έπειτα το δεύτερο δέντρο εξέφρασε την δική του επιθυμία. «Αχ, Θεούλη μου, θα ήθελα να γίνω ένα όμορφο και δυνατό καράβι που όλη να το θαυμάζουν επειδή θα μεταφέρει τον μεγαλύτερο και δυνατότερο βασιλιά του κόσμου».
Το τρίτο δέντρο όμως είχε άλλα όνειρα: « Καλέ μου Θεούλη, δεν θα ήθελα ποτέ να αφήσω αυτό το μέρος. Θα ήθελα να μείνω εδώ για πάντα, μόνο που θα σου ζητούσα να γίνω τόσο πολύ ψηλό δέντρο που όταν οι άνθρωποι θα προσπαθούν να δουν την κορυφή μου αυτή να αγγίζει τον ουρανό κι έτσι να σκέφτονται Εσένα και να σε δοξάζουν».
Αφού είπαν και τα τρία δέντρα τις επιθυμίες του ευχήθηκαν και το ένα στο άλλο να πραγματοποιηθούν οι ευχές τους.

Η ζωή κυλούσε όμορφα μέσα στο δάσος και τα τρία δένδρα ζούσαν με την προσμονή να πραγματοποιηθούν οι ευχές τους. Μια μέρα όμως ήρθαν στο δάσος ξυλοκόποι κι άρχισαν να κόβουν δένδρα για τις εργασίες που χρειάζονταν να κάνουν. Τα δύο πρώτα δένδρα χάρηκαν γιατί ήξεραν ότι ήταν πολύ κοντά σε αυτό που χρόνια ζητούσαν. Πράγματι μέσα στα δένδρα που κόπηκαν ήταν και τα δύο πρώτα. Όμως από τα χέρια των ξυλοκόπων δεν γλίτωσε και το τρίτο δένδρο που έβλεπε το όνειρο του να χάνεται.

Μέσα σε λίγο καιρό έπιασε στα χέρια του ένας ξυλουργός το πρώτο δένδρο κι άρχισε να το επεξεργάζεται. « Σίγουρα θα γίνω ένα όμορφο μπαούλο», σκέφτηκε και δεχόταν με χαρά τα άτσαλα χτυπήματα του ξυλουργού. Όταν όμως τελείωσε την εργασία του ο ξυλουργός τα αποτελέσματα δεν ήταν τα αναμενόμενα. Το όμορφο δέντρο είχε μεταμορφωθεί σε ένα λιτό και απέριττο σκαφάκι που τοποθετήθηκε σ΄ έναν στάβλο και μέσα του υπήρχαν άχυρα για να τρώνε τα ζώα.
Παράλληλα το δεύτερο δέντρο το αγόρασε ένας μάστορας που κατασκεύαζε καΐκια κι έφτιαξε ένα μικρό και αδύναμο καϊκάκι που ταξίδευε σε μια λίμνη κι έκανε πολύ μικρές αποστάσεις καθημερινά.
Το τρίτο δέντρο όμως παρέμεινε στην αποθήκη. Τώρα τα όνειρα και των τριών δέντρων είχαν σβήσει για πάντα από τις καρδιές τους. Κανένα του δεν έγινε αυτό που επιθυμούσε.

Ώσπου μια νύχτα μέσα στο στάβλο που υπήρχε το πρώτο δέντρο που είχε γίνε παχνί πια, μπήκε ήλθε ένας άνδρας και μια γυναίκα. Η γυναίκα μέσα στο στάβλο γέννησε ένα πανέμορφο αγοράκι που άστραφτε σαν τον ήλιο. Ήταν η Παναγία μας που πήρε τον μικρό Χριστούλη και τον τοποθέτησε μέσα στο παχνί με τα άχυρα. Ήταν η ημέρα που γεννήθηκε ο μεγαλύτερος θησαυρός του κόσμου, ο Σωτήρας μας. Όλες οι ουράνιες δυνάμεις έχαιραν και έψαλλαν «Ωσαννά εν τοις υψιστοις». Το πρώτο δένδρο ήταν ανείπωτα ευτυχισμένο και τόσο απορημένο που μέσα στην εξωτερική ασχήμια του και την απλότητα του δέχθηκε τον Μεγαλύτερο Θησαυρό του Κόσμου.

Μετά από τριάντα περίπου χρόνια, μέσα στο μικρό ψαροκάικο που είχε γίνει το δεύτερο δένδρο, μπήκαν κάποιοι ψαράδες. Ένας από αυτούς κουρασμένος καθώς ήταν αποκοιμήθηκε ενώ το καϊκάκι βρισκόταν πλέον στα ανοιχτά. Ξαφνικά ξέσπασε μια πολύ μεγάλη τρικυμία. Το μικρό καϊκάκι ήταν αδύναμο και όλοι φοβόντουσαν ότι δεν θα αντέξει. Τότε όλοι έσπευσαν να ξυπνήσουν Εκείνον που κοιμόταν. Και Εκείνος τότε σηκώθηκε και διέταξε την φουρτουνιασμένη θάλασσα : « Σιώπα, πεφίμωσο». Και αμέσως η θάλασσα γαλήνεψε. Ήταν ο Χριστός με τους μαθητές του στην λίμνη Γεννησαρέτ. Τότε το δεύΤΕρο δένδρο συγκινημένο κατάλαβε ότι κουβαλούσε τον Βασιλέα των Βασιλέων, τον Ισχυρότερο Βασιλιά του Κόσμου. Το όνειρο του δευτέρου δένδρου έγινε πραγματικότητα, παρά την μεγάλη αδυναμία του καϊκιού για μεγάλα ταξίδια αλλά και επειδή ήταν παλιό, ο Χριστός μας αυτό διάλεξε για να δείξει το πόσο ισχυρός είναι ως Θεός απέναντι στην φύση.

Μετά από τριάντα τρία χρόνια το τρίτο δένδρο το σύρανε από την αποθήκη και με αυτό έφτιαξαν έναν μεγάλο και βαρύ Σταυρό. Επάνω σε αυτό τον Σταυρό κρεμάστηκε ο Ιησούς μας εκεί έχυσε το πολύτιμο αίμα του από τα καρφιά στα χέρια, στα πόδια και την πλευρά του. Ήταν τότε που όλες οι ουράνιες δυνάμεις θρηνούσαν κι απορούσαν πως ο Θεός πεθαίνει από χέρια ανθρώπων! Η Παναγία έκλεγε γοερά βλέποντας τον Υιό της πάνω στο Σταυρό. Πάνω σε αυτό τον Σταυρό έγινε η Μεγάλη Θυσία του Θεού για να σωθούν οι άνθρωποι. Έτσι το τρίτο δένδρο μπορεί να ήταν αρχικά το πιο λυπημένο γιατί δεν έμεινε στον τόπο που ήθελε, όμως για την μεγάλη αγάπη που έτρεφε προς τον Θεό επιλέχθηκε να ενωθεί για πάντα μαζί Του. Έτσι όχι μόνο έγινε πολύ ψηλότερο από ότι επιθυμούσε αλλά κοιτάζοντας Το οι άνθρωποι σκέπτονται το Νικητή της Ζωής και τον Δοξολογούν για το Έλεος και την Α Γ Α Π Η Του.

1 σχόλιο: