Αρχιμ. Μεθόδιος Ντελής
Ηγούμενος της Ι.Μ. Γηρομερίου
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΣΤΗ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ
Το ρήμα παραδίδω κυριολεκτικά σημαίνει μεταβιβάζω κάτι σε κάποιον άλλον. Το παράγωγο ουσιαστικό είναι η παράδοση. Σε σχέση με κάποια εθνότητα, χρησιμοποιώντας τη λέξη παράδοση αναφερόμαστε σε όλα τα εθνικά χαρακτηριστικά και τα πολιτισμικά της επιτεύγματα, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους αυτά μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά. Η παράδοση αφορά συνολικά στον τρόπο της ζωής, τα ήθη, τα έθιμα και τις αξίες. Η παράδοση διακρίνεται σε προφορική, όπως οι μύθοι και τα τραγούδια, και σε γραπτή, όπως η τέχνη, η φιλοσοφία και οι επιστήμες. Κάθε γεωγραφικός χώρος, αλλά και κάθε εθνική οντότητα έχει τη δική της παράδοση, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως διαμορφώθηκαν στο πέρασμα του χρόνου, που ταυτόχρονα αποτελεί βασικό στοιχείο της ιδιοπροσωπίας της.
Ερευνώντας την ιστορία, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς, ότι στην μετακλασική Ελλάδα βασικό ρόλο στη διαμόρφωση της δικής της παράδοσης έπαιξε η χριστιανική πίστη, την οποία πριν από κάθε άλλο λαό του ευρωπαϊκού χώρου αποδέχθηκαν οι Έλληνες. Και δεν είναι καθόλου τυχαία αυτή η αποδοχή, αφού η φιλοσοφική σκέψη και η παιδεία των αρχαίων Ελλήνων, βρήκε την ολοκλήρωσή της και ανανοηματοδοτήθηκε από το κήρυγμα και τις επαγγελίες του Χριστιανισμού. Προετοιμασμένος γι’ αυτό, ο χαρακτηριζόμενος από ιδιαίτερα έντονη θρησκευτικότητα και θεοσέβεια ελληνισμός, εγκολπώθηκε τη χριστιανική πίστη, την αφομοίωσε και με τη δική του οικουμενική διάσταση την προσέφερε σε όλο τον κόσμο βάζοντας τη βάση του νέου πολιτισμού, που, όπως επικράτησε, ονομάζεται ελληνοχριστιανικός. Στη μίξη ελληνισμού και χριστιανισμού βασίζεται και η δική μας παράδοση, που φθάνει έως και σήμερα, αγκαλιάζοντας δημιουργικά και γόνιμα όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής και δραστηριότητας. Τέχνη και πολιτισμός, έργα λογοτεχνίας σε πεζό και ποιητικό λόγο, ζωγραφική, αρχιτεκτονική, μουσική, λαογραφία, όλα σε χαρακτηριστική αρμονία, με βασικό φορέα την ελληνική γλώσσα, συνθέτουν την παράδοση των Ελλήνων από την πρώιμη αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας.
Παρά τις περί του αντιθέτου απόψεις, που διατυπώνονται κατά καιρούς, είναι ιστορικά αποδεδειγμένο, ότι ο ελληνισμός υιοθετώντας τη χριστιανική πίστη διασώθηκε τόσο πολιτιστικά, όσο και εθνολογικά. Αρκεί μόνο μια μικρή ιστορική αναδίφηση για να επιβεβαιώσει την αλήθεια των αναγραφομένων. Αναντίρρητα, η συντριπτική πλειοψηφία των μνημείων του παρελθόντος είναι θρησκευτικά μνημεία, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της γνώσεως για τη ζωή και τον πολιτισμό της προχριστιανικής εποχής φέρει τη σφραγίδα του χριστιανισμού. Επιπλέον, είναι τραγικά επιβεβαιωμένο από την ιστορική μας πορεία ως έθνος, ότι κατά κανόνα η απώλεια της χριστιανικής θρησκευτικής ταυτότητας, είχε ως άμεση συνέπεια και την απώλεια της ελληνικής εθνικής συνείδησης, ιδιαίτερα σε χρόνια δύσκολα και σκοτεινά, όπως π.χ. συνέβαινε στην εποχή της τουρκοκρατίας.
Η περιοχή της Ηπείρου, παρουσιάζει τις δικές της - τραχιές κατά κύριο λόγο - γεωμορφολογικές ιδιαιτερότητες, που αποτέλεσαν τον καθοριστικό παράγοντα για τη χαρακτηριστική της απομόνωση από τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Αυτό συνετέλεσε καταλυτικά στη διαμόρφωση του ηπειρώτικου ανθρωπολογικού και πολιτιστικού τοπίου, το οποίο ωστόσο διασώζει όλα τα βασικά δεδομένα του ελληνισμού, αφού αποδεδειγμένα αποτελεί πανάρχαια κοιτίδα της ελληνικής φυλής.
Η σημερινή εικόνα του ηπειρώτικου χώρου και της Θεσπρωτίας ειδικότερα, διασώζει όλη σχεδόν την αλληλουχία της ιστορικής της συνέχειας από την πρώιμη αρχαιότητα μέχρι τα νεώτερα χρόνια. Χάρη στην ιστορική έρευνα και στην ανασκαφική δραστηριότητα του περασμένου, εικοστού αιώνα, έχουμε πληρέστερη εικόνα του παρελθόντος, όπως αποκαλύφθηκε μέσα από τα ερείπια των αρχαίων μνημείων και οικισμών, που έκρυβε μέσα της η θεσπρωτική γη. Αυτό όμως, που χαρακτηρίζει τη ζωντανή παράδοση του τόπου είναι τα θρησκευτικά χριστιανικά μνημεία, τα οποία είναι διάσπαρτα παντού και δίνουν το δικό τους στίγμα στη συνολική παρουσία της.
Από τα βουνά της Μουργκάνας μέχρι τον Αχέροντα, συναντά κανείς ένα σημαντικό αριθμό χριστιανικών μνημείων∙ απλά και ταπεινά εξωκκλήσια, δυσπρόσιτα ασκητήρια, σημαντικά μοναστήρια και ναοί, έργα ντόπιων και άλλων μαστόρων, που δημιουργήθηκαν για τις λατρευτικές ανάγκες των ανθρώπων προς το «θείο», και μέχρι σήμερα, τα πιο πολλά, αποτελούν ζωντανούς φορείς της τοπικής παράδοσης.
Σημαντικό μέρος της θρησκευτικής παραδόσεως στο θεσπρωτικό χάρτη των μνημείων, εκτός των μοναστηριών διασώζουν και οι εκκλησίες των χωριών, οι οποίες κτίστηκαν από τους παλαιούς κατοίκους αυτής της γης, για να λατρέψουν το Θεό στα πλαίσια της ενορίας και αποτελούσαν το κέντρο της καθημερινής τους ζωής. Όλα τα διατηρημένα παραδοσιακά χωριά της επαρχίας Φιλιατών, αλλά και σε διάφορα άλλα στην υπόλοιπη Θεσπρωτία, υπάρχουν ναοί, που διασώζουν αρκετά στοιχεία της τοπικής εκκλησιαστικής παράδοσης και συμπληρώνουν αυτό το χάρτη. Όμως, σχεδόν παντού υπάρχουν έντονα τα σημάδια της αλλοίωσης, που σημαδεύουν ανεπανόρθωτα την εικόνα της παράδοσης.
Το τελευταίο μισό του εικοστού αιώνα στην Ελλάδα, χαρακτηρίστηκε από τη μαζική εγκατάλειψη της υπαίθρου και τη μετανάστευση, που έφερε την ερήμωση στα χωριά και ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές, όπως η Ήπειρος. Η εργασία και η οικονομική πρόοδος των ξενιτεμένων, δεν άφησε ανέγγιχτα τα χωριά, αφού οι περισσότεροι, αν και ζούσαν μακριά, δεν έκοψαν την επαφή τους με τις πατρογονικές τους ρίζες. Έτσι, ήδη από τη δεκαετία του 1960, και κυρίως με χρήματα των μεταναστών, άρχισαν να εκτελούνται εργασίες ανάπλασης και ανακαίνισης τόσο των σπιτιών, όσο και των λοιπών χώρων και κτισμάτων. Μέσα σ’ αυτές τις διαδικασίες ανακαίνισης όμως, κυριάρχησε ένα πνεύμα αντιπάθειας για κάθε τι παλαιό, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά του, σε σημείο ώστε σήμερα μόλις και μετά βίας να μπορεί κανείς να διακρίνει κάποια ελάχιστα στοιχεία παράδοσης σε χώρους, που μέχρι τότε διέσωζαν ανόθευτη την ιστορική τους πορεία. Χωριά ολόκληρα, με σπίτια κτισμένα με καλοδουλεμένη πέτρα και στεγασμένα με ντόπιας προέλευσης πλάκα, αντικαταστάθηκαν με σύγχρονες οικοδομές χτισμένες με τούβλα και τσιμέντο. Όσο για τις στέγες, στην καλύτερη περίπτωση χρησιμοποιήθηκαν κεραμίδια. Άλλωστε, κανένας τεχνίτης δεν δούλευε πλέον την πέτρα και την πλάκα. Οι πλατείες καλύφθηκαν με τσιμεντόπλακες, τα λιθόστρωτα καλντερίμια σκεπάστηκαν με τσιμέντο, οι πέτρινες καμάρες αντικαταστάθηκαν με οπλισμένο μπετόν, οι βρύσες εγκαταλείφθηκαν…
Από τους πρώτους χώρους, που εφαρμόστηκαν αυτές οι δραστηριότητες ήταν οι εκκλησίες, οι οποίες λόγω του ισχυρού θρησκευτικού συναισθήματος των ανθρώπων, είχαν την τιμητική τους. Μη εκτιμώντας την αξία της δημιουργίας των παλαιοτέρων καλλιτεχνών, κυριάρχησε το σύνθημα «να φτιάξουμε τα παλιά», πράγμα που σε πολλές περιπτώσεις έφτασε στο σημείο της εκ θεμελίων κατεδάφισης των παλαιών ναών και της αντικαταστάσεώς τους με νεώτερες κατασκευές. Οι ναοί που δεν ανακαινίστηκαν εξ ολοκλήρου υπέστησαν τεράστιες επεμβάσεις, οι οποίες άλλαξαν εντελώς την μέχρι τότε όψη τους εσωτερικά και εξωτερικά. Οι τοιχοποιίες καλύφθηκαν με σοβά και βάφτηκαν, τα πλακόστρωτα δάπεδα αντικαταστάθηκαν με μωσαϊκά ή ακόμη και με τα συνηθισμένα πλακάκια, παλαιά τέμπλα και εικόνες αλλάχτηκαν και αχρηστεύθηκαν, γυάλινα φωτιστικά μπήκαν στη θέση των μπρούτζινων πολυελαίων, ενώ ακόμη και τα - πολλές φορές - μεγάλης αξίας ασημένια ιερά σκεύη (δισκοπότηρα, θυμιατήρια, εξαπτέρυγα, σταυροί κ. ά.) παραμερίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από τα ευτελή κράματα μετάλλου, που γυαλίζουν περισσότερο…
Όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, συνέβησαν όχι με κακή αλλά με καλή πρόθεση και μάλιστα με την καταβολή μεγάλων χρηματικών ποσών. Συνέβησαν όμως, σε συνδυασμό με μεγάλη δόση άγνοιας, η οποία δεν είχε να κάνει μόνο με την επαρχία και τα χωριά και τους κατοίκους της. Ας μη λησμονούμε, πως την ίδια περίοδο, καταστράφηκε από την τσιμεντοποίηση και την άναρχη, άκρατη και εντελώς ακαλαίσθητη δόμηση η ιστορική και μέχρι τότε κομψή και υγιεινή πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους μας, η Αθήνα. Θα ήταν μάλλον ρομαντισμός και στην πράξη ακατόρθωτο να διαφύγει από την ίδια μοίρα η επαρχία. Όμως, το ρολόι του χρόνου δυστυχώς, δεν γυρίζει πίσω. Ό γέγονε γέγονε. Το ζητούμενο είναι εμείς, οι οποίοι έχουμε σήμερα στα χέρια μας την ευθύνη της διαχείρισης της ζωής μας, να αντιληφθούμε το δικό μας χρέος και με θετικό τρόπο να βαδίσουμε την πορεία μας στο χρόνο.
Ο πολιτισμός δεν είναι υπόθεση μόνο της ιστορικής έρευνας και ούτε εξαντλείται στις προθήκες των μουσείων. Είναι στοιχείο της καθημερινότητάς μας και ουσιαστικά είναι η ίδια μας η ζωή. Είναι η δημιουργία αλλά και η απόλαυση μέσα στην ανθρώπινη ζωή και δραστηριότητα. Ιδιαίτερα σήμερα, που μετά από την απαξίωση δεκαετιών, το γνήσιο και το παραδοσιακό επανέρχονται πάλι στη ζωή μας και αναγνωρίζεται η αξία τους και η διαχρονικότητά τους. Σήμερα είναι ευκαιρία, που η παράδοση όχι μόνο αναγνωρίζεται, αλλά προστατεύεται και χρηματοδοτείται, να περισώσουμε και να αναδείξουμε, ότι κατόρθωσε να μείνει ανέπαφο. Προσπαθώντας ακόμη περισσότερο, ίσως πετύχουμε να αποκαταστήσουμε και εκείνα, που τα σφάλματα του παρελθόντος αλλοίωσαν σε μεγάλο βαθμό. Η χριστιανική παράδοση άλλωστε, φέρει μέσα της τη δική της δυναμική, που δοκιμάστηκε στο χρόνο και μπορεί να δώσει ολοκληρωμένες απαντήσεις στα αναπάντητα ερωτήματα του ανθρώπου και λύσεις στα σημερινά του αδιέξοδα.
Κάθε ανθρώπινη γενιά, αφήνει τα δικά της σημάδια στο χρόνο που περνάει και κρίνεται για τις επιλογές της. Κάθε νεώτερη γενιά επίσης διεκδικεί για τον εαυτό της τα καλύτερα και κυρίως την πρόοδο του πολιτισμού, σε σχέση με τις προηγούμενες. Ένα στοιχείο που κρίνει σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία του αγώνα και των προσπαθειών της καθεμιάς είναι η σχέση τους με το παρελθόν. Κατά πόσο δηλαδή, χρησιμοποιεί και στηρίζεται στα επιτεύγματα των παλαιοτέρων, αλλά και διδάσκεται από τα σφάλματα και τις αποτυχίες τους. Σήμερα, το ερώτημα αυτό απευθύνεται σε μας και το βάρος της απάντησης πέφτει στη δική μας γενιά. Ποια θα είναι η απάντηση, ο χρόνος θα δείξει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου