Ζούμε δυστυχώς
έναν πρωτόγνωρο ιδιότυπο «πόλεμο» από την σύγχρονη λοιμική νόσο (Covid-19), σε παγκόσμιο επίπεδο. Βιώνουμε
πρωτοφανή και συγκλονιστικά γεγονότα. Καθημερινά παρακολουθούμε από τα ΜΜΕ εκατοντάδες
θανάτους παγκοσμίως, με τις μελλοντικές επιστημονικές προβλέψεις να είναι
δυσοίωνες ή, στην καλύτερη περίπτωση, συγκρατημένα αισιόδοξες. Έτσι,
διακατέχουν τις ψυχές των ανθρώπων δυνατά συναισθήματα, φόβου, αγωνίας, θλίψης,
απογοήτευσης, μελλοντικής ανασφάλειας κ.ά. Έχει δηλαδή δημιουργηθεί στις ψυχές
των ανθρώπων μία σύγχυση. Και, γνωρίζουμε από την Ορθόδοξη Παράδοση, πως
σύγχυση στη καρδιά του ανθρώπου δημιουργεί μονάχα ο πονηρός, αντίθετα, το
Πνεύμα το Άγιο δημιουργεί ανάπαυση και
γαλήνη στη καρδιά. Επομένως, είναι προφανές ότι πρόκειται για έναν φοβερό
πειρασμό και μία άνευ προηγουμένου δοκιμασία σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν
απογοητευόμαστε βέβαια ποτέ, αλλά κρατούμε με όλες τις ψυχικές δυνάμεις μας την
πίστη (εμπιστοσύνη) μας στον Θεό, ο
Οποίος κρατά στα χέρια Του την ζωή μας ολόκληρη. Αφού, γνωρίζουμε άλλωστε, πως
ο αγαθός Θεός ενδιαφέρεται για τα πετεινά του ουρανού, πόσο μάλλον για τον
άνθρωπο, που έχει ανεκτίμητη αξία η ψυχή και η ζωή του (πρβλ. Ματθ. 6, 26). Από την άλλη μεριά όμως, από πνευματικής
επόψεως, η ασθένεια και η θλίψη είναι το κατεξοχήν φάρμακο της Πρόνοιας του Θεού, να φέρει τον άνθρωπο κοντά Του και
να αυξήσει την αρετή του. Επιτρέπει ο Θεός μία δοκιμασία στη ζωή του ανθρώπου
προς πνευματική ωφέλεια, τόσο σε προσωπικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Επομένως, η πίστη στην Πρόνοια του Θεού αποβάλλει την ολιγοπιστία και
πλημυρίζει την ανθρώπινη ψυχή με μία ανεκλάλητη και ανεξήγητη ελπίδα και χαρά,
μπροστά σ’ ένα υποτιθέμενο ζοφερό και απροσδιόριστο (κοινωνικό, εκκλησιαστικό κ.ά.) μέλλον. Με άλλα λόγια, διαμέσου της πίστης
και της προσευχής, ο πόνος της ζωής μας γίνεται ζωντανή συνομιλία με τον Θεό
και αλλάζει προσανατολισμό και προοπτική.
Σε
ψυχολογικό επίπεδο, ο άνθρωπος σκέφτεται τις ψυχολογικές επιπτώσεις της
εξάπλωσης του κορωνοϊού. Είναι πολύ σημαντικό στη φάση που βρισκόμαστε, να
τηρούμε τους κανόνες υγιεινής και να είμαστε υποστηρικτικοί όχι μόνο στους
ανθρώπους που είναι άρρωστοι, αλλά και σ’ αυτούς που έχουν άγχος. Άλλωστε, ο
πανικός είναι κακός σύμβουλος και δεν μας οδηγεί σε σωστές αποφάσεις. Η κρίση
είναι μια παροδική κατάσταση η οποία αποσταθεροποιεί το άτομο, το οποίο έρχεται
αντιμέτωπο με μια απειλητική περίσταση, που την αντιλαμβάνεται ως σημαντική.
Επιπλέον, εκείνη τουλάχιστον τη στιγμή που συμβαίνει, δεν μπορεί ούτε να την
αποφύγει ούτε να την επιλύσει με τις συνήθεις δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων
που διαθέτει (Caplan, 1964). Συνήθως,
πρόκειται για μια συναισθηματικά απειλητική κατάσταση που συνδέεται με αλλαγές
στις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες ζει. Στην περίπτωση της ολοένα και
αυξανόμενης εξάπλωσης του κορονοϊού, αντιμετωπίζουμε μια κατάσταση κρίσης, η
οποία προκαλεί αναστάτωση, άγχος, αποδιοργάνωση και εσωτερική ένταση. Ωστόσο, ο
καθηγητής Ψυχολογίας Baruch Fischhoff (Carnegie
Mellon University USA) αναφέρει, ότι υπάρχει αυξημένο άγχος από το ένα μέρος,
αλλά από το άλλο σε περιόδους κρίσεις, όπως είναι η συγκεκριμένη, οι άνθρωποι
τείνουν να μαζεύονται μαζί και να υποστηρίζει ο ένας τον άλλον (βλ. Κ. Μέγαρη, 9/03/2020).
Εκτός από την σωματική κόπωση, οι γιατροί δέχονται επίσης και μεγάλη ψυχολογική
πίεση με αρνητικό συναισθηματικό αντίκτυπο, που ίσως να επηρεάζει την ομαλή
λειτουργία τους στο Νοσοκομείο. Υπάρχουν επομένως και ψυχολογικές επιπτώσεις
στο νοσηλευτικό προσωπικό, τις οποίες καλούνται να διαχειριστούν μέσα στο βαρύ
κλίμα της πανδημίας.
Αυτή η παγκόσμια
πανδημία, χωρίς αμφιβολία, έχει τα χαρακτηριστικά Βιβλικής καταστροφής. Παραμερίστηκε ή λησμονήθηκε ο Θεός
από τον σύγχρονο άνθρωπο, παρασυρόμενος από τους ταχύτατους (ηλεκτρονικούς) ρυθμούς της ζωής του. Αυτή η νόσος, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, ότι είναι
καρπός της αυτοθέωσης του ανθρώπου. Επομένως, ήταν,
δυστυχώς, αναμενόμενο φαινόμενο μία πρωτόγνωρη κρίση, αποτέλεσμα της
μετανεωτερικότητας, η οποία επικεντρώνεται στα κοινωνικοπολιτικά τεκταινόμενα
του δυτικού κόσμου, όπου προβάλλεται η ανθρωπολογία ενός ανιστορικού τύπου, που
ζεί μόνο για το «εδώ και τώρα» (hic et nunc) και ενδιαφέρεται μόνο για το
«ενδοκοσμικό» γίγνεσθαι της απόλαυσης της υπερκατανάλωσης σε τοπικό χρόνο και
χώρο, απόρροια της ανεξέλεγκτης οικονομίας. Υπ’ αυτή την έννοια, ο άνθρωπος
κινδυνεύει να μεταβληθεί σ’ ένα παράλογο αγώνα δρόμου, για να μην γεράσει ποτέ,
αρνούμενος ακόμη τον ίδιο τον εαυτό του και την ανθρώπινη φύση του. Σε αυτό το
πλαίσιο, ο μετανεωτερικός άνθρωπος έχει γίνει μέρος του «πολιτισμού της
εικόνας» και έχει απομακρυνθεί από τον «πολιτισμό του λόγου». Σε αυτή την
συνάφεια, όταν ο λ(Λ)όγος υποχωρεί, επιδρά καταλυτικά στην ανθρώπινη συνείδηση,
με αποτέλεσμα όχι μόνο την γλωσσική ανεπάρκεια του αυθεντικού (ευαγγελικού) λόγου, αλλά και την απουσία
της πραγματικής σχεσιακότητας του ανθρώπου (το
εγώ με το συ), τόσο στο επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων, όσο και με τον
Θεό. Συνεπώς, ο μετανεωτερικός άνθρωπος θεωρεί ότι είναι αυτονομημένος και,
παράλληλα, πιστοποιεί την «κοινωνία της αδιαφορίας», αφού προτιμά την ατομική
του οχύρωση και κατοχύρωση. Διαπιστώνεται θλιβερά, ότι αυτός ο άνθρωπος δεν
κοινωνεί ουσιωδώς των πραγμάτων καθότι δεν κατέχει ουσιωδώς λόγο, ακόμη κι όταν
αντιδρά σε μορφές καταπίεσής του. Έτσι, όμως, η διαμόρφωση αυτού του
ανθρωπολογικού τύπου, δεν έχει να προσφέρει τίποτα ούτε στον ίδιο τον άνθρωπο,
αλλά ούτε και στην κοινωνία ολόκληρη (πρβλ.
Δ. Μπαλτά). Φαίνεται πως περιορίζονται τα όρια της ελευθερίας μας στην
μετα-εποχή, μιας αξίας πανανθρώπινης. Όμως, τις Θερμοπύλες της ελευθερίας μας δεν φυλάσσουν αποτελεσματικά οι
φοβικές μας προκαταλήψεις, αλλά το ελεύθερο
πνεύμα και το ελληνικό παράδειγμα (paradigm), μέσα από τον πνευματικό πολιτισμό, ιδιαιτέρως
εκφραζόμενο από την πανανθρώπινη προοπτική του χριστιανικού μηνύματος, του
σταυροαναστάσιμου ήθους, με οικουμενική εμβέλεια και ανταπόκριση.
Πρωτόγνωρες
συνθήκες διαβίωσης για τα σύγχρονα πολιτισμικά δεδομένα, «φυλακισμένοι» οι
άνθρωποι στα ίδια τους τα σπίτια! Η κάθε ημέρα μέσα σ’ αυτόν κυκεώνα, μας
φαίνεται αιώνας. Ωστόσο, ο άνθρωπος ως λογική ύπαρξη,
είναι προσαρμοστικό όν, μπορεί να προσαρμόζεται πιο εύκολα σε σχέση με άλλα
όντα, σε διαφορετικές συνθήκες διαβίωσης. Πρωτοφανή δεδομένα
για τον σύγχρονο τεχνολογικό πολιτισμό και την επιστημονική πρόοδο του
ανθρώπου, όπου αποκαλύπτεται ίσως η
ανεπάρκεια ή αδυναμία, αλλά και η πρόκληση της επιστήμης να εξαλείψει
ολοκληρωτικά τις νέες ασθένειες που εμφανίζονται στην εποχή μας. Δοκιμάζεται η
αντοχή, το ήθος και η ανθρώπινη ζωή εν γένει, βλέποντας να αυξάνονται ραγδαίως
τα μολυσμένα κρούσματα, με τον απόηχο εκατοντάδων θανάτων παγκοσμίως, που
παραπέμπουν σε καταστάσεις πολέμου. Με αποτέλεσμα να συγκλονίζεται η
επιστημονική κοινότητα. Επιπλέον, εκεί που η πανδημία πλήττει ανελέητα ολόκληρο
τον πλανήτη, την ίδια στιγμή, δεν είναι ευκαταφρόνητο το γεγονός πως στη
πατρίδα μας νοσούν τα λιγότερα κρούσματα. Απ’ ότι διαφαίνεται, όμως, θα ζήσουμε
κοσμοϊστορικά και θαυμαστά γεγονότα στην εποχή μας, σ’ ένα συνεχώς
μεταβαλλόμενο κόσμο. Διότι, ως γνωστό, εκεί
που πλεονάζει η αμαρτία, υπερπερισσεύει η Χάρις του Θεού (Ρωμ. 5, 20), με αποτέλεσμα να
υπερκεράζει πάντα το κακό η δύναμη και η αγάπη του Θεού (πρβλ. Εβρ. 2, 14-15). Τώρα είναι η ώρα της δοκιμασίας (Σταυρού), θα έρθει όμως και η λιακάδα (Ανάσταση). Το σίγουρο είναι ότι θα
μείνει στην ιστορία αυτή η πρωτόγνωρη κρίση, αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα της
στους ανθρώπους, όπου θα μιλάμε πλέον για προ
και μετά κορωνοϊού εποχή. Θα έχει
στιγματίσει δηλαδή τις συνειδήσεις των ανθρώπων.
Επιπλέον, με
αφορμή αυτή την λαίλαπα, μας λυπεί το γεγονός, πως με επιπολαιότητα και μη
κατανοώντας την κρισιμότητα και την σοβαρότητα αυτής της δυσμενής κατάστασης,
εξαπολύουμε «χολή και όξος» εναντίον παντός «υπευθύνου», επιστρατεύοντας
διάφορα λογικά επιχειρήματα που, εκ πρώτης όψεως, με καλή διάθεση ορμώμενοι
φαίνεται να καθίστανται δικαιολογημένα, ωστόσο, επενδυμένα ενίοτε μ’ έναν
αδιόρατο εγωϊσμό, υποκρύπτουν δηλαδή έναν δυσδιάκριτο εγωκεντρισμό, που δύσκολα
διακρίνεται λόγω έλλειψης αυτογνωσίας (ταπείνωσης)
και πνευματικής διάκρισης, με αποτέλεσμα να ευτελίζεται όλος ο συλλογισμός μας
και η αυθεντία μας! Όπως προκύπτει, αφού έχει προφητευθεί, πάντα θα είναι ο
Χριστός «σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,
34). Εξάλλου, έχουμε την τάση να είμαστε φιλοκατήγοροι, απόρροια του
μεταπτωτικού (αμαρτωλού) ανθρώπου. Η
αλήθεια βέβαια να λέγεται και να βιώνεται με διάκριση, πάντα «αληθεύοντες εν
αγάπη» (Εφεσ. 4, 15), μη διαγράφοντες
όμως αλλήλους. Όπως λέει μία ινδιάνικη παροιμία: «Μην κρίνεις κάποιον, πριν
περπατήσεις δύο φεγγάρια με τα παπούτσια του». Αλλά και ο ευαγγελικός λόγος
ορίζει: «Μην κρίνετε τους συνανθρώπους σας, για να μην σας κρίνει κι εσάς ο
Θεός» (Ματθ. 7, 1). Αν δεν μπεις στα παπούτσια του άλλου (πρβλ. αλληλοπεριχώρηση/ενσυναίσθηση),
δεν ξέρεις την ζωή του και τι περνάει! Πολλές φορές οι άνθρωποι δεν «μπήκαμε»
στα παπούτσια των άλλων και, συνεπώς, δεν γνωρίζουμε τις αγωνίες και τον ψυχικό
πόνο τους, για την ζοφερή κατάσταση που ζούμε. Για την πνευματική ευθύνη που
έχουν έναντι Θεού και ανθρώπων, αλλά και τον καθημερινό σταυρό που σηκώνουν για
χάρη των άλλων. Ο σκοπός είναι να νιώσουμε τον πάσχοντα (πνευματικά και
σωματικά) ασθενή άνθρωπο. Άρα, «χρή σιγάν, ή κρείσσονα σιγής λέγειν» (Πυθαγόρας). Αν δεν μπορούμε να πούμε
κάτι καλό για τον άλλο, καλύτερα να σιωπούμε.
Ο πνευματικός
άνθρωπος, όμως, ο «εν Χριστώ» άνθρωπος βλέπει διαφορετικά τα τεκταινόμενα και
αξιολογεί με «πνευματικό μάτι» τις ανθρώπινες καταστάσεις. Ο πνευματικός
άνθρωπος βλέπει βαθύτερα, καθώς διαβλέπει πίσω από τα επιφαινόμενα την ουσία
των πραγμάτων και των γεγονότων και ανάγεται ο νούς του αμέσως στον Θεό,
βλέποντας τις ψυχοπνευματικές ωφέλειες πίσω από κάθε δυσκολία και δοκιμασία. Κι
αυτό, γιατί έχει διάκριση και μνήμη Θεού. Ο πνευματικός άνθρωπος σιωπά και
προσεύχεται. Άλλωστε, «Θεολόγος είναι αυτός που ξέρει αληθινά να προσεύχεται» (Ευάγριος Ποντικός/Νείλος Ασκητής). Αφού
γνωρίζει από την εν Θεώ εμπειρία του, πως η προσευχή μπορεί να αλλάξει το
παγκόσμιο γίγνεσθαι. Έχει τόση δύναμη η προσευχή, όταν συνοδεύεται με ταπείνωση
και πίστη πολύ, που δύναται να ανατρέψει τα βδελυρά ανθρώπινα σχέδια. Όπως
χαρακτηριστικά τονίζει ο άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: «Οι ισχυροί του κόσμου
έχουν τα δικά τους σχέδια, αλλά μέσα από αυτά προωθείται άθελά τους το σχέδιο
του Θεού»! Εξάλλου, «καλύτερα ν' ανάψεις ένα κερί παρά να καταριέσαι το
σκοτάδι», λέει μία κινεζική παροιμία. Η προσευχή είναι το απαύγασμα της αγάπης
του πνευματικού ανθρώπου. Με την προσευχή καταργούνται οι φυσικές αποστάσεις
και ενώνονται οι καρδιές, αναγάγοντας πνευματικά τους ανθρώπους στον ουρανό,
αρπάζοντάς τους νοερώς στον θρόνο του Θεού. Η «εύλαλη σιωπή» είναι πολύ σημαντική
στην Ορθόδοξη Παράδοση, αφού η σκέψη (ενδιάθετος
λόγος) προηγείται της ομιλίας, καθώς επίσης, η σιωπή αποτελεί δείγμα
σεβασμού, προσευχής και περισυλλογής του «έσω ανθρώπου» (πνευματική υπόσταση), του «κρυπτού της καρδίας άνθρωπου» (Α’ Πέτρ. 3, 4), σε περιπτώσεις θλίψης,
αρρώστιας και δοκιμασίας. Η προσευχή αποτελεί έκφραση αγάπης προς όλο τον
κόσμο. Άρα, οι πνευματικοί άνθρωποι προσεύχονται γιατί αγαπάνε, και αγαπάνε γι’
αυτό προσεύχονται υπέρ όλης της κτίσης (πρβλ. καύση καρδίας, Ισαάκ του Σύρου). Η μνήμη Θεού, που εμπεριέχει το
βαθύτερο νόημα και την έννοια της ζωής, δίνει αδιάκοπη αγάπη και γεμίζει όλη
την ανθρώπινη ύπαρξη με την θεία χαρά και του μυστηρίου της ζωής, έχοντας
σεβασμό προς όλες τις μορφές ζωής επάνω στον πλανήτη. Έτσι, ο πνευματικός
άνθρωπος, μπορεί να βλέπει πιο καθαρά τα μυστήρια της ζωής (πρβλ. λόγοι των όντων). Διότι, στο βαθμό
που πάσχει η εσωτερική/πνευματκή μας ζωή, αντανακλάται και προς τον κόσμο η
πνευματική μας ανεπάρκεια. Ενώ, αντίθετα, όσο είναι γεμάτη Χάρη Θεού η ζωή μας,
τόσο αντανακλάται και προς τα έξω η
θεία Χάρις. Ο σύγχρονος άνθρωπος διψά για την «εύλαλη σιωπή», την εμπειρική
θεολογία περισσότερο, παρά για κοινότυπους λόγους, δίχως ουσία και Χάρη Θεού.
Μη ξεχνάμε, όμως,
ότι ιστορικά προχωρούμε προς τα έσχατα. Αυτό το γεγονός βέβαια δεν πρέπει να
μας ανησυχεί, αλλά να μας έχει σε μία πνευματική επαγρύπνηση, σε προσευχή και
μετάνοια, δηλαδή να είμαστε θεολογικά σε εγρήγορση (μνήμη Θεού), διότι δεν ξέρουμε πως και πότε έρχεται ο Κύριος στη
ζωή μας, «σαν κλέφτης εν νυκτί» (Α’ Θεσ.
5, 2. Ματθ. 24, 44). Έτσι, λοιπόν, να τηρήσουμε
πάση φυλακή στη καρδία μας (Μ. Βασιλείου, PG 31, 640), να είμαστε σε εγρήγορση
και νήψη (εσωτερική ενάργεια, έλεγχο της
καρδιάς και του νού, κοινωνία με τον Χριστό), καλλιεργώντας την καρδιά μας
με την προσευχή, ώστε να μην απατηθούμε από τους νοητούς κλέφτες της ψυχής μας.
«Γι’ αυτό δεν μας έκανε γνωστή ο Θεός την τελευτή μας, για να δηλώσει, ότι
πρέπει να κάνουμε εμείς την σπουδή και την πρόνοια της ζωής μας» (Ι.
Χρυσόστομος, PG
49, 263). Και, «γι’ αυτό έρχεται ο Κύριος ως
κλέφτης την νύχτα, όχι για να μας “κλέψει”, αλλά να μας κάνει ασφαλέστερους»,
διατείνεται ο ιερός Χρυσόστομος (PG
56, 278). Όλα τα κάνει ο Θεός από άπειρη
αγαθότητα προς ωφέλεια και σωτηρία του ανθρώπου. Συνεπώς, όσοι άνθρωποι
εμπιστεύονται τον Θεό και παραδίδουν την ζωή τους στην Θεία του Πρόνοια, όλα θα
συνεργήσουν στο αγαθό, αφού «αυτοί που αγαπούν τον Θεό, τα πάντα συνεργούν στο
αγαθό» (Ρωμ. 8, 28).
Πολλές φορές,
κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, επιτρέπει ο Θεός να βασανιζόμαστε στη ζωή μας από την τρικυμία των θλίψεων και των
πειρασμών, για να ασκούμαστε στην καρτερικότητα και την υπομονή (βλ. Ομιλία 32, PG
151). Εξάλλου, «η υπομονή είναι πικρή,
αλλά ο καρπός της είναι γλυκός» (Ζάν-Ζάκ
Ρουσσώ). Εμφανίζεται όμως ο Χριστός σε αυτούς την στιγμή που Τον
επικαλούνται, για να τους δείξει ότι Αυτός είναι ο Θεός των όλων που δίνει χέρι
βοηθείας σ’ αυτούς που τον επικαλούνται (βλ.
Γ. Παλαμά, όπ. παρ.). Πραγματικά, όταν ο άνθρωπος κάνει υπομονή, του δίνει
ο Θεός πολύ Χάρη, διότι «ο υπομένων είς τέλος ούτος σωθήσεται» (Ματθ. 24, 13). Όταν όμως απουσιάζει ο
Χριστός στις ώρες των καταιγίδων της ζωής μας, τότε αναπόφευκτα κινδυνεύουμε να
καταποντιστούμε στην απόγνωση και την απελπισία. Δεν μας εγκαταλείπει όμως ο
Θεός, αλλ’ αντιθέτως, εμείς Τον εγκαταλείπουμε με την αμαρτία μας, κατά τους
Πατέρες (πρβλ. Εβρ. 13, 5), αφού η
αμαρτία αποτελεί αρρώστια της ψυχής (Κλήμη
Αλεξανδρείας, Λόγος Προτρεπτικός, 11, ΒΕΠΕΣ 7, 74). Η αμαρτία εισέρχεται ως
«μεσότοιχον» ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό, εμποδίζοντας έτσι την θεία
κοινωνία. Γι’ αυτό έπειτα ο Θεός με την αγαθότητά Του, χρησιμοποιεί οικονομία και παιδαγωγία με διάφορους τρόπους, για την σωτηρία του ανθρώπου.
Μία νότα
αισιοδοξίας μας προσφέρεται από την Εκκλησία τώρα και πάντοτε, πως οποιαδήποτε
ανθρώπινη κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με θερμή και έμπονη καρδιακή
προσευχή. Δηλαδή, η προσευχή που πονάει για τους άλλους ανθρώπους και η οποία,
βοηθάει στον άνθρωπο να έρθει η εσωτερική
καλοσύνη. Ο πόνος μας να γίνεται συμπόνια για τους άλλους με την προσευχή. Για
τον Θεό δεν έχει σημασία η ποσότητα της προσευχής, αλλά η ποιότητα, όταν
γίνεται από την καρδιά μας. Τότε, όταν επιτυγχάνεται αυτή η καρδιακή προσευχή,
ερχόμαστε στη θέση του άλλου (ενσυναίσθηση),
έρχεται φυσιολογικά η αγάπη, ο πόνος, η ταπείνωση, η ευγνωμοσύνη μας στον Θεό
με την συνεχή δοξολογία, όπου η προσευχή καθίσταται ευπρόσδεκτη από τον Θεό για
τον συνάνθρωπό μας και τον βοηθάει (άγιος
Παΐσιος Αγιορείτης). Η προσευχή
μοιάζει με το κλειδί που ανοίγει την πόρτα της ψυχής μας, για να μπει σ’ αυτήν
ο Θεός, λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Αυτή είναι η θεοποιός προσευχή
κατά τους Πατέρες. Η προσευχή έχει την δύναμη να ανατρέψει πραγματικά όλα τα
δεδομένα του κόσμου και την πορεία των γεγονότων. Η προσευχή ενισχύει την πίστη μας στον Θεό και ζωογονεί
την πνευματική μας ζωή, διοχετεύοντας στη ψυχή μας την Χάρη του Αγίου
Πνεύματος. Με θεολογική εμβρίθεια αναφέρει ο
Γέροντας Εφραίμ της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα στο Άγιον Όρος: «Όταν ο άνθρωπος
λέει την ευχή Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν
με, παράγει ενέργεια. Παράγει Χάρη Αγίου Πνεύματος και την θέτει σε δράση…
Διατάσει (τρόπον τινά) αυτή την «φωτιά» της θείας Χάριτος, να ενεργήσει
απανταχού της γής. Και ενεργεί η θεία Χάρη, διότι, το όνομα του Ιησού Χριστού
έχει αυθυπάρχουσα Ενέργεια και Χάρη. Όση Δύναμη και Χάρη έχει η Θεότητά Του. Ο
Αληθινός Θεός». Άρα, μία τέτοια καρδιακή προσευχή, διασκορπίζει την θεία Χάρη
ως άλλη «πυρηνική βόμβα» θα λέγαμε και πλημμυρίζει ευλογία όλο το σύμπαν. Έτσι,
το Άγιο Πνεύμα μεσιτεύει στον Θεό για τον πόνο μας, με «στεναγμούς αλαλήτους» (Ρωμ. 8, 26), που δεν εκφράζονται με
λέξεις.
Επικαλούμενοι το
άγιο όνομα του Χριστού, με την ησυχαστική προσευχή, παραμένουμε στην παρουσία
του Θεού με το νού στην καρδιά μας. Το Θείο όνομα του Χριστού προσκομίζει στον
άνθρωπο την θεία Χάρη Του, διότι είναι ενωμένο (οντολογικά) με το Πρόσωπό Του και εισάγει τον άνθρωπο στην παρουσία
Του. Η παρουσία του Χριστού, που είναι καθαρτική, καθαρίζει τον άνθρωπο από τις
αμαρτίες του και τον ανακαινίζει πνευματικά, καθώς επίσης, επιφέρει τον φωτισμό
της καρδιάς. Επομένως, το κυριότερο μέλημα της ζωής μας και η αδήριτη
πραγματικότητα της «εσωτερικής θρησκευτικότητας», είναι (ή θα πρέπει) η εκζήτηση πρώτα της βασιλείας του Θεού και
όλα θα προστεθούν τα υπόλοιπα που έχουμε ανάγκη (Ματθ. 6, 33). Τότε με την
Χάρη του Θεού τα προβλήματά μας θα λυθούν και θα βγούμε απ’ όλα τα αδιέξοδα που
μας βασανίζουν και μας αγχώνουν. «Η προσευχή πάντα στηρίζει», τονίζει ο άγιος
Ιάκωβος Τσαλίκης. Μη χάνουμε την ζωντανή και πνευματική επικοινωνία με τον
Χριστό, διαμέσου της προσευχής. Το θέμα είναι πως θα σχετισθούμε καλύτερα με
τον Θεό μέσω της προσευχής, αλλά και με τους συνανθρώπους μας. Άλλωστε, ο
άνθρωπος ως υπαρξιακή σχέση, δεν είναι αυτο-αναφορικός, αλλά έχει αναφορά τον
Θεό μέσω της προσευχής. Είναι η σχέση που έχει ο άνθρωπος με τον Θεό μέσω της
πίστης (εσωτερική δύναμη), που
ελπίζει στον Θεό και όχι στον εαυτό του. Αυτό έγκειται στην ελεύθερη πίστη μας,
ώστε να ενεργήσει στη ζωή μας ο Χριστός, διαβεβαιώνοντας: «εί δύνασαι
πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μαρκ.
9, 23). Πρέπει, θα λέγαμε, όμως να υπάρξει η κατάλληλη προετοιμασία και η
πνευματική διάθεση (δεκτικότητα) της
ψυχής μέσω της άσκησης, ώστε να ενεργήσει το Άγιο Πνεύμα το θαύμα και να το
δεχθεί ο άνθρωπος. Ο Θεός μπορεί, αν ο άνθρωπος θέλει (βλ. αυτεξούσιο). Η πίστη όμως προϋποθέτει την επίσκεψη της θείας
Χάριτος (θεία συνέργια). Να μην
ολιγοπιστούμε και να μην φοβόμαστε όταν έχουμε βοηθό και προστάτη τον Κύριο
Ιησού στην «τρικυμισμένη» πορεία της ζωής μας (πρβλ. Ματθ. 14, 25-33). Διότι Αυτός μας λέει έχετε θάρρος και
πιστεύετε, «εγώ είμαι η ζωή και η ανάσταση» (Ιωάν. 11, 25). Επομένως, να δούμε με «πνευματικό μάτι» αυτή την
κρίση, ως μία πνευματική ευκαιρία καρδιακής προσευχής και ειλικρινούς
μετάνοιας. Να αξιοποιήσουμε πνευματικά αυτή την δυσκολία και δοκιμασία, και η
δοκιμασία αυτή όταν αξιοποιηθεί πνευματικά, γίνεται ευλογία και μετατρέπεται σε
πηγή πνευματικών Χαρίτων από τον Θεό. Χωρίς καμία απελπισία και πεσσιμισμό,
αλλά με θάρρος, έχοντας πάντα σταθερή και ακλόνητη την ελπίδα μας στον Χριστό,
διότι, κι αν «έν τω κόσμω θλίψιν έχομεν, αλλά θαρρούμεν ο Χριστός νενίκηκε τον
κόσμον» (πρβλ. Ιωάν. 16, 33). Άρα, τι
να φοβηθούμε; Κι αν αρρωστήσουμε ακόμη, όλη η ζωή μας είναι δική Του, αφού τα
πάντα ανήκουν στον Θεό, και τα παρόντα και τα μέλλοντα. Επομένως, «εί το όνομα
Κυρίου ευλογημένον, από του νυν και έως του αιώνος» (Ιώβ. 1, 21). Η πίστη άλλωστε είναι πάντοτε πηγή χαράς.
Ωστόσο, φοβόμαστε
για τον κορωνοϊό και την εξάπλωση της επιδημίας, και δικαίως, αφού είμαστε
αδύναμοι άνθρωποι, αλλά για τον πνευματικό θάνατο που οδηγούμαστε λόγω της
σκληροκαρδίας και αμετανοησίας μας, δεν γίνεται λόγος! Ενώ μεν για τον κορωνοϊό
υπάρχει ελπίδας σωτηρίας μέσω του εμβολίου, ωστόσο, για τον «ιό» της
σκληροκαρδίας μας, η ελπίδα μας είναι μόνο το «εμβόλιο» της Χάριτος του Θεού. Περιμέναμε
άραγε τον κορωνοϊό να μας πεί ότι μία μέρα θα πεθάνουμε; Πορευόμαστε όμως προς
το Πάσχα, προς την Ανάσταση, να μην μας κυριεύει ο φόβος λοιπόν, γιατί η
Ανάσταση του Χριστού πάτησε τον θάνατο, κάθε είδους θάνατο, κατήργησε και τον
βιολογικό (φυσικό) και τον πνευματικό θάνατο ακόμη. Δεν υπάρχει θάνατος,
υπάρχει μόνο αιώνια ζωή. Συνεπώς, θα πορευτούμε με αυτή την πίστη μας,
επικαλούμενοι προσευχητικά την αγάπη του Χριστού, ξέροντας ότι η ζωή μας είναι
ένα πέρασμα (πάσχα στα εβραϊκά), από
τα μάταια στην αιώνια βασιλεία του Θεού. Η αγάπη του Θεού, η οποία νικά τον
φόβο και δίνει στον άνθρωπο την ζωντανή αίσθηση της παρουσίας Του (πρβλ. Α’ Ιωάν. 4, 18). Χωρίς να μας
κυριεύει ο φόβος και ο πανικός, αλλά να έχουμε την αναφαίρετη χαρά της
Αναστάσεως. Άλλωστε, όπως ψάλλουμε στο Μ. Απόδειπνο, «άλλον γαρ εκτός σου
βοηθόν, εν θλίψεσιν ουκ έχομεν, Κύριε των Δυνάμεων ελέησον ημάς» (Ψαλμός Μ. Αποδείπνου).
Θα υποστούμε όμως
την ακούσια έλλειψη της θείας Λατρείας, αφού δεν κάναμε εκούσια μετάνοια. Γι’
αυτό τονίζουν οι άγιοι Πατέρες, για να ταπεινωθούμε επιτρέπει ο Θεός ακούσιες
θλίψεις, επειδή δεν ταπεινωνόμαστε εκουσίως, ώστε να μας ελκύσει με την Χάρη
του και να ωφεληθούμε πνευματικά. Ταπείνωση είναι η επίγνωση (αυτογνωσία) της προσωπικής μας
πραγματικότητας, η αυτοσυνειδησία μας ότι είμαστε αμαρτωλοί ως άνθρωποι, το
«ειδεχθές προσωπείον» μέσα μας (πρβλ.
άσωτο υιό), κατά τον Γρηγόριο Παλαμά. Έτσι, λοιπόν, «η ταπεινοφροσύνη είναι
μεγάλο φάρμακο σωτηρίας», τονίζει ο Μέγας Αθανάσιος (περί Παρθενίας, 5, PG
28, 257), και γίνεται «φάρμακο κατά των
πειρασμών», λέει και ο ιερός Χρυσόστομος (PG 55, 353).
Ενδεχομένως ν’ ακούγεται ο λόγος του ποιητή επίκαιρος, αν παραλληλίσουμε την
νοσταλγία που βιώνουμε εκτός της Εκκλησίας, που ίσως δεν ζήσαμε πραγματικά, γι’
αυτό νοσταλγούμε την απώλεια της. «Ω απέραντη νοσταλγία για κάτι που ποτέ δεν
ζήσαμε, κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας…» (Τάσος Λειβαδίτης). Διαμέσου αυτού του υπέροχου ποιήματος, κάνουμε
τον κατάλληλο συνειρμό για την εκκλησιαστική μας ζωή, την οποία θεωρήσαμε ως
αυτονόητη, όπου βιώνεται και συγχρόνως δεν χορταίνεται, αλλά νοσταλγείται.
Διότι, ζώσα Ζωή δεν είναι μόνο ότι κινείται κι αναπνέει έξω μας, αλλά πολύ
περισσότερο εκείνο που στέκει και σιωπά μέσα μας. Η ζωντανή παρουσία του Θεού.
«Ζεί Κύριος ο Θεός», έλεγε με απλότητα και κατάνυξη ο άγιος Ιάκωβος ο Τσαλίκης!
Δεν είναι μόνο οι στιγμές που ζούμε, αλλά και οι αναμνήσεις που αναμασιούνται
στο νού. Είναι η νοσταλγία για όσα θέλαμε και δεν μπορέσαμε, η λήθη για όσα
μπορέσαμε και δεν θέλαμε! (βλ. Δ.
Χατζημαγιόγλου). Συνεπώς, υπήρξαν πνευματικές επιπτώσεις. Πόσο άγιος και
θεραπευτικός είναι αυτός ο πόνος! Θα εορτάσουμε φέτος μία αληθινή Σαρακοστή,
Σαρακοστή πόνου και μετάνοιας με συντριβή καρδίας. Προς στιγμή σκοτεινιάζει ο
Ήλιος (ο Χριστός), όπως την ημέρα του φρικτού Πάθους Του, για να ανατείλει μετά
η ένδοξη και λαμπρή Ανάστασή Του, μέσα στο πέλαγος της πνευματικής Χαράς. Η θεία
χαρά που νιώθει ο πνευματικός άνθρωπος, παρόλες τις δυσκολίες, δεν έχει καμία
σχέση με την κοσμική χαρά, που επιζητούν ανεπιτυχώς πολλοί άνθρωποι στην
«κοιλάδα του Κλαυθμώνος» (Ψαλμ. 83, 7)
της εφήμερης ζωής. Όλοι οι Άγιοι, αλλά ακόμη ο Χριστός και η Παναγία, πέρασαν
απ’ αυτή την ζωή με πόνο (άγιος Παΐσιος
Αγιορείτης). Και οι άγιοι ως άνθρωποι που ήταν πονούσαν, αλλά μετέτρεπαν
τον πόνο τους σε θερμή προσευχή, προκειμένου να λάβουν δύναμη εξ’ ύψους. Όταν,
λοιπόν, ελπίζουμε και εμπιστευόμαστε την ζωή μας στα χέρια του Θεού, θα μας
λυτρώσει από τις θλίψεις που μας ταλαιπωρούν, γιατί Αυτός είναι η καταφυγή και
η προστασία μας, καθότι είναι μεγάλη η αγαθότητα Του και η αγάπη Του μέσω της
παρουσίας Του (βλ. Ψαλμ. 30). Καθώς,
επίσης, όπως διατείνεται ο Μ. Βασίλειος, «όποιος δεν ζητεί από τον Θεό γήινα
και πρόσκαιρα πράγματα, αλλά μεγάλα και ουράνια (βλ. μνήμη Θεού), αυτός ο άνθρωπος, ακόμη κι αν σιωπά με την γλώσσα
και το στόμα του, αλλ’ όμως φωνάζει πολύ με το νού και την καρδία (ψυχή) του, η κραυγή του φθάνει στα αυτιά
του Θεού· γι’ αυτό και εισακούεται η προσευχή του από τον Θεό και λυτρώνεται
από κάθε θλίψη» (Ευθυμίου Ζυγαδηνού, Ερμηνεία
στους Ψαλμούς, τόμ. Α’, Κων/πολη 1821, σελ. 274).
Ήρθε η ώρα
επιτέλους να εκτιμήσουμε αυτά που θεωρούσαμε ως αυτονόητα ή δεδομένα, όπως την
πίστη μας, την Θεία Λειτουργία, την υγεία μας και την ζωή μας ολόκληρη, η οποία
αποτελεί θείο δώρο και που, δυστυχώς, αρκετές φορές η καθημερινή πραγματικότητα
πικρά μάς διαψεύδει. Να εκτιμήσουμε τα αγαπημένα μας πρόσωπα γι’ αυτό που
είναι. Είναι η κατάλληλη ώρα του πνευματικού απολογισμού, ειδικά αυτή την
ευλογημένη περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής. Να επανεκτιμήσουμε την καθημερινότητα,
που την θεωρούσαμε ως δεδομένη και βαρετή, γιατί τελικά τίποτα ανθρώπινο δεν
είναι δεδομένο. Κάθε δοκιμασία μας βάζει ή μας «υποχρεώνει», σε μία διαδικασία
αναστοχασμού. Να φιλοσοφήσουμε την ζωή. Φέτος θα σηκώσουμε πραγματικά τον σταυρό
μας, όχι θεωρητικά, αλλά στον προσωπικό μας Γολγοθά,
μέσω αυτής της γενικευμένης δοκιμασίας, ώστε με ασφάλεια να οδηγηθούμε και στην
ανάσταση. Άλλωστε, ανασταίνεται ο Χριστός, δεν γίνεται να μην γίνουμε καλά.
Πιστεύω ακράδαντα, πως ο Θεός θα μετατρέψει σε καλό (ευλογία) όλο αυτό τον πειρασμό, αλλάζοντας τον άνθρωπο με την Χάρη
Του προς το αγαθότερο, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Διότι, κάποιοι άγιοι
άνθρωποι (Άγιον Όρος κ.α.)
προσεύχονται γονατιστοί αυτή την στιγμή για την σωτηρία μας. Αρκεί κι εμείς να
είμαστε δεκτικοί της Θείας Χάρης με μετάνοια. Θεωρώ, πως μέσα από αυτή την
σκληρή και πικρή δοκιμασία, θα αναγεννηθούμε πνευματικά όπως ο Φοίνικας (μυθικό πουλί), που αναγεννάται μέσα από
τις στάχτες του (πρβλ. Ιώβ. 29, 18)!
Δεν θα μας εγκαταλείψει ο Θεός. Γι’
αυτό να εκλάβουμε ως πιστοί άνθρωποι αυτό τον οδυνηρό περιορισμό, ως μία
πνευματική ευκαιρία διόρθωσης του «παλαιού εαυτού» (αμαρτωλού)
μας, για τις πολλές και ανεπαίσθητες αμαρτίες μας. Ο
Θεός όμως δεν θέλει ποτέ τον θάνατο του αμαρτωλού, αλλά την σωτηρία του (βλ. Ιωάν. 3, 16. Λουκ. 9, 56). Ας
μετανοήσουμε «εκ ψυχής», όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στους κατοίκους
της Λήμνου, που μαστίζονταν από λοιμό. Ακούγεται τώρα στο νού μας ως κάλεσμα
μετανοίας, όσο ποτέ άλλοτε ο κατανυκτικός ύμνος του Μ. Κανόνα. Μπαίνει στο στόμα του πιστού σαν φωνή, σαν αφυπνιστικός
σεισμός, στην κοιμωμένη και ραθυμούσα ψυχή του: «Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα τι
καθεύδεις, το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι· ανάνηψον ούν, ίνα φείσηταί
σου Χριστός ο Θεός, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών» (Ανδρέου Κρητός). Να ξυπνήσει η ψυχή μας από τον ύπνο της ραθυμίας (ψυχική αναισθησία) γιατί το τέλος είναι
κοντά, ώστε να την ελεήσει ο Χριστός, που γεμίζει τα πάντα με την πανταχού
παρουσία Του. Συνεπώς, το «κλειδί» της σωτηρίας είναι η μετάνοια.
Κατ’ οικονομίαν
εκκλησιαστικώς και αγάπη προς τον συνάνθρωπο αντιμετωπίζεται η νόσος με τις
Εκκλησίες κλειστές για την διασφάλιση του αγαθού της δημόσιας υγείας, και ίσως
να σκεφτούμε πως αφανώς βάλλεται η Εκκλησία, όπως άλλωστε σε όλη την ιστορική
πορεία της. Παραδόξως όμως, «η Εκκλησία μπορεί να κλυδωνίζεται, αλλά δεν
καταποντίζεται» (Ι. Χρυσόστομος, Προς
Ευτρόπιο, 1, PG
52, 398). Εξάλλου αυτή είναι η δόξα της
Εκκλησίας, το σταυρικό ήθος της Εκκλησίας. Η ζωή της Εκκλησίας είναι μυσταγωγική,
μυστηριακή, ευχαριστιακή, θυσιαστική, και απαιτεί την παρουσία μας και την
μετοχή μας. Παρόλη, λοιπόν,
αυτή την διαφορετική και δυσμενή πραγματικότητα που βιώνουμε, έχω την πεποίθηση
πως οι Εκκλησίες θα γεμίσουν ασφυκτικά από τον πιστό λαό μετά την κρίση, ένας
«πνευματικός σεισμός», με δάκρυα στα μάτια, ευχαριστώντας τον Θεό για τις
άπειρες ευεργεσίες Του. Είτε ενδεχομένως λόγω του συνδρόμου στέρησης, αφού αισθητά λείπει καιρό από την θεία Λατρεία,
είτε από την βαθιά υπαρξιακή του ανάγκη να προσευχηθεί στον Θεό και να τον
λατρέψει μέσα στον Ναό Του, ώστε να πάρει θεία δύναμη και παρηγοριά. Διότι «κάθε
αποχωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος» (G. Eliot).
Εξάλλου, η στέρηση δημιουργεί μεγαλύτερο πόθο για την Εκκλησία και την
φυσική/αληθινή συμμετοχή στα ιερά Μυστήρια. Μακάρι να είχαμε πάντοτε τον πόθο του
εκκλησιασμού και την αυτοσυνειδησία της μετάληψης της θείας Κοινωνίας. Η
Εκκλησία είναι μία πνευματική αγκαλιά. Επομένως με ευσεβή ζήλο να ποθήσουμε την
Εκκλησία. Διότι, χωρίς την Θεία Λειτουργία δεν έχει νόημα η ζωή. Η Θεία
Λειτουργία εμποδίζει το κακό να αυξηθεί. Ωστόσο, δεν έχει τόση πολύ σημασία η
συχνότητα της Θείας Κοινωνίας, ειδικά σε περιόδους κρίσης, όσο ο τρόπος
προσέλευσης στο Μυστήριο, δηλαδή με καθαρή καρδιά και πνεύμα συντετριμμένο και τεταπεινωμένο (Ψαλμ. 50, 19), όπου ο
αγαθός Θεός ποτέ δεν εξουδενώνει μία
ταπεινωμένη καρδιά. Είναι η υψοποιός ταπείνωση
(πρβλ. Λουκ. 18, 14), καθώς «στην
ταπείνωση υπάρχει κάτι τόσο ωραίο σαν εκείνη την ώρα να διαβαίνει ο Θεός» (Τάσος Λειβαδίτης), θεολογεί πολύ όμορφα
ο ποιητής.
Επιπροσθέτως,
ποτέ δεν έλειψε από την γή η Εκκλησία της σιγής, δηλαδή των κατακομβών. Αλλά
για να συμπροσευχηθούμε μαζί με την Εκκλησία της σιωπής, πρέπει να εισέλθουμε
στην παρουσία της σιγής για να την συναντήσουμε και να την αναγνωρίσουμε. Αυτές
τις δύσκολες και κρίσιμες στιγμές της παγκόσμιας συμφοράς από την λοιμώδη νόσο,
η σιωπηλή Παναγία αφουγκράζεται την σιγή των δεομένων ανθρώπων – «Χαίρε σιγής
δεομένων πίστις. Χαίρε νύμφη ανύμφευτε» (βλ.
Μελίτωνος, Μητρ. Χαλκηδόνος). Στην
Εκκλησία, λοιπόν, όλα τα θέματα της ζωής μας, τα κάνουμε θέμα προσευχής και γευόμαστε
τον προσωπικό μας σταυρό, αλλά και την ανάσταση ακόμη. Ο πνευματικός άνθρωπος
βλέπει τα ανθρώπινα γεγονότα και φαινόμενα της εποχής, υπό το πρίσμα της
πνευματικής ζωής και της Ορθόδοξης πίστης. Έτσι, κινείται πάντοτε μέσα στο
πνευματικό πλαίσιο της Εκκλησίας, το οποίο είναι σταυρο-αναστάσιμο, αφού
γνωρίζει εμπειρικά αυτή την ανοδική πρόοδο. Στην Εκκλησία και, ειδικά, στην
Θεία Ευχαριστία, που ενώνεται ο ουρανός με την γή, καθώς ο Υιός του Θεού
συναναστρέφεται με τους ανθρώπους, είναι πολύ έντονη η Θεία Παρουσία. Η ζωντανή
παρουσία του Θεού, δηλαδή η αγιότητα που μεταγγίζεται από την Θεία Λειτουργία,
αλλά και από τους αγιασμένους ανθρώπους. Η συμμετοχή στην Θεία Λειτουργία είναι
απόρροια της καρδιακής σχέσης με τον Χριστό, ο οποίος είναι η πηγή της όντως
Ζωής. Επομένως, η στέρηση της Θείας Λειτουργίας αποτελεί για τους πιστούς
στέρηση Ζωής. Με αποτέλεσμα, χωρίς την Θεία Λειτουργία η ζωή μας είναι
πνευματικά νεκρή και χωρίς νόημα ύπαρξης.
Επίσης, μέσα σ’
ένα συγκινησιακό κλίμα, τελέστηκε για πρώτη φορά ίσως στη Χώρα μας, η διπλή
εορτή της 25ης Μαρτίου, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και η μνήμη της
εθνικής παλιγγενεσίας του 1821. Και οι δύο εορτές μας διδάσκουν την ανδρεία και
εμψυχώνουν το ηθικό μας φρόνημα με βάση την αρετή της ελπίδας, εκεί που
φαίνεται ότι όλα έχουν χαθεί. Από την μία μεριά η χαρμόσυνη αγγελία του Αρχάγγελου Γαβριήλ προς την Θεοτόκο, πως θα
γεννήσει τον Σωτήρα του κόσμου, ο Οποίος θα αναγεννήσει πνευματικά στο
θεανδρικό του Πρόσωπο όλο το ανθρώπινο γένος (τον πεπτωκότα Αδάμ), κι από την άλλη μεριά πάλι, η ελευθερία της
Πατρίδας μας από τον δυσβάστακτο τουρκικό ζυγό, που φαινόταν ένα κατόρθωμα μη
επιτεύξιμο. Κι όμως, η ελπίδα γεννιέται μέσα από την πλήρη απελπισία,
αποδεικνύοντας πως οι άνθρωποι κάθε εποχής, είναι πάντα εφευρετικοί και δεν
παραδίδουν ποτέ τα «όπλα» τους απέναντι σε κάθε δοκιμασία που τους επιβάλλεται.
Σε όλη την ιστορία της Ορθόδοξης παράδοσης και ζωής, καταφεύγαμε στην
Κεχαριτωμένη Θεοτόκο, στην Υπέρμαχο Στρατηγό, στην Παναγία, η οποία είναι «η αιτία της των πάντων θεώσεως» (Ειρμός, Ωδή στ’, Ακάθιστος Ύμνος). Έτσι
και σήμερα λοιπόν αποθέτουμε σε Αυτήν όλες τις ελπίδες μας, ώστε με την Χάρη
της να «ευφράνει τις ψυχές μας» (Τροπάριο,
Ωδή ζ’, Ακάθιστος Ύμνος). Η σκέπη της Παναγίας είναι πνευματικό ιατρείο.
Γι’ αυτό σ’ αυτήν καταφεύγουμε για να μας λυτρώσει από τα ψυχικά και σωματικά
μας νοσήματα (πρβλ. Θεοτοκίον, Τριώδιον).
Γιατί η Παναγία είναι η μόνη που
φέρνει τον Ήλιο της δικαιοσύνης, τον Χριστό και κατέστη κατοικητήριο του
(νοητού) Φωτός (βλ. Ωδή γ’, Ακάθ. Ύμνος).
Δοκιμάζεται ο
άνθρωπος σήμερα, καθώς η κατάσταση καθίσταται πολύ εύθραυστη στην παγκόσμια
κοινότητα, όχι μόνο στην χώρα μας, υπό την κυριαρχία μιας αόρατης απειλής και
ενός ασύμμετρου εχθρού. Ωστόσο, αντί να μοιρολογούμε επειδή δεν βγαίνουμε από
το σπίτι, το θεάρεστο έργο θα ήταν να προσευχηθούμε να εξέλθει από το
Νοσοκομείο κάποιος ασθενής. Ας καταφύγουμε στην ευλογημένη προσευχή για τους
ασθενείς αδελφούς μας, τους ανθρώπους του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού,
αλλά και των πνευματικών πατέρων μας, ώστε να ενισχυθούν πνευματικά και να τους
φωτίσει ο Θεός να ανταπεξέλθουν στις δύσκολες συνθήκες, παίρνοντας δύναμη εξ’
ύψους για το ευθυνοφόρο έργο που έχουν να επιτελέσουν, σ’ ένα ιδιόμορφο για την
εποχή μας, λόγω της επιδημίας, εκκλησιαστικό και κοινωνικό περιβάλλον. Η μάχη θα κερδηθεί κατά του «αόρατου εχθρού» με την
συμβολή των επιστημόνων, αλλά και με τις δικές μας προσευχές. Θα περάσει η
φοβερή δοκιμασία με την Χάρη του Θεού, αρκεί να επιδείξουμε σύνεση και διάκριση,
λίγη υπομονή και πολύ προσευχή με ταπείνωση στο θέλημα του Θεού.
Διότι, η ταπείνωση συγκινεί τον Θεό και έρχεται το Άγιο Πνεύμα και η θεία Χάρις.
Με πόνο ψυχής,
αλλά ταυτόχρονα και με πνευματική αγαλλίαση, θα εορτάσουμε φέτος πιο πνευματικό
Πάσχα. Διότι, ως Χριστιανοί γνωρίζουμε ότι τα κίνητρα των γεγονότων είναι
πρωτίστως πνευματικά. Να διέλθουμε από την δοκιμασία με την Χάρη της Παναγίας,
προκειμένου να εξέλθουμε «είς αναψυχήν» και να ευφρανθούμε ψυχικά. Να
εκφράζουμε την πνευματική αντιμετώπιση των δυσκολιών σε όλες τις εκφάνσεις της
ζωής μας. Με άλλα λόγια, να αξιοποιούμε πνευματικά τις δυσκολίες, γιατί αυτό
που μας φαίνεται καταστροφικό, μπορεί να έχει μεγάλη πνευματική ωφέλεια. Αναθεωρήσαμε,
λόγου χάρη, το καθημερινό μας πρόγραμμα, ξεφεύγοντας λίγο από την συχνή χρήση
των ηλεκτρονικών συσκευών(;), παρακινούμενοι σε περισυλλογή και προσευχή. Η
έκβαση θα είναι θετική και λυσιτελής, με ταπείνωση, θερμή προσευχή και
πνευματική ανάταση του ανθρώπου. Ο σκοπός είναι να γίνει ο κόσμος πιο
φιλάνθρωπος μέσα απ’ αυτή την δοκιμασία, αλλά προϋποτίθεται να γίνει πρώτα πιο
φιλόθεος. Διότι, όταν ο άνθρωπος είναι παιδί του Θεού έχει πληρότητα Χάριτος (πρβλ. Α’ Ιωάν. 3, 1). Εξάλλου, δική μας «δουλειά»
είναι να προσευχόμαστε και να σκεφτόμαστε τον Θεό (μνήμη Θεού), και «δουλειά» του Θεού είναι να μας σκέφτεται (Θ. Πρόνοια) και να μας βγάζει από τα
αδιέξοδα μας. Να έχουμε λοιπόν απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό, διότι ό,τι
επιτρέπει είναι προς τον συμφέρον μας και να το δεχόμαστε χωρίς γογγυσμό (βλασφημία), αλλά με ευγνωμοσύνη και
δοξολογία. Με ακράδαντη πίστη και ακλόνητη ελπίδα στον Πανοικτίρμονα Θεό. Άλλωστε
«δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος» (Μ. Βασιλείου, Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, PG
31, 517), διαλαλούν ανά τους αιώνες οι άγιοι
πάντες. Παρεμπιπτόντως, ο «χειμώνας» παρομοιάζεται με την αμαρτία, κατά τους Πατέρες
(βλ. Ερμά, κεφ. 53, 2. Γρ. Νύσσης, είς το
Πάσχα, PG
9, 264. Μ. Βασιλείου, Επιστολή 70, 1). Άρα, μπορεί να
είναι βαριά και οδυνηρή η δοκιμασία (χειμών),
αλλά είναι γλυκιά η αγάπη του Θεού, η προοπτική της αιωνιότητας, η
ψυχοπνευματική ανάπαυση κοντά στον Θεό, η Ανάσταση του Χριστού. Καθώς, όπως
τονίζουν οι άγιοι Πατέρες, ο άνθρωπος από την φύση του είναι θεούμενη ύπαρξη (Γρ. Θεολόγου, Λόγος
στα Θεοφάνεια, PG
36, 324), που σημαίνει ότι έχει εσωτερική (υπαρξιακή)
ανάγκη για εσωτερική ανάπαυση, δηλαδή
πνευματικά να ειρηνεύσει και να γαληνεύσει εν Θεώ και να κοινωνήσει με τον Θεό.
Επομένως, εν κατακλείδι, να κυριαρχήσει στις καρδιές μας το χαρμόσυνο βίωμα της
Αναστάσεως, που θα εορτάσουμε σε λίγο, που βιώνεται πραγματικά ως θεϊκό μήνυμα
αιωνίου ζωής αθανάτου. Για να εορτάσουμε (έστω
και στην κατ’ οίκον εκκλησία) θεοπρεπώς τα φρικτά Πάθη του Κυρίου και την
ένδοξη Ανάσταση Του.
π.
Γεώργιος Β. Δημητρόπουλος
Υπ.
ΜΑ Θεολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου