Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

Πίστη και Πατριωτισμός - Επέτειος 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση του 1821



Με αφορμή την επέτειο των διακοσίων χρόνων από την ελληνική Επανάσταση του 1821, ως ένα ευλαβικό μνημόσυνο στην ιερή μνήμη των αγωνιστών του έθνους μας, όπου συνεορτάζεται συμβολικά κάθε έτος η εθνική παλιγγενεσία με την Θεομητορική εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου την 25η Μαρτίου, παραθέτουμε κάποιες ταπεινές σκέψεις.

 Εν πρώτοις, ο καλός χριστιανός είναι και καλός πατριώτης. Όχι βέβαια με την έννοια του σοβινισμού, που εκδηλώνεται με μισαλλοδοξία προς άλλους λαούς, αλλά με την έννοια του πατριωτισμού, που είναι το αγνό αίσθημα αγάπης προς το πάτριο έδαφος, το οποίο μας γέννησε ως έθνος και λαό, όχι μόνο με την φυλετική, αλλά και με την θρησκευτική – πνευματική σημασία. Αυτό που διακατέχεται από το Ορθόδοξο φρόνημα. Έτσι, θα λέγαμε, ο αυθεντικός πατριωτισμός θεμελιώνεται στην άδολη φιλανθρωπία των αγίων της Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστης[1].

Από την αρχή η Ορθόδοξη πίστη συνδέθηκε με τον αληθινό πατριωτισμό και εξευγένισε τα ευγενή αισθήματα της αγάπης των λαών προς τις πατρίδες τους, ώστε στις μεγάλες πολεμικές συγκρούσεις οι θυσίες να είναι «υπέρ πίστεως και πατρίδος»[2]. Γι αυτό, άλλωστε, η Εκκλησία έχει εκατομμύρια μάρτυρες για την αγάπη του Χριστού και την υπεράσπιση της πατρίδας. Τελικά, για πολλά αγωνιζόμαστε, αλλά για τα μεγάλα ιδανικά μας, όπως η πίστη και η ελευθερία, τι κάνουμε;

Είναι δεδομένο ότι, η ελληνική γλώσσα κρύβει βαθιά νοήματα και έχει φιλοσοφικό υπόβαθρο. Υπ’ αυτή την έννοια, η λέξη «ελευθερία» ετυμολογικά, προκύπτει από το «παρά το ελεύθειν όπου ερά τις», δηλαδή, ελεύθερος είναι εκείνος, που πηγαίνει εκεί όπου αγαπάει. Ελευθερία είναι να μην είσαι σκλάβος ή δούλος, αλλά το να πράττεις εν γένει σύμφωνα με ό,τι σου γεννά έρωτα και αγάπη στη ψυχή σου. Επομένως, δεν αρκεί μόνο να μην είσαι υπόδουλος σε κάποιον για να είσαι ελεύθερος, αλλά πρέπει να βαδίζεις σύμφωνα με οτιδήποτε σου προκαλεί αγάπη, σε ενθουσιάζει, σε συγκλονίζει, ταράζει την ψυχή σου, σε οδηγεί στη δημιουργία και την υπέρβαση. Η αγάπη για την ελευθερία είναι έμφυτο συναίσθημα στον άνθρωπο. Αφού, ως γνωστό, ο άνθρωπος πλάσθηκε από τον Θεό αυτεξούσιος, να πράττει στη ζωή του ελεύθερα κατά την προαίρεσή του. Όταν ο Θ. Κολοκοτρώνης μίλησε στους Έλληνες μαθητές στην Πνύκα, μεταξύ άλλων τους είπε: «Σαν μία βροχή έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, κληρικοί και προεστοί, πεπαιδευμένοι και έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι συμφωνήσαμε σε αυτό το σκοπό και κάναμε την Επανάσταση»[3].

Η επανάσταση του ’21 ήταν στο είδος της πρωτότυπη και μοναδική. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε πως, δεν ξανάγινε στο κόσμο ποτέ τέτοια επανάσταση, και δεν ξέρουμε αν θα ξαναγίνει, γιατί δεν έγινε για ψωμί, αλλά «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία». Στα «μαύρα» χρόνια της τουρκοκρατίας, που «τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», όπως πολύ εύστοχα θα πει ο εθνικός μας ποιητής Δ. Σολωμός, ο οποιοσδήποτε μίζερος και σκλαβωμένος Έλληνας, μπορούσε να αποκτήσει ελευθερία – φαινομενική βέβαια – να αποκτήσει πλούτη, ακόμα και κοινωνικοπολιτικά αξιώματα, δηλαδή να γίνει μπέης κ.ά., αρκεί να αρνιόταν τον Χριστό. Και γνωρίζουμε εμπειρικά πόσο γοητεύουν τα πλούτη έναν πεινασμένο ή, πόσο γοητεύουν ακόμη τα αξιώματα τον οποιονδήποτε θνητό άνθρωπο! Παρόλα αυτά, όμως, οι ένδοξοι πρόγονοί μας προτίμησαν να υποφέρουν τα πάνδεινα, παρά να αρνηθούν την πίστη τους στον Χριστό. Να αρνηθούν τις παραδόσεις και τις αξίες τους. Καθώς οι αξίες ως πολύτιμο πνευματικό αγαθό, λειτουργεί ως καθοδηγητικός παράγοντας στη ζωή του ανθρώπου και το κοινωνικό σύνολο. Εξάλλου οι θεμελιώδεις ανθρώπινες αξίες (ελευθερία, υπευθυνότητα, σεβασμός, ευγένεια, αγάπη), δίνουν μορφή και κατεύθυνση στα συναισθήματα και την θέληση του ανθρώπου. Προσφέρουν νόημα ζωής.

Έτσι, οι Έλληνες προτιμούσαν να υποφέρουν, παρά να απαρνηθούν τις αξίες και τα ιδανικά τους. Ο Γάλλος Ιησουίτης μοναχός Ρισάρ, που επισκέφθηκε την σκλαβωμένη Ελλάδα στα τέλη του 17ου αιώνα, έγραφε χαρακτηριστικά: «Πάτε στην Ελλάδα να δείτε τι σημαίνει πίστη στον Χριστό. Τι υποφέρουν για τον Χριστό οι Έλληνες, αλλά και τι χάνουν προς χάρη του Χριστού»[4]! Γι αυτό ο Φώτης Κόντογλου θα πεί: «Η Ελληνική επανάσταση είναι η πιο πνευματική επανάσταση που έγινε στον κόσμο. Είναι αγιασμένη. Κανένας λαός δεν έχυσε τόσο αίμα για την πίστη του Χριστού όσο έχυσε ο δικός μας, από καταβολή του Χριστιανισμού ίσαμε σήμερα». «Αγιασμένη Ελλάδα! Είσαι Αγιασμένη γιατί είσαι βασανισμένη. Κι η κάθε γιορτή σου μνημονεύει κι ένα μαρτύριό σου…»[5].

Η γλώσσα κάθε λαού καθορίζει την πολιτισμική του ταυτότητα. Διότι, η κάθε γλώσσα είναι ο τρόπος που κάθε λαός συλλαμβάνει, επεξεργάζεται και εκφράζει τον κόσμο[6]. Επιπλέον, οι υποδουλωμένοι Έλληνες έμειναν προσηλωμένοι και στην ελληνική μας γλώσσα, αφού 400 χρόνια σκλαβωμένοι υπό τον Τουρκικό ζυγό δεν αλλοιώθηκε η γλώσσα μας. Λόγου χάρη, στην Αίγυπτο επειδή οι Έλληνες επέμεναν να μιλούν ελληνικά, παρά τις απειλές, ο Σουλτάνος Σελήμ ο Α’ έκοψε τις γλώσσες τους. Επίσης, από την στιγμή που ο σκλαβωμένος Έλληνας γινόταν μουσουλμάνος, αμέσως έπαυε να ήταν Έλληνας και γινόταν Τούρκος. Γιατί ταυτίζονται οι έννοιες του μουσουλμανισμού με τον Τούρκο, όπως ο Χριστιανισμός με τον Έλληνα, όπως λέγεται με τον βυζαντινό όρο Ρωμιοσύνη (Ελληνορθόδοξος). Γι αυτό αν ένας Έλληνας αλλαξοπιστούσε, έλεγαν «τούρκεψε». Αυτό το ήξεραν πολύ καλά, όχι μόνο οι Έλληνες, αλλά και οι Τούρκοι. Αμέσως μόλις ξέσπασε η επανάσταση, ρωτούσαν οι Τούρκοι τους πολίτες της Πόλης: «Είσαι χριστιανός;», κι όχι «είσαι Έλληνας», και όποιος απαντούσε «είμαι χριστιανός», τότε ακαριαία εκτελούνταν! Έτσι, λοιπόν, 10.000 χριστιανούς έσφαξαν στην Πόλη, όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση. Άλλωστε, γι αυτό αργότερα όριζε το «σύνταγμα» της Επιδαύρου: «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν είς Χριστόν, εισίν Έλληνες».

Τέλος, κι ενώ μέχρι τώρα είχαμε αυτούς που συκοφαντούσαν την επανάσταση του ’21, λέγοντας ότι δεν έγινε «για την πίστη του Χριστού», αλλά ήταν ταξική κ.λπ., χωρίς να έχουν ένα ντοκουμέντο, λες και ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Μακρυγιάννης και οι άλλοι αγωνιστές, δεν ήξεραν γιατί πολεμούσαν και το «ανακαλύψαμε» εμείς εκ των υστέρων. Επιπλέον, όμως, έχουμε και σήμερα μερικούς ανθρώπους, που αρέσκονται να «θάβουν» το αθάνατο ’21, να το προσπερνούν, σαν να πρόκειται περί ασήμαντης λεπτομέρειας της σύγχρονης Ιστορίας μας. Ωστόσο, «η μισή αλήθεια είναι ψέμα», λέει από την πείρα του ο θυμόσοφος λαός μας. Συνεπώς, όποιοι δεν διαφωτίζουν τον λαό, λέγοντας την αλήθεια, αντιθέτως τον σκοτίζουν[7].

Μετά το πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1829, που αναγνώρισε το ανεξάρτητο κράτος της Ελλάδας, ρώτησαν τον Κολοκοτρώνη με ποιόν είμαστε ως Έλληνες. Του λένε: «Είσαι με τους Άγγλους, με το φιλοαγγλικό κόμμα;». Και τους απάντησε «όχι» ο γέρος του Μωριά. «Είσαι με το φιλογαλλικό;». Και απάντησε «όχι». «Μήπως είσαι με το φιλορωσικό;», του λένε. Και απάντησε πάλι ο Κολοκοτρώνης με την σοφία που τον διακατείχε: «Είμαι Θεόφιλος! Γιατί όταν ξεκινήσαμε την επανάσταση, είπαμε: Για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία». Επομένως, στα πρόσωπα των αγωνιστών συνδυάζεται το καθαρό χριστιανικό φρόνημα κι ο αληθινός πατριωτισμός. Καθότι, η αγάπη προς την πατρίδα είναι ιερό συναίσθημα και σαν τέτοιο, πηγαίνει κοντά με την πίστη και την αγάπη προς τον Θεό. Έτσι, οι αληθινοί χριστιανοί, είναι και χρηστοί πολίτες και καλοί πατριώτες. Όπως ομολογούν την πίστη τους, έτσι υπερασπίζουν και την πατρίδα τους[8].

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, γράφει σχετικώς περί της αξίας της πατρίδας: «Μητέρα τιμάν των οσίων. Μήτηρ δε άλλη μέν άλλου. Κοινή δε πάντων πατρίς»[9]. Δηλαδή, είναι ιερό πράγμα να τιμά κανείς την μητέρα του. Ο καθένας έχει την δική του μητέρα. Κοινή όμως μητέρα όλων είναι η πατρίδα. Οι αρχαίοι είχαν ακήρατα ήθη, με άλλα λόγια χρηστά ήθη, που δεν είχαν προσμείξεις ή ξένα στοιχεία. Όπως διατείνεται ο Κόντογλου: «Τα έθνη που ξαγοράζουνε κάθε ώρα της ζωής τους με αίμα και μ’ αγωνία, πλουτίζονται με πνευματικές χάρες, που δεν τις γνωρίζουνε οι καλοπερασμένοι λαοί. Αυτοί απομένουνε φτωχοί από πνευματικούς θησαυρούς κι από ανθρωπιά, γιατί η καλοπέραση κάνει χοντροειδή τον μέσα άνθρωπο. Ενώ ο πόνος κατεργάζεται τους λαούς και τους καθαρίζει, όπως καθαρίζεται το χρυσάφι με φωτιά μέσα στο χωνευτήρι»[10]. Γι αυτό, λοιπόν, έκαναν αυτή την υπέρβαση της αγάπης για την ελευθερία οι αγωνιστές του 1821, που εορτάζουμε φέτος τα 200 χρόνια της Επανάστασης. Αυτή την ηρωϊκή και αγιασμένη υπέρβαση καλούμαστε όλοι να τιμήσουμε και να μιμηθούμε στη ζωή μας με την Χάρη του Θεού.

Εν κατακλείδι, παραφράζοντας τον Καβάφη από το έργο του «Επιτάφιον», ευχόμαστε να έχουμε «πόθο ακήρατο Χριστού», ώστε να έχουμε καθαρή και έντονη επιθυμία να «πλουτίσουμε εν Χριστώ», και όπως αγαπούμε την επίγεια πατρίδα μας όπου είμαστε ελεύθεροι, έτσι να ποθήσουμε και την επουράνια πατρίδα, αφού ως Χριστιανοί «την μέλλουσαν επιζητούμεν»[11], την βασιλεία του Θεού.

 

π. Γεώργιος Β. Δημητρόπουλος

Υπ. ΜΑ Θεολογίας

 



[1] Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, «Έθνος – Εθνικισμός και Ορθόδοξο φρόνημα», Ι. Μ. Γερμανίας, 26/3/2005.

[2] Επισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανού, Μικρός Συναξαριστής, Αθήνα 20206, σ. 92.

[3] «Οι νέοι στον αγώνα της ελευθερίας», Περιοδικό Ο Σωτήρ, τεύχ. 2238, 1/3/2021, σ. 102.

[4] Αρχιμ. Β. Μπακογιάννη, Αντιβίωση, εκδ. Θαβώρ 2008, σ. 61-62.

[5] Φ. Κόντογλου, Η πονεμένη Ρωμιοσύνη, Αθήνα 2011.

[6] Γ. Μπαμπινιώτη, «Η γλώσσα μας», https://www.babiniotis.gr/.

[7] Αρχιμ. Β. Μπακογιάννη, όπ. παρ., σ. 62-64.

[8] Επισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανού, όπ. παρ., σ. 97.

[9] Γρηγόριου Θεολόγου, Επιστολή Σωφρονίω, 37, PG 37, 77C.

[10] Φ. Κόντογλου, Η πονεμένη Ρωμιοσύνη, Αθήνα 2011.

[11] Εβρ. 13, 14.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου