Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ, ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ



         



     Ζούμε σ' ένα κόσμο πραγμάτων που αποσπούν την προσοχή μας και μας επιβάλλονται. Δεν είναι ανάγκη εμείς να τα προσέξουμε. Εκείνα από μόνα τους στέκονται μπροστά μας! Τα μη ορατά (θεία) όμως δεν επιβάλλονται μόνα τους, πρέπει εμείς να τα αναζητήσουμε και να τα ανακαλύψουμε. Ο γύρω κόσμος απαιτεί την προσοχή μας, ο Θεός όμως, μας προσκαλεί διακριτικά. Αβίαστα και ελεύθερα! Θυμάμαι κάτι που ένας γέροντας μοναχός μου είπε κάποτε: «Το Άγιο Πνεύμα μοιάζει σαν ένα μεγάλο δισταχτικό πουλί που κατέβηκε κάπου κει κοντά μας. Όταν το βλέπεις να έρχεται πιο κοντά μη κουνιέσαι για να μην το  τρομάξεις. Άφησε το να ‘ρθεί δίπλα σου». Αυτό ίσως μπορεί να μας θυμίσει την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, «εν είδει περιστεράς»[1]. Αυτή η εικόνα ενός πουλιού που κατεβαίνει δισταχτικό και ταυτόχρονα έτοιμο να προσφερθεί, είναι μια βιβλική εικόνα γεμάτη βαθιά νοήματα. Ο Θεός στέκεται μακριά και ταυτόχρονα κοντά στον άνθρωπο με διακριτικότητα. Δεν παραβιάζει την ελευθερία του ανθρώπου, αλλά περιμένει με υπομονή, διάκριση και αγάπη να του ανοίξουμε την καρδιά μας και να μπεί μέσα. Και, τότε, θα δούμε την αγάπη, την παρθενική σεμνότητα, την διακριτικότητα που προσφέρεται, αλλά δεν εξευτελίζεται. Ο Θεός δεν δέχεται μια γλοιώδη, αβασάνιστη σχέση, ούτε επιβάλλει την παρουσία Του, αλλά την προσφέρει (ελεύθερα). Και η προσφορά Του αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, παρά μόνο με ίσους όρους. Δηλαδή με την αντίστοιχη προσφορά από μέρους μας, μιας ταπεινής, γεμάτης αγάπη καρδιάς. Μιας προσφοράς κι απ' τους δύο που σεμνά και διακριτικά θ' αναζητούν ο ένας τον άλλον με βαθύ και αμοιβαίο σεβασμό και με επίγνωση της αγιότητας και της άφατης ομορφιάς που χαρίζει η αμοιβαία αγάπη. Ο εξωτερικός κόσμος μάς επιβάλλεται. Ό εσωτερικός κόσμος (της καρδιάς) μπορεί να γίνεται αντιληπτός, αλλά δεν εκλιπαρεί την προσοχή μας: πρέπει να προχωρούμε σιγά και προσεκτικά. Να καιροφυλαχτούμε για τον εσωτερικό μας κόσμο, σαν τον θαυμαστή των πουλιών που για να τα παρατηρήσει παίρνει μια θέση στο δάσος ή στους αγρούς και κάθεται σιωπηλός, αλλά γεμάτος ένταση. Στέκει ακίνητος, αλ' όμως άγρυπνος και παρατηρητικός. Αυτή την ένταση της προσοχής που μας επιτρέπει ν' αντιληφθούμε όσα αλλιώτικα μας διαφεύγουν, την αποδίδουν τα λόγια αυτού του παιδικού τραγουδιού: "Μια γέρικη σοφή κουκουβάγια ζούσε σε μια βελανιδιά. Όσο έβλεπε περισσότερο, τόσο μιλούσε λιγότερο. Κι όσο μιλούσε λιγότερο, τόσο άκουγε περισσότερο". Να μοιάζαμε και μείς της γέρικης της κουκουβάγιας της σοφής!

Τυφλωμένοι από τον κόσμο των γύρω πραγμάτων, ξεχνάμε ότι αυτός δεν φτάνει το βάθος στο οποίο ο άνθρωπος είναι ικανός να διεισδύσει. Όταν αναλογιζόμαστε τον εαυτό μας μέσα στο σύμπαν που συνεχώς απλώνεται — αμέτρητα μεγάλο ή άπειρα μικρό — τον βλέπουμε σαν έναν κόκκο σκόνης παροδικό, εύθραυστο και χωρίς σημασία. Αλλά όταν στραφούμε προς τα μέσα μας, ανακαλύπτουμε ότι τίποτε σ' αυτή την απεραντοσύνη δεν είναι αρκετά μεγάλο για να μας γεμίσει εντελώς. Όλη η δημιουργία είναι σαν ένας κόκκος άμμου στα βάθη του "είναι" μας. Είμαστε απέραντα μεγάλοι για να μας γεμίσει ή να μας ικανοποιήσει ο κόσμος αυτός. Μόνο ο Θεός που μας έπλασε για να γίνουμε «κοινωνοί θείας φύσεως»[2], όπως λέει ο απ. Πέτρος, μπορεί να μας γεμίσει. Να μας πληρώσει με την Ζωή Του και την Αγάπη Του. Ο υλικός κόσμος έχει αδιαφάνεια, πυκνότητα, βάρος και όγκο, αλλά δεν έχει βάθος. Μπορούμε να διεισδύσουμε στην καρδιά των πραγμάτων και όταν φτάσουμε στο πιο βαθύ σημείο τους — που είναι το τελικό σημείο — δεν βρίσκουμε δρόμο προς το άπειρο. Η Αγία Γραφή, όμως, μιλάει για το βάθος της ανθρώπινης καρδιάς, (το κέντρο της ψυχής, κατά τους αγίους Πατέρες). Πρόκειται για ένα βάθος που είναι αμέτρητο από την φύση του. Είναι απέραντο και ξεπερνάει κάθε όριο μέτρησης. Το βάθος αυτό είναι ριζωμένο στην απεραντοσύνη του ίδιου του Θεού, διότι προερχόμαστε από τον Θεό. Πότε άραγε μπορούμε να αρχίσουμε την έρευνα για να γνωρίσουμε μέχρι ποιο σημείο είμαστε τυφλοί, τυφλωμένοι δηλαδή από τα ορατά που μας εμποδίζουν να συλλάβουμε τ' αόρατα; Μόνο όταν καταλάβουμε την διαφορά ανάμεσα σε μια παρουσία που επιβάλλεται (κοσμική) και σε μια άλλη (θεϊκή παρουσία) που πρέπει να την αναζητήσουμε, επειδή τη νιώσαμε στην καρδιά μας. Ακόμα, όταν καταλάβουμε την διαφορά ανάμεσα στο βάρος, την αδιαφάνεια και την πυκνότητα των αντικειμένων του κόσμου γύρω μας, και στο ανθρώπινο βάθος (ψυχή-καρδιά) που μόνο ο ίδιος ο Θεός μπορεί να γεμίσει, διότι, «της μεγαλωσύνης αυτού ούκ έστι πέρας»[3]. Δεν υπάρχει όριο στη μεγαλοσύνη του Θεού, στο ύψος Του, στην αγαθότητά Του. Επομένως, και η πρόνοια, και η αγάπη και η χάρις του Θεού, κατά τον Ψαλμωδό, είναι κι αυτή ασύλληπτη, άπειρη. Ο Θεός δεν κωφεύει στις προσευχές μας, αλλά εμείς είμαστε συχνά ανίκανοι να εννοήσουμε την σιωπή του Θεού σαν απάντηση στις κραυγές μας. Αν αναγνωρίζαμε ότι βρισκόμαστε έξω από μια κλειστή πόρτα, τότε θα ήταν δυνατό να μετρήσουμε την ανθρώπινη μοναξιά καθώς επίσης και το πόσο απέχουμε ακόμα από τη χαρά για την οποία έχουμε κληθεί, πόσο μακριά είμαστε από την πληρότητα που μας προσφέρει ο Θεός. Ταυτόχρονα θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε – και αυτό είναι πολύ σπουδαίο – πόσο πλούσιοι είμαστε παρά την απέραντη φτώχια μας. Γνωρίζουμε τόσο λίγο τον Θεό, ζούμε τόσο ελάχιστα "εν Χριστώ" και όμως, τι πλούτος υπάρχει για μας σ' αυτή τη σπίθα της θείας παρουσίας, της γνώσης, της επι-κοινωνίας! Αυτή η σπίθα που λάμπει στο βαθύ πνευματικό σκοτάδι στο οποίο βρισκόμαστε. Γιατί αυτή η σπίθα της παρουσίας του Θεού, στο σκοτάδι είναι τόσο πλούσια σε φως, στην απουσία είναι τόσο πλούσια σε παρουσία, στην ζωή που χαράζει είναι τόσο γεμάτη με ελπίδα, με απέραντη χαρά· τότε μπορούμε να στεκόμαστε μπροστά σ' αυτή την κλειστή πόρτα έχοντας τη γλυκιά προσδοκία ότι μια μέρα θ' ανοίξει! Και όταν ανοίξει θα γνωρίσουμε μια τέτοια έκρηξη (θεϊκής) ζωής, που όμοιά της δεν μπορεί σήμερα να χωρέσει μέσα μας![4].

Ο Θεός προαιωνίως θέλησε να φέρει στην ύπαρξη τον κάθε άνθρωπο· το θέλησε ελεύθερα και από αγαθότητα ανεξιχνίαστη· με προορισμό, αν ανταποκριθεί ελεύθερα ο άνθρωπος, να τον καταστήσει κοινωνό της Βασιλείας Του[5], να τον αναδείξει θεό κατά Χάριν. Δικαιώνεται, απόλυτα, ο λόγος του σπουδαίου Ρουμάνου ποιητή Ντανιέλ Τουρτσέα: Εκείνους, που κανείς δεν αγαπά, με ταπεινή αγάπη Εσύ (Θεέ) τους αγάπησες…![6] Ο Χριστός μάς αποκαλύπτει στην Εκκλησία το μεγάλο μυστήριο που τελείται μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, όταν αυτή γίνεται κοινωνός της Βασιλείας των Ουρανών. Επομένως, στο σύντομο πέρασμα του ανθρώπου από την γή, όλα υπηρετούν αυτό τον μεγαλειώδη σκοπό· του αγιασμού και της θέωσής του διά της θείας Χάριτος. Ο άνθρωπος είναι μικρός και ταυτόχρονα μεγάλος, όπως το λέει ο προφήτης Δαβίδ: «βραχύ τι παρ’ αγγέλους ηλαττωμένος»[7] είναι και «ωσεί χόρτος έχων τας ημέρας αυτού»[8], διότι «έν τιμή ών, ού συνήκεν, παρά συνεβλήθη τοις κτήνεσιν τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς»[9]. Ο άνθρωπος είναι μικρός και μεγάλος ταυτόχρονα. Ενώ είναι πλασμένος λίγο πιο κάτω από τους ασώματους αγγέλους, ταυτόχρονα προικισμένος με την εικόνα του Θεού, είναι στεφανωμένος με δόξα και τιμή, αλλά είναι και οι μέρες του σαν το χορτάρι που ανθίζει για λίγο, διότι, ενώ έχει τόσο μεγάλη αξία, αφού δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσιν» Θεού[10], δεν το κατάλαβε αυτό. Ξέπεσε και εξίσωσε τον εαυτό του με τα ζώα, που δεν έχουν λογικό όπως ο άνθρωπος, κι έγινε όμοιος με αυτά, ζώντας και πεθαίνοντας σαν κτήνος. Ενώ πρέπει να λέει με το στόμα του προφητάνακτος Δαβίδ: «Ετοίμη η καρδία μου, ο Θεός, ετοίμη η καρδία μου»[11]. Είναι μακάριος όποιος μπο­ρεί να πει αυτά τα λόγια στον Θεό! Είναι ευτυχισμένος εκείνος που η καρδιά του είναι εντελώς έτοιμη, να ακολουθήσει το θέλημα του Θεού! Είναι ευτυχισμένος εκείνος που είναι ακλόνητη η καρδιά του και στηριγμένη ασάλευτα πάνω στον Θεό. «Έτοιμη καρδία» σημαίνει: καρδιά καθαρή από την υπερηφάνεια, ταπεινωμένη μπροστά στη μεγαλειώδη δύναμη και σοφία του Θεού. «Έτοιμη καρδία» σημαίνει, καρδιά που έχει αδειάσει απ’ όλες τις κοσμικές επιθυμίες και είναι στραμμένη μόνο προς τον Θεό και στην αγάπη προς Αυτόν. «Έτοιμη καρδία» σημαίνει, καρδιά θεραπευμένη από κάθε ανησυχία, φόβο και βιο­τική μέριμνα, καθησυχασμένη και ενδυναμωμένη από την παρουσία της Χάριτος του Θεού. Οι άγιοι που βίωσαν αυτή την παρουσία, όσο περισσότερο προσεύχονταν στον Θεό και ενώνονταν με Αυτόν μέσω της προσευχής, τόσο πιο πολύ έβλεπαν και ένιωθαν την ζωντανή παρουσία Του, γεύονταν στη ζωή τους την θεία Χάρη Του, γι' αυτό και σιωπούσαν, βλέποντας ταυτόχρονα το πνευματικό σκότος της ψυχής τους· μένοντας έκθαμβοι μπροστά στο Μυστήριο! Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα της παρουσίας του Θεού. Στα ιερά βάθη της καρδιάς, η Χάρις του Θεού θερμαίνει πνευματικά το αίσθημα του ανθρώπου, τον αλλοιώνει και τον αγιάζει! Άρα, είναι ο άνθρωπος βαθύς και ευρύς ταυτόχρονα. Είναι μυστήριο ανεξιχνίαστο ο ίδιος, αλλά και χωρητικός όλων. Γι’ αυτό και κατανοεί τις αδυναμίες των άλλων και τις δυνατότητες τις δικές του. Η ζωή του έχει αλήθεια, αγάπη, έχει την ελευθερία του να δέχεται και την ελευθερία του να προσφέρεται. Γι’ αυτό και είναι πολύ φιλάνθρωπος και κοινωνικός. Δεν σώζεται μόνος, κοινωνεί την σωτηρία. Μπορεί να κενώνεται από τον εγωϊσμό του, γι’ αυτό και να ενώνεται με τον Θεό και τους αδελφούς του. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις Αυτού»[12]. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστος ο Θεός για την προστασία και την Χάρη, που χαρίζει στους αγίους Του! Η αγιότητα είναι η απόδειξη της γνησιότητας της Εκκλησίας. Είναι η δικαίωση της ύπαρξής της[13]. Οι άγιοι, λοιπόν, είναι οι εκλαμπρυσμένοι άνθρωποι, οι φωτεινοί· οι φωτεινοί οδοδείκτες που οδηγούν τους ανθρώπους στον Χριστό. Διότι, όπως διατείνεται ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: «Η Εκκλησία είναι ένα εργαστήριο αγιοποιήσεως». Κατά τους θεολόγους και αγίους πατέρες, η θεοπνευστία, η έμπνευση, το χάρισμα, η πείρα, η προφητεία, η όραση, η θεοπτία· όλα αυτά είναι ο δρόμος της αγιότητας. Τα πραγματώνουν οι χαρισματικοί φωτοδότες που διαχέουν το φώς σε όλο το σώμα της κοινότητας, που ζεί στο κλίμα των μυστηριακών και λατρευτικών πράξεων[14]. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Η Εκκλησία είναι κοινωνία θεώσεως»[15]. Επομένως, το μεγαλείο του «καινού» (εν Χριστώ) ανθρώπου είναι το αυθεντικό βίωμα της Χάριτος του Θεού το οποίο χρειαζόμαστε, όπως και ο κάθε χριστιανός στην ιστορία της Εκκλησίας. Απλά στις μέρες μας, η δυσκολία να το αποκτήσουμε φαντάζει μεγαλύτερη. Αυτό το βίωμα απεργάζεται το μεγαλείο του «καινού» ανθρώπου, αυτού δηλαδή που έχει μετέλθει σε μία κατάσταση που παραμένοντας άνθρωπος δεν είναι… άνθρωπος. Είναι θεοειδής, θεόμορφος, θεανθρώπινος άνθρωπος. Ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός, ήταν τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. «Οι ενάρετοι (άγιοι) ανα-γνωρίζουν τον Θεό, και όχι οι έξυπνοι, οι αμαρτωλοί και ασεβείς»[16]. Επομένως, αυθεντικός είναι αυτός στον οποίο μπορεί να αποκαλύπτεται ο Θεός. Αυθεντικός είναι ο άγιος, ο εν Χριστώ άνθρωπος. Αυτός που (ανα)γνωρίζει τον Θεό. Κατά συνέπεια, έχουμε ανάγκη και από τον Θεό και από τους αγίους ανθρώπους, που είναι οι μάρτυρες της παρουσίας του Θεού μέσα στη ζωή μας, μέσα στο χρόνο, στο χώρο και στην ιστορία. Συνεπώς, η Εκκλησία μάς καλεί να γνωρίσουμε το «είναι» μας, την ύπαρξή μας, το βάθος της καρδίας (ψυχής) μας, να συναντήσουμε την αρχή μας ως ανθρώπων, ως προσώπων, ως χριστιανών, να ξαναγίνουμε ακατέργαστοι σαν τους πρωτοπλάστους, αθώοι σαν τα μικρά παιδιά και αυθόρμητοι σαν τους μαθητές του Χριστού[17]. Καλούμαστε για την αγιότητα και την θέωση. Τον μεγαλειώδη και ύψιστο σκοπό της ύπαρξής μας για τον οποίο πλασθήκαμε «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσιν» Θεού.




[1] Βλ. Μτθ. 3, 13-17. Μκ. 1, 9-11. Λκ. 3, 21-22. Πράξ. 2, 1-13.
[2] Β’ Πέτρ. 1, 4.
[3] Ψλμ. 144, 3.
[4] Μητροπολίτη Σουρόζ Anthony Bloom, Πορεία και συνάντηση, μτφ. Ελένη Γκανούρη, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1998.
[5] Βλ. Θ’ Ωδή, β’ Ήχου, Παρακλητική. Πρβλ. Μρκ. 10, 35-45. Βλ. Θεοφύλακτου Βουλγαρίας, Ερμηνεία είς τα τέσσαρα ιερά Ευαγγέλια, Λιψία 1761 (αψξά), σελ. 86.
[6] Πρβλ. Ιω. 3, 16. «Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε έδωσε τον Μονογενή Του Υιό, έτσι ώστε όποιος πιστεύει σ΄ Αυτόν να μην χαθεί, αλλά να έχει ζωή αιώνιο».
[7] Ψλμ. 8, 6.
[8] Ψλμ. 102, 15.
[9] Ψλμ. 48, 13.
[10] Γέν. 1, 26.
[11] Ψλμ. 56, 8.
[12] Ψλμ. 67, 36.
[13] Ιγνατίου Μητρ. Κεντρώας Αφρικής, Η αγία Παρασκευή, εκδ. «Ο Σωτήρ», Αθήναι 2005, σελ. 70-75.
[14] Νίκου Ματσούκα, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 42.
[15] Γρηγορίου Παλαμά, Αποδεικτικός λόγος, 2, 78.
[16] Ωσηέ 5, 4.
[17] Αρχιμ. Νικόλαου Χατζηνικολάου, (νύν Μητροπολίτη Μεσογαίας),  Ὁμιλία στὸν Τομέα Ἐπιστημόνων τοῦ Συλ. ἱεραπ. Δράσης Ὁ Μ. Βασίλειος, 12-10-2003. Περιοδικό Ἡ δράσις μας, τ. 416-7, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕΘΟΡΙΟΣ, εκδ. ΕΝ ΠΛΩ, Αθήνα 2005.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου